Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 271/2018

 Αριθμός απόφασης    271/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Θεόκλητο Καρακατσάνη, Αγγελική Δέτση – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Δ.Π.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ.  3817/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην τους κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, καθόσον, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 25-5-2016 (βλ. με αρ. …. και …/25-5-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ……) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 23-6-2016 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ενόψει της ερημοδικίας  των εναγομένων στον πρώτο βαθμό και εφόσον αυτοί προβάλλουν, μεταξύ άλλων, γενική  άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των λόγων της, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να προχωρήσει σε εκδίκαση της αγωγής κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 528, 535 § 1 ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718, 1721 § 1 εδ. α’

και 180 ΑΚ συνάγεται ότι, η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά άλλου προσώπου, είναι άκυρη. Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον δεν έχει μόνο ο κληρονόμος, διότι η αγωγή δεν είναι προσωποπαγής, όπως είναι η αγωγή του άρθρου 1787 ΑΚ για ακύρωση ακυρωσίμου διαθήκης για κάποιον από τους λόγους των άρθρων 1782 – 1786 ΑΚ (ΑΠ 1591/1997 ΝΟΜΟΣ), αλλά και ο δανειστής του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, όταν ο τελευταίος δεν ασκεί τα δικαιώματά του, οπότε ο δανειστής μπορεί να ασκήσει την πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠολΔ (ΑΠ 729/2011 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 744/2007 ΕλΔνη 2007.903, ΕΑ 7764/2000 ΕλΔνη 2001.1394). Εξάλλου, ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου, που αντλεί δικαιώματα απ’ αυτή και κάποιου  απ΄αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της (1777 ΑΚ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσομένη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου από τη διαθήκη δικαιώματος του εναγομένου. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών, που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από τν διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 707/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1595/2006 ΝοΒ 54.149).

Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα, αφού επικαλείται, για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της, την ιδιότητά της ως δανείστριας του ………,  λόγω οφειλής του απέναντί της ύψους 75.862,07 ευρώ, που αναγνωρίστηκε αμετάκλητα  με την υπ’ αρ. 756/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, εκθέτει, περαιτέρω, ότι η σύζυγός του,  …………, που απεβίωσε στον Πειραιά στις 19-3-1999, με την από  11-12-1997 φερόμενη ως ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ.  46/14-1-2000 πρακτικό συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, φέρεται ότι εγκατέστησε ως μοναδικούς κληρονόμους της τα δύο εναγόμενα τέκνα της, ενώ δεν άφησε τίποτε στο σύζυγο της. Ότι η παραπάνω διαθήκη είναι άκυρη, διότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από την κληρονομούμενη, αλλά από τρίτο πρόσωπο, και έτσι δεν επήλθαν οι έννομες συνέπειές της, με αποτέλεσμα να επέρχεται εξ αδιαθέτου διαδοχή σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της και να καθίσταται εξ αδιαθέτου κληρονόμος και ο σύζυγος της θανούσας, που είναι οφειλέτης της ιδίας. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα, επικαλούμενη επιπλέον ότι ο  οφειλέτης της ……. έχει αδρανήσει, μέχρι και το χρόνο κατάθεσης της αγωγής να ασκήσει το δικαίωμα του για αναγνώριση της ακυρότητας της παραπάνω διαθήκης, ζητεί να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της διαθήκης αυτής και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία φέρει το χαρακτήρα πλαγιαστικής αγωγής, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις  των άρθρων 180, 1710, 1712, 1716, 1718, 1721, 1774 ΑΚ,  70, 72 και 176 ΚΠολΔ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι, υφίσταται δεδικασμένο από την υπ’ αρ. 1542/2014 απόφαση του Πολυμελούς πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε ως αόριστη την προγενέστερη με αρ. κατάθ. …../2012 αγωγή της ενάγουσας, με όμοιο με την ένδικη περιεχόμενο και αίτημα,  και άρα πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί. Από το άρθρο 322 § 2 εδαφ. β΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση, που απέρριψε την αγωγή για δικονομικό λόγο (αοριστία), αποτελεί δεδικασμένο, που δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο θα εξετάσει την αγωγή, μόνον εφόσον έχει την ίδια δικονομική έλλειψη, για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως (ΑΠ 1696/2005 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με την υπ’ αρ. 1542/2014 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε επί της με ημερομηνία 12-11-2012 προγενέστερης, ομοίου με την ένδικη περιεχομένου, αγωγής, της ενάγουσας, αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της και συγκεκριμένα, διότι η ενάγουσα, ασκώντας πλαγιαστικά το κληρονομικό δικαίωμα του οφειλέτη της, δεν ανέφερε το στοιχείο της αδράνειάς του προς άσκηση του όγια αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης της κληρονομούμενης συζύγου του. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν ιστορικό της κρινόμενης αγωγής, η ενάγουσα συμπλήρωσε το στοιχείο αυτό (της αδράνειας του οφειλέτη της) καθιστώντας την έτσι ορισμένη και, συνεπώς, δεν υφίσταται δεδικασμένο από την προηγούμενη απορριπτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατόπιν αυτών πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα, που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ’ αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ’ ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αλλά απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (ΟλΑΠ 5/2011, ΑΠ 16/2017 ΝΟΜΟΣ).

Οι εναγόμενοι με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι η αγωγή είναι καταχρηστική, υπερβαίνοντας τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικοοικονομικός σκοπός του δικαιώματος, διότι ασκείται  μετά από 15 χρόνια από το θάνατο της θετής μητέρας τους και προσβάλλει στην ουσία το κληρονομικό τους δικαίωμα, καθόσον η πρόθεση της μητέρα τους ήταν η δική τους αποκατάσταση. Η ένσταση, όμως, αυτή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι τα επικαλούμενα από τους εναγόμενους περιστατικά δεν αρκούν για να θεμελιώσουν κατάχρηση δικαιώματος, υπό την έννοια που αναπτύχθηκε στην παραπάνω νομική σκέψη. Επίσης, κατά το άρθρο 1788 ΑΚ, το δικαίωμα για την ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση της διαθήκης. Η παραγραφή αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε ακυρώσιμη διαθήκη, ενώ η αναγνωριστική της ακυρότητας αγωγή δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή και οπωσδήποτε όχι σε μικρότερη από την εικοσαετία (ΑΠ 1350/2014 ΝΟΜΟΣ). Οι εναγόμενοι, εν προκειμένω, προβάλλουν και την ένσταση διετούς παραγραφής του δικαιώματος της ενάγουσας για ακύρωση της διαθήκης, ισχυρισμός όμως, που είναι νόμω αβάσιμος  και πρέπει να απορριφθεί, διότι η διετής παραγραφή του άρθρου 1788 ΑΚ, όπως προαναφέρθηκε, αφορά την ακύρωση ακυρώσιμης  διαθήκης λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, και όχι την αναγνώριση της ακυρότητας διαθήκης. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αρνούνται τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της κρινόμενης αγωγής.

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα των εναγομένων-εκκαλούντων, και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας-εφεσίβλητης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου  τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, καθώς και από  τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν, δεν διευκρινίστηκε πλήρως και, επομένως, παραμένει αμφίβολο το ουσιώδες για τη διάγνωση της υπό κρίση διαφοράς ζήτημα της γνησιότητας ή μη της γραφής και υπογραφής της ανωτέρω θανούσας στην προσβαλλόμενη ιδιόγραφη διαθήκη αυτής, αν δηλαδή η επίδικη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από αυτήν ή όχι. Το ζήτημα αυτό για να γίνει αντιληπτό απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τις οποίες το Δικαστήριο δεν διαθέτει. Προς άρση λοιπόν της αμφιβολίας, που ανέκυψε κατά τη μελέτη της υπόθεσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 254 και 368 § 1 του ΚΠολΔ, η επανάληψη της συζήτησης και η διενέργεια, γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διευκρινιστεί το ζήτημα, αν η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί από τη θανούσα ή όχι, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 3817/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης και τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία μπορεί να επισπεύσει ο επιμελέστερος των διαδίκων, προκειμένου να αρθεί το αμφίβολο σημείο που περιγράφεται στο αιτιολογικό της αποφάσεως.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα την ……… γραφολόγο,  (…. και ……. Αθήνα τηλ.  …. και …..-…), η οποία περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου. Η τελευταία θα δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, συνεδριάζοντος δημόσια, σε ημέρα και ώρα συνήθη, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτήν της παρούσας απόφασης. Στη συνέχεια, αφού λάβει γνώση των στοιχείων από το φάκελο της δικογραφίας, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο, που θα θεωρήσει αναγκαίο κατά την κρίση της ή θα τεθεί υπόψη της από τους διαδίκους, θα εξετάσει την από 11-12-1997  ιδιόγραφη διαθήκη της ………., που απεβίωσε στις 19-3-1999 στον Πειραιά, αντιπαραβάλλοντάς την με άλλα αναμφισβήτητης γνησιότητας έγγραφα της τελευταίας, τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία ή θα της προσκομισθούν από τους ίδιους τους διαδίκους, και ακολούθως θα συντάξει έκθεση, στην οποία με αιτιολογημένες σκέψεις θα γνωμοδοτήσει, εάν η επίδικη διαθήκη της ανωτέρω θανούσας έχει γραφεί και υπογραφεί με το ίδιο το χέρι αυτής ή όχι, αναφέροντας περαιτέρω καθετί, που είναι αναγκαίο κατά την κρίση της για την διαλεύκανση του παραπάνω κρίσιμου ζητήματος. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την ημέρα, που η πραγματογνώμονας θα ορκιστεί.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά την 1η Μαρτίου 2018.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

          Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   30 Απριλίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω λήψεως γονικής αδείας εκ μέρους του Εφέτη  Θεοκλήτου Καρακατσάνη και απουσίας αυτού από την Υπηρεσία, αποτελουμένη από τους Δικαστές,   Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Γεώργιο Βερούση και Αγγελική Δέτση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

      Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ