Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 219/2018

Αριθμός     219/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 5.11.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./5.11.2015) έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης εταιρίας κατά της υπ’ αριθ. 3291/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην αυτής κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 17.9.2013 αγωγή της ήδη εφεσίβλητης εταιρίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στην εναγομένη την 6.10.2015 (βλ. την σχετική από 6.10.2015 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …… επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 5.11.2015 (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε η έφεση αυτή εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται ότι, όπως προκύπτει από την σχετική από 6.11.2015 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα εταιρία το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω η ως άνω έφεση.

ΙI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του N. 3994/2011), αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε, ενώ ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης από τον πρωτοδίκως δικασθέντα ερήμην, ανεξάρτητα αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ` ουσία. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, στο πλαίσιο της προφορικής συζήτησης που ισχύει πλέον σε όλη την έκταση των πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, η έφεση επιφέρει, χωρίς έρευνα των λόγων της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και την αναδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο, που μετατρέπεται ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ η ρύθμιση αυτή, με την ως άνω διάταξη όπως τροποποιήθηκε, ισχύει και για τις ερήμην αποφάσεις που εκδόθηκαν κατά τις ειδικές διαδικασίες, αφού δεν υπάρχει λόγος διαφοροποίησης. Μετά δε την εξαφάνιση της απόφασης, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου νέα συζήτηση της υπόθεσης, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 ΚΠολΔ, ενώ παράλληλα, για λόγους οικονομίας της δίκης, εξετάζονται και οι μάρτυρες κατά την ίδια συζήτηση  (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 1140/2008 δημ. σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 884/2007 ΧρΙΔ 2008, 52, ΕφΑθ 933/2011, ΕφΑθ 2142/2011, ΕφΠειρ 27/2016, ΕφΠειρ 123/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, επειδή η ως άνω έφεση της πρωτοδίκως ερήμην δικασθείσας εναγομένης ασκήθηκε εμπροθέσμως, πρέπει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιούμενης της εκκαλούσας-εναγομένης να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (άρθρο 528 ΚΠολΔ), περαιτέρω δε, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή, ως προς το νομικά και ουσιαστικά βάσιμό της (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ.), κατά την ίδια τακτική διαδικασία. Σημειώνεται, επίσης, ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής των νέων διατάξεων του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι, κατά τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 1 και 2 του ως άνω νόμου, οι νέες διατάξεις τυγχάνουν εφαρμογής για τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 343 και 345 ΑΚ προκύπτει ότι όταν υπάρχει χρηματική οφειλή, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή αυτής, οφείλεται τόκος υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι ο δανειστής υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία (ΑΠ 653/2011 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 329-330/2001 ΕλλΔνη 2001.1351, ΕφΘεσ. 1819/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Σταθόπουλο σε Α. Γεωργιάδη-Μ. Σταθόπουλου, Κατ’ άρθρο Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 345, αρ. 1, σελ. 243). Ο τόκος υπερημερίας, αποβλέπει στην αποκατάσταση της, τεκμαιρομένης από το νόμο, ζημίας του δανειστή λόγω της καθυστέρησης, δεν αποτελεί όμως διαφέρον κατά την έννοια των άρθρων 297 και 298 ΑΚ. Η αξίωση προς καταβολή του είναι παρεπόμενη της αντίστοιχης αξίωσης για καταβολή της κύριας οφειλής (ΑΠ 1284/2001 ΕλλΔνη 2002.130 και στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αποτέλεσμα του παρεπόμενου χαρακτήρα του τόκου είναι ότι, αν η οφειλή κεφαλαίου αποσβεσθεί για οποιονδήποτε λόγο (π.χ. με καταβολή), τότε επέρχεται απόσβεση και της οφειλής του τόκου για το μέλλον, οι δεδουλευμένοι όμως τόκοι εξακολουθούν να οφείλονται (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, έκδ. 2010, άρθρο 293, αρ. 2, σελ. 567). Πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι οι τόκοι υπερημερίας από τότε που θα παραχθούν, παρά τον παρεπόμενο κατά τα προαναφερθέντα χαρακτήρα τους, αποτελούν αυθύπαρκτη απαίτηση, ανεξάρτητη από την απαίτηση του κεφαλαίου, ενώ οι δεδουλευμένοι απ’ αυτούς μπορούν να επιδιωχθούν και με αυτοτελή κύρια αγωγή ακόμα και μετά την περάτωση της δίκης για την κύρια απαίτηση (ΑΠ 942/2002 ΕλλΔνη 2002.1698, ΕφΠειρ 779/1996 ΕλλΔνη 1998.674). Είναι δε δυνατός ο αποκλεισμός της οφειλής τόκου υπερημερίας, αν αυτό ορίζεται στο νόμο, όπως π.χ. επί δωρητή (ΑΚ 500) ή αν αυτό ορίζεται με συμφωνία των μερών, καθόσον η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ (όπως και αυτή του άρθρου 346 ΑΚ) είναι ενδοτικού δικαίου και, επομένως, επιτρέπεται αντίθετη συμφωνία των μερών μόνο ως προς τον περιορισμό της ευθύνης του οφειλέτη (ΑΠ 703/1992 ΕΕΝ 1993.531, ΕφΑθ 2205/2004 και ΕφΑθ 5250/2004 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρο 345, αρ. 4, σελ. 682, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία-Νομολογία ΑΚ, τόμ. Β΄, άρθρο 345, αρ. 5 και 14, σελ. 236 και 238). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθ. 527 παρ. 1 του ΑΚ, η οποία αποτελεί κανόνα ενδοτικού δικαίου και ισχύει για την περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι δεν ορίζουν διαφορετικά με την μεταξύ τους συμφωνία, στη σύμβαση πώλησης τα έξοδα και τέλη που απαιτούνται για την κατάρτιση αυτής βαρύνουν εξ ίσου και τα δύο μέρη κατά τη σαφή δε έννοια της εν λόγω διάταξης σ’ αυτά (έξοδα και τέλη) περιλαμβάνονται και τα τέλη χαρτοσήμου για τιμολόγια που εκδίδονται επί πώλησης αγαθών (ΑΠ 898/1990 ΕλλΔνη 1991.987, πρβλ. ΕφΑθ 2654/2010 ΕλλΔνη 2001.828).

ΙV. Με την από 17.9.2013 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../24.9.2013) αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), η ενάγουσα αλλοδαπή (ισπανική) εταιρία με την επωνυμία «……..» (ήδη εφεσίβλητη), που διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά με την επωνυμία «……….», ισχυρίσθηκε ότι στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην παραγωγή, εμπορία, διανομή και πώληση τροφών για ιχθείς ιχθυοκαλλιέργειας, κατάρτισε, κατά τα έτη 2006-2009, με την εδρεύουσα στη Σαλαμίνα εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………» (ήδη εκκαλούσα), που ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία ιχθύων ιχθυοκαλλιέργειας, διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων πώλησε και παρέδωσε στην τελευταία τροφές για ιχθείς ιχθυοκαλλιέργειας αντί του εκάστοτε συμφωνηθέντος τιμήματος, που ανήλθε στο συνολικό ποσό των 555.815,99 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικού Φ.Π.Α. Ότι, χάριν καταβολής του ανωτέρω τιμήματος, εκδόθηκαν από την εναγομένη οι αναφερόμενες δέκα (10) τραπεζικές επιταγές (κατά τον ορθό αριθμητικό υπολογισμό των αναγραφόμενων στην αγωγή επιταγών), τα ποσά των οποίων ανέρχονται στο οφειλόμενο τίμημα των 555.815,99 ευρώ, οι οποίες (επιταγές) εμφαίνονται στα εμπορικά και λογιστικά στοιχεία αυτής (ενάγουσας) και αναγράφονται στην καρτέλα που διατηρεί για την εμπορική σχέση της με την αγοράστρια εταιρία (εναγομένη). Ότι, στη συνέχεια, επειδή η τελευταία, επικαλούμενη πρόσκαιρα οικονομικά προβλήματα, δεν μπόρεσε να πληρώσει τις ανωτέρω επιταγές κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες πληρωμής, κατόπιν αίτησής της και προς οικονομική διευκόλυνσή της, αυτή (ενάγουσα) αποδέχθηκε την αντικατάσταση των συγκεκριμένων επιταγών με άλλες ισόποσες επιταγές που είχαν μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσης, με την ρητή συμφωνία, όμως, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ότι θα καταβάλλονταν από την εναγομένη οι οριζόμενοι από το νόμο τόκοι υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την αρχική ημερομηνία πληρωμής (που ήταν η αναγραφείσα στις αρχικές επιταγές, ημερομηνία έκδοσής τους) μέχρι την συμφωνηθείσα μεταγενέστερη ημερομηνία πληρωμής (που ήταν, ομοίως, η αναγραφείσα στις νέες επιταγές, ημερομηνία έκδοσής τους). Ότι το συνολικό ποσό των δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας του τιμήματος πώλησης, για το οποίο εκδόθηκαν οι ανωτέρω δέκα (10) επιταγές, ανήλθε σε 23.601,63 ευρώ, για το οποίο (ποσό) εκδόθηκε απ’ αυτήν (ενάγουσα) το υπ’ αριθ. 36/30.11.2009 τιμολόγιο «για τόκους από αντικατάσταση 10 επιταγών», συνολικού ποσού 24.451,29 ευρώ (ήτοι ποσού 23.601,63 ευρώ για τόκους πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου και ΟΓΑ 3,6% εκ ποσού 849,66 ευρώ), πληρωτέου εντός τριάντα ημερών από την έκδοσή του. Ότι η εναγόμενη εταιρία, αν και εξόφλησε, κατά τις συμφωνηθείσες μεταγενέστερες ημεροχρονολογίες, όλες τις ανωτέρω επιταγές, αρνείται να εξοφλήσει το προαναφερόμενο τιμολόγιο που ενσωματώνει τους δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 24.451,29 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 30.12.2009 (συμφωνηθείσα ημερομηνία πληρωμής), άλλως από την επομένη της επίδοσης στην εναγομένη της από 1.7.2013 εξώδικης όχλησής της και συγκεκριμένα από την 17.7.2013, άλλως από την επίδοση της ως άνω αγωγής. Η αγωγή αυτή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, είναι ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 527, 361, 341, 345, 346 ΑΚ και 15 Δ΄ του Κώδικα Νόμων Τελών Χαρτοσήμου (Π.Δ. της 28.7.1931) παρ. 1 α΄ και β΄ (όπως το ποσοστό τέλους αυξήθηκε σε 3%, με το άρθρο 47 παρ. 1 Ν. 1249/1982) και παρ. 2 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 4 Ν. 1473/1984) και 11 παρ. 1 περ. Γ΄ Ν. 4169/1961 (με την οποία προβλέπεται, ως ειδική εισφορά υπέρ του  Ο.Γ.Α., πρόσθετο ποσοστό επί των κατά τις διατάξεις του Κ.Ν.Τ.Χ. προβλεπόμενων πάσης φύσεως τελών χαρτοσήμου, η οποία, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί του τέλους χαρτοσήμου,  συνεισπράττεται με αυτό). Επομένως, η αγωγή αυτή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσία, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το αναφερόμενο στην εκκαλούμενη απόφαση υπ’ αριθ. …../4.2.2015 διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ ΔΟΥ Πειραιώς).

Από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εφεσίβλητη υπ’ αριθ. ……/15.11.2017 ένορκη βεβαίωση του ….. ., ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών, …., η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. προτελευταίο του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. ….΄/10.11.2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ….), από όλα τα έγγραφα (στα οποία περιλαμβάνονται και τα ξενόγλωσσα, που έχουν νομίμως μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα), που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), χωρίς να μπορεί να ληφθεί υπόψη η προσκομιζόμενη από την ενάγουσα από 16.11.2017 έγγραφη «επιστολή – βεβαίωση» του ……, Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της ενάγουσας εταιρίας, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου έγινε για να χρησιμοποιηθεί στην προκειμένη δίκη (ΑΠ 887/2015, ΑΠ 906/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα αλλοδαπή (ισπανική) εταιρία με την επωνυμία «……..» (ήδη εφεσίβλητη), που διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά με την επωνυμία «…………», ασχολείται μεταξύ άλλων,  με την παραγωγή, εμπορία, διανομή και πώληση τροφών για ιχθείς ιχθυοκαλλιέργειας. Στο πλαίσιο της ως άνω επιχειρηματικής δραστηριότητάς της αυτή κατάρτισε, κατά τα έτη 2006-2009, με την εδρεύουσα στη Σαλαμίνα εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «……….» (ήδη εκκαλούσα), που ασχολείται με την παραγωγή και εμπορία ιχθύων ιχθυοκαλλιέργειας, διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων πώλησε και παρέδωσε στην τελευταία τροφές για ιχθείς ιχθυοκαλλιέργειας αντί του εκάστοτε συμφωνηθέντος τιμήματος, που ανήλθε στο συνολικό ποσό των 555.815,99 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του σχετικού Φ.Π.Α. Η εναγομένη, χάριν καταβολής του ανωτέρω  τιμήματος, εξέδωσε και παρέδωσε στην ενάγουσα τις κατωτέρω αναφερόμενες δέκα (10) τραπεζικές επιταγές, που έπρεπε να πληρωθούν κατά το χρονικό διάστημα από 31.1.2009 μέχρι 31.8.2009 και των οποίων τα ποσά ανέρχονταν στο συνολικό οφειλόμενο τίμημα των 555.815,99 ευρώ και συγκεκριμένα: 1) την με αριθμό …… τραπεζική επιταγή, ποσού 37.124,33 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.1.2009, 2) την με αριθμό ….. τραπεζική επιταγή, ποσού 44.929,81 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 28.2.2009, 3) την με αριθμό ….. τραπεζική επιταγή, ποσού 133.273,46 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.3.2009, 4) την με αριθμό …. τραπεζική επιταγή, ποσού 81.472,05 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30.4.2009, 5) την με αριθμό …… τραπεζική επιταγή, ποσού 74.065,50 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.5.2009, 6) την με αριθμό ….. τραπεζική επιταγή, ποσού 54.451,19 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30.6.2009, 7) την με αριθμό ……τραπεζική επιταγή, ποσού 37.124,33 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30.6.2009, 8) την με αριθμό …… τραπεζική επιταγή, ποσού 20.954,16 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.7.2009, 9) την με αριθμό …. τραπεζική επιταγή, ποσού 44.929,81 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.7.2009 και 10) την με αριθμό ……… τραπεζική επιταγή, ποσού 27.491,55 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 31.8.2009. Σημειωτέον, ότι οι ανωτέρω επιταγές κατεγράφησαν τόσο στα εμπορικά και λογιστικά στοιχεία της ενάγουσας (πωλήτριας εταιρίας), όσο και στην καρτέλα που διατηρεί για την εμπορική σχέση της με την εναγομένη (αγοράστρια εταιρία). Στη συνέχεια, περί τον Ιανουάριο του έτους 2009, η εναγομένη, επικαλούμενη ότι δεν μπορεί να πληρώσει τις ανωτέρω επιταγές, κατά τις αναγραφόμενες σ’ αυτές ημερομηνίες έκδοσής τους, λόγω πρόσκαιρης οικονομικής δυσχέρειάς της, ζήτησε από την ενάγουσα να δεχθεί την αντικατάσταση των επιταγών αυτών με άλλες ισόποσες τραπεζικές επιταγές, έκδοσης δικής της ή πελατών της, με μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσης και συνακόλουθα πληρωμής. Πράγματι, η ενάγουσα αποδέχθηκε το αίτημα της εναγομένης προς οικονομική διευκόλυνση της τελευταίας, με την οποία διατηρούσε καλές οικονομικές συναλλαγές επί τρία τουλάχιστον έτη, και έτσι έγινε αντικατάσταση των ανωτέρω επιταγών με δέκα (10) ισόποσες τραπεζικές επιταγές με μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσης, ήτοι η πρώτη την 30.6.2009, η δεύτερη την 31.7.2009, η τρίτη την 2.1.2010, η τέταρτη την 15.2.2010, η πέμπτη την 15.3.2010, η έκτη την 1.3.2010, η έβδομη την 2.4.2010, η όγδοη την 15.4.2010, η ένατη την 15.4.2010 και η δέκατη αυτών (επιταγών) την 1.5.2010. Όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνομολογούνται από την εναγομένη με τις κατατεθείσες προτάσεις της. Επίσης, αποδείχθηκε ότι όλες οι ανωτέρω επιταγές πληρώθηκαν κανονικά κατά τις προαναφερθείσες αναγραφείσες σ’ αυτές, ημερομηνίες έκδοσής τους. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμφωνίας περί αντικατάστασης των επιταγών, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι θα καταβάλλονταν από την εναγομένη οι οριζόμενοι από το νόμο τόκοι υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την αρχική ημερομηνία πληρωμής των επιταγών (που ήταν η αναγραφείσα στις αρχικές επιταγές, ημερομηνία έκδοσής τους) μέχρι την συμφωνηθείσα μεταγενέστερη ημερομηνία πληρωμής τους (που ήταν, ομοίως, η αναγραφείσα στις νέες επιταγές, ημερομηνία έκδοσής τους). Το συνολικό δε ποσό των δεδουλευμένων αυτών τόκων υπερημερίας του ανωτέρω τιμήματος πώλησης, χάριν καταβολής του οποίου εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες δέκα (10) επιταγές που αντικαταστάθηκαν με άλλες ισόποσες επιταγές με μεταγενέστερες ημερομηνίες έκδοσής τους, ανέρχεται σε 23.601,63 ευρώ και συγκεκριμένα: 1) για το ποσό των 37.124,23 ευρώ (της πρώτης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.1.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (30.6.2009) ήταν 150 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 928,11 ευρώ, 2) για το ποσό των 44.929,81 ευρώ (της δεύτερης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (28.2.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (31.7.2009) ήταν 153 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 1.145,71 ευρώ, 3) για το ποσό των 133.273,46 ευρώ (της τρίτης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.3.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (2.1.2010) ήταν 277 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 6.152,79 ευρώ, 4) για το ποσό των 81.472,05 ευρώ (της τέταρτης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (30.4.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (15.2.2010) ήταν 291 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 3.951,39 ευρώ, 5) για το ποσό των 74.065,50 ευρώ (της πέμπτης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.5.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (15.3.2010) ήταν 288 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 3.555,14 ευρώ, 6) για το ποσό των 54.451,19 ευρώ (της έκτης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (30.6.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (1.3.2010) ήταν 244 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 2.214,35 ευρώ, 7) για το ποσό των 37.124,23 ευρώ (της έβδομης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (30.6.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (2.4.2010) ήταν 276 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 1.707,71 ευρώ, 8) για το ποσό των 20.954,16 ευρώ (της όγδοης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.7.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (15.4.2010) ήταν 258 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 901,03 ευρώ, 9) για το ποσό των 44.929,81 ευρώ (της ένατης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.7.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (15.4.2010) ήταν 258 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 1.931,98 ευρώ και 10) για το ποσό των 27.491,55 ευρώ (της δέκατης ως άνω επιταγής), η περίοδος εκτοκισμού μεταξύ της αρχικής ημερομηνίας έκδοσης (31.8.2009) και της νέας ημερομηνίας έκδοσης (1.5.2010) ήταν 243 ημέρες και οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ανέρχονται, με βάση το τότε οριζόμενο από το νόμο επιτόκιο, στο ποσό των 1.113,41 ευρώ. Σημειώνεται, ότι το ύψος των ανωτέρω επί μέρους ποσών, ως δεδουλευμένων τόκων υπερημερίας, καθώς και ο τρόπος υπολογισμού τους δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη, ενώ η οφειλή των ποσών αυτών προκύπτει και από την προσκομισθείσα με επίκληση από την ενάγουσα καρτέλα (σε επικυρωμένο αντίγραφο) «υπολογισμού τόκων από αντικατάσταση επιταγών», εκδοθείσα από το λογιστήριο αυτής. Για την ανωτέρω οφειλή των τόκων υπερημερίας εκδόθηκε από την ενάγουσα το υπ’ αριθ. ……/30.11.2009 τιμολόγιο πώλησης «για τόκους από αντικατάσταση 10 επιταγών», συνολικού ποσού 24.451,29 ευρώ (ήτοι ποσού 23.601,63 ευρώ για τόκους πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου και ΟΓΑ 3,6% εκ ποσού 849,66 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί να βαρύνει εξ ολοκλήρου την αγοράστρια), το οποίο απεστάλη αμέσως στην εναγομένη, όπως και η τελευταία συνομολογεί με το δικόγραφο της έφεσής της, χωρίς να αποδεικνύεται ότι υπήρξε οιαδήποτε έγγραφη διαμαρτυρία αυτής προς την ενάγουσα, με την οποία να ζητά την ακύρωση του εν λόγω τιμολογίου. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι, κατά τον χρόνο αντικατάστασης των ανωτέρω επιταγών, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, όπως η χρονική μετάθεση της αποπληρωμής της εκ του τιμήματος οφειλής της εναγομένης, γίνει ατόκως και χωρίς οιαδήποτε επιβάρυνση της τελευταίας. Η κρίση δε αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομισθείσα από την εναγομένη ένορκη βεβαίωση του ……….., αφού αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009), δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ή διαχειριστής της ενάγουσας αλλοδαπής (ισπανικής) εταιρίας, αλλά ήταν μόνο αντιπρόσωπος του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα (βλ. και το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα ΦΕΚ τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε., με αριθμό …../23.10.2002), χωρίς να έχει εξουσία εκπροσώπησης αυτής (ενάγουσας), με συνέπεια η όλως γενική απ’ αυτόν κατάθεσή του στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι «…αποδεχόμενος την κατάσταση συμφώνησα να αντικατασταθούν οι επιταγές άτοκα…», δεν ασκεί οιαδήποτε έννομη επιρροή στην προκειμένη υπόθεση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της κατάθεσής του ως προς το σημείο αυτό. Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος, στην ένορκη βεβαίωσή του, παραδέχεται ότι τον Νοέμβριο 2009 η κεντρική διοίκηση της ενάγουσας εταιρίας στην Σεγκόβια της Ισπανίας, αποφάσισε την έκδοση, από την θυγατρική της στην Ελλάδα, του επίδικου τιμολογίου τόκων υπερημερίας, το οποίο και πράγματι εκδόθηκε παρά τις ενστάσεις του. Αναφέρει, επίσης, ότι στις αρχές του 2010 εξέθεσε την άποψή του αυτή «στο συμβούλιο της εταιρίας και αυτό αποδέχθηκε την άποψή του», χωρίς όμως να αιτιολογεί πειστικά γιατί δεν έγινε ακύρωση του τιμολογίου αυτού ή έκδοση αντίστοιχου «πιστωτικού» τιμολογίου από την ενάγουσα, εφόσον, όπως διατείνεται, υπήρχε σχετική απόφαση του αρμόδιου οργάνου διοίκησής της, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκε ότι λήφθηκε τέτοια απόφαση (περί ακύρωσης του επίμαχου τιμολογίου) στις αρχές του 2010 ή έστω μεταγενέστερα από τα αρμόδια όργανα διοίκησης και εκπροσώπησης της ενάγουσας εταιρίας. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο (2009), ήταν κεντρική και γενική, προς όλους τους πελάτες της, η εμπορική τακτική της ενάγουσας να χρεώνει με τόκους υπερημερίας, με την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, όσους απ’ αυτούς καθυστερούσαν την αποπληρωμή των οφειλών τους (βλ. και τα προσκομιζόμενα με επίκληση από την ενάγουσα σχετικά τρία τιμολόγια τόκων που εκδόθηκαν απ’ αυτήν για άλλες οφειλέτριες εταιρίες κατά το έτος 2009). Τέλος, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όχλησε την εναγομένη για την πληρωμή του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού, με την σχετική από 1.7.2013 έγγραφη εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον νόμιμο εκπρόσωπό της την 16.7.2013 (βλ. την υπ’ αριθ. ……΄/16.7.2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..), με την οποία της όρισε προθεσμία πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την επομένη της λήψης της εξώδικης δήλωσης (ήτοι μέχρι και την 23.7.2013) για την πληρωμή του ποσού αυτού. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά,  υπάρχει οφειλή, για την προαναφερθείσα αιτία, της εναγόμενης εταιρίας προς την ενάγουσα για το ανωτέρω συνολικό ποσό των 24.451,29 ευρώ.

  1. V. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξάλλου μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και αν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι αυτός δε θα ασκήσει το δικαίωμά του, δεν καθιστά τη μεταγενέστερη άσκησή του καταχρηστική υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, εκτός αν συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ` ανάγκην και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος (ΟλΑΠ 7/2002 ΝοΒ 2003.648, ΑΠ 206/2017, ΑΠ 1225/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς, η επίκληση περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του δικαιώματος, δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησής του αλλά είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής είτε θεμελιώνει άλλη παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος ένσταση (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1799/2006, ΕφΘεσ 721/2010 όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγομένη, προς απόκρουση της αγωγικής αξίωσης, προέβαλε (με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της) τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος της εναγομένης, επικαλούμενη: α) ότι η τελευταία άσκησε την ως άνω αγωγή της, παρά το ότι γνώριζε ότι υπήρχε αντίθετη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του έτους 2008, με την οποία είχε ορισθεί ότι η αντικατάσταση των αναφερόμενων 10 επιταγών, εκδόσεως της εναγομένης αγοράστριας, με άλλες ισόποσες επιταγές με μεταγενέστερο χρόνο έκδοσης, δεν θα επιβαρυνόταν με τόκους υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από την αρχική ημερομηνία πληρωμής (που αναγραφόταν στις αρχικές επιταγές) μέχρι την συμφωνηθείσα μεταγενέστερη ημερομηνία πληρωμής (που αναγραφόταν στις επιταγές που τις αντικατέστησαν) και β) ότι η ενάγουσα, αν και την 30.11.2009 εξέδωσε το σχετικό τιμολόγιο που περιλαμβάνει την επίδικη απαίτησή της, αδράνησε επί τέσσερα περίπου έτη (ήτοι μέχρι τον Οκτώβριο 2013) να ασκήσει το επίδικο δικαίωμά της, σε συνδυασμό με ότι οι εκπρόσωποι αυτής την διαβεβαίωναν προφορικά ότι δεν θα διεκδικήσουν δικαστικά την επίδικη απαίτηση για τους τόκους υπερημερίας. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, το ανωτέρω υπό στοιχείο α΄ περιστατικό (συμφωνία των διαδίκων περί μη οφειλής τόκων υπερημερίας) δεν θεμελιώνει την ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, αλλά, εφόσον είναι αληθές, συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής λόγω αποκλεισμού της οφειλής τόκων υπερημερίας με σχετική συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών (διαδίκων), αφού η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙΙΙ της παρούσας. Περαιτέρω δε μόνη η επίκληση της αδράνειας της ενάγουσας επί τέσσερα έτη  (κατά τα ανωτέρω επικαλούμενα από την εναγομένη υπό στοιχείο β΄ περιστατικά), δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του επίδικου δικαιώματος, καθόσον η εναγομένη δεν επικαλείται ότι συντρέχουν επιπροσθέτως ειδικώς μνημονευόμενες ειδικές συνθήκες, οι οποίες καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του δικαιώματος αυτής (ενάγουσας), μη αρκούσης προς τούτο μόνης της μη άσκησης της επίδικης αξίωσής της για σημαντικό χρονικό διάστημα σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, με συνέπεια, ο ανωτέρω ισχυρισμός της, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, να είναι απορριπτέος πρωτίστως ως μη νόμιμος. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αναφερθεί ότι, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι οι εκπρόσωποι της ενάγουσας διαβεβαίωσαν την εναγομένη ότι δεν θα διεκδικήσουν δικαστικά το οφειλόμενο ποσό, όπως η ίδια διατείνεται. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα όχι μόνο εξέδωσε το υπ’ αριθ. …./30.11.2009 τιμολόγιο που αφορά το επίδικο ποσό των 24.451,29 ευρώ για δεδουλευμένους τόκους υπερημερίας, αλλά το απέστειλε αμέσως στην εναγομένη (όπως η ίδια συνομολογεί με το δικόγραφο της έφεσής της), το οποίο (τιμολόγιο) ουδέποτε ακύρωσε, οχλώντας μάλιστα αυτήν (πριν την άσκηση της αγωγής) και εγγράφως για την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού και εγγράφως, με την προαναφερθείσα από 1.7.2013 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον νόμιμο εκπρόσωπό της την 16.7.2013 κατά τα προεκτεθέντα. Συνεπώς, η ενάγουσα εγείροντας την ένδικη αξίωσή της με την υπό κρίση αγωγή της, ουδόλως υπερβαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του συναφούς δικαιώματος όρια και δεν ενεργεί καταχρηστικά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, γι’ αυτό και ο κατ’ άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμός της περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

VΙ. Κατόπιν αυτών, πρέπει η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία και πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 24.451,29 ευρώ με το νόμιμο τόκο από 24.7.2013, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας που τάχθηκε με την από 1.7.2013 εξώδικη όχληση της ενάγουσας (που επιδόθηκε στην εναγομένη την 17.7.2013), αφού δεν αποδείχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων η πληρωμή του ανωτέρω ποσού εντός 30 ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, αφού έγινε δεκτή η έφεσή της και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε με τα υπ’ αριθ. ………. παράβολα Δημοσίου εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφιο προτελευταίο ΚΠολΔ). Και τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 495 παρ. 4 και 509 ΚΠολΔ, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί (ολικώς ή εν μέρει) η απόφαση, ο διάδικος που άσκησε το εν λόγω μέσο θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, δικαιούμενος εντεύθεν της επιστροφής του, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκότερη γι’ αυτόν (ΑΠ 532/2016, ΕφΠειρ 119/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Μ. Μαργαρίτη Ερμ. ΚΠολΔ, έκδ. 2012, τόμ. Α΄, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 5.11.2015 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../2015) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 3291/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 17.9.2013 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2013) αγωγής.

Δέχεται την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη εταιρία με την επωνυμία «………» να καταβάλει στην ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…….», που διατηρεί υποκατάστημα στον Πειραιά με την επωνυμία «………..», το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων  πενήντα ενός ευρώ και είκοσι εννέα λεπτών (24.451,29) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 24.7.2013 μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγόμενη-εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  29 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ