Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 205/2018

Αριθμός  205/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την υπ` αρ. …../4-10-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κορίνθου, . …., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εκκαλούντες προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την  ορισθείσα  δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως,  δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών, δίχως να απαιτείται εκ νέου κλήτευση του (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ), ενώ προσκομίζονται  από τον αντίδικο του εφεσίβλητου-ενάγοντος οι προτάσεις αυτούς, που κατατέθηκαν νομίμως στο πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας  (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ). ΙΙ. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3062/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 26-7-2017, δηλαδή  εντός της από το 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης στις 28-7-2015, καθόσον, δεν προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ).  Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ. ……. ηλεκτρονικό παράβολο). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙΙ. Με την από 10-7-2011 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …/2011 αγωγή  του ο ενάγων  εκθέτει, ότι το επίδικο ακίνητο με αριθμό ΚΑΕΚ ……, που βρίσκεται στα Σελήνια Σαλαμίνας, είχε περιέλθει  κατά πλήρη κυριότητα στην δικαιοπάροχο μητέρα του δυνάμει  του με αριθμό …/1970 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Νίκαιας …., σε συνδυασμό και με την νομίμως μεταγραφείσα με αριθμό …./1973 πράξη εξόφλησης του πιστωθέντος τμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης του ίδιου συμβολαιογράφου, ακολούθως δε μετά τον επισυμβάντα το έτος 1983 θάνατο αυτής, ο ίδιος έχει καταστεί αποκλειστικός κύριος του, αφενός κατά παράγωγο τρόπο ως εξ αδιάθετου κληρονόμος της  κατά   ποσοστό  ¾ εξ αδιαιρέτου δυνάμει της με αριθμό …/2011 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού, . ….., εγγραφησομένης στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου  κατ’ άρθρο 7Α ν. 2664/1998   ως ισχύει, και αφετέρου κατά πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) με την επ’αυτού άσκηση διακατοχικών πράξεων, που αναφέρει ειδικότερα,   εν γνώσει και του έτερου   κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου ¼ συγκληρονόμου αυτής, συζύγου της και ότι αυτό εσφαλμένως  καταχωρήθηκε  στο Κτηματολόγιο Σαλαμίνας ως ανήκον στη μητέρα του εναγόμενου, ……, η οποία το έχει ήδη μεταβιβάσει με την με αριθμό …/22-12-2005 πράξη γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ……., που μεταγράφηκε νόμιμα, στον εναγόμενο, ο οποίος έχει εγκατασταθεί σε αυτό. Ζητούσε δε, να  αναγνωρισθεί ότι ο ίδιος είναι αποκλειστικός κύριος του επίδικου ακινήτου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του το αποδώσει, διατασσόμενης της βίαιης αποβολής του, και να διορθωθεί η ανακριβής εγγραφή στο οικείο ΚΑΕΚ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικώς η με αριθμό 4572/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέταξε την προσεπίκληση  της ως άνω αναγραφόμενης ως δικαιούχου του δικαιώματος κυριότητας του επιδίκου κατά την πρώτη εγγραφή, και δικαιοπαρόχου του εναγόμενου, …….., η οποία ακολούθως, μετά την προσεπίκληση της στη δίκη από τον ενάγοντα, άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 πρόσθετη υπέρ του εναγομένου  παρέμβαση. Οι ως άνω αγωγή, προσεπίκληση και πρόσθετη παρέμβαση συνεκδικάστηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο  με την εκκαλουμένη απόφαση του έκανε μερικώς δεκτή την αγωγή  ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο ενάγων κατέστη  πλήρης κύριος του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου,   με παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας, υποχρέωσε  τον εναγόμενο να του το αποδώσει, και τέλος, διέταξε τη διόρθωση  της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολόγιο Σαλαμίνας, ούτως ώστε να αναγραφεί αρχικός κύριος του επιδίκου ο ενάγων κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου με αιτία κτήσης τη κληρονομία και τίτλο κτήσης την ως άνω  με αριθμό …./10-11-2011 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού, ………    Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο εναγόμενος και η προσθέτως παρεμβαίνουσα  με την υπό κρίση έφεση τους, με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται και η υπ΄ αριθμ. 4572/2013 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παρ΄ ότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον της (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ), για τους λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί  η αγωγή. IV. Επί διεκδικητικής αγωγής (και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και επί αγωγής του άρθρου 6 παρ.2 του ν. 2664/1998), που στηρίζεται, καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν στοιχεία του ορισμένου αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ, τόσο η αποδοχή της κληρονομίας, όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η  μεταγραφή αυτού. Με το άρθρο 6 §§ 1 και 2 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τους ν. 3127/2003 και 3481/2006 ορίζεται ότι: «Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ` ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ (8) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10) ετών (τα εδάφια β` και γ` της παρ. 2 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο πέμπτο ν. 3559/2007, ΦΕΚ Α 102/14.5.2007). Σε περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, για την οποία δεν έχει  συνταχθεί  δήλωση αποδοχής κληρονομίας και  συνεπώς  δεν έχει σημειωθεί τόσο η διαδοχή, όσο και ο τίτλος κτήσης στο κτηματολογικό φύλλο, η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής μπορεί να γίνει κατά δύο τρόπους: Α) Ο επικαλούμενος ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή, ασκεί ως έχων άμεσο έννομο συμφέρον την αίτηση του άρθρου 6 § 3 του ν. 2664/1998 και ζητεί την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής με αίτημα να αναγραφεί ως δικαιούχος του δικαιώματος, ο κληρονομούμενος από τον οποίο και αντλεί το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Στη συνέχεια και αφού εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την εγγραφή του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο, προβαίνει σε αποδοχή κληρονομίας την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά το άρθρο 12 παρ. ιζ. Β) Ο επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα, κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 7Α § 1α και 7 § 3 του ν. 2664/1998 και συγκεκριμένα: α) Ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι προβαίνουν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομίας με τη χρήση υπάρχοντος κτηματολογικού αποσπάσματος, β) ασκούν την κατά περίπτωση αγωγή του άρθρου 6 § 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 § 3 του ν. 2664/1998 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής περιλαμβάνοντας στη νομιμοποίησή τους την προηγηθείσα αποδοχή κληρονομίας και γ) εγγράφουν ταυτόχρονα με την αγωγή του άρθρου 6 § 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 § 3 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο, τη δήλωση αποδοχής της κληρονομίας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7Α § 1. Η εγγραφή αυτή είναι προσωρινή και τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της αίτησης ή της αγωγής και οριστικοποιείται μόλις καταστεί αμετάκλητη η απόφαση η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση. Η διορθωμένη κατά τον τρόπο αυτό εγγραφή καθίσταται   οριστική   και   παράγει   το προβλεπόμενο στην § 1 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερομένων με τις εγγραφές αυτές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν μετά την έκδοση της απόφασης επί της αγωγής ή της αίτησης. Η αγωγή ή η αίτηση για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής ασκείται από τους κληρονόμους αυτού ή από όποιον έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστή των κληρονόμων) και έχει ως αίτημα την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών. Η διατύπωση του αιτήματος για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα αν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή της κληρονομίας, αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής (ex tunc) που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ άσχετα με το χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομίας. Συνεπώς α) αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος   και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο και β) αντίθετα αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης την κληρονομία και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’άρθρο 7Α πράξη δήλωσης αποδοχής της κληρονομίας (Εφ Πειρ 461/2016, ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 5848/2010 ΕλλΔνη 2011.568).V. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων  που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την με αριθμό 4572/2013 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συμπροσβάλλεται με την εκκαλουμένη,  τη με αριθμό …./29-11-2012 ένορκη βεβαίωση του ……, που ελήφθη νομοτύπως, και όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα,  αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα γεωτεμάχιο μετά της επ’αυτού ευρισκόμενης ισόγειας οικίας, κείμενο στην κτηματική περιφέρεια τ.δ Σεληνίων Σαλαμίνας, έκτασης κατά τα στοιχεία του Εθνικού Κτηματολογίου 331 τμ,  που φέρει τον αριθμό ΚΑΕΚ …… Το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει στην πλήρη κυριότητα της μητέρας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, …., δυνάμει του με αριθμό …/1970 νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Νίκαιας .., με αγορά από την . ….., σε συνδυασμό και με την νομίμως μεταγραφείσα με αριθμό …../1973 πράξη εξόφλησης του πιστωθέντος τμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης του ίδιου συμβολαιογράφου. Η ως άνω δικαιοπάροχος του εναγόντος (……..)   το έτος 1973 ανήγειρε εντός αυτού ισόγεια οικία,  στην οποία και διέμενε έκτοτε. Τα ανωτέρω εξάλλου, και δη την κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου από την ως άνω δικαιοπάροχο του ενάγοντος ο εναγόμενος ουδέποτε αμφισβήτησε. Κατά τον χρόνο του θανάτου της   στις 2-12-1983,  η τελευταία  κατέλειπε μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της  σε ολόκληρη τη κληρονομιαία περιουσία της τον ενάγοντα, υιό της, κατά ποσοστό ¾ εξ αδιαιρέτου, και τον τότε σύζυγο της, ….., κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, μετά τον θάνατο της μητέρας του άρχισε να νέμεται το επίδικο ακίνητο για δικό του λογαριασμό, επιβλέποντας το κατά τις επιτόπιες μεταβάσεις του στη περιοχή,   συνοδευόμενος συνήθως από τον εξάδερφο του, και εξετασθέντα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα. Τέλος, αυτός με την με αριθμό …../10-11-2011 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Κορυδαλλού, ……, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο οικείο κτηματολογικό φύλλο  του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας κατ’άρθρο 7Α ν. 2664/1998 στις 4-1-2012 , ήτοι πριν την επίδοση της αγωγής   στις 23-1-2012 (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικ. επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ….., επί του επιδοθέντος αντιγράφου της αγωγής, που προσκομίζεται νόμιμα από τον εκκαλούντα-εναγόμενο), αποδέχθηκε τη καταληφθείσα κληρονομία της μητέρας του κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου κληρονομικής του μερίδας ¾ εξ αδιαιρέτου, αποκτώντας κατά τον τρόπο αυτό αντιστοίχως και κατά το ίδιο εξ αδιαιρέτου ποσοστό την κυριότητα επί του επιδίκου. Το ως άνω κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος στην κληρονομία της μητέρας του και την αποδοχή αυτής κατά τα προαναφερόμενα οι εκκαλούντες δεν αμφισβητούν  ειδικώς με λόγο της έφεσης τους. Ο εναγόμενος και ήδη πρώτος εκκαλών με τις πρωτόδικες προτάσεις του προέβαλε παραδεκτώς την ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου (άρθρο 1045 ΑΚ), την οποία επαναφέρει με λόγο έφεσης, ισχυριζόμενος ειδικότερα, ότι η μητέρα του, και προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα, ….., δεύτερη εκκαλούσα, είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως επί είκοσι έτη και συγκεκριμένα από το μήνα Μάρτιο του  έτους 1984 και μέχρι την μεταβίβαση του στον ίδιο με το  με αριθμό …/22-12-2005 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ……., νομίμως καταχωρημένου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Αναφέρει δε ως πράξεις νομής της τελευταίας τον καθαρισμό του επιδίκου από σωρευμένα απορρίμματα, την τοποθέτηση νέων θυρών με κλειδαριά, την  ανέγερση μαντρότοιχου, την τοποθέτηση νέας καγκελόπορτας, καθώς και την δενδροφύτευση του. Όπως, όμως προέκυψε από τις αποδείξεις και δη την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος του εναγόμενου, ιδιοκτήτριας γειτονικής ιδιοκτησίας (βλ. σελ 25 υπ’αρίθμ. 4572/2013) πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης) η κατασκευή σε αυτό του μαντρότοιχου και η τοποθέτηση συρόμενης γκαραζόπορτας και εξωτέρων κιγκλιδωμάτων έγινε μετά το έτος 2001,   η δε φύτευση του αύλειου χώρου του επιδίκου με μια συκιά, μία αμυγδαλιά, ένα αγιόκλημα, δύο τριανταφυλλιές και οπωροκηπευτικά, ακολούθησε χρονικά τη περίφραξη του, ενώ δεν αποδείχθηκε κάτι διαφορετικό από τα υπόλοιπα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα,  ο  δε ……… στην υπ’αριθμ. ../2012  ένορκη βεβαίωση του  όλως αορίστως περιορίζεται να αναφέρει ότι η αλλαγή των εξωτερικών θυρών της οικίας έγινε μετά τον καθαρισμό του χώρου  και τα επόμενα χρόνια έγινε η περίφραξη με μαντρότοιχο, άλλαξαν τα εξωτερικά κάγκελα και τοποθετήθηκε νέα γκαραζόπορτα, δίχως ωστόσο να προσδιορίζει τον χρόνο που έλαβαν χώρα οι ανωτέρω πράξεις. Εξάλλου, αναφορικά με τον προηγηθέντα καθαρισμό κατά το έτος 1984 από την  …. του επίδικου,  στο οποίο είχαν συσσωρευθεί απορρίμματα, ήδη από την εποχή που κατοικούσε σε αυτό η …..,  με συνέπεια  να έχει  καταστεί εστία μόλυνσης για τις γειτονικές ιδιοκτησίες (η μάρτυς του εναγόμενου έκανε λόγο και για ύπαρξη φιδιών στο επίδικο, διότι  είχε μείνει αφρόντιστο για μεγάλο χρονικό διάστημα), αυτός (καθαρισμός) δεν αποδείχθηκε ότι έγινε με διάνοια κυρίας από την μητέρα του εναγόμενου και δεύτερη εκκαλούσα, αλλά προς προστασία της όμορης ιδιοκτησίας της. Τέλος, όλες οι λοιπές αναφερόμενες πράξεις, που αφορούν στην δήλωση του ακινήτου στην αρμόδια φορολογική αρχή και το κτηματολόγιο και την πληρωμή των σχετικών φόρων έπονται χρονικά των ανωτέρω διακατοχικών πράξεων. Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, μέχρι την μεταβίβαση του στον εναγόμενο το έτος 2005 με την ανωτέρω πράξη γονικής παροχής. Συνεπώς η ένσταση ιδίας κυριότητας του τελευταίου, βασιζόμενη σε παράγωγο τρόπο κτήσης (κτήση κυριότητας από κύριο) τυγχάνει απορριπτέα  ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, η ως άνω αγωγή, που τυγχάνει καθ’ όλα ορισμένη, καθόσον σ’ αυτήν αναφέρεται η αποδοχή κληρονομίας με συμβολαιογραφικό έγγραφο εκ μέρους του ενάγοντος (Εφ Αθ 7574/1998 ΝΟΜΟΣ), η εγγραφή του οποίου στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου έγινε μέχρι την άσκηση της αγωγής του άρθρου 6 του ν. 2664/2998, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7Α § 1 του ίδιου νόμου, ορθώς έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγόμενου,  και το οποίο δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ούτε εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, οι δε λόγοι της έφεσης, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Σημειώνεται ότι ο εναγόμενος πρωτοδίκως είχε στηρίξει την ένσταση ιδίας κυριότητας και σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας με έκτακτη εκ μέρους του χρησικτησία προσμετρουμένου και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου του, η οποία απορρίφθηκε ως  μη νόμιμη, για την απόρριψη δε αυτή ουδέν παράπονο προβάλλεται με την ένδικη έφεση. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ για το παράβολο, ποσού 100 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης,   πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ). Tέλος, δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δεν επιδικάζονται ενόψει της ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ωστόσο θα οριστεί το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας  εκ  μέρους του τελευταίου (άρθρα 673, 503 και 505 παρ.2 σε συνδ με άρθρο 591 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της αποφάσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  ερήμην    του εφεσίβλητου.

OΡIZEI το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμό  ……..  /2017 ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού 100 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  του πληρεξουσίου δικηγόρου των εκκαλούντων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ