Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 213/2018

Αριθμός  213/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ. Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 19-3-2015 (αριθμ. εκθ. κατάθ. ………/2015) έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της υπ΄αριθμ. 688/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 647επ. και 17 αρ.2 ΚΠολΔ(διαφορές ανάμεσα σε ιδιοκτήτες ορόφων από τη σχέση της οροφοκτησίας).Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα καί εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 652 παρ. 1 ΚΠολΔ), καταβλήθηκε δε καί το νόμιμο παράβολο ποσού 200 ευρώ (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. β` ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά την διαδικασία των άρθρων 648-657  ΚΠολΔ δικάζονται και οι διαφορές των άρθρων 17 αρ.92 ΚΠολΔ δηλαδή μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων από την σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ` ορόφους και τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων, ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς ως διάδικοι (ενάγοντες – εναγόμενοι) στις διαφορές αυτές νομιμοποιούνται μόνον εκείνοι οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος ή το ένα από αυτά είναι διαχειριστής της πολυκατοικίας και το άλλο ιδιοκτήτης ορόφου ή διαμερίσματος. Πρόσωπα που δεν έχουν μία από τις παραπάνω ιδιότητες όπως είναι οι μισθωτές ή χρήστες διαμερισμάτων δεν νομιμοποιούνται να ενάγουν ή να εναχθούν με βάση τις διαφορές από την οριζόντια ιδιοκτησία (ΑΠ 819/2000 Ελλ.Δικ. 411653 ΕΑ1711/98 ΕΔΠ 1999-126, ΕΑ 8964/2000 Δ/κη 42482, ΕΑ 1713/96 ΕΔΠ 1997-225). Ο επικαρπωτής διακεκριμένης ιδιοκτησίας ενόψει της φύσεως του δικαιώματος που ασκεί επί του πράγματος και των μέσων προστασίας που παρέχονται από το νόμο σ`αυτόν, εντάσσεται στην, κατά την υπόψη διάταξη (άρθρ. 17&2) έννοια του ιδιοκτήτη και συνεπώς μπορεί και αυτός, μόνος ή μαζί με τον ψιλό κύριο να ενάγει ή να ενάγεται για τις εκ της οροφοκτησίας διαφορές (Ολ.ΑΠ 8/2002 Ελλ.Δικ. 43,683, ΕφΠατρ505/2003, δημ/ση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ2351/2002ΕΔΠ2002, 326, ΕΔ 3345/98 Ελλ.Δικ.39,920, ΕφΠειρ.986/ 98 ΕΔΠ 1999,36). Στο δικόγραφο της αγωγής του άρθρου 17 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρεται η ιδιότητα των διαδίκων ως οροφοκτητών (ΕφΑθ 1435/1984 ΕΔΠ 1984, 97), χωρίς ανάγκη παραθέσεως των τίτλων της κυριότητάς τους (ΑΠ186/1996ΕΔΠ1996, 27) και χωρίς ανάγκη χρήσεως πανηγυρικών ή τυποποιημένων εκφράσεων, γιατί αρκεί να προκύπτει από το καθόλου περιεχόμενο του αγωγικού δικογράφου (ΕφΑθ4609/1987Δ20, 21, ΕφΑθ2680/1998ΕλΔνη1998, 921). Στην αγωγή αυτή είναι αρκετή η μνεία της ιδιότητος των διαδίκων ως αποκλειστικών κυρίων των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, μόνο, δε, αν αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο η ιδιότητα αυτή ανακύπτει υποχρέωση του ενάγοντος να την αποδείξει (ΑΠ406/1996ΕλΔνη38,52, ΕφΑθ3171/1998ΕλΔνη39,1607). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 5 παρ. 1 εδ. α’ , 7 παρ. 1, 8 και 13 του ν. 3741/1929 “Περί ιδιοκτησίας κατ` ορόφους”, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου αυτού και 1117 του ΑΚ, συνάγεται ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως, δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Μεταξύ των μερών αυτών περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη, οι καπνοδόχοι, οι αυλές, τα φρεάτια ανελκυστήρων, οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης και το ηλιακωτό δώμα. Εξάλλου, με βάση το άρθρο 2 τελευταία παράγραφος του ν. 3741/1929, η οποία ορίζει ότι αδιαίρετος είναι η ιδιοκτησία “και παντός άλλου πράγματος χρησιμεύοντος προς κοινήν των ιδιοκτητών χρήσιν”, προσδιορίζονται τα κριτήρια υπαγωγής στην ομάδα των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών της οικοδομής, που δεν αναφέρονται ρητά στη συμφωνία ή στο νόμο. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του ν. 3741/1929, δηλαδή με σύμφωνη απόφασή τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί. Αν τούτο δεν γίνει, αν, δηλαδή, δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία, ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις, ως άνω, διατάξεις. Στην τελευταία περίπτωση, κριτήριο για τον χαρακτηρισμό πράγματος ως κοινόκτητου και κοινόχρηστου, είναι ο κατά τη φύση του προορισμός για την εξυπηρέτηση των συνιδιοκτητών με την κοινή από αυτούς χρήση του. Δεδομένου δε, ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 επ. του ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή τμήματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ` εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΟλΑΠ 23/2000). Επιτρέπεται, δε, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα με την ενδεικτικής φύσεως διάταξη του άρθρου 2 του ν. 3741/1929, όπως με ειδική συμφωνία που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζεται στα βιβλία μεταγραφών το δικαίωμα να παραχωρηθεί αποκλειστικώς σε κάποιους από τους συνιδιοκτήτες ή και σε έναν από αυτούς η χρήση σε κάποιο από αυτά τα κοινά μέρη, οπότε η χρήση του δεν ανήκει σε όλους από κοινού τους συνιδιοκτήτες του εδάφους. Ακόμα οι συμφωνίες, με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζοντίων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 3 του ν. 3741/1929 “φέρουν χαρακτήρα δουλείας”, δεν είναι όμως δουλείες κατά την έννοια των άρθρων 1118 επ., 1142 και 1188 επ. ΑΚ, αλλά φέρουν χαρακτήρα δουλείας με την έννοια και μόνο ότι δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζοντίων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων (ΟλΑΠ 5/1991). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1121 και 1134 ΑΚ προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας είναι παρεπόμενο της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου με την έννοια ότι κάθε μεταβίβαση του ακινήτου, στο οποίο η δουλεία παρέχει ωφέλεια, περιλαμβάνει αυτοδικαίως και τη δουλεία, έστω και αν δεν ορίζεται τίποτε σχετικά στην πράξη μεταβίβασης (ΑΠ 969/2019δημ/ση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ318/2013). Ο χώρος της πυλωτής, σε κάθε περίπτωση, είναι αφιερωμένος πάντα στην κοινή χρήση, καθ’ό έχων εξ ορισμού κοινόκτητο χαρακτήρα (Ολ ΑΠ 5/1997 ΕλΔνη1991, 750, ΕφΠειρ 642/1997 ΕλΔνη38, 1913), έστω και αν δεν αναφέρεται ως κοινόχρηστος στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας (ΑΠ 1372/1997 ΕλΔνη1999,333). Τέλος, η σύμβαση συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπως και ο καταρτιζόμενος κανονισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των οροφοκτητών, αποτελούν πολυμερείς δικαιοπραξίες (ΑΠ 748/1990 ΕλΔνη32, 806) ερμηνευτέες υποχρεωτικώς, εν περιπτώσει κενού ή αμφιβολίας, διά της προσφυγής στους ορισμούς των άρθρων  173 και 200ΑΚ (ΑΠ 681/1975ΝοΒ24, 65, ΑΠ 315/1984 Δ22, 1550, ΑΠ 246/1989 ΕΔΠ1989, 265, ΕφΑθ 2407/1994 ΕΔΠ1995, 44, ΕφΑθ 2166/1990ΕλΔνη32, 1664, ΕφΑθ 9105/1991 ΕΔΠ 1993,26). Αν τα εντοπιζόμενα κενά δεν είναι δυνατό να αρθούν ερμηνευτικώς, συμπληρούνται με τη βοήθεια του άρθρου 288ΑΚ (Κωνσταντόπουλου, Η οροφοκτησία εν Ελλάδι, 1974, 324), έτσι, ώστε να προστατευθούν με τον προσδιορισμό της παροχής τα δικαιολογημένα συμφέροντα των αντισυμβληθέντων (ΑΠ560/1986ΕλΔνη27, 1113) και να βρεθεί η αληθής βούληση των συμβαλλομένων στη συστατική πράξη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις που έχουν χρησιμοποιήσει (ΑΠ 315/1984 ΕλΔνη25, 1550, ΕφΑθ3143/1985ΕλΔνη26, 935, ΕφΑθ 10692/1986 ΕΔΠ1987, 176, ΕφΑθ 2689/1987ΕΔΠ1987, 96). Παρατηρείται, πάντως, ότι ακόμα κι αν η διατύπωση της συμβάσεως είναι σαφής, είναι επιτρεπτός ο προσδιορισμός της οφειλόμενης παροχής, με την επιβαλλόμενη κατά τις περιστάσεις περιστολή, συμπλήρωση ή επέκτασή της (ΟλΑΠ127/1982ΝοΒ31, 214), χωρίς και να αποκλείεται η αντικατάστασή της με νέα (ΕφΠατρ108/1992ΑρχΝ1993, 83, ΕφΑθ6643/1978Δ19, 537, Βασ.Τσούμα, “Οριζόντια και Κάθετη Ιδιοκτησία”, έκδ.2009, παρ.104, 105).

Με την από 10-2-2014 (με αριθμ.έκθ.κατάθ……/14-2-2014) αγωγή τους και κατ’ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, οι ενάγοντες ιστορούσαν ότι ο πρώτος απ’αυτούς διατηρεί την επικαρπία του με στοιχεία Α2 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, κείμενης επί της οδού …… στον Πειραιά, ενώ η δεύτερη διατηρεί την ψιλή κυριότητα του ίδιου διαμερίσματος. Ότι προς εξυπηρέτηση του ως άνω διαμερίσματος έχει τεθεί κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Ρ-3 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή της οικοδομής, όπως αυτή αποτυπώνεται στο από Νοεμβρίου του 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου – πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού ….., που προσαρτάται στην υπ’ αριθμ. …./31.12.2002 Πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….. Ότι οι εναγόμενοι είναι αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι του υπό στοιχεία Ε-1 διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, ο πρώτος και του υπό στοιχ. Δ-1 η δεύτερη, προς εξυπηρέτηση των οποίων έχουν τεθεί κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Ρ-2 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου για τον πρώτο εναγόμενο και η με στοιχεία Ρ-1 ανοικτή θέση στάθμευσης για τη δεύτερη εναγομένη, στην πυλωτή της οικοδομής, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ίδιο ως άνω σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού ………… Ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2013 διαπίστωσαν ότι οι εναγόμενοι σταθμεύουν τα αυτοκίνητά τους στη θέση στάθμευσης Ρ-2 κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλαμβάνουν τμήμα της θέσης στάθμευσης Ρ-3 και έτσι να αδυνατούν αυτοί (ενάγοντες) να κάνουν χρήση της ως άνω θέσης στάθμευσης του διαμερίσματος τους, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό, εν γνώσει τους, παρανόμως, υπαιτίως και καταχρηστικά το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των εναγόντων επί της ως άνω υπό στοιχεία Ρ-3 θέσης στάθμευσης. Κατόπιν αυτών, ζητούσαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι παρανόμως και καταχρηστικώς προσβάλουν το ανωτέρω δικαίωμα των εναγόντων και  δεδομένου ότι ο συνολικός διαθέσιμος χώρος της πυλωτής δεν επαρκεί για την ασφαλή στάθμευση τριών αυτοκινήτων, ζητούσαν να ρυθμιστεί ο τρόπος χρήσης των ανωτέρω θέσεων στάθμευσης, με την εκ περιτροπής ανά μήνα στάθμευση των δύο εκ των τριών αυτοκινήτων των διαδίκων στον ανωτέρω χώρο της πυλωτής. Ζητούσαν, τέλος, να απειληθεί σε βάρος των εναγομένων προσωπική κράτηση έξι μηνών και χρηματική ποινή χιλίων (1.000,00) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησομένης απόφασης.

Η αγωγή με το πιο πάνω περιεχόμενο, ως εισάγουσα διαφορά ανάμεσα σε ιδιοκτήτες διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας και στηριζόμενη στις διατάξεις των  άρθρων 17 παρ.2 ΚΠολΔ και σ’αυτές των άρθρων 1002, 1113, 1117 ΑΚ, 1, 2, παρ. 1, 4 παρ. Ι, 5, 8 και 13 ν. 3741/1929, 281, 176, 946, 947 ΚΠολΔ, είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς αναφέρεται σ’αυτήν η συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και η ιδιότητα των  διαδίκων ως οροφοκτητών, χωρίς ανάγκη παραθέσεως των τίτλων της κυριότητάς τους (ΑΠ186/1996ΕΔΠ1996, 27), μόνον, δε, αν αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο η ιδιότητάς τους αυτή ανακύπτει υποχρέωση του ενάγοντος να την αποδείξει (ΑΠ406/1996ΕλΔνη38, 52, ΕφΑθ3171/1998ΕλΔνη39, 1607).Ειδικότερα, αναφέρεται η ιδιότητα των εναγόντων,  του πρώτου, ως επικαρπωτή της αναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας και εντασσόμενου στην έννοια του κυρίου του άρθρου 17 παρ.2 ΚΠολΔ και της δεύτερης, ως ψιλής κυρίας, χωρίς ανάγκη παράθεσης για αμφότερους τους ενάγοντες των τίτλων κτήσεως του επικαλούμενου για τον καθέναν δικαιώματος. Επομένως, τα περί αοριστίας υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους και ήδη, εκκαλούντες, που στηρίζουν τον πρώτο λόγο της έφεσής τους, παρίστανται ως αβάσιμα κατ’ουσίαν και πρέπει να απορριφθούν, όπως και ο πρώτος λόγος της έφεσης. Αναφορικά, δε, με την δεύτερη ενάγουσα, ψιλή κυρία της αναφερόμενης οριζόντιας ιδιοκτησίας, νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 17 παρ.2 ΚΠολΔ αγωγή, ενόψει του ότι στην αγωγή του άρθρου 17 παρ.2 ΚΠολΔ πρέπει, κατά τα παραπάνω, να αναφέρεται η ιδιότητα του ενάγοντος, ως συνιδιοκτήτη στην οροφοκτησία , ιδιότητα την οποία διαθέτει, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η δεύτερη ενάγουσα, απορριπτομένων των περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της δεύτερης ενάγουσας, ισχυρισμών των εναγομένων και του συναφούς δεύτερου λόγου της έφεσης.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων, οι οποίοι εξετάστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος των εναγόντων, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/11.1.2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Πειραιώς, …….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα  βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … και με αριθμ….., απέκτησε την πλήρη και αποκλειστική κυριότητα επί του με στοιχεία Α-2 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου πολυώροφης οικοδομής, που έχει ανεγερθεί επί της οδού …… στον Πειραιά. Η ως άνω πολυώροφη οικοδομή υπήχθη στις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας διατάξεις του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του Αστικού Κώδικα και καταρτίστηκε ο κανονισμός, που διέπει τις σχέσεις των συνιδιοκτητών αυτής, δυνάμει της υπ’αριθμ. ……/31.12.2002 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο … και με αριθμ…….Η εν λόγω οικοδομή κατασκευάστηκε με επιμέλεια και δαπάνες του …….., εργολήπτη, σύμφωνα με: α) Την υπ’αριθμ…./26-11-2002 άδεια οικοδομής του Γραφείου Πολεοδομίας Πειραιά, β) τους όρους και τις συμφωνίες του υπ’αριθμ…../5-6-2002 προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου της ως άνω Συμβολαιογράφου, γ)τα προσαρτηθέντα στην ως άνω, υπ’αριθμ…../31-12-2002 πράξη της ίδιας Συμβολαιογράφου, από Νοεμβρίου 2002 σχέδια κατόψεως ορόφων του αρχιτέκτονος μηχανικού …., μεταξύ των οποίων, το υπ’αριθμ. σχεδίου (2)διάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής, δ)τον από Νοεμβρίου 2002 πίνακα κατανομής ποσοστών του αρχιτέκτονος μηχανικού …., ο οποίος έχει προσαρτηθεί στην ως άνω, υπ’αριθμ……/31-12-2002 συμβολαιογραφική πράξη, στ)την γενική συγγραφή υποχρεώσεων, που προσαρτήθηκε στο παραπάνω προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο και ζ) τις διατάξεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, τις γενικότερες πολεοδομικές διατάξεις και τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Σύμφωνα με την ως άνω συστατική της οροφοκτησίας πράξη και το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, προς εξυπηρέτηση της οριζόντιας ιδιοκτησίας Α-2 (διαμερίσματος) του πρώτου πάνω από την πυλωτή ορόφου, έχει τεθεί προς αποκλειστική χρήση και ως αποτελούσα παρακολούθημα αυτής, η με στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο από Νοεμβρίου 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού ……, που προσαρτάται στην παραπάνω Πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ακολούθως, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/2007 συμβολαίου δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο …. και με αριθμ. …., ο πρώτος απ’τους ενάγοντες μεταβίβασε λόγω δωρεάς προς τη δεύτερη απ’αυτούς την ψιλή κυριότητα του ως άνω διαμερίσματος, ενώ ο ίδιος διατήρησε την επικαρπία αυτού. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι οι εναγόμενοι, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …./19.9.2005 για τον πρώτο και …../14.11.2003 για τη δεύτερη, συμβολαίων αγοραπωλησίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών, απέκτησαν την πλήρη κυριότητα των με στοιχεία Ε1, ο πρώτος και Δ1, η δεύτερη, διαμερισμάτων του πέμπτου και τετάρτου ορόφου, αντίστοιχα, της ίδιας πολυώροφης οικοδομής, ενώ σύμφωνα με τους ανωτέρω τίτλους και την υπ’ αριθμ. …../31.12.2002 Πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, προς εξυπηρέτηση του Ε1 διαμερίσματος, έχει τεθεί, προς αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Ρ-2 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή της οικοδομής, όπως αυτή αποτυπώνεται, ομοίως, στο ως άνω από Νοεμβρίου 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού, …….. και είναι όμορη από τη δεξιά πλευρά της, με τη θέση Ρ-3, που έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση του διαμερίσματος ιδιοκτησίας των εναγόντων, ενώ από την αριστερή πλευρά της είναι όμορη με την υπ’ αριθμ. Ρ-1 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, που έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση του Δ1 διαμερίσματος, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης. Συγκεκριμένα, οι τρεις ως άνω θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, όπως αποτυπώνονται στο από Νοεμβρίου 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού ……, περιγράφονται στην ως άνω συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη, με τα εξής σύνορα: “Η θέση στάθμευσης Ρ1 θα συνορεύει βορειοδυτικά με άσκαπτη γη προς οδό ….., νοτιοανατολικά με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, βορειοανατολικά με θέση στάθμευσης Ρ2 και νοτιοδυτικά με νοτιοδυτικό όριο του οικοπέδου. Η θέση στάθμευσης Ρ2 θα συνορεύει βορειοδυτικά με άσκαπτη γη προς οδό …., νοτιοανατολικά με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών, βορειοανατολικά με βορειοανατολικό όριο οικοπέδου και νοτιοδυτικά με θέση στάθμευσης Ρ1.Η θέση στάθμευσης Ρ3 θα συνορεύει βορειοδυτικά με θέση στάθμευσης Ρ4, νοτιοανατολικά με άσκαπτη γη προς προς πίσω ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, βορειοανατολικά με κοινόχρηστο χώρο ελιγμών και νοτιοδυτικά με νοτιοδυτικό όριο οικοπέδου”. Από τη λεπτομερή περιγραφή των ανωτέρω τριών θέσεων στάθμευσης στην ως άνω συστατική της οροφοκτησίας πράξη, στην οποία, όπως και στο σ’αυτήν προσαρτηθέν από Νοεμβρίου 2002 σχέδιο κάτοψης ισογείου-πυλωτής, αναφέρονταν όλες οι μεταγενέστερες μεταβιβαστικές της κυριότητας συμβολαιογραφικές πράξεις αποδεικνύεται ότι οι διαστάσεις και των τριών είναι απολύτως ίσες, με πλάτος 2,25 μ. και μήκος 4,40 μ. εκάστη, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο συνολικά διαθέσιμος για τη δημιουργία θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, χώρος της πυλωτής της πολυκατοικίας, μοιράστηκε σε τρεις χώρους στάθμευσης των αυτών ακριβώς διαστάσεων και συνεπάγεται, κατά λογική αναγκαιότητα, ότι ουδείς εκ των χρηστών των τριών θέσεων θεμελιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα χρήσης μεγαλύτερου χώρου στάθμευσης από τους λοιπούς χρήστες. Ωστόσο από τις εκθέσεις αυτοψίας του πολιτικού μηχανικού …… (από 5.4.2013) και της πολιτικού μηχανικού ……… (επίσης από 5.4.2013), που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες και οι εναγόμενοι, αντίστοιχα, αποδεικνύεται ότι ενώ στο προσαρτώμενο στην Πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας από Νοεμβρίου 2002 σχεδιάγραμμα κάτοψης ισογείου-πυλωτής του αρχιτέκτονα μηχανικού …….., το συνολικό πλάτος των τριών ανωτέρω χώρων στάθμευσης είναι 6,75 μέτρα, που αποτελεί ταυτόχρονα και την είσοδο των οχημάτων στις αντίστοιχες θέσεις στάθμευσης, στην πραγματικότητα, βάσει των ανωτέρω εκθέσεων αυτοψίας, το συνολικό πλάτος εισόδου είναι 5,80 μ. κατά την πρώτη έκθεση και 6,05 μ. κατά τη δεύτερη έκθεση, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η στάθμευση τριών αυτοκινήτων στις θέσεις Ρ-1, Ρ-2 και Ρ-3 αλλά και οι «ελιγμοί» σε όλες τις περιγραφόμενες στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, θέσεις.

Το γεγονός, ωστόσο, αυτό δεν είχε δημιουργήσει πρόβλημα στους διαδίκους, μέχρι το έτος 2012, για το λόγο ότι μέχρι τότε, στο διαμέρισμα κατοικούσε μόνο ο πρώτος ενάγων, ο οποίος δεν διέθετε αυτοκίνητο και συνεπώς, δεν χρησιμοποιούσε τη θέση στάθμευσης Ρ-3 και ως εκ τούτου, δεν είχε ανακύψει ακόμη το πρόβλημα έλλειψης επαρκούς χώρου για τη στάθμευση τριών οχημάτων.  Από το έτος 2013 όμως και εντεύθεν, με τη συναίνεση του επικαρπωτή πρώτου ενάγοντα, χρησιμοποιεί το Α2 διαμέρισμα, ως κατοικία της, η δεύτερη ενάγουσα-ψιλή κυρία, μαζί με το σύζυγο της, …….., η οποία είναι ιδιοκτήτρια του υπ’ αριθμ. …….. αυτοκινήτου, εργοστασίου κατασκευής HYUNDAI, τύπου ACCENT. Όταν, όμως, η τελευταία επιχείρησε από 6.1.2013 να σταθμεύσει το όχημα της στην εξυπηρετούσα το διαμέρισμα, για το σκοπό αυτό, θέση στάθμευσης Ρ-3, διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατη η είσοδος της σ’ αυτήν λόγω ανεπάρκειας χώρου, διότι, με τη στάθμευση των οχημάτων των εναγομένων στις λοιπές θέσεις στάθμευσης Ρ-2 και Ρ-1 (ήτοι το …… εργοστασίου κατασκευής FORD SEDAN του πρώτου εναγομένου και το ……. εργοστασίου κατασκευής SCODA OCTAVIA του συζύγου της δεύτερης εναγόμενης, αντίστοιχα) είχε καταληφθεί και τμήμα του χώρου της δικής της θέσης στάθμευσης, λόγω της κατά τα ανωτέρω ανεπάρκειας του συνολικού χώρου στάθμευσης για την ασφαλή είσοδο και έξοδο τριών αυτοκινήτων σ’ αυτόν, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να σταθμεύει το όχημά της σε άλλα σημεία εκτός πολυκατοικίας ή σε χώρους στάθμευσης, καταβάλλοντας σχετικό αντίτιμο (βλ. προσκομισθείσες αποδείξεις). Για την επίλυση του προβλήματος οι ενάγοντες πρότειναν στους εναγόμενους να σταθμεύουν εκ περιτροπής κατά μήνα, μόνο δύο από τα τρία αυτοκίνητα των αντιδίκων μερών, πρόταση η οποία αποτελεί και αγωγικό αίτημα αυτών.

Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η θέση Ρ-3 δεν βρίσκεται στη θέση που αποτυπώνεται στο σχεδιάγραμμα του ….., αλλά σε άλλη πλευρά της οικοδομής, όπως αποτυπώνεται στο από Φεβρουαρίου 2002 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……, το οποίο κατατέθηκε στην Πολεοδομία στα πλαίσια έκδοσης της υπ’αριθμ…../2002 άδειας οικοδομής, παρά το γεγονός ότι, όπως αποδεικνύεται, από το από Φεβρουαρίου 2002 σχεδιάγραμμα του ……. υπάρχει βεβαίωση αυτού, ότι το σχεδιάγραμμα αυτό αποτελεί ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο, που είχε ήδη κατατεθεί στο Πολεοδομικό γραφείο. Σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της ουσιαστικής ή μη βασιμότητας του ισχυρισμού τους αυτού και σε καταφατική περίπτωση, ανεξαρτήτως της ύπαρξης δικαιώματος αποζημίωσης ή οποιουδήποτε άλλου δικαιώματος κατά του εργολήπτη ανέγερσης της ως άνω πολυώροφης οικοδομής, από τους διαδίκους, συνιδιοκτήτες των ως άνω διηρημένων ιδιοκτησιών, το σχεδιάγραμμα του ……. ουδόλως λήφθηκε υπόψη από τους συμβαλλόμενους οικοπεδούχους και εργολήπτη, κατά την κατάρτιση της με αριθμ. ……/13.12.2002 Πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, οπότε και διαμορφώθηκε η δικαιοπρακτική τους βούληση, για τον περιορισμό της συγκυριότητας των συνιδιοκτητών της ως άνω οικοδομής στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, μεταξύ των οποίων και η πυλωτή, με τη σύσταση της δουλείας αποκλειστικής χρήσης στην κάθε μία από τις θέσεις στάθμευσης Ρ-1, Ρ-2 και Ρ-3, στον χώρο της πυλωτής, αλλά αυτό που λήφθηκε υπόψη ήταν το από Νοεμβρίου 2002 σχέδιο κάτοψης ισογείου-πυλωτής του ………, το οποίο και προσαρτήθηκε στο ως άνω συμβόλαιο. Στην περίπτωση αυτή, ενόψει του ότι τα τρία διαμερίσματα των διαδίκων μερών συμφωνήθηκε να εξυπηρετούνται με θέσεις στάθμευσης των αυτών ακριβώς διαστάσεων και ενόψει του ότι ο συνολικά διαθέσιμος χώρος στάθμευσης της πυλωτής, σύμφωνα με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και του προσαρτημένου σε αυτήν σχεδιαγράμματος, ήδη, μετά την κατασκευή της οικοδομής, δεν επαρκεί για την ασφαλή στάθμευση τριών αυτοκινήτων, θα πρέπει, προκειμένου να προστατευθούν τα για την ασφαλή στάθμευση των αυτοκινήτων τους, δικαιολογημένα συμφέροντα των διαδίκων, συνιδιοκτητών της νόμιμα συστημένης οροφοκτησίας, ειδικών διαδόχων των αρχικά συμβληθέντων στη συστατική της οροφοκτησίας συμβολαιογραφική πράξη, οι οποίοι και δεσμεύονται από τις σχετικές συμφωνίες και περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής, όπως είναι και η πυλωτή και με δεδομένο ότι η αληθής βούληση των αρχικώς συμβληθέντων μερών ήταν να εξυπηρετείται η κάθε μια, ήδη ανήκουσα, κατά τα παραπάνω, στους, μεν, ενάγοντες, κατά δικαίωμα επικαρπίας και ψιλής κυριότητας, στον, δε, καθέναν απ’τους εναγόμενους κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας, οριζόντιος ιδιοκτησία, από μία θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στον ισόγειο χώρο της πυλωτής, χωρίς να αποκλείεται καμμία απ’αυτές από τη σχετική δυνατότητα, πρέπει, περιστελλόμενου, κατ’άρθρ.288ΑΚ και  13 του ν. 3741/1929, του συμφωνημένου στην ως άνω συστατική της οροφοκτησίας πράξη περιορισμού της αναγκαστικής συγκυριότητας των συνιδιοκτητών διηρημένων ιδιοκτησιών στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της ως άνω οικοδομής, με το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μόνον του συνολικά, διαθέσιμου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων(Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3),  να ρυθμιστεί ο τρόπος χρήσης του εν λόγω χώρου στάθμευσης μεταξύ των διαδίκων με την εκ περιτροπής ανά μήνα στάθμευση σ’ αυτόν μόνο δύο εκ των τριών αυτοκινήτων των διαδίκων μερών, αρχής γενομένης από το μήνα Μάρτιο του έτους 2015, ούτως ώστε το μήνα Μάρτιο του 2015 να γίνεται αποκλειστική χρήση των θέσεων στάθμευσης Ρ-3 και Ρ-2, στις διαστάσεις αυτών, όπως περιγράφονται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τους τίτλους κτήσεως, όπου και περιλαμβάνεται η κάθε θέση στάθμευσης, εκ μέρους των δικαιούχων των θέσεων αυτών(εναγόντων και πρώτου εναγόμενου), το μήνα Απρίλιο 2015 να γίνεται αποκλειστική χρήση των θέσεων στάθμευσης Ρ-3 και Ρ-1(στις διαστάσεις αυτών, όπως περιγράφονται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τους τίτλους κτήσεως, όπου και περιλαμβάνεται η κάθε θέση στάθμευσης, εκ μέρους των δικαιούχων των θέσεων αυτών(εναγόντων και δεύτερης εναγόμενης) και το μήνα Μάϊο να γίνεται χρήση των θέσεων στάθμευσης Ρ-2 και Ρ-1 (στις διαστάσεις αυτών, όπως περιγράφονται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τους τίτλους κτήσεως, όπου και περιλαμβάνεται η κάθε θέση στάθμευσης, εκ μέρους των δικαιούχων των θέσεων αυτών(πρώτου και δεύτερης εναγόμενης), χρήση, που θα επαναλαμβάνεται κάθε επόμενο τρίμηνο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, έκανε δεκτή την αγωγή και ρύθμισε με τον παραπάνω τρόπο το περιεχόμενο της σχετικής δουλείας (άρθρ.13 παρ.3 ν. 3741/1929), ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου λόγοι της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμοι να απορριφθούν.

Επειδή για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθ. 281 ΑΚ, που απαγορεύει την άσκηση του  δικαιώματος, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από  την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, απαιτείται, αφενός μεν μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αφετέρου, δε, να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και προέρχονται από συμπεριφορά του ίδιου και από αυτά να δημιουργήθηκε ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ` αυτού το καταγόμενο δικαίωμα, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκησή του, επιδίωξη της ανατροπής της  καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις (ΟλΑΠ 1/1997 ΕλλΔνη 38. 534, ΟλΑΠ62/1990 ΕλλΔνη 32. 507, ΑΠ 971/1998 ΕλλΔνη 40. 278, ΕφΑθ9087/1999ΕΔΠ2000, 327).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι μόνον αυτοί και ουδόλως οι ενάγοντες, δικαιούνται να χρησιμοποιούν το συνολικό διαθέσιμο χώρο στάθμευσης, διότι ο πρώτος ενάγων αγόρασε το διαμέρισμά του το 2006, γνωρίζοντας ότι είχε εκ κατασκευής καταργηθεί και ότι ουδέποτε είχε δημιουργηθεί η φερόμενη ως παρακολούθημά του θέση στάθμευσης Ρ-3 και δηλώνοντας στον πωλητή ότι δεν επιθυμούσε να αποκτήσει καμία θέση, ότι έλαβε στην κατοχή του, αποκλειστικά και μόνον το διαμέρισμά του, ότι η πραγματική κατάσταση της πυλωτής, είναι, πάντοτε, ίδια και δεν έχει αλλάξει από το πέρας της κατασκευής της οικοδομής ότι ο πρώτος ενάγων αγόρασε το διαμέρισμα, γνωρίζοντας και αποδεχόμενος την κατάσταση αυτή, ότι συνεχώς, έως και το 2013, έβλεπε αδιαμαρτύρητα, να υπάρχουν και να χρησιμοποιούνται μόνον οι θέσεις Ρ-1 και Ρ-2 και ότι, αιφνίδια και λόγω απόκτησης αυτοκινήτου, επτά χρόνια μετά την απόκτηση του διαμερίσματος, αποφάσισε μαζί με τη σύζυγό του να διεκδικήσουν την ανύπαρκτη θέση των σχεδίων κάτοψης, η οποία και είναι αδύνατον να τους δοθεί προς χρήση, καταργώντας τα δικαιώματα αυτών(εναγομένων), τα οποία ασκούν ανενόχλητοι από το έτος 2003, η δεύτερη εναγόμενη και από το έτος 2006 ο πρώτος εναγόμενος και ότι συνεπώς το δικαίωμά τους ασκείται καταχρηστικά και για το λόγο αυτό ζητούν την απόρριψη της αγωγής. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγομένων, θεμελιώνουν την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ, δεν αποδεικνύεται, ωστόσο, ως κατ’ουσίαν βάσιμη, καθώς από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, …….., συζύγου της δεύτερης ενάγουσας, σύμφωνα με τον οποίο “…Μου έλεγαν ότι με έχει ρίξει ο κατασκευαστής και το πάρκινγκ μου ότι είναι σε έναν χώρο  ανύπαρκτο και ότι έπρεπε να τα βρω με τον κατασκευαστή…Ο στόχος και ο σκοπός τους είναι να με αποβάλουν τυπικά και ουσιαστικά και να μην κάνω ποτέ χρήση της θέσης μου. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, δεν μπορώ να βάλω το αυτοκίνητό μου, ούτε μία μέρα. Μου είπαν να με αποζημιώσουν χρηματικά, να φύγω και τυπικά, αλλά εγώ δεν θέλω…Θέλω να κάνω χρήση της θέσης μου…Η στάση τους δεν έχει αλλάξει, επιμένουν ότι οι θέσεις είναι δύο, ότι δεν χωράμε και οι τρεις και, εγώ πρέπει να φύγω από την πολυκατοικία…Από το 2006 έως το 2012, δεν διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμασταν εκεί. ΄Ηταν ο θείος της συζύγου μου (α΄ενάγων) και τους άφηνε καλή τη πίστει, γιατί δεν είχε αυτός αυτοκίνητο…Ο θείος μου δεν είχε συνεννοηθεί με τον κατασκευαστή γιατί δεν αγόρασε από αυτόν αλλά από ιδιώτη. Δεν τον έκαιγε η θέση στάθμευσης, παρόλα αυτά υπάρχει στο διαμέρισμα…”.Ενόψει αυτών και του ότι η δεύτερη ενάγουσα, που διέθετε αυτοκίνητο, απέκτησε το έτος 2007, την ψιλή κυριότητα του Α-2 διαμερίσματος, για την εξυπηρέτηση του οποίου ορίσθηκε με την συστατική της οροφοκτησίας πράξη ότι θα έχει την αποκλειστική χρήση της Ρ-3 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου, δικαίωμα το οποίο ουδέποτε απώλεσε, ούτε προέκυψε παραίτηση του πρώτου ενάγοντος από το σχετικό δικαίωμα χρήσης της εν λόγω θέσης, αλλά η μη χρήση της απ’αυτόν οφείλεται στο ότι δεν διέθετε δικό του αυτοκίνητο, δεν αποδεικνύεται καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος των εναγόντων να κάνουν χρήση της θέσης αυτής, με βάση πάντοτε την συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τα σχεδιαγράμματα που τη συνοδεύουν, πράξη που δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, καθώς και τους καθολικούς και ειδικούς τους διαδόχους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τη σχετική ένσταση των εναγομένων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον ένατο λόγο της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμα να απορριφθούν, όπως και ο σχετικός λόγος της έφεσης. Ορθά, επίσης, απειλήθηκε, κατ’άρθρ.947 ΚΠολΔ, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο,  που έκανε δεκτή την αγωγή, για κάθε παράβαση των όρων της εκκαλούμενης απόφασης, προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός και χρηματική ποινή πεντακοσίων ευρώ(500€) και επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τα αντίθετα υποστηρίζων δέκατος λόγος της έφεσης πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί, όπως και η έφεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί, κατ’άρθρ.495  παρ.3  ΚΠολΔ, η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Πρέπει, τέλος, καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας(άρθρ.183  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ.688/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που τα ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500€)

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ