Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 241/2018

Αριθμός    241/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π,

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 13.11.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./16.11.2015), έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγομένου κατά της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας και της υπ΄αριθ. 3701/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (τακτικής διαδικασίας), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 16.10.2015 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ….. πάνω στο σώμα του κοινοποιηθέντος στον εκκαλούντα αντιγράφου της εκκαλουμένης. Για δε το παραδεκτό της καταβλήθηκε το παράβολο έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τα υπ΄αριθ. ……. παράβολα Δημοσίου και ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, που επισυνάπτονται στο δικόγραφο της έφεσης. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

Με την από 26.6.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./4.7.2013) αγωγή, η ενάγουσα, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρία γενικών ασφαλίσεων, με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……..», εξέθετε, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής, ότι στον Πειραιά, στις 19.10.1998, κατήρτισε έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την έναντι προμήθειας διαμεσολάβηση μεταξύ της ως άνω ασφαλιστικής εταιρίας και τρίτων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που εκτίθενται στην αγωγή. Ότι στα καθήκοντα του εναγομένου περιλαμβανόταν και η έγκαιρη είσπραξη ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων συμβολαίων παραγωγής του για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας και τα οποία ήταν υποχρεωμένος να αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρία το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα. Ότι ο εναγόμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ενάγουσας και έχει παρακρατήσει και ιδιοποιηθεί παράνομα και αντισυμβατικά το συνολικό ποσό των 45.404,5 €, το οποίο αντιστοιχεί στα ασφάλιστρα των ασφαλισμένων της ενάγουσας για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2009 έως και το Σεπτέμβριο 2009 και για το μήνα Ιούνιο 2011. Ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του εναγομένου για το ως άνω χρονικό διάστημα ανήλθε στο ποσό των 45.404,5 € και ότι με τον τρόπο αυτόν ο εναγόμενος έχει τελέσει υπεξαίρεση σε βάρος της ενάγουσας, προκαλώντας στην τελευταία ισόποση περιουσιακή ζημία. Ότι περαιτέρω, ο εναγόμενος αρνείται και δεν εξόφλησε μέχρι σήμερα το χρέος του, παρά την από 18.6.2013 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση και πρόσκληση της ενάγουσας, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 20.6.2013 και με την οποία καλείτο να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω οφειλόμενο ποσό εντός προθεσμίας πέντε ημερών από τη λήψη της. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε όπως υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με βάση την ενδοσυμβατική και την αδικοπρακτική ευθύνη, επικουρικά δε και με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να της καταβάλει το ποσό των 45.404,5 €, νομιμοτόκως από 25.6.2013, (δήλη ημέρα που καθορίστηκε με την ως άνω εξώδικη δήλωση), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να απαγγελθεί η προσωπική του κράτηση ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, λόγω της προεκτεθείσας συμπεριφοράς του και να καταδικαστεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα περί προσωπικής κράτησης, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο  ποσό των 45.404,5 € με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της ρητής προθεσμίας εξόφλησης, ήτοι της 25.6.2013 και επέβαλε σε βάρος του τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, από 1.350 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με την κρινόμενη έφεσή του, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και ζητεί όπως, γενομένης δεκτής της κρινόμενης έφεσης, εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και απορριφθεί η αγωγή της εφεσιβλήτου. Επίσης ζητεί την καταδίκη της τελευταίας στη δικαστική του δαπάνη.

Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 4 του Ν 1596/1985, όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 11 του Ν 2170/1993, διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν και οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι οποίοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες αυτών καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και την ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορειακή σύμβαση), αντίγραφο της οποίας υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Εμπορίου.  Με βάση το άρθρο 21 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε το ΠΑ 298/1986 (δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων και παραγωγών ασφαλίσεων και κώδικας δεοντολογίας για την άσκηση του επαγγέλματος αυτών), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται: Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικές εργασίες σε ορισμένη περιφέρεια της ελληνικής επικράτειας στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, παρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου παρέχει στον ασφαλισμένο την απαραίτητη συνδρομή για την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΔ 298/1986, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21 του ως άνω Ν 1569/1985, με τη σύμβαση πρακτορεύσεως καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η έκδοση και υπογραφή γενικά ασφαλιστηρίων εγγράφων ή η προσυπογραφή και επίδοση προς τους ασφαλισμένους των ασφαλιστηρίων που έχουν εκδοθεί από την ασφαλιστική επιχείρηση και ο τρόπος διακανονισμού ζημιών, σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που αναγράφονται στη σύμβαση. Τέλος, κατά το άρθρο 3 του ίδιου ως άνω ΠΔ 298/1986, ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, τα δε ασφάλιστρα που αυτός εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ευθύνεται γι` αυτά ως θεματοφύλακας, ενώ, σύμβαση πρακτορεύσεως, που δεν πληροί τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, είναι άκυρη. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτορεύσεως πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρο 158, 159 παρ. 1, 174, 180 ΑΚ) να υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος αυτής (ΕφΠειρ 422/2007, Εφθεσ 612/2007, NOMOΣ, ΕφΑΘ 10956/1996 ΕΕμπΔ 1999,345,1. Ρόκα, Ιδιωτική Ασφάλιση, έκδοση 1998, 245). Κατά συνέπεια, το γεγονός αυτό, δηλαδή η τήρηση του έγγραφου τύπου, πρέπει να εκτίθεται στην αγωγή, που στηρίζεται σε τέτοια σύμβαση, άλλως αυτή είναι αόριστη και εντεύθεν απορριπτέα, ενώ η επίκληση με τις έγγραφες προτάσεις ότι η σύμβαση πρακτορεύσεως καταρτίσθηκε προφορικώς, δεν συνιστά παραδεκτή συμπλήρωση της αγωγής, αφού πρόκειται περί νομικής αοριστίας (ΑΠ 1608/2002, NOMOΣ), η οποία, όμως, συμπλήρωση, σε κάθε περίπτωση, την καθιστά νόμω αβάσιμη, εφόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις που, επί ποινή ακυρότητας, προβλέπονται από τις ανωτέρω διατάξεις, (ΕφΑθ 1114/2014, ΔΕΕ 2014.608, ΕφΠειρ 613/2009, ΔΕΕ 2009.1224, ΕΕμπΔ 2010.90, Επιδικία 2011.203, ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, η ένδικη αγωγή με το περιεχομενο και αίτημα που προαναφέρθηκε είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατ΄αμφότερες τις βάσεις της τόσο της ενδοσυμβατικής όσο και της αδικοπρακτικής ευθύνης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 340, 345, 346, 361 ΑΚ, 375 ΠΚ, 1 έως 5 και 10 του πδ 298/1986 και ν.  1569/1985. Κατά την εκτίμηση δε του Δικαστηρίου αυτού, αναφέρεται στην αγωγή  η κατάρτιση έγγραφης σύμβασης, δεδομένου ότι αναφέρεται η κατάρτιση ρητής και έγγραφης  συμφωνίας περί αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά, η οποία περιλαμβάνεται στη «Σύμβαση», (σελ. τελευταία της αγωγής, στιχ. 1 -3), πράγμα που σημαίνει ότι η (έγγραφη) συμφωνία περί αρμοδιότητας περιλαμβάνεται στην έγγραφη ένδικη σύμβαση. Η τελευταία δε (Σύμβαση) περιγράφεται επακριβώς κατά το χρόνο και τον τόπο κατάρτισης και κατά τους όρους και τις συμφωνίες που τη διέπουν, οι οποίες δεν θα ήταν δυνατό να μην αναφέρονται σε έγγραφη σύμβαση λόγω της έκτασης και της πολυπλοκότητας αυτών, όπως άλλωστε αναφέρεται η λέξη «Σύμβαση» με την αναφορά των επί μέρους όρων και συμφωνιών αυτής. Τέλος, από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι είναι απαραίτητη για το παραδεκτό της αγωγής, η αναφορά περί κατάθεσης της σύμβασης πρακτόρευσης στο Υπουργείο Εμπορίου.  Επίσης, η κρινόμενη αγωγή, περιέχει όλα τα προβλεπόμενα από τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία που θεμελιώνουν την ιστορική και νομική της βάση και συγκεκριμένα : α) σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από την ενάγουσα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) συγκεκριμένο αίτημα. Περιλαμβάνονται δε σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, όλα τα επί μέρους συμβόλαια που καταρτίσθηκαν από τον εναγόμενο με τρίτους, κατ΄αριθμό συμβολαίου, ημερομηνία έκδοσης ασφαλιστηρίου συμβολαίου, έναρξη και λήξη  ασφάλισης, κλάδο ασφάλισης, ονοματεπώνυμο ασφαλισμένου, ποσό καθαρών και ολικών ασφαλίστρων και ποσό προμήθειας του εναγομένου, καθώς και αριθμό κυκλοφορίας των ασφαλιζομένων οχημάτων, στοιχεία απαραίτητα για να είναι ορισμένη η αγωγή κατά το μέρος που στηρίζεται στη σχετική σύμβαση, με ενσωμάτωση στο δικόγραφο της αγωγής καταστάσεων στις οποίες αποτυπώνονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία και το εναπομένον χρεωστικό υπόλοιπο που συνιστά και την αγωγική απαίτηση της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρίας κατά του εναγομένου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος περί νομικής αβασιμότητας της αγωγής ως προς την αναφορά του έγγραφου τύπου της σύμβασης, με την έννοια ότι περιγράφεται ατελώς το συγκεκριμένο βιοτικό συμβάν  και  συνέπεια να μην μπορεί να κριθεί αν πληρούται το πραγματικό των διατάξεων που προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και αοριστίας ως προς τα λοιπά ως άνω στοιχεία, αντίστοιχα, είναι αβάσιμος ουσιαστικά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε τους σχετικούς ισχυρισμούς, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε έστω και χωρίς αιτιολογία, αφού απέρριψε σιγή το σχετικό ισχυρισμό, η αιτιολογία δε συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα, (534 ΚΠολΔ) και ο σχετικός 3ος λόγος της κρινόμενης έφεσης ως προς το δεύτερο σκέλος αυτού,  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.Περαιτέρω, στο άρθρο 3 του ιδίου ως άνω ΠΔ ορίζεται: ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί κατά το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (βλ. ΕφΑΘ 691/2011 Αρμ 2011,1354, ΕφΑΘ 189/2009 ΕΕμπΔ 2009,507, ΕφΠειρ 440/2009, ΕφΑΘ 313/2005 NOMOΣ). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, σύμβαση παρακαταθήκης είναι η σύμβαση εκείνη, δυνάμει της οποίας ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για φύλαξη, με την υποχρέωση να το αποδώσει αυτούσιο, όταν του ζητηθεί. Η εν λόγω σύμβαση συνάπτεται ατύπως για κατ` είδος ορισμένα κινητά πράγματα ως και αντικαταστατά πράγματα, ενώ, συνήθως, το καθήκον φυλάξεως, που αποτελεί και τη βασική συμβατική υποχρέωση του θεματοφύλακα, επεκτείνεται και στο περιεχόμενο του κινητού πράγματος. Όπως δε προκύπτει από τη ρύθμιση των διατάξεων των άρθρων 822 επ. ΑΚ, για την εγκυρότητα της συμβάσεως παρακαταθήκης δεν απαιτείται η ύπαρξη κυριότητας του παρακαταθέτη επί του διδόμενου για παρακαταθήκη πράγματος (ΑΠ 173/2010 NΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη αγωγή αναφέρεται ότι ο εναγόμενος ευθύνεται σύμφωνα με τα ανωτέρω και τα στοιχεία της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ως θεματοφύλακας για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα ασφάλιστρα, το σύνολο της αγωγικής απαίτησης των οποίων, προκύπτει από τις ενσωματωμένες ως άνω καταστάσεις, καθώς επίσης εκτίθενται και τα ποσά που εκκαθαρίστηκαν τον Ιούνιο 2011 και αφορούν, μεταξύ άλλων,  προμήθειες του εναγομένου από ασφάλιστρα μετά την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής ως προς τα ανωτέρω, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, έστω και χωρίς αιτιολογία, αφού απέρριψε σιγή το σχετικό ισχυρισμό, η αιτιολογία δε συμπληρώνεται παραδεκτά με την παρούσα, (534 ΚΠολΔ) και ο  σχετικός ισχυρισμός που περιλαμβάνεται στο πρώτο σκέλος του 3ου λόγου έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των όρθρων 297,298,299, 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας, προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001 Nomoς). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 914 και 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι, παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Για να υπάρξει όμως δικαίωμα αποζημίωσης σε περίπτωση προσβολής ατομικού συμφέροντος, απαιτείται η παραβιαζόμενη, υπαίτια διάταξη, να είναι κατά το γράμμα της ή το σκοπό του νομοθέτη, προστατευτική του προσβαλλόμενου δικαιώματος ή συμφέροντος ή τουλάχιστον και τούτου (ΑΠ 1084/2008, ΑΠ 708/2004, ΑΠ 5/2001 Nomoς). Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως, όφειλε αυτός να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505, ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43,1350, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 3,1360, Εφθεσ 1395/2007 Nomoς, ΕφΑΘ 7813/2002 ΕλλΔνη 46,187-188). Αλλωστε, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στον δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, όπως και λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, (άρθρο 719 ΑΚ) και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεως του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του, που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως τους να το ενσωματώσει στην περιουσία του (ΑΠ 1426/2004, ΑΠ 601/2004 ΝΟΜΟΣ).Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, και της υπ΄αριθ. …/3.12.2014 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα της ενάγουσας ……, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Αθηνών ……., στη σύνταξη της οποίας κλήθηκε να παραστεί ο εναγόμενος νόμιμα και εμπρόθεσμα, (βλ. υπ΄αριθ. …./28.11.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιά . ….), μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς και τα οποία εκτιμώνται καθεαυτά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :   Η ενάγουσα είναι ασφαλιστική επιχείρηση με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «… .», δραστηριοποιούμενη κάποτε στον κλάδο ασφάλισης ζημιών. Με την από 19.10.1998 έγγραφη σύμβαση πρακτόρευσης, που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της ως άνω εταιρίας και του εναγομένου ……., ο τελευταίος ήταν υπόχρεος για την είσπραξη και απόδοση των  ασφαλίστρων παραγωγής του, τα οποία θεωρούνταν παρακαταθήκη και για τα οποία ευθυνόταν ως θεματοφύλακας, καθόσον η κυριότητα τους ανήκε στην εταιρεία (άρθρο 6 της ως άνω σύμβασης πρακτόρευσης). Περαιτέρω, ο εναγόμενος ασφαλιστικός πράκτορας υποχρεούταν το πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα να εξοφλεί στην ασφαλιστική εταιρεία την παραγωγή (ήτοι, το ολικό ασφάλιστρο αφαιρούμενης της προμήθειας) που έχει πραγματοποιήσει, αδιαφόρως αν εισέπραξε ή όχι τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα, προς τούτο δε υποχρεούταν να εκδίδει προσωπική επιταγή του εμφάνισης το αργότερο εντός τριών μηνών, το ποσό της οποίας θα αφορούσε το σύνολο της παραγωγής του τελευταίου μήνα. Η παράβαση του παρόντος όρου συνιστούσε σπουδαίο λόγο καταγγελίας της ως άνω σύμβασης (άρθρο 7 της ως άνω σύμβασης). Εξάλλου, ο εναγόμενος υποχρεούταν να αποστείλει στην ασφαλιστική εταιρεία για ακύρωση, μέσα σε ένα μήνα από την παραλαβή τους, τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, που δεν είχαν παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά, των οποίων τα ασφάλιστρα δεν είχαν εισπραχθεί, συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και επιστολή του ιδίου, που να βεβαιώνει ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης των ασφαλίστρων καθώς και την μη ύπαρξη ζημίας. Η ακύρωση γινόταν μόνο από την εταιρεία που ειδοποιούσε σχετικά τον πράκτορα (άρθρο 8 της ως άνω σύμβασης πρακτόρευσης). Σε περίπτωση που ο πράκτορας δεν απέστελνε τα ως άνω ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην ανωτέρω προθεσμία, αυτός υποχρεούταν στην απόδοση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 της σύμβασης (άρθρο ^ της ανωτέρω σύμβασης). Η αμοιβή του εναγομένου (προμήθεια) για τις υπηρεσίες του, τις φροντίδες του, τους κόπους του και τις δαπάνες του, ορίσθηκε σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων, μετά την είσπραξη των οποίων και μόνο θα διενεργείτο η καταβολή της. Οι προμήθειες θα εισπράττονταν από τα συμβόλαια, που θα υπογράφονταν με τη μεσολάβηση του εναγομένου πράκτορα, σύμφωνα με το συνημμένο στη σύμβαση πίνακα προμηθειών, που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης. Συγκεκριμένα η ως άνω προμήθεια συμφωνήθηκε 1) για τον κλάδο των προσωπικών ατυχημάτων – ασθενειών σε ποσοστό 35%, 2) για τον κλάδο των μεταφορών εσωτερικού ή εξωτερικού σε ποσοστό 30%, 3) για τον κλάδο πυρός και συμπληρωματικών κινδύνων σε ποσοστό 40%, 4) για τον κλάδο λοιπών ζημιών σε πράγματα (κλοπή) σε ποσοστό 32,5% και θραύσης κρυστάλλων 25%, 5) για τον κλάδο αυτοκινήτων σε ποσοστό 20%, 6) για τον κλάδο γενικής αστικής ευθύνης σε ποσοστό 32,5%, 7) για τον κλάδο TIR (πακέτο) σε ποσοστό 15% και 8) για τον κλάδο της νομικής προστασίας σε ποσοστό 20%. Πέραν της προμήθειας αυτής, η ασφαλιστική εταιρεία δεν υποχρεούταν σε καμία άλλη παροχή προς την πράκτορα (άρθρο 18 της σύμβασης). Οι παραπάνω προμήθειες θα επιστρέφονταν στην εταιρεία σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο επιστρέφονταν τα ασφάλιστρα στον ασφαλιζόμενο. Η διάρκεια της σύμβασης ορίσθηκε αορίστου χρόνου. Για την παρακολούθηση των μεταξύ των διαδίκων συναλλαγών τηρήθηκε δοσοληπτικός λογαριασμός, στον οποίο καταγράφονταν λεπτομερώς όλα τα στοιχεία των συναλλαγών, οι οποίες αποτυπώνονταν σε μηνιαίες καρτέλες εκκαθάρισης λογαριασμού, που κοινοποιούνταν κάθε μήνα σε όλους τους ασφαλιστικούς πράκτορες, με ρητή μνεία του χρόνου εξόφλησης του υπολοίπου εκάστου πράκτορα. Περαιτέρω ο πράκτορας είχε την υποχρέωση εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα να διατυπώνει έγγραφα και συγκεκριμένα με συστημένη επιστολή τις αντιρρήσεις του σχετικά με τις εγγραφές που περιλαμβάνονται στα μηνιαία εκκαθαριστικά σημειώματα της εταιρείας. Εάν δε μέσα στο χρονικό διάστημα δεκαπενθημέρου ο πράκτορας δεν διατύπωνε σύμφωνα με τα παραπάνω τις αντιρρήσεις του αποδεχόταν την ορθότητα των εγγραφών (άρθρο 20 της ανωτέρω σύμβασης). Σήμερα η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία βρίσκεται σε καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης και η άδεια της έχει ανακληθεί οριστικά δυνάμει της υπ’ αριθμ. 156 από 16.09.2009 και 21.09.2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, η οποία έχει δημοσιευθεί στο υπ’ αριθμ. 11292/21.09.2009 ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ. Έκτοτε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2030/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διορίστηκε ως εκκαθαριστής της εταιρείας ο ορκωτός λογιστής- ­νόμιμος ελεγκτής, ……., ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2100/2012 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου καθώς και της υπ’ αριθμ. 74/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά ανανεώθηκε η θητεία του μέχρι τις 30.04.2016. Στο πλαίσιο της εκκαθάρισης τα όργανα της εκκαθάρισης έλεγξαν ποια συμβόλαια πληρούν τις προϋποθέσεις για ακύρωση, δηλαδή ποια εκ των συμβολαίων έχουν έναρξη ισχύος από 21.09.2009 και εντεύθεν, και προέβησαν στις σχετικές λογιστικές καταχωρήσεις. Από τον ως άνω έλεγχο προέκυψε ότι κατά το μήνα Ιανουάριο 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο από μεταφορά από το έτος 2008 ύψους 9.522,79 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος, ανήλθε στο ποσό των 19.030,00 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 2.865,47 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια του επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Ιανουάριο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Ιανουάριο του 2009 ανήλθε στο ποσό των 16.164,53 ευρώ (ολικά ασφάλιστρα 19.030,00 ευρώ -προμήθεια 2.865,47 ευρώ). Ωστόσο ο εναγόμενος δεν προέβη σε καμία εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου και έτσι αυτό διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο του 2009 στο ποσό των 25.687,32 ευρώ (προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 9.522,79 ευρώ + παραγωγή μηνός Ιανουαρίου του 2009 16.164,53 ευρώ). Κατά το μήνα Φεβρουάριο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 25.687,32 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 18.131,61 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 2.529,74 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια του επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Φεβρουάριο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Φεβρουάριο του 2009 ανήλθε στο ποσό των 15.601,87 ευρώ (ολικά ασφάλιστρα 18.131,00 ευρώ -προμήθεια 2.529,74 ευρώ). Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε το συνολικό ποσό των 25.687,00 ευρώ, λόγω παράδοσης από τον εναγόμενο χάριν εξόφλησης της οφειλής του των αναφερόμενων στην πρώτη σελίδα της λογιστικής καρτέλας σχετικών επιταγών. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του εναγομένου διαμορφώθηκε το Φεβρουάριο του 2009 στο ποσό των 15.602,19 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Ιανουαρίου του 2009) 25.687,32 ευρώ + (παραγωγή μηνός Φεβρουαρίου του 2009) 15.601,87 ευρώ – (πιστώσεις) 25.687,00 ευρώ]. Κατά το μήνα Μάρτιο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 15.602,19 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 19.182,62 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 2.911,83 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Μάρτιο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Μάρτιο του 2009 ανήλθε στο ποσό των 16.270,79 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 19.182,62 ευρώ -(προμήθεια) 2.911,83 ευρώ). Ως εκ τούτου, και δεδομένου ότι ο εναγόμενος κατά το μήνα Μάρτιο δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταβολή της οφειλής του, το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε το Μάρτιο του 2009 στο ποσό των 31.872,98 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Φεβρουαρίου 2009) 15.602,19 ευρώ + (παραγωγή μηνός Μαρτίου 2009) 16.270,79 ευρώ]. Κατά το μήνα Απρίλιο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 31.872,98 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 21.523,00 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του  εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 3.234,69 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Απρίλιο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Απρίλιο του 2009 ανήλθε στο ποσό των 18.288,31 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 21.523,00 ευρώ – (προμήθεια) 3.234,69 ευρώ). Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε το ποσό των 1.120,00 ευρώ, επειδή ο εναγόμενος εξόφλησε για λογαριασμό της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. Ζ/….. Ζημία. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε τον Απρίλιο του 2009 στο ποσό των 49.041,29 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Μαρτίου 2009) 31.872,98 ευρώ + (παραγωγή μηνός Απριλίου 2009) 18.288,31 ευρώ – (πιστώσεις) 1.120,00 ευρώ]. Κατά το μήνα Μάιο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 49.041,29 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 13.650,77 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 1.850,23 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβησή του τον Μάιο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Μάιο 2009 ανήλθε στο ποσό των 11.800,54 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 13.650,77 ευρώ – (προμήθεια) 1.850,23 ευρώ). Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε το ποσό των 194,00 ευρώ, επειδή ο εναγόμενος κατέβαλε απευθείας στον ασφαλισμένο στα γραφεία της εναγομένης και αφορούσε στην ανανέωση του υπ’ αριθμ. …… ασφαλιστηρίου συμβολαίου και το ποσό των 22,40 ευρώ ως μπόνους για την πληρωμή ζημιών του μηνός Απριλίου 2009. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του  διαμορφώθηκε το Μάιο του 2009 στο ποσό των 60.625,43 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Απριλίου του 2009) 49.041,29ευρώ+ (παραγωγή μηνός Μαΐου  του 2009) 11.800,54 ευρώ- (συνολικές πιστώσεις) 216,40 ευρώ]. Κατά το μήνα Ιούνιο 2009, ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύφους 60.625,43 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύφος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ό εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 7.746,93 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 1.106,13 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Ιούνιο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Ιούνιο 2009 ανήλθε στο ποσό των 6.640,80 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 7.746,93 ευρώ – (προμήθεια) 1.106,13 ευρώ). Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε το ποσό των 1.306,00 ευρώ, για τα ασφάλιστρα του υπ’ αριθμ. …….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου που πληρώθηκε απευθείας στα γραφεία της ενάγουσας. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε τον Ιούνιο του 2009 στο ποσό των 65.960,23 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Μαΐου 2009) 60.625,43 ευρώ + (παραγωγή μηνός Ιουνίου 2009) 6.640,80 ευρώ – (συνολικές πιστώσεις) 1.306,00 ευρώ]. Κατά το μήνα Ιούλιο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 65.960,23 ευρώ. Παράλληλα, το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 16.513,10 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 2.546,76 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Ιούλιο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Ιούλιο του 2009 ανήλθε στο ποσό των 13.966,34 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 16.513,10 ευρώ – (προμήθεια) 2.546,76 ευρώ). Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε και το συνολικό ποσό των 2.863,10 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο α) ποσό των 2.355 ευρώ, που πιστώθηκε επειδή ο εναγόμενος εξόφλησε για λογαριασμό της ενάγουσας τις υπ’ αριθμ. Ζ/…..   και Ζ/…. ζημίες, β) το ποσό των 47,10 ευρώ, που πιστώθηκε ως μπόνους για την πληρωμή ζημιών μηνός Ιουλίου του 2009, γ) το ποσό των 15,00 ευρώ που καταβλήθηκε απευθείας στην ενάγουσα από τον ασφαλισμένο για την έκδοση του υπ’ αριθμ. ….. πιστοποιητικό διεθνούς ασφάλισης, δ) το ποσό των 446,00 ευρώ που καταβλήθηκε απευθείας στην ενάγουσα από τον ασφαλισμένο για την ανανέωση των υπ’ αριθμ. …… και …… ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε τον Ιούλιο του 2009 στο ποσό των 77.063,47 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Ιουνίου 2009) 65.960,23 ευρώ + (παραγωγή μηνός Ιουλίου 2009) 13.966,34 ευρώ – (συνολικές πιστώσεις) 2.863,10 ευρώ]. Κατά το μήνα Αύγουστο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 77.063,47 ευρώ. Κατά το μήνα Αύγουστο 2009, κατόπιν ακύρωσης των ασφαλιστήριων συμβολαίων που πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, έγιναν οι ακόλουθες καταχωρήσεις στον μεταξύ των διαδίκων δοσοληπτικό λογαριασμό: α) πιστώθηκαν τα ολικά ασφάλιστρα που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα συμβόλαια, συνολικού ύψους 5.938,91 ευρώ και β) χρεώθηκε το ποσό των προμηθειών που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, συνολικού ύψους 966,83 ευρώ. Στο λογαριασμό του εναγομένου πιστώθηκε επίσης το συνολικό ποσό των 10.147,00 ευρώ και ειδικότερα: α) το ποσό των 2.500,00 ευρώ επειδή ο εναγόμενος εξόφλησε για λογαριασμό της ενάγουσας την υπ’ αριθμ. Ζ/…… ζημία, β)το ποσό 50,00 ευρώ πιστώθηκε ως μπόνους για την πληρωμή ζημιών του μηνός Αυγούστου 2009, γ)  το ποσό των 7.582,00 ευρώ για εξόφληση  μέρους παραγωγής των προηγούμενων μηνών και δ) το ποσό των 15,00 ευρώ που καταβλήθηκε απευθείας στην ενάγουσα από τον ασφαλισμένο για την έκδοση του υπ’ αριθμ. ……. πιστοποιητικού διεθνούς ασφάλισης. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε τον Αύγουστο του 2009 στο ποσό των 61.944,39 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Ιουλίου 2009) 77.063,47 ευρώ + (ολικά ασφάλιστρα ακυρωθέντων συμβολαίων) 5.938,91 ευρώ + (προμήθειες που αντιστοιχούν σε ακυρωθέντα ασφαλιστήρια) 966,83 ευρώ – (λοιπές ως άνω πιστώσεις) 10.147,00]. Κατά το μήνα Σεπτέμβριο του 2009 ο εναγόμενος είχε προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 61.944,39 ευρώ. Παράλληλα το συνολικό ύψος των ολικών ασφαλίστρων για συμβόλαια που εξέδωσε η ενάγουσα με τη μεσολάβηση του εναγομένου, την είσπραξη των οποίων είχε αναλάβει ο εναγόμενος ανήλθε στο ποσό των 11.105,04 ευρώ, το οποίο και χρεώθηκε στο λογαριασμό του εναγομένου. Αντίστοιχα, πιστώθηκε στον ίδιο ως άνω λογαριασμό του εναγομένου το ποσό των 1.734,43 ευρώ, που αντιστοιχεί στην προμήθεια των επί των καθαρών ασφαλίστρων για τα ασφαλιστήρια που εκδόθηκαν με τη μεσολάβηση του τον Σεπτέμβριο του 2009. Έτσι η παραγωγή του εναγομένου για το μήνα Ιούνιο 2009 ανήλθε στο ποσό των 9.370,61 ευρώ [(ολικά ασφάλιστρα) 11.105,04 ευρώ – (προμήθεια) 1.734,43 ευρώ). Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2009 στο ποσό των 71.315,00 [(χρεωστικό υπόλοιπο μηνός Αυγούστου 2009) 61.944,39 ευρώ + (παραγωγή μηνός Σεπτεμβρίου 2009) 9.370,61 ευρώ]. Κατά το μήνα Ιούνιο του 2011, κατόπιν ακύρωσης των ασφαλιστήριων συμβολαίων που πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις, έγιναν οι ακόλουθες καταχωρήσεις στον μεταξύ των διαδίκων δοσοληπτικό λογαριασμό α) πιστώθηκαν τα ολικά ασφάλιστρα που αντιστοιχούν στα ακυρωθέντα συμβόλαια, συνολικού ύψους 30.334,70 ευρώ και β) χρεώθηκε το ποσό των προμηθειών που αντιστοιχεί στα ακυρωθέντα ασφαλιστήρια, συνολικού ύψους 4.424,20 ευρώ. Ως εκ τούτου το χρεωστικό υπόλοιπο του διαμορφώθηκε τον Ιουνίου του 2011 στο ποσό των 45.404,50 [(προηγούμενο χρεωστικό υπόλοιπο) 71.315,00 ευρώ -(ολικά ασφάλιστρα ακυρωθέντων συμβολαίων) 30.334,70 ευρώ + (προμήθειες που αντιστοιχούν σε ακυρωθέντα ασφαλιστήρια) 4.424,20 ευρώ]. Μετά ταύτα αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος εισέπραξε για λογαριασμό της ενάγουσας το ποσό των 45.404,50 ευρώ, το οποίο κλήθηκε να της το καταβάλει εντός προθεσμίας πέντε ημερών, με το από 18.06.2013 εξώδικο έγγραφο που του επιδόθηκε, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. ………’/20.06.2013 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. Ωστόσο ο εναγόμενος, κατά παράβαση του νόμου και των μεταξύ των διαδίκων συμφωνηθέντων, αρνήθηκε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό στην εναγομένη, με αποτέλεσμα αυτή να ζημιωθεί κατά το ανωτέρω ποσό.

Ο εναγόμενος ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ότι στο αιτούμενο με την αγωγή ποσό περιλαμβάνονται ασφάλιστρα συμβολαίων τα οποία είχε ο ίδιος αποστείλει στην ενάγουσα προς ακύρωση κατόπιν αιτήματος των πελατών του και τα οποία, αφ΄ενός μεν δεν εισπράχθηκαν, αφ΄ετέρου δε δεν αφαιρέθηκαν από το αιτούμενο ποσό, με την έννοια της πίστωσης αυτών στο δοσοληπτικό λογαριασμό που τηρούσαν οι διάδικοι. Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με τον όρο 8 της από 19/10/1998 έγγραφης σύμβασης πρακτόρευσης που κατήρτισαν οι διάδικοι : «Ο Πράκτορας έχει υποχρέωση ν΄αποστείλει προς την ασφαλιστική επιχείρηση για ακύρωση μέσα σ΄ένα μήνα από την ημερομηνία παραλαβής τους τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν έχουν  παραληφθεί από τους ασφαλισμένους ή αυτά των οποίων δεν έχουν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα συνοδευόμενα από τις σχετικές αποδείξεις ασφαλίστρων και από επιστολή του Πράκτορα με την οποία θα βεβαιωθεί ότι ειδοποίησε τον ασφαλισμένο για την ακύρωση και θα αναφέρει τους λόγους της μη είσπραξης ασφαλίστρων και τη μη ύπαρξη αναγγελίας ζημιάς. Η ακύρωση γίνεται μόνο από την Εταιρία που ειδοποιεί σχετικά τον Πράκτορα. … …». Με την αγωγή συνομολογείται ότι η ανωτέρω προθεσμία του ενός μήνα, επεκτεινόταν σε δύο, προφανώς για να επιλύονται πρακτικά θέματα παραλαβής και αποστολής. Προς επίρρωση του ανωτέρω ισχυρισμού του, ο εναγόμενος προσκομίζει, όπως και πρωτοδίκως,  τα υπ΄αριθ. 2, 3, 4 και 5 σχετικά έγγραφα, τα οποία επιγράφονται «Κατάσταση ασφαλιστηρίων συμβολαίων προς ακύρωση», περιλαμβάνουν το όνομα και την ιδιότητα του εναγομένου («Από : …. (362) – …. Κερατσίνι»), το όνομα του παραλήπτη («Προς : . ….»), τη φράση «Σας αποστέλλω τα παρακάτω πρωτότυπα ασφαλιστήρια συμβόλαια των πελατών μας, τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά από τους ίδιους, και επιστρέψτε μου, την κατάσταση σφραγισμένη και υπογεγραμμένη». Περιλαμβάνουν στήλες με αύξοντα αριθμό, ονοματεπώνυμα, αριθμούς συμβολαίων, έναρξη, λήξη, αριθμούς κυκλοφορίας, ποσό ασφαλίστρων και συνολικό ποσό (πλην του σχετικού 3). Ειδικότερα, α) υπό την ένδειξη «σχετικό 2» προσκομίζονται δύο καταστάσεις, με ημερομηνία 29.5.2009, εκ των οποίων η πρώτη, περιλαμβάνει 24 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία και συνολικό ποσό 6.090 € και η δεύτερη 21 στίχους και συνολικό ποσό 5.726 €. Στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας υπάρχει στρογγυλή σφραγίδα της ενάγουσας, μονογραφή και ημερομηνία 1.6.2009, β) υπό την ένδειξη «σχετικό 3» προσκομίζονται τρεις καταστάσεις, με ημερομηνία 26.6.2009, εκ των οποίων η πρώτη, περιλαμβάνει 22 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία, η δεύτερη 22 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία και η Τρίτη 6 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία, χωρίς συνολικό ποσό. Στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας υπάρχει στρογγυλή σφραγίδα της ενάγουσας, μονογραφή και ημερομηνία 30.6.2009, γ)  υπό την ένδειξη «σχετικό 4» προσκομίζεται μία κατάσταση, με ημερομηνία 30.6.2009, που περιλαμβάνει 24 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία και συνολικό ποσό 4.628 €. Στο κάτω μέρος της σελίδας υπάρχει στρογγυλή σφραγίδα της ενάγουσας, μονογραφή και ημερομηνία 1.7.2009 και δ) υπό την ένδειξη «σχετικό 5» προσκομίζονται τρεις καταστάσεις, με ημερομηνία 31.7.2009, εκ των οποίων η πρώτη, περιλαμβάνει 22 στίχους με τα ανωτέρω στοιχεία και συνολικό ποσό 6.133 €, η δεύτερη 22 στίχους και συνολικό ποσό 3.921 € και η τρίτη 15 στίχους και συνολικό ποσό 3.305,66 €. Στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας υπάρχει στρογγυλή σφραγίδα της ενάγουσας, μονογραφή και ημερομηνία 3.8.2009. Από τα ανωτέρω προκύπτουν τα εξής : α) Ως προς τις καταστάσεις  υπό την ένδειξη «σχετικό 2», τα συμβόλαια στα οποία αφορούν έχουν έναρξη από 3/3, αλλά οι καταστάσεις συνετάγησαν στις 29/5, δηλαδή μετά την πάροδο διμήνου από την έναρξή τους, πλην των υπ΄ αύξοντες αριθμούς 10 και 11 της δεύτερης κατάστασης, που έχουν έναρξη στις 30/3, β) Ως προς τις καταστάσεις  υπό την ένδειξη «σχετικό 3», τα συμβόλαια στα οποία αφορούν έχουν έναρξη από 1/4, αλλά οι καταστάσεις συνετάγησαν στις 26/6, δηλαδή μετά την πάροδο διμήνου από την έναρξή τους, πλην του υπ΄ αύξοντα αριθμό 5 της δεύτερης κατάστασης, που έχει έναρξη στις 30/4, γ) Ως προς τις καταστάσεις  υπό την ένδειξη «σχετικό 4», τα συμβόλαια στα οποία αφορούν έχουν έναρξη από 5/4, αλλά οι καταστάσεις συνετάγησαν στις 30/6, δηλαδή μετά την πάροδο διμήνου από την έναρξή τους, πλην του υπ΄ αύξοντα αριθμό 14, που έχει έναρξη στις 30/4 και δ) Ως προς τις καταστάσεις  υπό την ένδειξη «σχετικό 5», τα συμβόλαια στα οποία αφορούν έχουν έναρξη από 2/5, (και ένα από 30/4), αλλά οι καταστάσεις συνετάγησαν στις 31/7, δηλαδή μετά την πάροδο διμήνου από την έναρξή τους, πλην των υπ΄ αύξοντες αριθμούς 11, 12, 13, 14, 15 και 16 της δεύτερης κατάστασης που έχουν έναρξη 20/6, 30/7, 29/7, 23/7, 25/7 και 20/7, αντίστοιχα και του υπ΄αύξοντα αριθμού 15 της τρίτης κατάστασης που έχει έναρξη 25/6. Με βάση τα ανωτέρω και υπό την παραδοχή ότι ο εναγόμενος πράγματι απέστειλε  τ΄ αναγραφόμενα στις ως άνω καταστάσεις ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν απέστειλε τα προς ακύρωση συμβόλαια προς την ενάγουσα εντός της καθοριζομένης προθεσμίας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, η αποστολή των καταστάσεων έλαβε χώρα μετά τη σύνταξη αυτών. Περαιτέρω, δεν προσκομίζεται κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει η ημερομηνία αποστολής ούτε συνεισέφερε κάτι σχετικά η εξετασθείσα μάρτυρας ανταπόδειξης. Τέλος, ως προς την ημερομηνία παραλαβής, επίσης δεν προσκομίζεται αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να αποδεικνύεται βάσιμα η εμπρόθεσμη παραλαβή τους από την ενάγουσα, δεδομένου ότι η απλή μονογραφή στο κάτω μέρος των καταστάσεων, χωρίς τη σημείωση ότι  παρελήφθη και χωρίς ν΄αναφέρεται το όνομα του υπαλλήλου  που παρέλαβε, δεν αρκεί για ν΄αποδειχτεί η παραλαβή. Σχετικά, η μάρτυρας απόδειξης, κατέθεσε ότι α) ο υπάλληλος που παραλάμβανε έθετε υποχρεωτικά  ολογράφως το όνομά του, β) ότι η στρογγυλή σφραγίδα που υπάρχει στο κάτω μέρος των καταστάσεων, δεν είναι αυτή που χρησιμοποιούσαν οι υπάλληλοι διεκπεραίωσης της ενάγουσας, αλλά μόνο τα μέλη της διοίκησης. Στις εν λόγω καταστάσεις όμως δεν υπάρχει ένδειξη ότι αυτές παρελήφθησαν κατ΄εντολή της διοίκησης, έστω και εκπρόθεσμα. Επίσης, η ίδια μάρτυρας κατέθεσε ότι κατά την παραλαβή από τους υπαλλήλους του αρμόδιου τμήματος ακυρώσεων της ενάγουσας, ετίθετο χρονοσφραγίδα και όχι χειρόγραφη ένδειξη της ημερομηνίας, καθώς και σφραγίδα της εταιρίας  που εκτυπωνόταν αυτόματα και όχι με το χέρι και μάλιστα μόνο στα ασφαλιστήρια πυρός και στα σήματα των αυτοκινήτων. Επομένως, δεν αποδεικνύεται η αποστολή των ασφαλιστηρίων από τον εναγόμενο. Σύμφωνα δε με τον όρο 9 της ίδιας ως άνω σύμβασης, «Σε περίπτωση που ο Πράκτορας δεν αποστείλει τα πιο πάνω στο άρθρο 8 αναφερόμενα ασφαλιστήρια έγγραφα, μέσα στην προθεσμία αυτή, αυτός υποχρεούται στην απόδοση των ασφαλίστρων, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο άρθρο 7 της παρούσας», δηλαδή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν έχει εισπράξει ή όχι τα ασφάλιστρα. Περαιτέρω, η ενάγουσα κάθε μήνα εξέδιδε και απέστελλε στον εναγόμενο τις συγκεντρωτικές και αναλυτικές καταστάσεις που ενσωματώνονται στην αγωγή και στις οποίες αναφέρονται και τα προαναφερθέντα συμβόλαια για τα οποία ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έστειλε για ακύρωση η οποία δεν έλαβε χώρα, με τη σημείωση ότι δύναται να προβάλει οποιαδήποτε διαφωνία ενός 10 ημερών από τη λήψη τους, διαφορετικά, το περιεχόμενό τους λογίζεται ότι έγινε αποδεκτό από τον πράκτορα. Ωστόσο, ο εναγόμενος δεν ισχυρίζεται ότι εξέφρασε οποιαδήποτε διαφωνία, καίτοι οι καταστάσεις με τα ακυρωθέντα συμβόλαια φέρουν ημερομηνία σύνταξης και παραλαβής, σε χρόνο πριν από την ανάκληση της άδειας της ενάγουσας και τη θέση της σε καθεστώς εκκαθάρισης κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2009 κι επιπλέον, από το χρόνο αυτό μέχρι και την άσκηση της αγωγής, (24.7.2013, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της αγωγής) δεν διεκδίκησε με οποιονδήποτε τρόπο τη διευθέτηση της διαφοράς από τα ισχυριζόμενα ως αποσταλλέντα προς ακύρωση συμβόλαια, παρότι το συνολικό ποσό αυτών, κατά τους ισχυρισμούς του, ανέρχεται σε 42.120,66 €, δηλαδή καλύπτει την αγωγική αξίωση  (45.404,5 €), κατά το μεγαλύτερο μέρος της. Ο συναφής ισχυρισμός του ότι η εταιρία ακύρωνε τα συμβόλαια από την έναρξή τους, ακόμη και αν προσκομίζονταν εκπρόθεσμα και επέστρεφε τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα στους ασφαλισμένους και την αναλογία προμήθειας στον πράκτορα, δεν αποδείχτηκε. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα υπολειτουργούσε και έτσι  δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί, αρκετούς μήνες πριν την ανάκληση της αδείας της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία παραδεκτά συμπληρώνεται με την παρούσα, (ΚΠολΔ 534), δεν έσφαλε και ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (1ος) λόγος έφεσης με τον οποίο ο ενάγων παραπονείται ότι κακώς εκτιμήθηκαν οι καταστάσεις των ακυρωθέντων συμβολαίων που προσκόμισε, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.  Τέλος, στις 25.8.2009, η ενάγουσα απέστειλε στον εναγόμενο το, με ίδια ημερομηνία, έγγραφο, σχετικά με ζημία του ασφαλισμένου ……… (υπ΄αριθ. …..), ύψους 460 € που έπρεπε να αποζημιωθεί από την ενάγουσα, μέσω του εναγομένου. Στο ίδιο έγγραφο η ενάγουσα ζητεί από τον εναγόμενο να της αποστείλει  α) την εξοφλητική απόδειξη προς πίστωση του λογαριασμού του, β) πρωτότυπα τιμολόγια, γ) φωτοτυπία ταυτότητας αυτού που θα παραλάβει την επιταγή και δ) θεωρημένη εξουσιοδότηση, σε περίπτωση που ενεργήσει τρίτος. Από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενήργησε τ΄ανωτέρω και έστειλε τα αιτούμενα αποδεικτικά έγγραφα, προκειμένου να πιστωθεί ο λογαριασμός του, όπως του ζητούσε η ενάγουσα με το ανωτέρω έγγραφο και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό, έστω και χωρίς αιτιολογία η οποία παραδεκτά συμπληρώνεται με την παρούσα, (ΚΠολΔ 534), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο, (495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί εις βάρος του εκκαλούντος – εναγομένου, λόγω της ήττας του, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 13.11.2015, (υπ΄ αριθ. κατάθ. …./ 16. 11. 2015), έφεση.

Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή των υπ΄αριθ. ……….. παραβόλων Δημοσίου και ……… παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500)  ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ