Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 290/2018

Αριθμός   290/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 12-10-2016 (αρ. καταθ. …/2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4308/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, εφόσον από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εκπρόθεσμη άσκησή της ή άλλος λόγος απαραδέκτου της, ούτε η εφεσίβλητη ισχυρίζεται το αντίθετο, δεν έχει δε παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης αποφάσεως την 17-10-2014 μέχρι την άσκησή της (εφέσεως) την 14-10-2016 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα παράβολο συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ (βλ. τα υπ΄ αρ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ), που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.

Με την από 7-10-2008 (αρ. καταθ. …./2008) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 22-5-2013, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας της, …….., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, ο οποίος από το έτος 1997 έπασχε από στεφανιαία νόσο δύο αγγείων και από στηθάγχη προσπάθειας, συνεπεία των οποίων είχε συνταξιοδοτηθεί, καθώς επίσης  από το έτος 2003 από γενικευµένο καρκίνο και ο οποίος, τελικά, απεβίωσε στις 8-7-2005, είχε συνάψει στις 23-8-2004 και στις 27-9-2004, µε την εναγοµένη, στον Πειραιά, δύο συµβάσεις ασφάλισης ζωής, σύµφωνα µε τις οποίες αυτός µεν κατέβαλε αµέσως στην αντισυµβαλλοµένη του (εναγοµένη) εφάπαξ τα ποσά των 52.000 ευρώ και 20.000 ευρώ αντίστοιχα, η δε εναγοµένη, ασφαλιστική εταιρεία, ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει µηνιαίες συντάξεις, ποσού 333,34 ευρώ και ποσού 128,21 ευρώ αντίστοιχα, αναπροσαρµοζόµενες ετησίως κατά 2%, στον ίδιο (ασφαλισµένο) ισοβίως και για διάστηµα έως σαράντα πέντε (45) έτη, από την κατάρτιση αυτών (συµβάσεων), ή, σε περίπτωση αποβιώσεώς του εντός της δεκαετίας από τη σύναψή τους, στους κληρονόµους του και µέχρι την συµπλήρωση αυτής (δεκαετίας). Ότι µε δεδομένους τους όρους των δύο προαναφερθεισών συµβάσεων ασφάλισης και µε τη βεβαιότητα ότι ο συµβληθείς, πατέρας της, ο οποίος κατά το χρόνο κατάρτισης αυτών ήταν εβδομήντα τεσσάρων (74) ετών, ώστε λόγω των ως άνω παθήσεών του δεν επρόκειτο να ζήσει πέραν του προαναφερθέντος ορίου των δέκα ετών, η εναγομένη επρόκειτο να καταβάλλει εντός της ερχόμενης δεκαετίας στον ίδιο προσωπικά (αντισυµβαλλόµενο της) ή τους κληρονόµους του, µε µηνιαίες καταβολές, το συνολικό ποσό των 55.865 ευρώ (ήτοι 39.020 ευρώ για την πρώτη σύµβαση παροχής σύνταξης και 16.845 ευρώ για τη δεύτερη σύµβαση παροχής σύνταξης), ως αντάλλαγµα για την άµεση απολαβή από τον ασφαλισµένο της του συνολικού ποσού των 70.000 ευρώ, ώστε υφίστατο προφανής δυσαναλογία µεταξύ της παροχής του κληρονοµουµένου, πατέρα της, και της αντιπαροχής της εναγοµένης, ασφαλιστικής εταιρείας, αποτέλεσµα της οποίας είναι η τελευταία (εναγοµένη) να κερδίσει το ποσό των 16.000 ευρώ, το οποίο εάν, µάλιστα, ανατόκιζε, θα αυξανόταν σε 75.000 ευρώ περίπου. Ότι η εναγοµένη επέτυχε, µέσω των αρµόδιων υπαλλήλων της, τη σύναψη των ως άνω δύο συµβάσεων, εκµεταλλευόµενη την παντελή απειρία και την αφόρητη ψυχοσωµατική πίεση και τα αισθήµατα φόβου και ανασφάλειας, υπό τα οποία τελούσε ο πατέρας της, λόγω των ανωτέρω ασθενειών του, σε συνδυασµό µε την ηλικία του. Ότι η εναγοµένη γνώριζε κατά την κατάρτιση των δύο επίδικων συµβάσεων την κατάσταση της υγείας του αντισυµβαλλοµένου της, εφόσον αυτός προσερχόταν στα γραφεία της υποβασταζόµενος από δύο άτοµα, ενώ ευχερέστατα µπορούσε να γνωρίζει όλες τις ασθένειες του, οι οποίες αναγράφονταν στο βιβλιάριο υγείας του. Ότι οι ως άνω ενέργειες της εναγοµένης, µέσω των προστηθέντων απ΄ αυτή, υπαλλήλων της, πέραν της προαναφερθείσας αντίθεσής τους στα χρηστά ήθη, συνιστούν παράνοµη προσβολή της προσωπικότητας του πατέρα της, εφόσον µε τις πράξεις αυτές σκοπίμως επηρεάστηκε και αλλοιώθηκε η αληθής βούλησή του για ασφάλιση, σε τέτοιο βαθµό, ώστε να δεσµευθεί υπέρµετρα, ισοβίως και µε καταφανώς ασύµφορους και αισχροκερδείς όρους η ελευθερία του και η δυνατότητά του για ασφάλιση, µε συνέπεια να δικαιούταν ο πατέρας της να ζητήσει χρηµατική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, δικαίωμα που έχει περιέλθει σ΄ αυτήν (ενάγουσα) ως κληρονόμο του (πατέρα της) κατά ποσοστό 50%. Με βάση το ιστορικό αυτό και αφού με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιλαµβάνεται και στις προτάσεις που κατέθεσε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα σε αναγνωριστικό, ζήτησε, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωριστεί η ακυρότητα των δύο επίδικων συµβάσεων, λόγω της επικαλούμενης αντίθεσής τους στα χρηστά ήθη, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγοµένης αφενός µεν να της αποδώσει, βάσει της κληρονοµικής µερίδας της, ποσοστού 50%, το ήµισυ των εφάπαξ, αχρεωστήτως, λόγω της ακυρότητας αυτών (συµβάσεων), καταβληθέντων από τον πατέρα της ασφαλίστρων, ποσού 72.000 ευρώ, δηλαδή το ποσό των 36.000 (= 72.000 Χ 1/2) ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από τη σύναψη των συµβάσεων ασφάλισης, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής, αφετέρου δε να της καταβάλει το ποσό των 500.000 ευρώ, ως εύλογη χρηµατική ικανοποίηση και ως κληρονόμο του πατέρα της κατά ποσοστό 50%, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζήτησε να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4308/2014 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 17-10-2014, αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, αφού δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή αρμοδίως εισήχθη ενώπιον αυτού (πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), ως προς την τοπική του αρμοδιότητα για τον αναφερόμενο σ΄ αυτήν (απόφαση) λόγο, και αφού απέρριψε ως μη νόμιμα τα αιτήματα α) περί επιδίκασης χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του κληρονοµηθέντος από την ενάγουσα πατέρα της και β) περί κήρυξης ως προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης που θα εκδιδόταν και µε την οποία θα γινόταν δεκτή αυτή (αγωγή), κατά τα λοιπά, έκρινε την αγωγή νόµιµη και απέρριψε αυτή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 12-10-2016 (αρ. καταθ. …./2016) έφεση η ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή.

Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178 του ΑΚ, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία µε την οποία δεσµεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία µε την οποία εκµεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνοµολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήµατα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία, ενοχική ή εμπράγματη, ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) και ως τέτοια άκυρη πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) η ύπαρξη φανερής, υπό την έννοια της προφανούς, του αρχικού κειμένου (προ της μεταγλωττίσεως) του άρθρου 179, δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική τους αξία κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μίας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου, που ήταν γνωστές σ΄ αυτόν, η οποία συντρέχει όταν επωφελείται κάποιος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός απ΄ αυτά. Ως «ανάγκη» νοείται, εκτός άλλων, και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα άμεσο, επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμης, ως «κουφότητα», η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα της ηλικίας, της πνευματικής κατάστασης ή άλλης αιτίας, νοείται η ολιγωρία (αδιαφορία), η αφροντισία και η αμεριμνησία από την οποία ο συναλλασσόμενος δεν μπορεί να εκτιμήσει τη σημασία και τις συνέπειες των πράξεών του και ως «απειρία» νοείται η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές, μπορεί δε να είναι επακόλουθο της ηλικίας της διανοητικής κατάστασης του προσώπου ή άλλης αιτίας. Ειδικότερα φανερή (προφανής) δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε των παροχών κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 του ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ΄ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 1470/2014, ΑΠ 1186/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 890/2011). Η ως άνω ακυρότητα χωρεί ipso iure και δεν απαιτείται παρεμβολή δικαστικής απόφασης. Δεν αποκλείεται όμως, εκείνος που έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει σχετική αναγνωριστική αγωγή για την κήρυξη της ακυρότητας. Για το ορισμένο της αγωγής αυτής αναγκαία στοιχεία είναι η κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η αξία παροχής και ωφελημάτων και η δυσαναλογία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης καθώς και η έκθεση περιστατικών που συγκροτούν μια (ή και όλες) από τις αντικειμενικές προϋποθέσεις (απειρία, κουφότητα, ανάγκη) και την υποκειμενική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 557/2015, Β. Βαθρακοκοίλη: ΕρμΑΚ, στο άρθρο 179, σελ 761, αρ. σημ. 21 και 22 με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Ακολούθως, κατά τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον… Αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.». Από τη διάταξη αυτή και τις όμοιες του επόμενου άρθρου 58 σε συνδυασμό προς το άρθρο 914 του ΑΚ προκύπτει ότι επί της προσβολής αυτής ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημιώσεως απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Από αυτά, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 59 του ΑΚ, κατά την οποία «Στις περιπτώσεις των δύο προηγουμένων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις», συνάγεται ότι η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης παρέχεται μόνο όταν συντρέχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο και ρητώς μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη. Έτσι οι όροι της ως άνω παροχής εξομοιώνονται προς εκείνους της αποζημίωσης (ΑΠ 311/2009). Περαιτέρω τα κριτήρια του καθορισμού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία δεν καθορίζονται στο νόμο, λόγω εγγενούς αδυναμίας τους, εκ των προτέρων, καθορισμού τους. Έτσι ο Δικαστής έχει την εξουσία να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση, εκτιμώντας, μεταξύ των άλλων, την αρχή της αναλογικότητας, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του αδικοπραγήσαντος, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών και κυρίως του παθόντος, το τυχόν οικείο πταίσμα του τελευταίου, τις λοιπές προσωπικές σχέσεις των μερών και τη συμπεριφορά του υπευθύνου μετά την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 962/1993 ΕλλΔνη 36.122, ΕφΑθ 5356/1996 Αρμ 51.337 επ.). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 933 του ΑΚ, η αξίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίσθηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι΄ αυτήν αγωγή. Ως επίδοση πρέπει να θεωρηθεί η άσκηση της αγωγής, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 215 του ΚΠολΔ, γίνεται με κατάθεση του δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και επίδοση αντιγράφου στον εναγόμενο. Η αγωγή μπορεί να είναι καταψηφιστική ή αναγνωριστική (ΕφΘεσσαλ. 142/2004). Με αυτό το περιεχόμενο το αίτημα της ένδικης αγωγής περί επιδίκασης χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του κληρονοµηθέντος από την ενάγουσα πατέρα της, είναι µη νόµιµο, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού που προβάλλεται με λόγο της ένδικης έφεσης, εφόσον η εν λόγω σωρευόµενη αξίωση είναι ακληρονόµητη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, ενώ η ενάγουσα δεν επικαλείται είτε ότι αυτή (αξίωση) έχει αναγνωριστεί µε σύµβαση είτε ότι είχε επιδοθεί για τούτη (αξίωση) όµοια αγωγή στην εναγοµένη από τον [κληρονομηθέντα από αυτήν (ενάγουσα)] πατέρα της πριν από το θάνατό του.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………………., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, [η ένσταση περί εξαίρεσης του μάρτυρα της ενάγουσας που προέβαλε η εναγομένη και απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, την οποία επαναφέρει (η εναγομένη) με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, για το λόγο ότι ο ως άνω μάρτυρας είναι ο πληρεξούσιος Δικηγόρος που συνέταξε και υπέγραψε την ένδικη αγωγή, είναι απορριπτέα, πρωτίστως γιατί από τα έγγραφα της δικογραφίας και κυρίως από τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προκύπτει, ότι η παριστάμενη κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εναγομένη πριν την όρκιση του εξετασθέντος με επιμέλεια της ενάγουσας ως άνω μάρτυρα δεν προέβαλε ένσταση περί εξαίρεσης της εξέτασης του συγκεκριμένου μάρτυρα και συνεπώς η σχετική ένσταση είναι απαράδεκτη και απορριπτέα (άρθρο 400 αρ. 3 και 403 παρ. 2  του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 3357/2007 και ΕφΑθ 934/2006), ενώ σε κάθε περίπτωση ο ως άνω μάρτυρας, ήδη συνταξιοδοτηθείς, δεν προέκυψε ότι προσδοκά όφελος από την έκβαση της παρούσας δίκης], καθώς και από όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από αυτά, τα οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις της, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι όλες τις έγγραφες αποδείξεις (σχετικά με α.α. από 1 έως 11) που προσκόμισε και επικαλέσθηκε και κατά την πρωτοβάθμια συζήτηση, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, και χωρίς όμως η ρητή αναφορά σε μερικά εξ αυτών (εγγράφων) να προσδίδει σε αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, συνεκτιμώνται (όλα τα έγγραφα, εκτός των προαναφερόμενων) προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη, στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις και την προσθήκη αντίκρουση της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ του αποβιώσαντος στις 8-7-2005 πατέρα της ενάγουσας, ……., κατοίκου εν ζωή Πειραιά, ως ασφαλισµένου, και της εναγοµένης, ανώνυμης εταιρείας ασφαλίσεων ζωής, είχαν συναφθεί στις 30-8-2004 και στις 30-9-2004 δύο συµβάσεις ασφάλισης ζωής του ιδίου (ασφαλισµένου), κατόπιν των από 23-8-2004 και από 27-9-2004 αιτήσεών του, δυνάµει των οποίων ο µεν τελευταίος είχε καταβάλει σ΄ αυτήν (εναγομένη) εφάπαξ ως καθαρά ασφάλιστρα τα ποσά των 48.828 ευρώ και 18.780,05 ευρώ αντίστοιχα και ως µικτά, εφόσον συνυπολογιστούν τα επίσης καταβληθέντα από εκείνον ποσά των 1.953,12 ευρώ για Φ.Κ.Ε. και 1.218,75 ευρώ για χαρτόσηµο (για την από 30-8-2004 σύµβαση) και 751,20 ευρώ για Φ.Κ.Ε. και 468,75 ευρώ για χαρτόσηµο (για την από 30-9-2004 σύµβαση), αυτά (ποσά) των 51.999,87 ευρώ και 20.000 ευρώ αντίστοιχα, η δε εναγοµένη είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει στον ασφαλισµένο της ισόβια σύνταξη, µε µηνιαίες παροχές εγγυηµένων χρηµατικών ποσών ετησίως, σύµφωνα µε τους προσαρτούµενους στα ασφαλιστήρια συµβόλαια πίνακες παροχών. Επιπλέον, συµφωνήθηκε να αναπροσαρµόζεται ετησίως η σύνταξη µε εγγυηµένο ποσοστό 2% και ότι σε περίπτωση θανάτου αυτού (ασφαλισµένου) κατά την πρώτη δεκαετία συνταξιοδότησής του, τότε η εναγοµένη, ασφαλιστική εταιρεία, θα συνέχιζε να καταβάλλει το τρέχον ποσό της σύνταξης έως τη συµπλήρωση της 10ετίας από την ηµεροµηνία έναρξης της συνταξιοδότησης, στους δικαιούχους αυτού (ασφαλισµένου), δηλαδή στα ορισθέντα από εκείνον φυσικά ή νοµικά πρόσωπα που θα δικαιούνταν, µετά το θάνατο του, να εισπράττουν το ασφάλισµα. Ο ασφαλισμένος, …………, δεν όρισε στα δύο ασφαλιστήρια συµβόλαια κάποιο συγκεκριµένο πρόσωπο, ως δικαιούχο των παροχών αυτών, στην περίπτωση που ήθελε επέλθει η ως άνω ασφαλιστική περίπτωση, αλλά όρισε ως δικαιούχους τους νόμιμους κληρονόμους του. Επιπλέον, συµφωνήθηκε ότι ο ασφαλισµένος θα είχε δικαίωµα «συµµετοχής στα κέρδη» που θα επιτύγχανε η εναγοµένη από την επένδυση των µαθηµατικών αποθεµάτων της και ως προς το οποίο (δικαίωµα συµµετοχής) αυτός θα ενηµερωνόταν µετά το κλείσιµο του ισολογισµού κάθε οικονοµικής χρήσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας της ενάγουσας, νόµιµης µεριδούχου της κληρονοµιάς αυτού (πατέρα της) σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, κατά το χρόνο κατάρτισης των επίδικων ασφαλιστικών συµβάσεων διένυε το 74ο έτος της ηλικίας του, ήταν συνταξιούχος και ήδη πελάτης του καταστήµατος της Τράπεζας ……. στην ……. στον Πειραιά, στο οποίο, µέχρι τη στιγµή εκείνη, είχε κατατεθειμένες αποταµιεύσεις, ποσού 260.000 ευρώ, οι οποίες, µετά την σύναψη απ΄ αυτόν των δύο επίδικων συνταξιοδοτικών προγραµµάτων, µειώθηκαν στο ποσό των 185.000 περίπου ευρώ. Τόσο δε η ενηµέρωση του ασφαλισµένου για τα δύο επίδικα ασφαλιστικά προϊόντα όσο και η υπογραφή των σχετικών συµβάσεων πραγµατοποιήθηκε στο ως άνω κατάστηµα της Τράπεζας ……, µητρικής της εναγοµένης, και από υπαλλήλους αυτής (Τράπεζας), µε τους οποίους, λόγω του προαναφερθέντος σηµαντικού χρηµατικού ποσού που είχε κατατεθειµένο σ΄ αυτό (κατάστηµα), είχε τακτικές συναλλαγές, µε προφανή σκοπό τη µέγιστη δυνατή, τοκοφόρα απόδοση των αποταµιεύσεών του. Απ΄ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο πατέρας της ενάγουσας, αντισυµβαλλόµενος της εναγοµένης, είχε εµπειρία στις οικονοµικές συναλλαγές, εφόσον ήταν κύριος σηµαντικού χρηµατικού ποσού, το οποίο φρόντιζε να τοποθετεί επικερδώς. Περαιτέρω, ο ασφαλισµένος από το έτος 1997 έπασχε από στεφανιαία νόσο δύο αγγείων και στηθάγχη προσπάθειας, εξαιτίας των οποίων είχε κριθεί από την Πρωτοβάθµια Υπηρεσιακή Υγειονοµική Επιτροπή του Πειραιά ανάπηρος σε ποσοστό 67% και είχε συνταξιοδοτηθεί, ενώ, επιπλέον, είχε νοσηλευτεί από τις 9 µέχρι τις 21-11-2001 στη Β΄ Χειρουργική Κλινική του «ΤΖΑΝΕΙΟΥ» Γενικού Νοσοκοµείου Πειραιά, όπου είχε υποβληθεί σε χαµηλή, πρόσθια εκτοµή του ορθού (τµήµατος του εντέρου) µε κυκλικό αναστοµωτήρα, επειδή είχε εµφανιστεί σ΄ αυτό (ορθό) καρκίνος (Ca). Επιπλέον, κατά το χρόνο σύναψης των δύο επίδικων ασφαλιστικών συµβάσεων, πέραν των γνωστών στον ίδιο καρδιολογικών νοσηµάτων από τα οποία έπασχε και για τα οποία, όµως, λάµβανε φαρµακευτική αγωγή, δεν αποδείχθηκε ότι αυτός (ασφαλισµένος) είχε πληροφορηθεί περί τυχούσας υποτροπής ή και µετάστασης σε άλλα ζωτικά όργανα του καρκίνου (Ca) που είχε εµφανίσει το έτος 2001 και ο οποίος τότε, φαίνεται ότι είχε αντιµετωπιστεί επιτυχώς χειρουργικά και εάν, συνεπώς, κινδύνευε άµεσα η ζωή του. Είχε, δηλαδή, την πεποίθηση στις 30 Αυγούστου 2004 και στις 30 Σεπτεµβρίου 2004, όταν κατάρτιζε τα επίδικα ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά προγράµµατα ότι τα προβλήµατα υγείας που είχε αντιµετωπίσει στο παρελθόν, ήταν υπό έλεγχο, ενώ, λόγω της ηλικίας του, σε συνδυασµό µε το ότι διήγαγε µοναχικό βίο, εφόσον ήταν διαζευγµένος και με τη θυγατέρα του-ενάγουσα δεν διατηρούσε σχέσεις, είχε ως προτεραιότητά του την καλύτερη δυνατή, οικονοµική εξασφάλιση και αξιοπρεπή διαβίωσή του κατά τη μετέπειτα ζωή του, στην οποία (οικονοµική εξασφάλιση) απέβλεπε όταν προέβαινε στις επίδικες συναλλαγές, µε τις οποίες θα επιτυγχανόταν η αύξηση των συνταξιοδοτικών του αποδοχών. Σε κάθε περίπτωση, παρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι ο ως άνω ασφαλισµένος, έως το χρόνο κατάρτισης των επίδικων συµβάσεων, είχε πληροφορηθεί περί τυχούσας υποτροπής ή και µετάστασης σε άλλα ζωτικά όργανα του καρκίνου (Ca) που είχε εµφανίσει το έτος 2001 και ο οποίος τότε, φαίνεται ότι είχε αντιµετωπιστεί επιτυχώς χειρουργικά και εάν, συνεπώς, κινδύνευε άµεσα η ζωή του, δεν αποδείχθηκε επίσης ότι η κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου [ιατρικό ιστορικό και πορεία αυτής (υγείας)] ήταν γνωστή στην εναγομένη ή στους προστηθέντες υπαλλήλους της κατά τον επίδικο χρόνο της συνάψεως των ως άνω συμβάσεων. Εξάλλου, για τη σύναψη τοιούτων συμβάσεων δεν απαιτούνται ιατρικά πιστοποιητικά σχετικά με την υγεία των ασφαλισμένων, ούτε προβλέπεται όριο ηλικίας αυτών (ασφαλισμένων). Με βάση τα παραπάνω ουδεµία απειρία, καµία αφόρητη ψυχοσωµατική πίεση και κανένα αίσθηµα φόβου και ανασφάλειας, λόγω της κατάστασης της υγείας του αποδείχθηκε ότι είχε ο ασφαλισμένος. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι η εναγοµένη γνώριζε την κατάσταση της υγείας του, πολλώ δε μάλλον ότι εκµεταλλεύτηκε (η εναγοµένη) αυτήν και την απειρία του, η οποία (απειρία του) σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε, κατά τα ανωτέρω, προκειµένου να τον παραπείσει να συνάψει τις δύο επίδικες συµβάσεις ασφάλισης. Η παραδοχή αυτή επιβεβαιώνεται ακόµη περισσότερο από το ότι ο ασφαλισµένος εξέφρασε τη βούλησή του προς την εναγοµένη να υπαναχωρήσει από τις δύο επίδικες συµβάσεις όχι εντός ενός (1) µηνός από την κατάρτισή τους-παράδοση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, που ήταν ο συµφωνηµένος χρόνος άσκησης του εν λόγω δικαιώµατος, αλλά δέκα (10) περίπου µήνες µετά από την κατάρτιση της πρώτης απ΄ αυτές (συµβάσεις), ήτοι στις 22-6-2005, δηλαδή µόλις δύο σχεδόν εβδοµάδες προτού αποβιώσει, στις 8-7-2005, επειδή προφανώς τότε (στις 22-6-2005) µόνο, λόγω της γνωστοποίησης σ΄ αυτόν της βαρύτατης, µη αναστρέψιµης, βλάβης της υγείας του, αντιλήφθηκε το µάταιο αυτών (συµβάσεων). Επομένως, εφόσον κυρίως λείπει η απειρία του ασφαλισμένου, η αφόρητη ψυχοσωµατική πίεση και το αίσθηµα φόβου και ανασφάλειας, λόγω των προαναφερθεισών ασθενειών του, τις οποίες (ασθένειες) σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι γνώριζε η εναγοµένη και δεν εκμεταλλεύτηκε (η εναγομένη) αυτές δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 του ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, εκτός άλλου, και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ΄ αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε και προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής με την έννοια που αναφέρεται στη νομική σκέψη της παρούσας, ήτοι αυτή (προφανής δυσαναλογία) που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου και η οποία (δυσαναλογία των παροχών) κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι εάν αφαιρεθούν τα χρηµατικά ποσά που παρακρατήθηκαν από την εναγοµένη για φόρους και χαρτόσηµα, ο ασφαλισµένος επρόκειτο να λάβει πίσω το σύνολο σχεδόν των καθαρών ασφαλίστρων που είχε καταβάλει εφάπαξ, 67.608,05 (= 48.828 + 18.780,05) ευρώ, εντός ένδεκα (11) ετών, από την κατάρτιση των επίδικων συµβάσεων, ήτοι όταν θα διένυε το 85ο έτος της ηλικίας του (74 έτη + 11 έτη), ηλικία πλησίον του προσδόκιμου τότε ζωής άνδρα, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συνάψεως των ως άνω συμβάσεων, μόνο ο ασφαλισμένος γνώριζε, όπως αποδείχθηκε, την κατάσταση της υγείας του, ήτοι ότι πάσχει από καρδιακή νόσο και έχει νοσήσει και θεραπευτεί από καρκίνο (Ca), όχι όμως και η εναγομένη. Εντός δε, δέκα ετών από την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων επρόκειτο να λάβει ο ίδιος ο ασφαλισμένος ή οι κληρονόμοι του σε περίπτωση αποβιώσεώς του κατά την πρώτη δεκαετία συνταξιοδότησής του, συνολικό ποσό που υπολείπεται του καταβληθέντος απ΄ αυτόν κεφαλαίου, καθαρών ασφαλίστρων, κατά 6.700 περίπου ευρώ, διαφορά, η οποία όμως δεν υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου, λαμβανομένου υπόψη και του ότι, κατά το χρόνο συνάψεως των επίδικων συμβάσεων, υπήρχε βάσιμη περίπτωση η καταβολή της συντάξεως να συνεχιστεί και μετά την παρέλευση δεκαετίας από την έναρξη καταβολής αυτής. Εξάλλου, κατά τον ως χρόνο (συνάψεως των ως άνω συμβάσεων), ούτε η εναγομένη ούτε ο ασφαλισμένος γνώριζαν πότε θα αποβιώσει ο τελευταίος (ασφαλισμένος) και έως πότε η πρώτη (εναγομένη) θα κατέβαλε σύνταξη (και πέραν της δεκαετίας, σε περίπτωση που απεβίωνε ο ασφαλισμένος μετά από αυτή), εφόσον αυτή είχε συμφωνηθεί ισόβια, έτσι ώστε για την σύγκριση των ως άνω δύο αντίθετων παροχών και τυχόν μεταξύ τους δυσαναλογία δεν τίθεται θέμα υπολογισμού των ωφελημάτων που θα είχε ο καθένας (εναγομένη-ασφαλισμένος) από την εκμετάλλευση-τοποθέτηση του ως άνω συνολικού ποσού, αφού, όπως προαναφέρθηκε, κατά το χρόνο σύναψης αυτών (συμβάσεων), δεν μπορούσε να προβλεφθεί έως πότε η εναγομένη θα κατέβαλε σύνταξη. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί ότι ο ασφαλισµένος θα είχε δικαίωµα «συµµετοχής στα κέρδη» που θα επιτύγχανε η εναγοµένη από την επένδυση των µαθηµατικών αποθεµάτων της και ως προς το οποίο (δικαίωµα συµµετοχής) αυτός θα ενηµερωνόταν µετά το κλείσιµο του ισολογισµού κάθε οικονοµικής χρήσης. Ακολούθως, το διαλαμβανόμενο στις κατατεθείσες στο παρόν Δικαστήριο έγγραφες προτάσεις της εφεσίβλητης αίτημά της να προσκομίσει η Τράπεζα ………..όλα τα έγγραφα που κατέχει από τα οποία προκύπτει «το υψηλό επενδυτικό προφίλ» του ….. τη διετία 2003-2005 και συνεπώς και το επίδικο χρονικό διάστημα στο οποίο καταρτίστηκαν οι επίδικες συμβάσεις ασφάλισης, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, (ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει με ακρίβεια, το περιεχόμενο αυτών), δεδομένου ότι υπό τα εκτιθέμενα την υποχρέωση για επίδειξη έχει τρίτος, μη διάδικος, η επίδειξη έπρεπε να ζητηθεί με παρεμπίπτουσα αγωγή σε βάρος της ως άνω Τράπεζας, σε κάθε δε περίπτωση από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα το παρόν Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση ως προς το ότι ο αποβιώσας ασφαλισμένος, ……….., ήταν πολύ καλός πελάτης της Τράπεζας και συγκεκριμένα του ως άνω καταστήματος, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, εφόσον δεν αποδείχτηκε ούτε µία από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 179 του ΑΚ, οι οποίες, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά προκειµένου να χαρακτηριστεί µία σύµβαση αισχροκερδής ή καταπλεονεκτική, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιµη. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η διάφορη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της έφεσης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, συνολικού ποσού 200 ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με τα υπ΄ αρ. ……… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, επίσης λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 12-10-2016 (αρ. καταθ. …/2016) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4308/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκε με τα υπ΄ αρ. ……..παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………….. παράβολα ΔΗΜΟΣΙΟΥ, στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    7 Μαρτίου 2018.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   4 Μαΐου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Αικατερίνη Κοκόλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ