Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 273/2018

 Αριθμός   273/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 689/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη  τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 31-5-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 20-2-2017  καθόσον, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε άλλωστε προέκυψε επίδοση αντίγραφου της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   ποσού 100 ευρώ, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ……./2017). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ΝΔ 496/1974 «περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου», «Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ` όσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι` αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων (παρ. 1). Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως (παρ. 2)». Σημειωτέον ότι το ποσό των 10.000 δραχμών που αναφέρεται στη διάταξη αυτή, αναπροσαρμόστηκε αρχικά στο ποσό των 150.000 δραχμών με τη με αριθμό 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ 447/1992 τ. Β`) και στη συνέχεια στο ποσό των 2.500 ευρώ με τη με αριθμό 2/42053/0094/26-7-2002 απόφαση του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ 1033/7-8-2002 τ. Β`). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 158 ΑΚ, η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 του άρθρου 159 ΑΚ, δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι κάθε σύμβαση που καταρτίζεται από Ν.Π.Δ.Δ., όπως η σύμβαση πώλησης και η οποία έχει το ανωτέρω αντικείμενο, υποβάλλεται στον απαιτούμενο από το νόμο έγγραφο τύπο, χωρίς την τήρηση του οποίου η σύμβαση είναι άκυρη, καθώς ο τύπος είναι συστατικός, η δε ακυρότητα είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 543/2015 – ΑΠ 322/2010 ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, της άκυρης σύμβασης, η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης, παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904 – 913 του ΑΚ, για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (βλ. ΕφΚερκ 74/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 οποιαδήποτε απαίτηση κατά του δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής. Η παραγραφή αυτή, κατά το άρθρο 91 του ιδίου νόμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ως προς την παραγραφή των ενοχικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου (στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες που πηγάζουν από αδικοπραξία και αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας της συμβάσεως) ο χρόνος της παραγραφής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει την πενταετία, από το τέλος του έτους κατά το οποίο αυτές (ενοχικές αξιώσεις) γεννήθηκαν. Σύμφωνα δε με το άρθρο 93 περ. α’ του ν. 2362/1995 η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και με την έγερση αγωγής, οπότε αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Εξ άλλου κατά το άρθρο 261 Α.Κ., την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής, η δε παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Kατά δε το άρθρο 263 Α.Κ., που έχει εφαρμογή και στην παραγραφή των κατά του Δημοσίου χρηματικών απαιτήσεων (ΑΠ 1774/1999, 226/1990), κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται ως να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή εντός έξι μηνών, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή.  Ως επανέγερση δε της αγωγής νοείται η άσκηση νέας αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα ή, σε περίπτωση που μεσολαβήσει νόμιμη καθολική ή ειδική διαδοχή, από το διάδοχό του, κατά του ίδιου εναγομένου, που βασίζεται στην ίδια με την προηγούμενη νομική και ιστορική αιτία. Το διακοπτικό αποτέλεσμα της παραγραφής δεν επηρεάζεται από την υποβολή με τη νέα αγωγή προσθέτου ή διαφόρου αιτήματος, το οποίο συνάπτεται με τη δικαστική νομιμοποίηση των διαδίκων και δεν διαφοροποιεί την ταυτότητα της διαγνωστέας αξιώσεως (ΑΠ 190/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). IΙΙ. Με την από 17-6-2015  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 αγωγή της  η ενάγουσα εξέθετε ότι με τις ειδικότερα αναφερόμενες συμβάσεις εκχώρησης απαιτήσεων, που συνήψε με τα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………»,  εκχωρήθηκαν σε αυτήν απαιτήσεις της τελευταίας έναντι του εναγομένου Νοσοκομείου, που τυγχάνει Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, απορρέουσες  από συμβάσεις προμήθειας ιατρικών φαρμακευτικών προϊόντων, που καταρτίστηκαν  μεταξύ τους κατά τα έτη 2007-2008  χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία των δημοσίων συμβάσεων,  και για τον λόγο αυτό τυγχάνουν άκυρες, και ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν προσηκόντως στο τελευταίο, που τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, δίχως ωστόσο να καταβάλει   το τίμημα τους, που συνεχίζει να  οφείλει μέχρι σήμερα, συνολικού ποσού 24.945,65 ευρώ μετά ΦΠΑ, ως προς το οποίο αυτό κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της, ζητούσε δε για το λόγο αυτό και με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει με την ιδιότητα της (εκδοχεύς των επίδικων απαιτήσεων) το συνολικό ποσό των 24.945,65 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως.  Επί της  αγωγής αυτής το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  εξέδωσε  την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο αυτεπάγγελτα ότι οι επίδικες αξιώσεις έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή  που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του ν. 2362/1995).   Κατά της απόφασης αυτής   παραπονείται  η  ενάγουσα  με την ένδικη έφεση της  επικαλούμενη  εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό   να γίνει δεκτή  η αγωγή της.ΙV.  Από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζόμενων εγγράφων (οι διάδικοι δεν εξέτασαν  μάρτυρα) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Δυνάμει της με αριθμό …./3-8-2001 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας ως πιστώτριας, και της εταιρίας με την επωνυμία  «……….» ,ως πιστούχου, ανοίχθηκε υπέρ της τελευταίας πίστωση, ποσού αρχικά 1.173.881 ευρώ και μετά από αλλεπάλληλες διαδοχικές αυξητικές συμβάσεις μέχρι του ποσού των 13.000.000 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα από 26-11-2007 έως και 21-5-2008 με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που κατήρτισε η πιστούχος εταιρία με το εναγόμενο Νοσοκομείο, που τυγχάνει Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, για τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις της νομοθετημένης διαδικασίας για δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, πώλησε και παρέδωσε στο τελευταίο ιατροφαρμακευτικά υλικά, που περιγράφονται ειδικότερα στα με αριθμούς …….  τιμολόγια- δελτία αποστολής, ποσού 2563,97 ευρώ,  5168,77 ευρώ, 3459,45 ευρώ, 5026,80  ευρώ και 8726,66 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία αυτό παρέλαβε ανεπιφύλακτα. Ακολούθως, με τις με αριθμό ……….. συμβάσεις εκχώρησης απαιτήσεων λόγω ενεχύρου η πιστούχος εταιρία εκχώρησε στην ενάγουσα προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της από τη μεταξύ τους κατά τα ανωτέρω καταρτισθείσα σύμβαση πίστωσης, τις απαιτήσεις από τις προαναφερόμενες συμβάσεις πώλησης, και στη συνέχεια αμφότερες προέβησαν σε νόμιμη αναγγελία  της εκχώρησης τόσο στο εναγόμενη, οφειλέτη, όσο και τα οριζόμενα στο άρθρο 53 του ν.δ 496/1974 πρόσωπα –αρχές, σύμφωνα και με τις με αριθμούς ………. εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, με συνέπεια η ενάγουσα να καταστεί δικαιούχος των επιδίκων απαιτήσεων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αυτές (επίδικες αξιώσεις)  έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 90 και 91  ν. 2362/1995, καθόσον ενόψει του χρόνου γέννησης τους κατά τα οικονομικά έτη 2007  (αναφορικά με την απαίτηση εκ του τιμολόγιου …../26-11-2007, ποσού 2563,97 ευρώ), και 2008 (για τις  ένδικες απαιτήσεις  από τα λοιπά τιμολόγια, συνολικού ποσού  22381,68 ευρώ) η παραγραφή τους άρχιζε από 1-1-2008 και 1-1-2009 και συμπληρωνόταν την 31-12-2012  και 31-12-2013, αντίστοιχα, δηλαδή σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής στις 29-6-2015 (βλ. τη με αριθμό …../29-6-2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….).  Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με τους λόγους έφεσης της διατείνεται ότι η ως άνω παραγραφή έχει διακοπεί με την εκ μέρους της άσκηση της με αριθμό …./2011 αγωγής της που επέδωσε στο εναγόμενο στις 9-5-2011 (βλ. την με αριθμό …../9-5-2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), οπότε ξεκίνησε νέα πενταετής παραγραφή των επίδικων αξιώσεων της.  Με την ως άνω  αγωγή  η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 30.893,71 ευρώ για απαιτήσεις της από προμήθειες ιατροφαρμακευτικού υλικού, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων με την κρινόμενη αγωγή,  πλην, όμως, τις αξιώσεις της στήριζε μόνον στις συμβάσεις πώλησης και όχι στον αδικαιολόγητο πλουτισμό λόγω ακυρότητας των συμβάσεων αυτών, διότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία για τις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, με συνέπεια η αγωγή να απορριφθεί αρχικώς εξ ολοκλήρου ως μη νόμιμη με την με αριθμό 4146/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και να γίνει τελεσίδικα εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη με την με αριθμό 398/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για όσα τιμολόγια δεν υπερέβαιναν το ποσό των 2.500 ευρώ έκαστο  και να απορριφθεί κατά τα λοιπά, για τα οποία ακολούθως  η ενάγουσα άσκησε την ως άνω νεότερη αγωγή της, με την οποία αιτείται την επιδίκαση των επίμαχων αξιώσεων, επικαλουμένη το πρώτον  βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Καθόσον, όμως, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές η προηγούμενη αυτή αγωγή είχε διάφορη ιστορική και νομική αιτία από την μεταγενέστερη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε  η εκκαλουμένη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για διακοπή της παραγραφής, με την άσκηση αυτής, της ήδη επίδικης διαγνωστέας αξίωσης από αδικαιολόγητο πλουτισμό που εισάγεται με την υπό κρίση νεότερη αγωγή, καθώς ελλείπει εν προκειμένω η ταυτότητα των επίδικων αξιώσεων κατά την ιστορική και νομική τους βάση.  Αντίθετο εξάλλου συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί από την διατύπωση της διάταξης του άρθρου 93 περ.α του ν. 2362/1995,  όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσης της, σύμφωνα με την  οποία  η παραγραφή διακόπτεται με την υποβολή της υποθέσεως στο αρμόδιο Δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε άρχεται εκ νέου η  παραγραφή  από  τη τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών,  καθόσον ως υποβολή της υπόθεσης νοείται και εδώ η εισαγωγή προς κρίση συγκεκριμένης  κατά ιστορική και νομική βάση αξίωσης του ενάγοντος, όπως αυτή προσδιορίζεται και οριοθετείται με το δικόγραφο, και με τον τρόπο αυτόν καθίσταται επίδικη, ενώ περαιτέρω η έγερση  της αγωγής δεν μπορεί να νοηθεί ως αίτηση  σε  δημόσια αρχή αρμόδια για την πληρωμή της απαίτησης,   σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 93  περ.β του Ν. 2632/ 1995, προκειμένου να διακοπεί ο χρόνος παραγραφής, και να αρχίσει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής, όπως ομοίως αβάσιμα διατείνεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσης της. Συνεπώς και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και έκρινε ότι έχει επέλθει πενταετής παραγραφή των επίδικων απαιτήσεων, την οποία νομίμως έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψιν του  κατ’άρθρο 94 δ ν. 2362/1995 και ήδη 144 δ 4270/2014  δεν έσφαλε κατά την  ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι ερευνώμενοι λόγοι της έφεσης με τους οποίους η εκκαλούσα ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά  αβάσιμοι. Κατόπιν τούτου, καθόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς εξέταση  η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της κατ΄ ουσίαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, κατ΄ άρθρο 179 ΚΠολΔ. ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η εκκαλούσα προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της,   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό ………./2017, ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ