Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 240/2018

Αριθμός    240/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 18.10.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……. 21.10.2016), έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας καθ΄ης η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, προ πάσης επιδόσεως,  όπως προκύπτει από την από 1.11.2016 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ……. επί του σώματος του κοινοποιηθέντος αντιγράφου της έφεσης, σε συνδυασμό με την ως άνω ημερομηνία κατάθεσης του δικογράφου της κρινόμενης έφεσης, (βλ. σχετική έκθεση του Γραμματέα Πρωτοδικών Πειραιά). Επίσης για το παραδεκτό της έχουν κατατεθεί τα αναγκαία παράβολα έφεσης, (τα υπ΄αριθ. ….. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …….. παράβολα Δημοσίου), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Προκειμένου για λόγους ανακοπής που αναφέρονται στην απαίτηση, για να είναι ορισμένοι, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού, (ΕφΠειρ 37/2016, ΝΟΜΟΣ) δοθέντος ότι οι συγκεκριμένα προβαλλόμενοι με την ανακοπή λόγοι, είτε αφορούν στο κύρος της διαταγής πληρωμής, είτε στην ύπαρξη της απαίτησης, οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ Ολ 10/1997, ΑΠ 1102/2008, ΑΠ 15/2007, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 901/2006, ΑΠ 925/2002, NΟΜΟΣ) και  πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, 585 και 632 Κ.Πολ.Δ.  προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (Στεφ. Πανταζόπουλου, «Η ανακοπή κατά Διαταγή Πληρωμής», έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές, Σινανιώτη, «Ειδικές διαδικασίες», έκδ. Β`, σελ. 193,ΑΠ 2073/2007 ΕλΔ 49,424, ΑΠ 916/2002 ΕλΔνη 2003 σελ. 1297, ΑΠ 758/2002 νόμος, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑΧΔ 2000.487, ΕΑ 1587.2013 ΔΕΕ 2013 σελ. 792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 317/2009, 2788/2009 ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με της διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ακόμη ειδικότερα, επί ανακοπής   κατά διαταγής πληρωµής που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασµού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, όπως προαναφέρθηκε, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισµένοι, να περιέχουν ισχυρισµούς που ανάγονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασµού, µόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αµφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΔωδ 2/1996 ΔΕΕ 1997.725, ΕφΑθ 6709/1986 ΕλλΔνη 26.995).

Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα έστω και αν μερικά μνημονεύονται ειδικότερα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Δυνάμει της υπ’αριθμ. ………../25.4.2001 σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήφθη μεταξύ της καθής και της πρώτης των ανακοπτόντων, και των προσθέτων πράξεων της εν λόγω σύμβασης, η καθής χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα πίστωση μέχρι του ποσού των 400.000 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται στην ως άνω σύμβαση και στις πρόσθετες πράξεις αυτής. Την εκπλήρωση των όρων της σύμβασης και των προσθέτων πράξεων αυτής εγγυήθηκαν εγγράφως οι λοιποί των ανακοπτόντων, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες για ολόκληρο το ποσό της πίστωσης. Στις 9.1.2013 η καθής λόγω μη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης ανακόπτουσας προέβη στην καταγγελία της σύμβασης και στο οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντος προς εξυπηρέτηση αυτής υπ’αριθμ. …… λογαριασμού, ο οποίος κατά την ως άνω ημερομηνία εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 164.692,50 ευρώ. Την καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης και το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού η καθής γνωστοποίησε εγγράφως στους ανακόπτοντες με την από 10.4.2013 εξώδικη δήλωση-καταγγελία της. Ακολούθως μετά από αίτηση της καθής, αφού προσκομίστηκαν αντίγραφα από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της εκκαλούσας για την πλήρη απόδειξη της απαίτησης, (όρος 7 της σύμβασης), εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με την οποία οι ανακόπτοντες διατάχθηκαν να της καταβάλουν το ανωτέρω ποσό, εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι από 10.1.2013, πλέον εξόδων, μέχρις εξοφλήσεως. Με το 2ο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίστηκαν ότι στο ανωτέρω κατάλοιπο περιλαμβάνονται κονδύλια από παράνομο έμμεσο ανατοκισμό (ανά τρίμηνο), λογισθέντων, δηλαδή σε συχνότητα μικρότερη του εξαμήνου, γεγονός που προκύπτει από τους όρους 6.01 και 6.02 της σύμβασης και τέτοια που υπολογίστηκαν επί αναληθούς βάσης κεφαλαίου μετά την ενσωμάτωση των προηγούμενων στο κεφάλαιο. Ότι οι ανωτέρω όροι είναι αντίθετοι στη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998 και οδηγούν στο αποτέλεσμα να  λογίζονται – χρεώνονται –εγγράφονται τόκοι ανά τρίμηνο αντί για εξάμηνο, επιβαρύνοντας έτσι παράνομα το προκύψαν οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού, αιτία για την οποία ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της.  Σύμφωνα με τους όρους 6.01 και 6.02 της σύμβασης ορίζεται ότι : “6.01. O εκτοκισμός πραγματοποιείται ανά τρίμηνο την τελευταία ημέρα κάθε Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου, με εξαίρεση την περίπτωση που η καθορισθείσα ημερομηνία ολοσχερούς εξόφλησης του κεφαλαίου του λογαριασμού της πίστωσης είναι προγενέστερη, οπότε η τελευταία περίοδος εκτοκισμού θα περιορίζεται χρονικά και ο εκτοκισμός θα λαμβάνει χώρα στην ημερομηνία αυτή. Ο Πιστούχος υποχρεούται να καταβάλλει τους τόκους κάθε περιόδου εκτοκισμού (δεδουλευμένους τόκους) εντός 20 ημερών από την ημερομηνία εκτοκισμού. 6.02. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Πιστούχος δεν καταβάλει τους κατά τα ανωτέρω οφειλόμενους τόκους εντός της προθεσμίας των είκοσι (20) ημερών, συμφωνείται ότι θα ισχύουν τα κατωτέρω, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η Τράπεζα δεν θα προβεί σε καταγγελία της παρούσας: α. εάν μεν υφίσταται “αχρησιμοποίητο” όριο της πίστωσης, οι κατά τα ανωτέρω οφειλόμενοι τόκοι χρεώνονται στον λογαριασμό του. β. εάν δεν υφίσταται “αχρησιμοποίητο” όριο της πίστωσης, ο Πιστούχος καθίσταται υπερήμερος ως προς το μη καταβληθέν κατά τα ανωτέρω ποσό των τόκων, χωρίς να απαιτείται κοινοποίηση επιταγής προς πληρωμή ή άλλη όχληση ή ειδοποίησή του. Οι κατά τα ανωτέρω ποσά χρεώσεις του Πιστούχου θα επιβαρύνονται με τόκους υπερημερίας από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως”. Ότι οι ανωτέρω όροι είναι αντίθετοι στη διάταξη του άρθρου 12 ν. 2601/1998 και οδηγούν στο αποτέλεσμα να  λογίζονται – χρεώνονται –εγγράφονται τόκοι ανά τρίμηνο αντί για εξάμηνο, επιβαρύνοντας έτσι παράνομα το προκύψαν οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού, αιτία για την οποία ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολό της. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, οι ως άνω λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης (216 ΚΠολΔ), διότι δεν εξειδικεύονται τα αμφισβητούμενα ποσά που χρεώθηκαν στο λογαριασμό, ήτοι τα ποσά των επικαλούμενων ως παράνομων τόκων που εγγράφονται και χρεώνονται ανά τρίμηνο και δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ποιο μέρος του επιτασσόμενου με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσού, αφορά στον παράνομο υπολογισμό τόκων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού και, σε θετική περίπτωση, να καθοριστεί το πραγματικά οφειλόμενο ποσό, δεδομένου ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου, συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το λόγο αυτό ανακοπής ορισμένο και νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και σε αυτές των άρθρων 626 και 628 ΚΠολΔ και στη συνέχεια τον δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμο, δεχόμενο την ανακοπή και εξαφανίζοντας τη διαταγή πληρωμής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως προς το 2ο λόγο αυτής και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, να κρατηθεί δε η ανακοπή και να δικαστεί κατ΄ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο ως προς τον έτερο (1ο) λόγο της που δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς, από τον συνδυασμό των διατά­ξεων των άρθρων 522, 535 ΚΠολΔ συνά­γεται ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, κατά πα­ραδοχή βάσιμου λόγου εφέσεως, υποχρεούται να ερευνήσει τις βάσεις της αγωγής που δεν εξετάσθηκαν πρωτοδίκως ή του λόγους της ανακοπής που δεν εξετάσθη­καν πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή ή η ανακοπή. Τού­το δε, εν σχέσει προς την ανακοπή, διότι οι λόγοι κάθε ανακοπής και επομένως και αυτής από το άρθρο 632 ΚΠολΔ, επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής. Επο­μένως, αν στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 632 ΚΠολΔ περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύ­ρωση της διαταγής πληρωμής στην οποία αφορά, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστο­ρική βάση (ΑΠ 13/2010, ΝΟΜΟΣ).

Με τον έτερο, (1ο), λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, δεν επισυνάφθηκε η αναφερόμενη στην αίτηση αλλά και στη διαταγή πληρωμής, από 10.4.2013 βεβαίωση μεταβίβασης της ένδικης σύμβασης στην καθ΄ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, η οποία αποδεικνύει ότι κατέστη δικαιούχος και αποτελεί στοιχείο της νομιμοποίησής της, αλλά η από 4.7.2013 τέτοια, που αφορά άλλη οφειλέτιδα εταιρία, με αποτέλεσμα, λόγω της έλλειψης αυτής ως προς την απόδειξη της νομιμοποίησης της εκκαλούσας  να γεννάται βάσιμη αμφιβολία ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 626 του ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής εκδίδεται ύστερα από αίτηση του δικαιούχου της απαίτησης. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακρι­βές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πλη­ρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν πα­ραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συν­δυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκ­δοση διαταγής πληρωμής, αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να δικαιολο­γούν συγκεκριμένη οφει­λή εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (βλ. ΑΠ 15/2007, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 106, 159 παρ. 3 και 160 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η παράβαση διάταξης, που ρυθμίζει τη διαδικασία, και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, συνεπάγεται την ακυρότητα της, την οποία πάντοτε απαγγέλει το δικαστήριο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αυτό, χωρίς να διατάξει αποδείξεις, αλλά ακολουθώντας τους κανόνες της ελεύθερης απόδειξης, κρίνει, ότι η παράβαση προκάλεσε βλάβη, στον προτείνοντα διάδικο, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 1219/2007 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1286/2002 ΕλλΔνη 44, 124, ΑΠ 1166/1984 NOB 33,793). Θεωρείται πάντως, ότι δεν υπάρχει δικονομική βλάβη στην περίπτωση, κατά την οποία παραβιάστηκαν διατάξεις, που ρυθμίζουν τη διαδικασία, όταν από την σημειωθείσα παράβαση δεν επηρεάζεται, ούτε ήταν δυνατό να επηρεαστεί η δυνατότητα και η προϋπόθεση της άμυνας του διαδίκου (ΑΠ 1219/2007, ο.π., ΑΠ 1286/2002, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη αίτηση της εκκαλούσας για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όπως και από το σώμα της ίδιας της διαταγής πληρωμής, μνημονεύεται η από 10.4.2013 βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Εμπλοκών της Τράπεζας ….. αε/πρώην δίκτυο ……Bank  στην Ελλάδα, στην οποία αναφέρεται ότι η ένδικη σύμβαση πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό (υπ΄αριθ. ……../25.4.2001) με τις πρόσθετες πράξεις αυτής, μεταβιβάστηκε από τη …….Bank …. co ltd, προς την εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή η οποία αιτήθηκε την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Το περιεχόμενο της ίδιας βεβαίωσης είχε γνωστοποιηθεί στους εφεσιβλήτους – ανακόπτοντες, με την από 17.4.2013 εξώδικη δήλωση – καταγγελία και πρόσκληση της εκκαλούσας, που τους κοινοποιήθηκε στις 29.4.2013, στην 1η και στις 6.4.2013 στους  2η, 3ο, 4ο και 5ο  των εφεσιβλήτων, (βλ. υπ΄αριθ. …….. εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ……..). Συνεπώς, οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες γνώριζαν τη μεταβίβαση της σύμβασής τους προς την εκκαλούσα – καθ΄ης η ανακοπή, πριν από την κατάθεση της αίτησης της τελευταίας για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής.Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι α) οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες  είχαν επίγνωση του δικαιούχου της σχετικής απαίτησης  και β) η εν λόγω από 10.4.2013 βεβαίωση είχε επισυναφθεί, τόσο στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής όσο και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, με αποτέλεσμα να μην έχει δημιουργηθεί δικονομικό απαράδεκτο σχετικά με την ύπαρξη και την απόδειξη της νομιμοποίησης της εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή ως δικαιούχου της αξιούμενης απαίτησης. Η ύπαρξη επιπλέον της, άλλης,  από 4.7.2013 βεβαίωσης, άσχετης με την παρούσα υπόθεση, δεν αναιρεί το γεγονός της επισύναψης όλων των απαραίτητων για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, νομιμοποιητικών εγγράφων, τα οποία είχαν παρατεθεί και επισυναφθεί πλήρως και νομίμως κατά τη διαδικασία έκδοσης της διαταγής πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης και της από 10.4.2013 βεβαίωσης, όπως βεβαιώνεται και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Προκύπτει συνεπώς ότι : α) Κατά τη διαδικασία έκδοσης της διαταγής πληρωμής είχαν επισυναφθεί νομίμως όλα τα απαραίτητα, κατά τις ανωτέρω διατάξεις έγγραφα και δη η από 10.4.2013 βεβαίωση και όσα άλλα αποδεικνύουν τη νομιμοποίηση της εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή σε σχέση με την ένδικη σύμβαση, β) τα έγγραφα αυτά, μεταξύ άλλων απαραίτητων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αναφέρθηκαν αντίστοιχα στην προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής και γ) οι εφεσίβλητοι – ανακόπτοντες είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν τη νομιμοποίηση της εκκαλούσας και μάλιστα ήδη πριν από την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Στη συνέχεια, άσκησαν την ένδικη ανακοπή κατά της καθ΄ης – εκκαλούσας και κατά της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και εγκατέστησαν την άμυνά τους αναπτύσσοντας επαρκώς τους λόγους αυτής, χωρίς να επικαλούνται ότι υπέστησαν συγκεκριμένη βλάβη σε σχέση με το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης και χωρίς να προκύπτει βλάβη και μάλιστα τέτοια, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, όπως ειδικότερα, ότι είχαν την πρόθεση να εξοφλήσουν την απαίτηση που προκύπτει από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, πλην όμως δεν κατέστη αυτό δυνατό λόγω αμφιβολίας ως προς το πρόσωπο του δικαιούχου της απαίτησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, αν και οι εφεσίβλητοι  – ανακόπτοντες ισχυρίζονται στην ανακοπή τους ότι κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής δεν είχε επισυναφθεί η  από 10.4.2013 αλλά η από 4.7.2013 βεβαίωση που αφορά άλλη οφειλέτιδα, ωστόσο στις κατατεθείσες από 21.10.2015 προτάσεις επί της ανακοπής τους ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν επικαλούνται άλλο έγγραφο (και δη την από 4.7.2013 βεβαίωση), ούτε άλλωστε το προσκομίζουν στην παρούσα δίκη.  Εν όψει των ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται η ελλιπής παράθεση και προσκομιδή των εγγράφων της νομιμοποίησης της εκκαλούσας – καθ΄ης η ανακοπή, ούτε  κατά τη διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, ούτε κατά την προθεσμία άσκησης ανακοπής, ούτε η πρόκληση βλάβης των εφεσιβλήτων – ανακοπτόντων και δη τέτοιας που δεν αποκαθίσταται παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Τέλος, μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη και να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι πρέπει να υποχρεωθούν να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – καθ ης η ανακοπή και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας τους (106,176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Λόγω δε της νίκης της εκκαλούσας, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν των κατατεθέντων κατά την κατάθεση της έφεσης παραβόλων, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, (495 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο καταθέσεως της έφεσης).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την από 18.10.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. …….. 21.10.2016) έφεση, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1751/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει κατ΄ουσίαν την από 4.4.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./7.4.2014) ανακοπή.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την υπ΄αριθ. ……/2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων, τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (4.500) ευρώ.

Διατάσσει να αποδοθούν στην εκκαλούσα τα υπ΄αριθ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ……… παράβολα Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  16 Απριλίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ