Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 236/2018

Αριθμός   236/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη-Εισηγητή,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 περ.α ‘, 287, 289, 290, 291 και 292 Κ.Πολ.Δ., η δίκη διακόπτεται και με το θάνατο κάποιου από τους διαδίκους, επέρχεται δε η διακοπή από τη γνωστοποίηση του λόγου αυτής προς τον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε η διακοπή. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί, και χωρίς να έχει προηγηθεί η γνωστοποίηση σ’αυτόν του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενος την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας τη δίκη διακοπείσα, να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, τηρώντας τη διαδικασία που διαγράφεται στο άρθρο 291 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή κοινοποιώντας δικόγραφο για επανάληψη της δίκης στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος, στην περίπτωση διακοπής συνεπεία θανάτου του διαδίκου, είναι μόνον ο καθολικός διάδοχος του αποβιώσαντος διαδίκου (κληρονόμος του), (ΑΠ 1563/2007 ΕφΑΔ 2009.243) . Ειδικότερα δε, από τις διατάξεις των άρθρων 286, 287 και 290 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, εκτός άλλων, ότι στην περίπτωση διακοπής της δίκης λόγω θανάτου διαδίκου, διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή είναι ο καθολικός διάδοχός του (κληρονόμος), ο οποίος υπεισέρχεται αυτοδικαίως στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον θα δεσμεύεται από το δεδικασμένο και στην εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί και δικαιούται να επαναλάβει τη διακοπείσα διαδικασία (βλ. ΑΠ 687/1984 Δίκη 16,655, ΑΠ 372/1989 Ελλ.Δ/νη 1990, ΕΑ 7798/1984 Ελλ.Δνη 1985.483, εθεσ 1292/1983 Δίκη 15.509, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 290, ΙΙ, σελ. 1226). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 101, 118 αρ. 3, 159 αρ. 2, 160 παρ.1, 268 στοιχ. α’, 287 παρ. 1, 517 εδ. α’, 520, 522 Κ.Πολ.Δ. και 34, 35 Α.Κ. προκύπτει, ότι εάν η έφεση απευθύνεται κατά προσώπου που έχει πεθάνει πριν την άσκησή της, το δικόγραφο αυτής, ως απευθυνόμενο κατά προσώπου ανυπάρκτου, είναι άκυρο, εκτός αν ο εκκαλέσας διάδικος δεν είχε λάβει γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο, μέχρι την άσκηση της έφεσής του, το θάνατο του αντιδίκου του οπότε, όντας παραδεκτής – στην τελευταία αυτή περίπτωση – της άσκησης της έφεσης, αναβιώνει η εκκρεμοδικία και συνεχίζεται η δίκη, επέρχεται δε διακοπή της – της δίκης -, εφόσον γνωστοποιηθεί ο λόγος της διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι της στιγμής επέλευσης του θανάτου ήταν πληρεξούσιός τους, η πληρεξουσιότητα του οποίου εξακολουθεί και παύει μόνο όταν διακοπεί ως άνω η δίκη, όχι δε και από τον αντίδικο του διαδίκου που πέθανε, τυχόν δε τέτοια δήλωσή του δεν επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, ο δε σχετικός ισχυρισμός του απορρίπτεται ως αλυσιτελής, γιατί προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον (ΑΠ 1174/2012) .

Η κρινόμενη από 20-3-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση του πρώτου των εκκαλούντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου διαδόχου της αρχικής εναγομένης της από 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2004) αγωγής και της από 9-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) ανταγωγής η οποία απεβίωσε στις 4-4-2012 ήτοι μετά τη πρώτη συζήτηση των αγωγών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και του δευτέρου των εκκαλούντων ως ενάγοντος της από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2008) αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της με αριθμό 271/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές και ανταγωγή κατά την τακτική διαδικασία καθώς έχει ασκηθεί στις 24-3-2016, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511 , 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28-3-2016, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011) και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού) και έχουν  κατατεθεί το οριζόμενα παράβολα σύμφωνα με επισημείωση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επί του εφετηρίου. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω η έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της  με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) .

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση δε αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις . Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι, επί προσβολής της προσωπικότητας που προστατεύεται και με το άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά το άρθρο 920 Α.Κ., όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου , έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει, ενώ κατά το άρθρο 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αυτό δε ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 920 Α.Κ., προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι : α) Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο. Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους, ενώ διάδοση είναι η απλή ανακοίνωση (κοινολόγηση) των ειδήσεων που άλλος έχει υποστηρίξει. Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην πιο πάνω διάταξη αγαθά, ήτοι την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγομένου. Οι υποστηριζόμενες δε ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες, να αναφέρονται δηλαδή σε ορισμένα γεγονότα, διότι αόριστες υπόνοιες, χωρίς αναφορά σε ορισμένα γεγονότα, δεν αποτελούν “ειδήσεις”. Επιπλέον οι ειδήσεις αυτές πρέπει να είναι και αναληθείς, δηλαδή ή να μην αληθεύει εξολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το γεγονός αυτό αληθεύει, δεν γεννάται ευθύνη από την προαναφερόμενη διάταξη, αλλά ενδεχομένως από εκείνη του άρθρου 919 Α.Κ., εφόσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναληθείας των υποστηριζόμενων ή διαδιδόμενων ειδήσεων. Πρέπει δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις να γνωρίζει ή υπαιτίως (δηλαδή από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Διαφορετικά, ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει. γ) Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα προαναφερόμενα αγαθά του θιγομένου, χωρίς να αρκεί η διαπίστωση ότι αυτές είναι αφηρημένα ικανές να εκθέσουν τα αγαθά αυτά σε κίνδυνο. Και δ) ύπαρξη ζημίας (περιουσιακής), αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Επιπλέον ο παθών, εκτός από την αποζημίωση, με βάση την αδικοπραξία των άρθρων 914 και 920 ΑΚ, δικαιούται και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις αναληθείς ειδήσεις (ΑΠ 408/2007). Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 του Α.Κ. θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται ορισμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ.. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση με την έννοια που προαναφέρθηκε και για το άρθρο 920 του Α.Κ. από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το οποίο στη συκοφαντική δυσφήμηση πρέπει να είναι και ψευδές, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια και προσβάλλει την τιμή και υπόληψη του προσώπου στα στοιχεία της προσωπικότητάς του (ΑΠ 2209/2013 αδημ) .

Με την από 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2004) αγωγή του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η αρχική εναγομένη η οποία μετά τον θάνατό της στις 4-4-2012, κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον πρώτο των εκκαλούντων, υπέβαλλε σε βάρος του στις 25-6-2004 την από 24-5-2004 και με αριθμό ΑΒΜ …….. μήνυσή της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς με την οποία ζητούσε, για τα ειδικότερα αναφερόμενα στην μήνυσή της πραγματικά περιστατικά, την ποινική δίωξη του ενάγοντος – εφεσιβλήτου για τις πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση πλαστού εγγράφου, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και της συκοφαντικής δυσφήμισης. Ότι τα αναφερόμενα στην παραπάνω μήνυση ήταν ψευδή και συκοφαντικά και η εναγομένη προέβει στη διάδοσή τους γνωρίζοντας την αναλήθειά των παραπάνω γεγονότων με σκοπό να πλήξουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντα. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του, μετά τον περιορισμό του αιτήματός της σε  εν μέρει αναγνωριστικό και εν μέρει καταψηφιστικό κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να υποχρεωθεί η εναγομένη με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη παράνομη πράξη της, το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Περαιτέρω, με την από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο πρώτος των εκκαλούντων, σύζυγος της παραπάνω εναγομένης ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος με τη ιδιότητα του δικηγόρου υπέβαλε εναντίον του την από 14-3-2003 και με αριθμό ……… μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, παριστάνοντας ψευδώς ότι την υπέβαλλε η εντολέας του (του εναγομένου) ……….. η οποία κατά τον ανωτέρω χρόνο δεν είχε συνείδηση των πραττομένων της, και με την οποία ζητούσε την ποινική δίωξη του ενάγοντος για τις πράξεις της υπεξαίρεσης και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος καθώς και της κλοπής κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα  στην μήνυσή του πραγματικά περιστατικά. Ότι ο εναγόμενος γνώριζε την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που αναγράφονταν στην παραπάνω μήνυση τελώντας σε βάρος του (του ενάγοντος) τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδούς καταμήνυσης. Ζητούσε δε μετά το παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος όφειλε να του καταβάλει για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις παραπάνω άδικες πράξεις του εναγομένου το ποσό των 800.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Επίσης, η εναγομένη της 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2004) αγωγής με την από 9-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) ανταγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επαναλαμβάνοντας το περιεχόμενο της προαναφερόμενης από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) αγωγή κατά το μέρος που η μήνυση στρέφονταν εναντίον της, ζητούσε, για τους ίδιους ως άνω λόγους να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει για την ίδια αιτία (χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη) το ποσό των 500.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  με την με αριθμό 2836/2009 μη οριστική του απόφαση αφού έκρινε τις παραπάνω αγωγής νόμιμες στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ, 361, 362, 363, 229 παρ. 2 του Π.Κ., 70, 176, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., στη συνέχεια, αφού διέταξε την συνεκδίκαση των παραπάνω αγωγών καθώς και της από 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2004) αγωγής επί της οποίας οι διατάξεις της εκκαλουμένης δεν εκκαλούνται με την κρινόμενη έφεση, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης  μέχρι την αμετάκλητη περαίωση της ποινικής διαδικασίας επί των αναφερομένων στις αγωγές, μηνύσεις. Κατόπιν των παραπάνω και μετά την έκδοση της με αριθμό 5002/2013 μη οριστικής απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκδόθηκε η εκκαλουμένη η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την από 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2004) αγωγή υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παραπάνω αγωγής μέχρι την εξόφληση, επέβαλε σε βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντα την οποία όρισε στο ποσό των 100 ευρώ ενώ απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες αγωγές ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες επιβάλλοντας στον ενάγοντα και αντεναγόμενη εκάστης των ως άνω αγωγών την δικαστική του εναγομένου, αντενάγοντος την οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της απόφαση αυτής  παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να απορριφθεί η από 3-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2004) αγωγή και να γίνουν δεκτές ως βάσιμες κατ΄ουσίαν οι από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) αγωγή και η από 9-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2008) ανταγωγή καθώς και να επιβληθούν σε βάρος του εφεσιβλήτου τα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .

Με τους πρώτο και δεύτερο λόγους εφέσεων οι εκκαλούντες επικαλούνται ακυρότητα της εκκαλουμένης λόγω της δημοσίευσής της με διαφορετική σύνθεση Δικαστών από  αυτούς που δίκασαν την υπόθεση καθώς και της δημοσίευσής της πέραν του οκταμήνου από την  συζήτησή της . Οι παραπάνω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 306  παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η δημοσίευση της απόφασης μπορεί να γίνει από άλλη σύνθεση σε περίπτωση μετάθεσης του Δικαστή που συμμετείχε στην συζήτησή της όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση ενώ η παρέλευση οκταμήνου δεν καθιστά, πριν την αφαίρεση της δικογραφίας, ως άκυρη την απόφαση (άρθρο 308 παρ. 2 ).

Περαιτέρω από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης και περιέχονται στα με αριθμό 10796/2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 30-08-2003 απεβίωσε στον Πειραιά η ………… ., κάτοικος εν ζωή Πειραιά, η οποία κατέλιπε την από 10-3-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 891/14-11-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Με την παραπάνω διαθήκη της η αποβιώσασα όρισε μοναδική κληρονόμο της την ήδη αποβιώσασα αδελφή της ……… και καταπιστευματοδόχο το Κοινωφελές Σωματείο με την επωνυμία «Παιδικά Χωριά SOS Ελλάδας». Στην αδελφή της . …………  η οποία απεβίωσε την 4-4-2012, χωρίς να αφήσει διαθήκη, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας των εν λόγω αγωγών κι ανταγωγής, με αποτέλεσμα οι εκκρεμούσες δίκες να διακοπούν βιαίως λόγω του θανάτου της και να επαναληφθούν εκουσίως κατά την συζήτηση της υπόθεσης κατά την δικάσιμο της 31-05-2013 από τον μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο-υιό της, ….. ……. η ως άνω θανούσα δεν κατέλιπε κανένα απολύτως κληρονομιαίο στοιχείο. Η τελευταία αμφισβητώντας την γνησιότητα της παραπάνω διαθήκης, θεωρώντας ότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από την θανούσα, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την με αριθμ. καταθ. …./21-5-2004 αγωγή της με κύριο αίτημα την ακύρωση της επίδικης διαθήκης ως πλαστής. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 1916/2006 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε γραφολογική πραγματογνωμοσύνη και ορίστηκε πραγματογνώμονας ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος ……., ο οποίος με την με την από 19-11-2006 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης αποφάνθηκε ότι το κείμενο της από 10-03-2002 ιδιόγραφης διαθήκης της . ………… έχει εξολοκλήρου γραφεί, χρονολογηθεί κι υπογραφεί από την ίδια και ήταν έγκυρη. Ο εφεσίβλητος . …………, μέσω της δικηγόρου …… . του ιδρύματος Παιδικά Χωριά SOS, που ήταν διάδικος, στην ανωτέρω αγωγή ακύρωσης της επίδικης διαθήκης, παρέδωσε στον ως άνω διορισθέντα πραγματογνώμονα την από 23-05-2002 εξουσιοδότηση της …. ………… προς αυτόν, με την οποία του έδινε την εντολή να εισπράττει  μισθώματα από τα ακίνητα ιδιοκτησίας της και να λαμβάνει την σύνταξή της από το ασφαλιστικό της ταμείο, ως εγγράφου κατάλληλου προς σύγκριση με την παραπάνω διαθήκη, η γνησιότητα του οποίου αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα της αγωγής ακύρωσης της επίδικης διαθήκης . …………. Μετά την κατάθεση της ανωτέρω από 19-11-2006 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ….. και την επανάληψη της συζήτησης της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 982/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,  η οποία, αποφάνθηκε ότι η επίδικη από 10-03-2002 ιδιόγραφη διαθήκη της . ………… ήταν καθόλα γνήσια κι έγκυρη. Η παραπάνω απόφαση επικυρώθηκε με την με αριθμό 871/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιά κι εν συνεχεία με την με αριθμό 1158/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σχετικά με τη προσκομισθείσα από τον εφεσίβλητο από 23-5-2002 εξουσιοδότηση η γνησιότητά της ερευνήθηκε παρεμπιπτόντως από τα ανωτέρω Δικαστήρια σε σύγκριση με άλλα, μη αμφισβητούμενης γνησιότητας, πρωτότυπα έγγραφα και την επίμαχη διαθήκη και, σύμφωνα και με την μαρτυρία του ως άνω δικαστικού γραφολόγου-πραγματογνώμονα, η εν λόγω εξουσιοδότηση έχει κι αυτή γραφεί κι υπογραφεί από το ίδιο πρόσωπο (την…………) και έχει τα ίδια γραφολογικά στοιχεία με εκείνα της επίδικης διαθήκης. Ακόμη, σύμφωνα με την έκθεση ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του ……, ο οποίος διορίσθηκε πραγματογνώμονας με την υπ’ αριθμ. 731/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την εκδίκαση αιτήσεως της ……… δια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για την θέση σε δικαστική συμπαράσταση της  …………, η οποία δεν φέρει ημεροχρονολογία, αλλά αναμφισβήτητα έχει διενεργηθεί εντός του έτους 2003, η ………… 84 τότε ετών, υπέστη στις 19-11-2001 εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο δεν της άφησε ιδιαίτερες βλάβες, ενώ στις 5-2-2002 υπέστη και νέο εγκεφαλικό επεισόδιο αιμορραγικής αιτιολογίας, αλλά και πάλι η ασθενής κατόρθωσε να ανακτήσει μέρος των δυνάμεων της, εξελθούσα από την κλινική «ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΘΗΝΩΝ-ΙΑΣΙΣ ΠΕΙΡΑΙΑ» βελτιωμένη. Όμως, από το καλοκαίρι του ίδιου έτους (2002), η κατάστασή της αρχίζει να επιδεινώνεται, αφού παραμένει κλινήρης συνεπεία αρχικά αστάθειας βάδισης, εξελιχθείσας σε αδυναμία. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι η …………

έπασχε από αγγειακή άνοια, η οποία της απέκλειε εν όλω τη δυνατότητα να επιμελείται η ίδια των υποθέσεών της, όμως η αδυναμία αυτή άρχισε το καλοκαίρι του 2002, βαίνουσα έκτοτε συνεχώς επιδεινούμενη, δεν υπήρχε δε κατά το χρόνο συντάξεως της επίδικης διαθήκης (10-03-2002), οπότε, αντιθέτως, διαπιστώνεται βελτίωση της κατάστασης της υγείας, η οποία της παρείχε τη δυνατότητα να διατυπώσει εγγράφως την τελευταία της βούληση και να θέσει την υπογραφή της στην διαθήκη. Επίσης για αρκετό χρονικό διάστημα μετά την σύνταξη της διαθήκης, δηλαδή και στην διάρκεια του έτους 2003, ο ψυχίατρος πραγματογνώμονας δεν διαπιστώνει έκπτωση της ικανότητας της   ………… να πραγματοποιεί κινητικές δραστηριότητες. Τα ίδια ακριβώς αναφορικά με την ψυχική και διανοητική κατάσταση της   ………… δέχθηκε και η ανωτέρω υπ’ αριθμ. 1158/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, αλλά και η υπ’ αριθμ. 506/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εκδόθηκε επί συναφών αγωγών των αντιδίκων που αφορούσαν όμως μεταξύ άλλων την γνησιότητα των επίδικων εγγράφων (διαθήκη, εξουσιοδότηση), καθώς και την ψυχική και διανοητική κατάσταση τόσο της   ………… όσο και της   ……. Η ανωτέρω διένεξη των διαδίκων αναφορικά με την γνησιότητα της επίδικης διαθήκης κι εξουσιοδότησης και αντιδικίας, η ήδη αποβιώσασα   ………… υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά τις από 24-6-2004 (ΑΒΜ ……) και 29-6-2004 (ΑΒΜ ……) εγκλήσεις της κατά του εφεσίβλητου . ………… για τις πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση με συνολικό επιδιωχθέν όφελος άνω των 73.000 ευρώ και απάτης στο Δικαστήριο από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ . Ακολούθως, ασκήθηκε ποινική και κατά του ενάγοντος . ………… για τα αδικήματα της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ’ εξακολούθηση με συνολικό επιδιωχθέν περιουσιακό όφελος ανώτερο των 73.000 ευρώ, απάτης στο Δικαστήριο από την οποία η συνολική ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσε στον Πειραιά στις 14-11-2003 και 2-6-2004, και της ……… για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην ανωτέρω πράξη, που φέρεται ότι τέλεσε στον Πειραιά στις 2-6-2004, και διενεργήθηκε τακτική ανάκριση, μετά την περάτωση της οποίας εκδόθηκε το αμετάκλητο πλέον υπ’ αριθμ. 692/2011 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, το οποίο αφενός μεν έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά της ….. . (λόγω του θανάτου της), αφετέρου δε αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά όλων των, ανωτέρω κατηγορουμένων για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Περαιτέρω, από το κείμενο των παραπάνω μηνύσεων προκύπτει ότι γίνεται επίκληση πραγματικών γεγονότων και συγκεκριμένα :α) ότι η από 10-3-2002 ιδιόγραφη διαθήκη και η από 23-5-2002 εξουσιοδότηση της . ………… έχει πλαστογραφηθεί και ειδικότερα έχει συνταχθεί δια χειρός . …., με υπόδειξη, εξαναγκασμό και παραπλάνηση αυτής μεταξύ άλλων και του . …………, β) με το ότι η ………… ………… είχε διατάραξη της ψυχικής και διανοητικής της κατάστασης με αποτέλεσμα να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να έχει συντάξει τα ανωτέρω επίδικα έγγραφα και γ) με το ότι ο ………. έχει συστήσει ομάδα με άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα (μη διάδικοι στην παρούσα δίκη) προκειμένου να ιδιοποιηθεί την περιουσία της   …………, για να το επιτύχει δε αυτό προκάλεσε την διατάραξη των ψυχικών και διανοητικών της λειτουργιών, με την κατάλληλο για τον σκοπό αυτό χρήση ψυχοφαρμάκων, προς άμβλυνση της νόησής της και των ψυχικών αντιστάσεων της. Όμως τα παραπάνω γεγονότα είναι αναληθή καθόσον από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από το κείμενο των ανωτέρω αποφάσεων του Αρείου Πάγου, αποδείχθηκε αφενός ότι η από 10-03-2002 ιδιόγραφη διαθήκη και η από 23-5-2002 εξουσιοδότηση της   ………… δεν έχουν πλαστογραφηθεί, αλλά είναι καθόλα έγκυρες και γνήσιες, γιατί έχουν συνταχθεί δια χειρός της   ………… που είχε την απαιτούμενη προς τούτο δικαιοπρακτική ικανότητα, και αφετέρου ότι η ………… …………, μέχρι τον θάνατό της, δεν είχε υποστεί οποιαδήποτε διατάραξη των ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών της οφειλόμενη σε χρήση ψυχοφαρμάκων. Άλλωστε δυνάμει της με αριθμό 1341/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, η   ………… και ο   ………… κηρύχθηκαν ένοχοι για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση και συκοφαντικής δυσφήμησης, στα πλαίσια άλλης συναφούς ποινικής δίκης μεταξύ τους, αλλά αναφορικά με την εγκυρότητα των προαναφερόμενων εγγράφων, ενώ με τις αμετάκλητες με αριθμούς 1789/2009 και 1840/2009 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, κηρύχθηκε ο   …………, μεταξύ άλλων κατηγορουμένων, αθώος γα τις πράξεις της ηθικής  αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντικής δυσφήμισης, χρήσης πλαστού εγγράφου, ψευδούς  ανώμοτι κατάθεσης, στα πλαίσια άλλης ποινικής δίκης μεταξύ των αντιδίκων, αλλά αναφορικά με τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά περί εγκυρότητας των ανωτέρω εγγράφων. Ακόμη αποδεικνύεται ότι κατά τον χρόνο που υποβλήθηκαν οι επίδικες μηνύσεις το έτος 2004 από την   ………… η έντονη αντιδικία μεταξύ των διαδίκων βρισκόταν ακόμη στην αρχή της, τα Δικαστήρια, οι Εισαγγελείς και τα Συμβούλια του Πρωτοδικείου Πειραιά, που επιλαμβανόταν επί των εκατέρωθεν αγωγών και μηνύσεων που υπέβαλαν αυτοί, διέτασσαν συνεχώς την διεξαγωγή πραγματογνωμοσυνών για να διερευνηθεί το αμφισβητούμενο ζήτημα της εγκυρότητας των ανωτέρω εγγράφων (διαθήκης, πραγματογνωμοσύνης), δεν είχαν δε ακόμη εκδοθεί οι ανωτέρω υπ’ αριθμ. 982/2008 και 871/2008 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και του Εφετείου Πειραιά που αποφάνθηκαν επί της γνησιότητας αυτών, με αποτέλεσμα η   …………, υπό τις ανωτέρω συνθήκες της σφοδρής αντιδικίας της με τον ………, να πιστεύει κατά τον χρόνο υποβολής των ανωτέρω μηνύσεων ότι τα διαλαμβανόμενα στις τελευταίες ήταν αληθινά, προέβη δε στην υποβολή αυτών από προφανές δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δη προκειμένου να διεκδικήσει τα κληρονομικά της δικαιώματα, με αποτέλεσμα να μην στοιχειοθετείται η υποκειμενική υπόσταση της συκοφαντικής δυσφήμησης, αλλά ούτε και η πράξη της απλής δυσφήμησης, αφού αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της προβαλλόμενης από την εναγομένη σχετικής ενστάσεως (άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ). Πλην, όμως, οι περιλαμβανόμενες στις ανωτέρω μηνύσεις φράσεις που παρατέθηκαν παραπάνω είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για τον ενάγοντα ……….. και εκδηλώνουν περιφρόνηση για το πρόσωπό του, ώστε να συνιστούν προσβολή της προσωπικότητάς του ενώ  η χρήση των αναγραφόμενων στην μήνυση περιφρονητικών φράσεων κρίνεται ότι δεν ήταν αναγκαία για να καταστεί εφικτή από τους αρμόδιους Εισαγγελείς, Συμβούλια και Δικαστήρια του Πρωτοδικείου Πειραιά η εκτίμηση των στοιχείων των σχετικών μηνύσεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη   …………, αφού τα σχετικά περιστατικά, τα οποία αφορούν την ως άνω επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά του ενάγοντος   …………, μπορούσαν να εκτεθούν με πληρότητα, χωρίς να περιληφθούν οι φράσεις αυτές, που όμως χρησιμοποιήθηκαν προς εξύβρισή του. Έτσι η …………   με το περιεχόμενο των ανωτέρω επίδικων μηνύσεών της προσέβαλε παρανόμως και υπαιτίως την προσωπικότητα και συγκεκριμένα την τιμή και υπόληψη του ενάγοντος   …………, ενόψει του ότι, από τον τρόπο εκδήλωσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε αυτή, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος, με αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνησής του, (άρθρ. 367 παρ. 2 ΠΚ). Από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος   …………, αυτός υπέστη ηθική βλάβη, λαμβανομένων δε υπόψη των εν γένει συνθηκών τέλεσης της προσβολής, του είδους αυτής, του βαθμού πταίσματος της εναγομένης, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ως άνω ενάγων – εφεσιβλητος δικαιούται ως χρηματική  ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτού, το ποσό των 3.000 ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά την στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων. Περαιτέρω, από τα ίδια προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι στα πλαίσια της προαναφερόμενης αντιδικίας τους η ήδη θανούσα   …………, ενεργώντας ατομικά και ως προσωρινή δικαστική συμπαραστάτισσα της αδελφής της   …………, δυνάμει της με αριθμό 731/2003 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, υπέβαλε την από 14-4-2003 με ΑΒΜ ….. μήνυση με αντικείμενο την ανάληψη χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς της   ………… και την παραλαβή από τραπεζικές θυρίδες της ίδιας κοσμημάτων αξίας 7.000.000 δρχ., ομολόγων ύψους 165.000.000 δρχ., καθώς και 2.000 χρυσών λιρών, επί της οποίας ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των   ………… και   ………… για ηθική αυτουργία από κοινού σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό αθέμιτου οφέλους υπερβαίνοντας το ποσό των 73.000 ευρώ και απάτη κατά συναυτουργία με προξενηθείσα ζημία άλλου και προσπορισθέν αντιστοίχως περιουσιακό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, επιπλέον δε σε βάρος της   ………… και για πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση με σκοπό προσπορισμού στον εαυτό της περιουσιακού οφέλους, με βλάβη τρίτου, άνω των 73.000 ευρώ, που φερόταν τελεσθείσες σε βάρος της ίδιας (…………  ) και της αδελφής της   ………… στον Πειραιά και στην Πεύκη Αττικής κατά το χρονικό διάστημα από 26-11-2001 έως 19-12-2001. Επί της εγκλήσεως αυτής, μετά την διενέργεια της διαταχθείσας κύριας ανάκρισης, εκδόθηκε το ήδη αμετάκλητο υπ’ αριθμ. 226/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά, που αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των ως άνω κατηγορουμένων για τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις. Πλην, όμως, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε είτε ότι ο εναγόμενος-αντεναγόμενος   ………… συνέταξε ο ίδιος την ανωτέρω μήνυση είτε ότι προκάλεσε στην   ………… την απόφαση να υποβάλλει την εν λόγω μήνυση, αντιθέτως η τελευταία γνώριζε την σημασία όλων όσων ανέφερε στην μήνυσή της κατά των εγκαλουμένων, τα οποία εξέθετε με την ελεύθερη βούλησή της, η ίδια δε υποδείκνυε στον …….. τις ενέργειες που αυτός θα προέβαινε ως πληρεξούσιος δικηγόρος της, όλα δε τα δικόγραφα, μηνύσεις, υπομνήματα που κατατέθηκαν στα πλαίσια της μακροχρόνιας αντιδικίας των διαδίκων έφερε πάντα την μη αμφισβητούμενη υπογραφή της. Η εν λόγω δε επίδικη μήνυση είναι υπογεγραμμένη, κατατεθειμένη και βεβαιωμένη ως αληθής από την ίδια την   …………. Η ίδια μάλιστα παρίστατο σε όλα τα ακροατήρια αυτοπροσώπως, τα ίδια δε ακριβώς διαλαμβανόμενα στην επίδικη μήνυσή της κατέθεσε αυτοπροσώπως στις 16-7-2004 ενώπιον του ακροατηρίου του Πταισματοδικείου Πειραιώς, στις 2-12-2004 ενώπιον της Β’ Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά και στις 29-1-2003 ενώπιον του ακροατηρίου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στα πλαίσια εκδίκασης της προαναφερόμενης αίτησής περί κήρυξης σε δικαστική συμπαράσταση της αδελφής της   …………. Τα ίδια δε πραγματικά περιστατικά αναφέρει η   ………… και στην διαθήκη της που συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς   ….. στις 16-6-2004 με την υπ’ αριθμ. …./2004 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, ο   …………, ως δικηγόρος της   …………, είχε υποχρέωση και καθήκον να φέρει σε πέρας κάθε ανατεθειμένη σε αυτόν υπόθεση, χωρίς να είναι δυνατόν να αξιωθεί από αυτόν να ελέγξει προηγουμένως την ακρίβεια των περιστατικών τα οποία ιστορεί ο πελάτης του, διότι τότε θα καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής η εκτέλεση του λειτουργήματός του, η δε παροχή νομικής συμβουλής δεν ισοδυναμεί με ηθική αυτουργία στην όποια αγωγή, μήνυση ή κατάθεση προβεί ο εκάστοτε πελάτης του. Άλλωστε με τις αμετάκλητες με αριθμούς 1789/2009 και 1840/2009 αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, ο   …………, μεταξύ άλλων κατηγορουμένων, αθωώθηκε για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, συκοφαντική δυσφήμηση, χρήση πλαστού εγγράφου κι ανώμοτη κατάθεση, που φέρεται να τέλεσε επ’ αφορμή της υποβολής εκ μέρους της …………   της ΑΒΜ …….. μήνυσής της και συγκεκριμένα της από 2-12-2004 ανωμοτί κατάθεσης της τελευταίας με την οποία επιβεβαίωνε κι επαναλάμβανε το περιεχόμενο της εν λόγω μήνυσής της. Εξάλλου, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε αφενός ότι ο   ………… προκάλεσε την διατάραξη των ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών της …………  , με την κατάλληλο για τον σκοπό αυτό χρήση ψυχοφαρμάκων, προς άμβλυνση της νόησής της και των ψυχικών αντιστάσεών της, κατορθώνοντας, μεταξύ άλλων, την κατάθεση εκ μέρους της , της ανωτέρω επίδικης μήνυσης, αφετέρου ότι η   ………… έπασχε από ψυχασθένεια κι ότι ο   ………… εκμεταλλευόταν την κατάστασή της αυτή, προκειμένου να την πείθει να ασκεί αγωγές και μηνύσεις εναντίον της αδελφής της   ………… και του   …………. Ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεδομένου ότι δεν πληρούται η αντικειμενική κι υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης ούτε η τοιαύτη της δυσφήμησης, αλλά και της εξύβρισης, πρέπει να απορριφθούν οι από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2008) αγωγή και από 9-1-2008(αριθ.εκθ. καταθ. …/2008) ανταγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες . Συνεπώς , το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, απορρίπτοντας την από 8-1-2008 (αριθ. εκθ. καταθ. ../2008) αγωγή και από 9-1-2008(αριθ.εκθ. καταθ. …/2008) ανταγωγή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες από 29-8-2008 και δεχόμενο εν μέρει την από 4-8-2004 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2004) αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο της παραπάνω αγωγής να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την κρινόμενη έφεση, είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης της έφεσής τους, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20-3-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2016) έφεση κατά της με αριθμό 271/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία) .

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση .

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ .

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους,  παραβόλων , υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου .

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   18 Ιανουαρίου 2018.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις   4 Απριλίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Γεώργιο Βερούση,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ