Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 230/2018

 Αριθμός   230/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη από 25-7-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) έφεση της ενάγουσας της από 8-2-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά κατά της με αριθμό 1499/2016 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου το οποίο συνεκδίκασε την παραπάνω αγωγή με την από 20-3-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2013) αγωγή του εφεσιβλήτου κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1 και 592 επ του Κ.Πολ.Δ) αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται επίδοση της εκκαλουμένης η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 28-7-2016  και επομένως αυτή ασκήθηκε εμπρόθεσμα (άρθρα 144 παρ. 1, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) ενώ κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 25-6-2014, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), και επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου  που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1439 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο αντικειμενικός κλονισμός ως λόγος διαζυγίου και προσδιορίζονται γενικά όρια μέσα στα οποία θα κινηθεί ο δικαστής, χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρισμού κλονισμού. Επομένως είναι νομικά αδιάφορη η αιτία του κλονισμού και βάρος του λόγου αυτού διαζυγίου περιορίζεται στον κλονισμό καθ’ εαυτό, δηλαδή στο αποτέλεσμα που έχουν προκαλέσει τα διάφορα γεγονότα ή καταστάσεις, που μπορεί να είναι και ανυπαίτια. Δεν έχει δε σημασία ποιος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος, λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης (ΑΠ 907/2006, ΑΠ 1441/2001, ΑΠ 669/2005). Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 601§2 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο στις διαφορές του άρθρου 592§1 του ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούν το διαζύγιο, δεν επιτρέπεται να εξετασθούν ως μάρτυρες τα τέκνα των διαδίκων συζύγων, δεν είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, οι καταθέσεις των τέκνων των διαδίκων τις οποίες αυτά έδωσαν νομίμως σε άλλη, εκτός των δικών που ορίζει το άρθρο 592§1, δίκη μεταξύ των γονέων τους (ΑΠ 1496/2002), το ίδιο δε ισχύει και για τις ένορκες βεβαιώσεις που τα τέκνα των διαδίκων συζύγων έδωσαν σε άλλη, ως ανωτέρω, δίκη μεταξύ των γονέων τους και οι οποίες νομίμως λαμβάνονται υπόψη στη δίκη διαζυγίου για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1909/2011 ΝοΒ 2012.1231) .

Με την από 8-2-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2011) αγωγή της εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και με την από 20-3-2013 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγή του εφεσίβλητου ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου οι διάδικοι ισχυρίζονταν ότι οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονισθεί τόσο ισχυρά από  λόγους που αφορούσαν το πρόσωπο εκάστου των εναγομένων και ζητούσαν να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι εκάστης αγωγής στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου τους. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τις παραπάνω αγωγές στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 του ΑΚ και 176 του Κ.Πολ.Δ.  και στη  συνέχεια αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω τις έκανε εν μέρει δεκτές ως κατ΄ουσίαν βάσιμες, απήγγειλε την λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου και συμψήφισε στο σύνολό τους τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα  για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …./2014, …./2014 και …./2014 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων συμπεριλαμβανομένων μεταξύ αυτών και των ενόρκων καταθέσεων των τέκνων των διαδίκων που λήφθηκα επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι η λήψη υπ΄ όψη νέων αποδεικτικών μέσων που εξαιρέθηκαν από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν άφγει σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά το Ορθόδοξο Δόγμα στον Πειραιά στις 8-1-1978 και κατά την διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους, απέκτησαν δύο τέκνα τα οποία είναι ήδη ενήλικα. Από τον χρόνο τέλεσης του γάμου τους εγκαταστάθηκαν σε μίσθιο ακίνητο στον Πειραιά και μέχρι το έτος 2006 ο σύζυγος ήταν ναυτολογημένος ως αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού σε πλοία της αλλοδαπής με συνέπεια την συνεχή απουσία του, κατά μέσο όρο, για δέκα μήνες κατ΄ έτος. Το έτος 2006 συνταξιοδοτήθηκε, πλην όμως συνέχισε να εργάζεται μέχρι το έτος 2011 με λιγότερο όμως χρόνο παραμονής εκτός της ελληνικής επικράτειας. Ήδη από το έτος 2006 οι σχέσεις των διαδίκων ήταν τεταμένες αποτέλεσμα των συνεχών διαπληκτισμών τους κατά τον χρόνο συμβίωσής τους που ανέδειξε την διαφορά των προσωπικοτήτων τους για κοινή συμβίωση. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η ψυχική και σωματική απομάκρυνση των διαδίκων οι οποίοι αν και διέμεναν στην ίδια οικία έκαναν χρήση διαφορετικών κλινών, ξεχωριστής παρασκευής φαγητών ενώ ταυτόχρονα προέβαιναν αμφότεροι στην καταστροφή προσωπικών αντικειμένων του άλλου συζύγου. Επιπλέον, αν και διαβιούσαν στην ίδια οικία, δυνάμει της με αριθμό 6/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, επιδικάστηκε στην εκκαλούσα ως διατροφή για την ίδια το ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-2-2013 έως 12-1-2014. Επιπλέον, λόγω της ανωτέρω διαμορφωθείσας κατάστασης και δυνάμει της με αριθμό 39/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η συζυγική οικία παραχωρήθηκε προσωρινά στον εφεσίβλητο και η εκκαλούσα υποχρεώθηκε να αποχωρήσει. Ενόψει των παραπάνω εκτιθέμενων, οι σχέσεις των συζύγων έχουν κλονισθεί ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο αμφοτέρων και καθίσταται βάσιμα αφόρητη η συνέχιση της έγγαμης σχέσης τους και πρέπει να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ τους γάμου. Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε εν μέρει δεκτές τις ανωτέρω αγωγές ως κατ’ουσίαν βάσιμες, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απαγγέλλοντας τη λύση του γάμου τους για λόγους που αφορούν αμφότερους τους διαδίκους, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της εφέσεως καθώς και η έφεση στο σύνολό της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της ήττας της εκκαλούσας και της απόρριψης της έφεσής της, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα κατά την κατάθεση της έφεσής τους παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 25-7-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2016) έφεση της ενάγουσας της από 8-2-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2013) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιά κατά της με αριθμό 1499/2016 απόφασης του παραπάνω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού  δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την εκκαλούσα, κατά την κατάθεση της έφεσής της, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  30 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ