Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 220/2018

 Αριθμός    220/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 29.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/30.12.2016) ανακοπή ερημοδικίας των δύο ανακοπτουσών (εκκαλουσών) κατά της υπ’ αριθ. 470/2016 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην αυτών κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε ως ανυποστήρικτη την από 10.8.2014(με αριθ. έκθ. κατάθ…../2014) έφεσή τους κατά της υπ’ αριθ. 2523/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της ανακοπτόμενης απόφασης πριν την άσκηση της ανακοπής(άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 496 και 503 ΚΠολΔ), ενώ από τις ανακόπτουσες προκαταβλήθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 35 παρ. 3 του Ν. 4446/2016 – ΦΕΚ Α΄ 24/22.12.2016) και ορισθέν με την προσβαλλόμενη απόφαση, παράβολο ερημοδικίας των 290 ευρώ για εκάστη από αυτές, όπως προκύπτει από την σχετική από  30.12.2016 βεβαίωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου που συντάχθηκε κάτω από την έκθεση κατάθεσης (βλ. και τα υπ’ αριθ. .. και …./2016 γραμμάτια του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην του ανακόπτοντος επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, το οποίο, στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Η προσέγγιση της έννοιας της ανώτερης βίας γίνεται με τα μέτρα και τα κριτήρια, που προσδιορίζεται αυτή και ως λόγος επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, κατ’ άρθρο 152 ΚΠολΔ (ΑΠ 764/2013 ΕφΑΔ 2014.612, βλ. Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, έκδ. 2016, παρ. 110, αρ. 18, σελ. 771). Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία, μπορεί να αφορά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, όπως είναι η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσος του, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του(ΑΠ 219/2016, ΑΠ 91/2015, ΑΠ 1347/2012 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη, ενώ δεν συνιστά ανώτερη βία το πταίσμα αυτού (βλ. ΑΠ 1506/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4248/2006 ΕλλΔνη 2007.221, ΕφΘεσ. 733/2013 ΕλλΔνη 2014.783, βλ. Ν. Νίκα, ό.π, Ε. Μπαλογιάννη σε Χ. Απαλαγάκη, ΕρμΚΠολΔ, εκδ. 2017, τόμ. 1ος, άρθρο 501, αρ. 4, σελ. 1278). Τέλος, αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νομικά βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (βλ. ΕφΑθ 2809/2008 ΕλλΔνη 2011.183, ΕφΠειρ 353/2016 και ΕφΠειρ 552/2015 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτουσες, ως λόγο της ένδικης ανακοπής τους, επικαλούνται ότι κατά την ορισθείσα, μετ’ αναβολή, δικάσιμο της 6.10.2016 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της από 10.8.2014 έφεσής τους κατά της υπ’ αριθ. 2523/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η εναντίον τους από 29.10.2010 αγωγή του αντιδίκου τους-ήδη καθ’ ου),πραγματοποιήθηκε ερήμην αυτών, ως εκκαλουσών, με συνέπεια την απόρριψη της έφεσής τους. Ότι αυτές (ανακόπτουσες) δεν παραστάθηκαν κατά την ανωτέρω δικάσιμο στο Δικαστήριο από λόγο ανώτερης βίας, συνιστάμενο στο ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους, ………, που είχε εντολή να τις εκπροσωπήσει στη δίκη, ασθένησε αιφνιδίως το πρωί της ίδιας ημέρας, περί ώρα 09.20, δηλαδή δέκα λεπτά πριν την έναρξη της συνεδρίασης του Εφετείου Πειραιώς, λόγω ατονίας και απώλειας δυνάμεων, σε συνδυασμό με διαπιστωθείσα απ’ αυτόν αιμορραγία από το ορθό, με αποτέλεσμα να αποχωρήσει άμεσα από το κτίριο του Δικαστικού Μεγάρου Πειραιώς, στο οποίο ήδη βρισκόταν από νωρίς το πρωί, για να επισκεφθεί τον ιατρό ……., γενικό χειρουργό, με τον οποίο ήδη είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά και ο οποίος (ιατρός) διατηρούσε ιδιωτικό ιατρείο στον Πειραιά πλησίον του Δικαστικού Μεγάρου. Ότι ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος τους επικοινώνησε τηλεφωνικά αμέσως (ήτοι περί ώρα 09.20) με την συνεργάτη και συνεταίρο του (στο ίδιο γραφείο) …………, η οποία βρισκόταν στην κατοικία της στο Παλαιό Φάληρο, ζητώντας απ’ αυτήν να μεταβεί άμεσα στο Εφετείο Πειραιώς και να ζητήσει αναβολή της δίκης λόγω της αιφνίδιας ασθένειάς του, πλην όμως η τελευταία, αν και έσπευσε στο Εφετείο, δεν πρόλαβε την εκφώνηση της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να διεξαχθεί η δίκη ερήμην αυτών (εκκαλουσών και ήδη ανακοπτουσών) και να απορριφθεί η έφεσή τους ως ανυποστήρικτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ανακόπτουσες, επικαλούμενες ότι η ως άνω αιφνίδια ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους συνιστά ανώτερη βία, ζήτησαν να γίνει δεκτή η ανακοπή τους και να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη απόφαση, έτσι ώστε να γίνει δεκτή η  από 10.8.2014 έφεσή τους. Η ανακοπή αυτή, η οποία περιέχει ένα παραδεκτό λόγο, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τις ανακόπτουσες υπ’ αριθ. ……./4.12.2017 ένορκη βεβαίωση της ……, δικηγόρου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………, η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 εδ. προτελευταίο του ΚΠολΔ (όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015), κλήτευσης του αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. ……΄/29.11.2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………) και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής καθώς και των γνωστών στο Δικαστήριο γεγονότων (άρθρο 336 ΚΠολΔ), δεν πιθανολογήθηκε η βασιμότητα του ως άνω λόγου της υπό κρίση ανακοπής ερημοδικίας. Ειδικότερα, στο μόνο προσκομιζόμενο με επίκληση από τις ανακόπτουσες σχετικό ιατρικό έγγραφο, που είναι η με ημερομηνία έκδοσης 6.10.2016 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού, ……, γενικού χειρουργού, αναγράφεται ότι «Ο ασθενής κος . …. εξετασθείς στο ιατρείο μου εκτάκτως (09.30΄) στις 06/10/2016 ευρέθη πάσχων από αιμορραγία από το ορθό, λιποθυμικό επεισόδιο. Από την κλινική εξέταση διεπιστώθει ταχυσφυγμία και εφίδρωση (δακτυλική εξέταση θετική για αίμα). Ακολούθως εγένετο επείγουσα πρωκτοσκόπηση για την διερεύνηση της αιμορραγίας, κατά την οποία ανευρέθη αιμορραγών αιμορροϊδικός όζος και ραγάς δακτυλίου. Τοποθετήθηκε αιμοστατική ραφή Vicryl και ελέγχθηκε η αιμορραγία. Συνεστήθη στον ασθενή χειρουργική αποκατάσταση της αιμορροειδοπάθειας σε 2ο χρόνο και του εδόθη φαρμακευτική αγωγή». Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η ως άνω ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου των ανακοπτουσών, κατά την 6.10.2016 στις 9.20 το πρωί, ναι μεν αποτελεί αιφνίδιο πρόβλημα υγείας, που τον εμπόδιζε να παραστεί στο παρόν Εφετείο κατά την ίδια ημέρα (6.10.2016), ώρα 11.00 (που είναι η ώρα έναρξης της συνεδρίασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς), πλην όμως όχι τέτοιας βαρύτητας που να τον εμπόδιζε να λάβει μέριμνα ώστε να εκπροσωπηθούν οι εντολείς του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που συνεδρίαζε μετά 1,5 ώρα και πλέον, ήτοι στις 11.00 το πρωί της ημέρας αυτής (6.10.2016), από άλλον συνάδελφο του δικηγόρο. Ειδικότερα, η άνω αιφνίδια ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου των ανακοπτουσών, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και λαμβανομένης υπόψη της αμεσότητας και αποτελεσματικότητας των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας (κινητό τηλέφωνο), δεν καθιστούσε αδύνατη ούτε καν δυσχερή την ειδοποίηση άλλου συναδέλφου του για να παραστεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τουλάχιστον την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης των εντολέων του ή την ειδοποίηση έστω των εντολέων του, κατοίκων Κορυδαλλού Πειραιώς, για να προβούν οι τελευταίες έγκαιρα στην αντικατάσταση του και να ενεργήσουν δι’ άλλου δικηγόρου, έστω και μη συνεργάτη του, αναθέτοντας σε εκείνον την εντολή να εμφανιστεί και να παραστεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τουλάχιστον την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης ή ακόμα και την συζήτηση αυτής, πολύ περισσότερο αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, ήδη είχαν συνταχθεί προτάσεις από τον ανωτέρω δικηγόρο, τις οποίες είχε καταθέσει, περί ώρα 08.40 της ίδια ημέρας, στην ευρισκόμενη στο γραφείο της, Γραμματέα του Δικαστηρίου. Εάν, συνεπώς, ο ως άνω ασθενής πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλουσών-ανακοπτουσών, κατέβαλε άκρα επιμέλεια και προσοχή, κατά το χρονικό διάστημα από την 09.20 έως την 11.00 ώρα της 6.10.2016, θα επιτυγχανόταν η εκπροσώπηση των εκκαλουσών με άλλον δικηγόρο κατά τη συζήτηση της εν λόγω έφεσής τους στο παρόν Δικαστήριο, κατά την ανωτέρω δικάσιμο και θα αποτρεπόταν η συζήτηση της έφεσης αυτών ερήμην τους, τουλάχιστον με αναβολή της συζήτησης. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των ανακοπτουσών ότι ο εν λόγω πληρεξούσιος δικηγόρος τους επικοινώνησε τηλεφωνικά αμέσως, την 09.20 ώρα, με την συνεργάτη και συνεταίρο του ……….., η οποία βρισκόταν στην κατοικία της στο Παλαιό Φάληρο, ζητώντας απ’ αυτήν να μεταβεί άμεσα στο Εφετείο Πειραιώς και να ζητήσει αναβολή της δίκης λόγω της αιφνίδιας ασθένειάς του, χωρίς όμως, η τελευταία, παρά το ότι έσπευσε στο Εφετείο, να προλάβει την εκφώνηση της υπόθεσης και να ζητήσει αναβολή, δεν είναι πειστικός και είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο, γιατί αν πράγματι η προαναφερθείσα δικηγόρος είχε ειδοποιηθεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των ανακοπτουσών την ως άνω ώρα (09.20) και είχε σπεύσει από την οικία της στο Π. Φάληρο στο Εφετείο Πειραιώς, θα έφθανε οπωσδήποτε, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στον προορισμό της μέσα σε χρονικό διάστημα 1,5 ώρας και πάντως πριν την ώρα 11.00 της ιδίας ημέρας, οπότε και έγινε η έναρξη της συνεδρίασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της πολιτικής δικασίμου της 6.10.2016, η ώρα έναρξης της συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς) ήταν η 11.00 πρωινή, με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί με την υπ’ αριθ. 7/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Πειραιώς, η οποία είχε εγκριθεί με την υπ’ αριθ. 45/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τεύχος Β΄ με αριθμό φύλλου 58/22.1.2016 (βλ. τις προσκομιζόμενες από τον καθ’ ου αποφάσεις των Ολομελειών των ανωτέρω Δικαστηρίων και το προαναφερόμενο ΦΕΚ). Για το λόγο μάλιστα αυτό, την 09.30 ώρα της ιδίας ημέρας έγινε η έναρξη της συνεδρίασης όχι του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, αλλά μόνο της Πολυμελούς σύνθεσης του Εφετείου Πειραιώς, οπότε και εκφωνήθηκαν, από τα οικεία πινάκια, 5 υποθέσεις αρμοδιότητας Πενταμελούς Εφετείου και 32 υποθέσεις αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου, σε 2 εκ των οποίων έγινε και εξέταση μαρτύρων ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου (βλ. την προσκομιζόμενη από τον καθ’ ου από 28.11.2017 βεβαίωση της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς). Κατόπιν αυτών, με βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, εφόσον δεν εξαντλήθηκε η άκρα επιμέλεια και σύνεση εκ μέρους του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου των ανακοπτουσών, δεν πιθανολογείται ότι υπήρχε ανώτερη βία στο πρόσωπό του, με την έννοια που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, κατά τη συζήτηση της από 10.8.2014 έφεσής τους στη δικάσιμο της 6.10.2016 στο παρόν Εφετείο, και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν αυτού, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των δύο σχετικών παραβόλων (εκ ποσού 290 ευρώ έκαστο), που οι ανακόπτουσες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της ανακοπής (άρθρο 509 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του καθ` ου η ανακοπή ερημοδικίας, λόγω της απόρριψης του ένδικου αυτού μέσου, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθεισών ανακοπτουσών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την από 29.12.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ./../2016) ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ’ αριθ. 470/2016 οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου.

Διατάσσει την εισαγωγή των αναφερόμενων στο σκεπτικό δύο παραβόλων, εκ ποσού 290 ευρώ έκαστο, στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τις ανακόπτουσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθ’ ου η ανακοπή, για την παρούσα συζήτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  29 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ