Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 299/2018

 Αριθμός  299/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 4.1.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …../7.1.2016) έφεση της ηττηθείσας εναγόμενης …….. κατά της υπ’ αριθ. 3734/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 έως 662 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την έμμεση κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015) και δέχθηκε την από 22.12.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2.1.2015) αγωγή του ενάγοντος ………, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος, στην εναγομένη την 23.12.2015 (βλ. την σχετική από 23.12.2015 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή ……., επί του σώματος της εκκαλουμένης), ενώ αυτή (έφεση) κατατέθηκε την 7.1.2016, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ – σημειώνεται ότι το άρθρο 652 παρ. 1 ΚΠολΔ, που καθόριζε την προθεσμία έφεσης επί μισθωτικών διαφορών σε 15 ημέρες, καταργήθηκε έμμεσα με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 από 1.1.2016, με συνέπεια να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ που καθορίζει την γνήσια προθεσμία έφεσης σε 30 ημέρες). Η ως άνω έφεση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), ενώ, όπως προκύπτει από την σχετική από 7.1.2016 βεβαίωση της Γραμματέως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το (ισχύον τότε) νόμιμο παράβολο των 200 ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη ως άνω έφεση.

ΙΙ. Με την από 22.12.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ……/2.1.2015) αγωγή του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), ο ενάγων …….. (ήδη εφεσίβλητος) ισχυρίσθηκε ότι με το από 1.6.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού και της εναγομένης … . (ήδη εκκαλούσας), εκμίσθωσε στην τελευταία το περιγραφόμενο στην αγωγή μίσθιο οικόπεδο, που βρίσκεται στη Χαλκίδα επί της οδού ………, προκειμένου αυτή να το χρησιμοποιήσει για εμπορική χρήση (λειτουργία επιχείρησης σταθμού αυτοκινήτων) για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, ήτοι από 1.6.2006 έως 31.5.2018, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος ανερχόμενου σε 2.000 ευρώ για τα τρία πρώτα έτη της μίσθωσης, σε 4.630 ευρώ για τον τέταρτο χρόνο της μίσθωσης και έκτοτε αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά τα οριζόμενα στο ως άνω συμφωνητικό, ενώ ήδη το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή επίδικο χρονικό διάστημα, σε 4.630 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, δηλαδή ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 4.796,68 ευρώ, προκαταβλητέο εντός των τριών πρώτων ημερών εκάστου ημερολογιακού μηνός είτε στην κατοικία αυτού (ενάγοντος) στον Πειραιά, είτε στον τηρούμενο στο όνομά του τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος. Ότι η εναγομένη, αν και χρησιμοποίησε ακώλυτα το μίσθιο, καθυστέρησε, από υπαιτιότητά της, αρχικά το μίσθωμα Μαΐου 2010, πλέον του τέλους χαρτοσήμου, ανερχόμενο στο ποσό των 4.796,68 ευρώ συνολικά. Ότι, κατόπιν σχετικής έγγραφης εξώδικης όχλησής του, η εναγομένη, με κατάθεση στον τραπεζικό του λογαριασμό, κατέβαλε σ’ αυτόν εκπροθέσμως:  α) την 25.5.2010, ποσό 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Μαΐου 2010, β) την 18.6.2010, ποσό 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Ιουνίου 2010 και γ) την 28.7.2010 (και αφού είχε προηγηθεί και δεύτερη έγγραφη εξώδικη όχλησή του προς αυτήν), ποσό 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Ιουλίου 2010. Ότι, κατόπιν σχετικής αίτησής του, εκδόθηκε (λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων μισθωμάτων) σε βάρος της εναγομένης η υπ’ αριθ. ……/2010 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας η τελευταία άσκησε ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 2570/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ότι την 21.1.2011 η εναγομένη του απέστειλε εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε την εν λόγω μίσθωση, αναφέροντας ότι την 23.4.2011 θα αποχωρήσει από το μίσθιο, όπως και έγινε, αφού πράγματι, κατά τον ως άνω χρόνο, αυτή αποχώρησε από το μίσθιο, χωρίς, όμως, να του καταβάλει οιοδήποτε ποσό έναντι των οφειλόμενων μισθωμάτων. Ότι η εναγομένη μισθώτρια του οφείλει το συνολικό ποσό των 53.350,04 ευρώ και συγκεκριμένα: α) ποσό 5.390,04 ευρώ, που αντιστοιχεί στα οφειλόμενα υπόλοιπα (μετά τις ως άνω μερικές καταβολές) των μισθωμάτων (μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου) των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2010 (ήτοι 1.796,68 ευρώ Χ 3 μήνες), β) ποσό 28.776 ευρώ, που αντιστοιχεί στα οφειλόμενα μισθώματα (μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου) των μηνών Αυγούστου 2010 έως και Ιανουαρίου 2011 (ήτοι 4.796 ευρώ Χ 6 μήνες), γ) ποσό 14.388 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μισθώματα τριών μηνών (ήτοι 4.796 ευρώ Χ 3 μήνες) της προθεσμίας της καταγγελίας του μισθωτή κατ’ άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995 και δ) ποσό 4.796 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οφειλόμενη αποζημίωση (μίσθωμα ενός μηνός) λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων, αφού παραδεκτώς, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, περιόρισε το αίτημα της αγωγής του κατά το ποσό των 12.892 ευρώ που καταβλήθηκε τμηματικά από την εναγομένη και που αντιστοιχεί, κατ’ αυτόν, σε μέρος του μισθώματος Οκτωβρίου εκ ποσού 3.300 ευρώ και στα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010 (άρθρο 223 ΚΠολΔ), ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 40.458,04 (53.350,04 – 12.892) ευρώ, ήτοι: α) ποσό 1.796,68 ευρώ ως υπόλοιπο μισθώματος για τον μήνα Μάιο 2010, ποσό 1.796,68 ευρώ ως υπόλοιπο μισθώματος για τον μήνα Ιούνιο 2010 και ποσό 1.796,68 ευρώ ως υπόλοιπο μισθώματος για τον μήνα Ιούλιο 2010, δηλαδή συνολικά 5.390,04 ευρώ (ήτοι 1.796,68 ευρώ Χ 3 μήνες), β) ποσό 1.496 ευρώ για το υπόλοιπο μισθώματος για τον μήνα Οκτώβριο 2010 (μετά την ως άνω μερική καταβολή των 3.300 ευρώ), γ) ποσό 14.388 ευρώ για τα μηνιαία μισθώματα των μηνών Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2010, καθώς και για το μίσθωμα Ιανουαρίου 2011 (4.796 ευρώ Χ 3 μήνες), δ) ποσό 14.388 ευρώ για τα μισθώματα τριών μηνών (Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2011) που αντιστοιχούν στην τρίμηνη προθεσμία της καταγγελίας του μισθωτή κατ’ άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995 και ε) ποσό 4.796 ευρώ, που αντιστοιχεί στην οφειλόμενη αποζημίωση (μίσθωμα ενός μηνός) λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας εναγομένης, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο για έκαστο μίσθωμα από την τέταρτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, με την οποία, αφού διαγνώσθηκε ότι η ως άνω αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 574, 595, 361, 341 ΑΚ, και 1 παρ. 1β΄,  43, 44 του Π.Δ. 34/1995, έγινε εν μέρει δεκτή αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και συγκεκριμένα υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 40.450,04 ευρώ για τις αναφερόμενες στην αγωγή αιτίες (ήτοι υπόλοιπα μισθωμάτων Μαΐου, Ιουνίου, Ιουλίου και Οκτωβρίου 2010, μισθώματα Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2010, καθώς και Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου 2011 και οφειλόμενη αποζημίωση εκ μισθώματος ενός μηνός, λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης) με το νόμιμο τόκο για έκαστο μίσθωμα από την τέταρτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εναγομένη με την υπό κρίση έφεσή της για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ως άνω αγωγή.

ΙΙΙ. Το χρηματικό ποσό που δίνεται από τον μισθωτή στον εκμισθωτή κατά την έναρξη της μίσθωσης και αποκαλείται στις συναλλαγές «εγγύηση» (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία) διέπεται ως προς τη λειτουργία του και ιδίως την τύχη του από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, είναι δε δυνατό να δοθεί για εξασφάλιση του μισθώματος ή ως αρραβώνας (επιβεβαιωτικός ή για κάλυψη ζημίας από μη εκπλήρωση της σύμβασης κ.λπ.), είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία. Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (άρθρο 416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογισθεί σ` αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας. Η εγγύηση ως προς τη λειτουργία και την τύχη της διέπεται από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων και επιστρέφεται μόνο μετά τη λήξη της μίσθωσης και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων του μισθωτή έναντι του εκμισθωτή, όπως μισθώματα ή αποζημίωση για ζημίες στο μίσθιο (ΑΠ 236/2010 ΕΔΠολ 2011.81, ΑΠ 1473/2004 ΕλλΔνη 2005.811). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 407 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στη σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγύησης, για την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωση της υπέρ του εκμισθωτή μπορεί να συμφωνηθεί για κάθε περίπτωση παράβασης των όρων της μισθωτικής σύμβασης, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή, έναντι της οποίας δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό το χρηματικό ποσό στο οποίο ανάγεται η ποινική ρήτρα (ΑΠ 236/2010 ό.π., ΕφΑθ 6109/2003 ΕλλΔνη 2004.1702). Λόγω δε αυτής της φύσεως και λειτουργίας της εγγυοδοσίας ο αξιών την επιστροφή της με αγωγή, ανταγωγή ή προβάλλοντας ένσταση συμψηφισμού πρέπει να εκθέτει τον λόγο, δηλαδή τον σκοπό για τον οποίο αυτή δόθηκε, καθώς και την αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της, άλλως το σχετικό αίτημα είναι αόριστο (ΕφΑθ 2428/2012 ΕλλΔνη 2014.808, ΕφΑθ 1325/2008 ΕΔΠολ 2010.1559, ΕφΑθ 5445/2006 ΕΔΠολ 2006.373, ΕφΘεσ 1065/2008 Αρμ 2010.72, ΕφΠειρ 223/2016 και ΕφΛαρ 318/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 442 ΑΚ, ο συμψηφισμός κατά επίδικης απαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και κατά την εκτέλεση. Ως άμεση (παραχρήμα) δε απόδειξη νοείται εκείνη που γίνεται με έγκυρα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα (αρχή έγγραφης απόδειξης δεν αρκεί) ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου του προτείνοντος, δηλαδή άμεσα, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω έρευνα της βασιμότητας του ισχυρισμού με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1993 ΕλλΔνη 1994.1242). Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 269 και 527 παρ. 1 ΚΠολΔ, προ­κύπτει, ότι ο εκκαλών, επιδιώκοντας με το ένδικο μέσο της έφεσης να ανατρέψει την βλαπτική γι` αυτόν πρωτό­δικη απόφαση, τότε μόνο μπορεί να προβάλει παραδεκτώς την μη προταθείσα ή απαραδέκτως προταθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησής του κατά της επίδικης απαίτησης του αντιδίκου του, όταν η προβαλλόμενη (και συμψηφιστέα) ανταπαίτηση του απο­δεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντι­δίκου του (ΑΠ 2077/2013 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4753/2014 ΔΕΕ 2015.166, ΕφΘεσ. 1910/2014, ΕφΠειρ 211/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη μισθώτρια στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασης αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις της, πρότεινε ένσταση συμψηφισμού, επικαλούμενη ότι κατά την έναρξη της μίσθωσης κατέβαλε στον ενάγοντα εκμισθωτή, ως εγγυοδοσία, το ποσό των 12.200 ευρώ το οποίο θα έπρεπε να της επιστραφεί άτοκα κατά τη λήξη της μίσθωσης και αιτούμενη τον συμψηφισμό του ποσού αυτού με ισόποσο μέρος των επίδικων μισθωμάτων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένσταση αυτή είναι αόριστη και, ως τέτοια, ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, γιατί, κατά τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, δεν εκτίθεται από την εναγομένη ο λόγος για τον οποίο συμφωνήθηκε και δόθηκε το ποσό αυτό καθώς και η αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής του, αφού η τύχη του προσδιορίζεται από τη συμφωνία των μερών, την οποία όμως δεν αναφέρει η εναγομένη. Σημειώνεται, ότι τα ως άνω στοιχεία του ορισμένου της ένστασης αυτής δεν μπορούν να συμπληρωθούν ή να συναχθούν με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δικογραφίας (όπως μισθωτήριο κ.λπ.) ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΑθ 1325/2008, ΕφΠειρ 223/2016 ό.π.). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε την ένσταση αυτή ως αόριστη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο σχετικός (δεύτερος) λόγος της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Εξάλλου, η εν λόγω αορίστως προταθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη ένσταση συμψηφισμού της εγγυοδοσίας, απαραδέκτως προβάλλεται (το πρώτον με ορισμένο τρόπο) από την εναγομένη με το δικόγραφο της έφεσής της, γιατί δεν συντρέχει το στοιχείο της έγγραφης απόδειξης της προβαλλόμενης προς συμψηφισμό ανταπαίτησης, ύψους 12.200 ευρώ (σημειώνεται ότι η ανταπαίτηση αυτή δεν αποδεικνύεται άμεσα από το περιεχόμενο του από 1.1.2016 συμφωνητικού μίσθωσης και συγκεκριμένα του 9ου όρου αυτού) ή της δικαστικής ομολογίας της από τον ενάγοντα, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, ο εκκαλών μπορεί να προβάλει παραδεκτώς την μη προταθείσα ή απαραδέκτως προταθείσα στην πρωτοβάθμια δίκη ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησής του κατά της επίδικης απαίτησης του αντιδίκου του, μόνον όταν η προβαλλόμενη ανταπαίτηση του απο­δεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντι­δίκου του, προϋπόθεση όμως που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.

ΙV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων …… και ……, που εξετάσθηκαν, η πρώτη με επιμέλεια του ενάγοντος και ο δεύτερος με επιμέλεια της εναγομένης, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εκκαλούσα-εναγομένη υπ’ αριθ. ……./5.5.2015 ένορκη βεβαίωση του …… ενώπιον του συμβολαιογράφου Χαλκίδας …….., η οποία έχει ληφθεί κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. …../28.4.2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, ……….) και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα αν αυτά πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 650 παρ. 1 και 654 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ όπως ίσχυαν προ του Ν. 4337/2015), στα οποία (έγγραφα), μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται α) η προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα-εναγομένη υπ’ αριθ. ……../5.5.2015 ένορκη βεβαίωση της …… ενώπιον του συμβολαιογράφου Χαλκίδας …….., η οποία έχει ληφθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης της με τον ήδη ενάγοντα, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του τελευταίου και β) οι προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα υπ’ αριθ. ………./29.11.2010 ένορκες βεβαιώσεις των ………… ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, οι οποίες έχουν ληφθεί στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης του με την ήδη εναγομένη, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της τελευταίας, ενώ η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων μόνο από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1001/2012 δημ. σε ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το από 1.6.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, που καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος (ήδη εφεσίβλητου) και της εναγομένης (ήδη εκκαλούσας), ο πρώτος εκμίσθωσε στην τελευταία ένα οικόπεδο, στεγασμένο με σκέπαστρο από λαμαρίνες στηριγμένες σε σιδηροδοκούς (κολώνες), που βρίσκεται στη Χαλκίδα επί της οδού …….., προκειμένου αυτή να το χρησιμοποιήσει για εμπορική χρήση, ήτοι για λειτουργία επιχείρησης σταθμού αυτοκινήτων, για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών, ήτοι από 1.6.2006 έως 31.5.2018, αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος, προκαταβλητέου εντός των τριών πρώτων ημερών εκάστου ημερολογιακού μηνός είτε στην κατοικία του ενάγοντος στον Πειραιά είτε στον τηρούμενο στο όνομά του τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και ανερχόμενου σε 2.000 ευρώ για τα τρία πρώτα έτη της μίσθωσης, σε 4.630 ευρώ για τον τέταρτο χρόνο της μίσθωσης και έκτοτε αναπροσαρμοζόμενου ετησίως, αρχής γενομένης από 1.6.2011, κατά το ποσοστό αύξησης της μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή του μήνα της αναπροσαρμογής σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγουμένου έτους, όπως υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος, προσαυξημένο κατά δύο ακέραιες μονάδες. Συνεπώς, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Μάιος 2010 έως Απρίλιος 2011) το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν σε 4.630 ευρώ πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου (εκ ποσοστού 3.6%), δηλαδή ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 4.796,68 ευρώ.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη μισθώτρια, αν και χρησιμοποίησε ακώλυτα το μίσθιο, δεν κατέβαλε το μίσθωμα του μηνός Μαΐου 2010 πλέον του τέλους χαρτοσήμου (ήτοι ποσό 4.796,68 ευρώ). Για το λόγο αυτό ο ενάγων εκμισθωτής απέστειλε στην εναγομένη την από 19.5.2010 «εξώδικη όχληση-διαμαρτυρία» του, που επιδόθηκε σ’ αυτήν την 20.5.2010 (βλ. την υπ’ αριθ. …./20.5.2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκίδας ……..), με την οποία την καλούσε να του καταβάλει άμεσα το οφειλόμενο μίσθωμα Μαΐου 2010, εκ ποσού 4796,68 ευρώ. Μετά την επίδοση της ανωτέρω εξώδικης όχλησης και συγκεκριμένα την 25.5.2010 η εναγομένη προέβη σε καταβολή, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, του ποσού των 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Μαΐου 2010. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 18.6.2010 αυτή προέβη εκπρόθεσμα σε καταβολή, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, του ποσού των 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Ιουνίου 2010. Για το λόγο αυτό, ο ενάγων απέστειλε στην εναγομένη την από 6.7.2010 «εξώδικη όχληση-διαμαρτυρία» του, που επιδόθηκε σ’ αυτήν την 7.7.2010 (βλ. την υπ’ αριθ. …../7-7-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκίδας …….), με την οποία την καλούσε να του καταβάλει άμεσα το οφειλόμενο μέρος του μισθώματος Ιουνίου 2010 εκ ποσού 1.796,68 ευρώ καθώς και το οφειλόμενο μίσθωμα του μηνός Ιουλίου 2010 εκ ποσού 4.796,68 ευρώ. Τελικώς, την 28.7.2010 η εναγομένη κατέβαλε, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, το ποσό των 3.000 ευρώ έναντι του μισθώματος Ιουλίου 2010. Ακολούθως, ο ενάγων, με την από 18.8.2010 αίτησή του, επικαλούμενος επανειλημμένη δυστροπία της εναγόμενης μισθώτριας ως προς την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων, ζήτησε να εκδοθεί σε βάρος αυτής διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου και πράγματι επί της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./1.9.2010 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ήδη εναγομένη (τότε καθ’ ης) διατάχθηκε να αποδώσει στον ήδη ενάγοντα (τότε αιτούντα) την χρήση του εν λόγω μίσθιου ακινήτου λόγω μη καταβολής, από δυστροπία, των οφειλόμενων μισθωμάτων των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2010. Κατά της διαταγής αυτής η εναγομένη άσκησε την από 20.9.2010 ανακοπή της, κατ’ άρθρο 662ΣΤ ΚΠολΔ, επικαλούμενη, με τον μοναδικό λόγο της, ότι δεν ήταν υπερήμερη ως προς την καταβολή των ανωτέρω μισθωμάτων αφού μέχρι τον Απρίλιο 2010 είχε προεξοφλήσει αυτά με καταβολές μέσω τραπέζης και με μετρητά, πλην όμως η ανακοπή της αυτή απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την υπ’ αριθ. 2570/10-5-2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών). Τελικώς, ενώ δεν είχε γίνει ακόμη εκτέλεση της ως άνω διαταγής απόδοσης του μισθίου, αφού είχε γίνει δεκτή σχετική αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της διαταγής αυτής μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής, η εναγόμενη μισθώτρια με την από 19.1.2011 εξώδικη δήλωσή της, που επέδωσε στον ενάγοντα την 21.1.2011, κατήγγειλε την εν λόγω μίσθωση, επικαλούμενη λόγους ανωτέρας βίας και δηλώνοντας ότι την 23.4.2011 θα αποχωρήσει από το μίσθιο, όπως και έγινε, αφού πράγματι, κατά τον ως άνω χρόνο, αυτή αποχώρησε από το μίσθιο, παραδίδοντας αυτό στον ενάγοντα. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω μίσθωσης και μετά την πάροδο έτους από την έναρξη αυτής, η εναγόμενη μισθώτρια προέβη σε έγγραφη δήλωση περί καταγγελίας αυτής κατά το άρθρο 43 του ΠΔ 34/1995 (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 17 Ν. 3853/2010), με το οποίο ορίζεται ότι «Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε τα αποτελέσματα της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης». Επομένως, τα αποτελέσματα της καταγγελίας αυτής επήλθαν μετά την πάροδο τριών μηνών από την γνωστοποίησή της και οφείλεται από την εναγομένη στον ενάγοντα εκμισθωτή ένα μηνιαίο μίσθωμα ως αποζημίωση. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, αν και χρησιμοποίησε ανενόχλητα το μίσθιο μέχρι και τον Απρίλιο 2011, δεν κατέβαλε, από υπαιτιότητα, στον ενάγοντα εκμισθωτή: α) τα οφειλόμενα υπόλοιπα (μετά τις προαναφερθείσες μερικές καταβολές) των μισθωμάτων (μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου) των μηνών Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2010 (ήτοι 1.796,68 ευρώ Χ 3 μήνες), που ανέρχονται συνολικά σε ποσό 5.390,04 ευρώ, β) τα οφειλόμενα μισθώματα (μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου) των μηνών Αυγούστου 2010 έως και Ιανουαρίου 2011 (ήτοι 4.796 ευρώ βάσει του αιτήματος του ενάγοντος Χ 6 μήνες), που ανέρχονται συνολικά σε 28.776 ευρώ, γ) τα μισθώματα τριών μηνών (ήτοι 4.796 ευρώ βάσει του αιτήματος του ενάγοντος Χ 3 μήνες) που ανέρχονται σε 14.388 ευρώ και που αντιστοιχούν στην τρίμηνη προθεσμία της καταγγελίας του μισθωτή κατ’ άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995 και δ) την οφειλόμενη, κατά την ίδια ως άνω διάταξη, αποζημίωση λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας, που αντιστοιχεί σε μίσθωμα ενός μηνός, ήτοι ποσό 4.796 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, κατά τον βάσιμο πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της εναγομένης, ότι η τελευταία, έναντι των μέχρι τότε οφειλόμενων μισθωμάτων, κατέβαλε στον ενάγοντα, με κατάθεση στον τραπεζικό λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα, τα εξής ποσά: α) την 7.10.2010 ποσό 3.300 ευρώ, β) την 3.11.2010 ποσό 4.800 ευρώ, γ) την 10.12.2010 ποσό 4.000 ευρώ και δ) την 16.12.2010 ποσό 800 ευρώ. Ο καταλογισμός των καταβληθέντων αυτών ποσών, εφόσον κατά τον χρόνο καταβολής τους υπήρχαν περισσότερα του ενός οφειλόμενα από την εναγομένη μισθώματα και εφόσον δεν ορίσθηκε απ’ αυτήν το χρέος που θέλει να εξοφληθεί, πρέπει να γίνει, κατά τον κανόνα του άρθρου 422 ΑΚ, δηλαδή αρχίζοντας από τα αρχαιότερα των μισθωμάτων, ως επαχθέστερα από πλευράς τόκων (ΕφΑθ 8901/2003 ΕΔΠολ 2004.351, βλ. Απ. Γεωργιάδης, Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, τόμ. Ι, άρθρο 422, αρ. 14 επ. και ιδίως αρ. 17, σελ. 868). Συνεπώς, με την καταβολή των ποσών αυτών που ανέρχονται συνολικά σε 12.900 ευρώ, καλύπτεται (εξοφλείται), δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, η απαίτηση του ενάγοντος α) για το οφειλόμενο υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Μαΐου 2010 εκ ποσού 1.796,68 ευρώ, β) για το οφειλόμενο υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Ιουνίου 2010 εκ ποσού 1.796,68 ευρώ, γ) για το οφειλόμενο υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Ιουλίου 2010 εκ ποσού 1.796,68 ευρώ, δ) για το οφειλόμενο μίσθωμα του μηνός Αυγούστου 2010 εκ ποσού 4.796 ευρώ και ε) για μέρος του οφειλόμενου μισθώματος του μηνός Σεπτεμβρίου 2010 εκ ποσού 2.713,96 ευρώ, απομένοντος υπολοίπου 2.082,04 ευρώ προς καταβολή απ’ την εναγομένη στο ενάγοντα για το μίσθωμα του μηνός αυτού. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τον μονομερή καταλογισμό, στον οποίο προέβη ο ενάγων εκμισθωτής με τις προτάσεις του (και με την προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στο ακροατήριο), και καταλόγισε, κατά παράβαση του κανόνα του άρθρου 422 ΑΚ, τα ποσά αυτά σε μέρος του μισθώματος Οκτωβρίου 2010 (ήτοι για ποσό 3.300 ευρώ) και σε ολόκληρα τα μισθώματα των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού (πρώτου) λόγου της έφεσης της εναγόμενης. Κατόπιν αυτών, η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα: α) το οφειλόμενο υπόλοιπο μισθώματος του μηνός Σεπτεμβρίου 2010, που ανέρχεται στο ποσό των 2.082,04 (4.796 – 2.713,96) ευρώ, β) τα οφειλόμενα μισθώματα των μηνών Οκτωβρίου 2010 έως και Ιανουαρίου 2011 (ήτοι 4.796 ευρώ βάσει του αιτήματος του ενάγοντος Χ 4 μήνες), που ανέρχονται συνολικά σε 19.184 ευρώ, γ) τα μισθώματα τριών μηνών (ήτοι 4.796 ευρώ βάσει του αιτήματος του ενάγοντος Χ 3 μήνες) που ανέρχονται σε 14.388 ευρώ και που αντιστοιχούν στην τρίμηνη προθεσμία της καταγγελίας του μισθωτή κατ’ άρθρο 43 του Π.Δ. 34/1995 και δ) την οφειλόμενη, κατά την ίδια ως άνω διάταξη, αποζημίωση λόγω πρόωρης λύσης της μίσθωσης εκ μέρους της μισθώτριας, που αντιστοιχεί σε μίσθωμα ενός μηνός, ήτοι ποσό 4.796 ευρώ. Συνεπώς, οφείλεται στον ενάγοντα εκμισθωτή, για όλες τις προαναφερθείσες αιτίες, το συνολικό ποσό των 40.450,04 ευρώ, το οποίο και πρέπει να του καταβληθεί από την εναγόμενη μισθώτρια. Σημειώνεται, ότι ο περιορισμός του αιτήματος της αγωγής, στον οποίο προέβη πρωτοδίκως ο ενάγων, αφορά το ποσό των 12.892 ευρώ, το οποίο αυτός συνομολόγησε ότι του καταβλήθηκε και δεν αφορά τους μήνες των οφειλόμενων μισθωμάτων, ενόψει και του συνολικού αιτήματος της αγωγής του και ενόψει του αυθαίρετου μονομερούς καταλογισμού του ως άνω καταβληθέντος ποσού, στον οποίο αυτός προέβη κατά τα προεκτεθέντα.

Περαιτέρω, η εναγομένη πρωτοδίκως πρόβαλε τον ισχυρισμό (τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης) ότι κατά τη διάρκεια της μίσθωσης πραγματοποιήθηκαν στο μίσθιο ακίνητο από αυτήν ως μισθώτρια, επωφελείς δαπάνες (αγορά υλικών και εργασίες για στρώση σκυροδέματος, διαμόρφωση χώρου στάθμευσης, ηλεκτρολογική εγκατάσταση, πυροσβεστικές φωλιές, σωλήνες αποχέτευσης, χρώματα και υλικά διαγράμμισης και ασφαλτόστρωση), συνολικού ύψους 10.606,86 ευρώ που αύξησαν την αξία του εν λόγω ακινήτου, το οποίο (ποσό) και πρότεινε για συμψηφισμό προς απόσβεση ισόποσης απαίτησης του ενάγοντος εκμισθωτή, αφού οι ως άνω δαπάνες παρέμειναν σε όφελος του μισθίου. Και ναι μεν οι επωφελείς δαπάνες αποδίδονται στο μισθωτή σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων (άρθρο 736 επ. ΑΚ), άλλως, στην περίπτωση που δεν έγιναν σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου του ακινήτου, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 904 επ. ΑΚ), πλην όμως με αντίθετη συμφωνία εγκύρως μπορεί να συνομολογηθεί ότι τέτοιες δαπάνες βαρύνουν τον μισθωτή (ΕφΑθ 1007/2004 ΕλλΔνη 2005.263, ΕφΘεσ 2446/2006 Αρμ 2007.866, ΕφΠειρ 562/2014, ΕφΛαρ 398/2014 και ΕφΠατρ 153/2011 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. Ι. Κατρά, Πανδέκτης Μισθώσεων και Οροφοκτησίας, έκδ. ζ΄, παρ. 31, σελ. 175). Στην προκείμενη δε περίπτωση, με τον όρο 8 του ανωτέρω συμφωνητικού μίσθωσης ορίσθηκε ότι «ο εκμισθωτής δεν έχει καμία υποχρέωση για επισκευές, διασκευές, κατασκευές, προσθήκες ή βελτιώσεις στο μίσθιο και τις εγκαταστάσεις του. Η μισθώτρια απαγορεύεται να ενεργήσει τροποποιήσεις ή μεταρρυθμίσεις στο μίσθιο, χωρίς προηγούμενη γραπτή συναίνεση του εκμισθωτή, δικαιούμενη να προβεί σε βελτιώσεις και συμπληρώσεις του μισθίου σε σχέση με τη διακόσμηση του με δικές της δαπάνες, φροντίδα και ευθύνη με την προϋπόθεση ότι θα λάβει τις κατά το νόμο απαιτούμενες άδειες, θα τηρεί τις διατάξεις του νόμου, οι συμπληρώσεις και βελτιώσεις θα είναι καλαίσθητες, δεν θα θίγεται από αυτές η επιφάνεια του μισθίου οικοπέδου και η από λαμαρίνες στέγη του και τα υποστυλώματά της. Κάθε τι από τα παραπάνω θα γίνεται και θα παραμένει σε όφελος του μισθίου, χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή δικαίωμα αποζημιώσεως της μισθώτριας από τον εκμισθωτή…». Συνεπώς, με βάση τα οριζόμενα στο ανωτέρω όρο του μισθωτήριου συμφωνητικού αποδείχθηκε ότι, κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης μίσθωσης, συμφωνήθηκε εγκύρως μεταξύ των διαδίκων ότι οι γενόμενες από την μισθώτρια επωφελείς δαπάνες παραμένουν σε όφελος του μισθίου, χωρίς κανένα αντάλλαγμα ή δικαίωμα αποζημίωσης αυτής από τον εκμισθωτή και ότι, συνακόλουθα, οι εν λόγω δαπάνες βαρύνουν τη μισθώτρια, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε μεταγενέστερη συμφωνία (την οποία, άλλωστε, ούτε η εναγομένη επικαλείται) των διαδίκων όπως οι δαπάνες αυτές αποδίδονται στη μισθώτρια από τον εκμισθωτή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό (ένσταση συμψηφισμού των επωφελών για το μίσθιο δαπανών) ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού (τρίτου) λόγου της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

Τέλος η εναγομένη πρωτοδίκως πρόβαλε τον ισχυρισμό (τον οποίο επαναφέρει με σχετικό λόγο έφεσης) ότι, κατά τα έτη 2008 και 2009, εκτός των μηνιαίων μισθωμάτων που κατέβαλε στον ενάγοντα εκμισθωτή, κατέβαλε τμηματικά σ’ αυτόν και το ποσό των 17.170 ευρώ, τα οποία ο τελευταίος της ζητούσε για την εξυπηρέτηση αναγκών του, με τη συμφωνία ότι θα συμψηφισθούν με μελλοντικά μισθώματα, ζητώντας τον συμψηφισμό, κατά το ανωτέρω ποσό, της επίδικης απαίτησης. Ως προς τον ισχυρισμό αυτό της εναγομένης πρέπει να αναφερθεί ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το επιπλέον ποσό των 17.710 ευρώ που έχει πράγματι λάβει ο ενάγων από την εναγομένη, αφορά προκαταβολή για μελλοντικά μισθώματα από την επίδικη σύμβαση μίσθωσης. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, είχε ανάγκη οικονομικής βοήθειας, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγομένη, ώστε να δικαιολογούνται οι επιπλέον των οφειλόμενων μισθωμάτων καταβολές κατά τα έτη 2008-2009, δεδομένου ότι τα καταβαλλόμενα μισθώματα αποτελούσαν σημαντικό μηνιαίο εισόδημα για τον ενάγοντα. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι, στο πλαίσιο των φιλικών σχέσεων που υπήρχαν τότε μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων βοήθησε οικονομικά την εναγομένη και τον σύζυγό της, ……, με δάνειο ποσού 21.000 ευρώ με την έκδοση, στις αρχές Μαρτίου 2007, τριών συναλλαγματικών εκ ποσών 6.000, 6.000 και 9.000 ευρώ, λήξεως 20.5.2008, 20.11.2008 και 20.5.2009 αντίστοιχα, τις οποίες αποδέχθηκε η εναγομένη και εξόφλησε, μετά τη λήξη τους, σταδιακά εν μέρει με μετρητά και εν μέρει με καταθέσεις (αυτές ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 17.170 ευρώ) στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος, στον οποίο καταβάλλονταν και τα μισθώματα. H κρίση του Δικαστηρίου για τα ανωτέρω περιστατικά ενισχύεται και από το γεγονός ότι μετά την επίδοση στην εναγομένη της πρώτης (από 19.5.2010) εξώδικης όχλησης-διαμαρτυρίας του ενάγοντος αναφορικά µε την μη καταβολή του μισθώματος Μαΐου 2010, αυτή δεν απάντησε εγγράφως δηλώνοντας την εναντίωσή της, όπως θα ήταν εύλογο και λογικά αναμενόμενο εάν πράγματι είχε ήδη προκαταβάλει το εν λόγω μίσθωμα, αλλά προέβη στην καταβολή, έναντι του μισθώματος αυτού, ποσού 3.000 ευρώ την 25.5.2010 και περαιτέρω ποσού 3.000 ευρώ την 18.6.2010, ενώ και μετά την επίδοση σ’ αυτήν της δεύτερης (από 19.5.2010) εξώδικης όχλησης-διαμαρτυρίας του ενάγοντος αναφορικά µε την ελλιπή καταβολή των μισθωμάτων Μαΐου και Ιουνίου 2010 και την μη καταβολή του μισθώματος Ιουλίου 2010, κατέβαλε εκ νέου στον τελευταίο το ποσό των 3.000 ευρώ την 28.7.2010. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω περιστατικά έγιναν δεκτά και με την (ήδη αμετάκλητη) υπ’ αριθ. 2570/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών), με την οποία απορρίφθηκε η σχετική ανακοπή της εναγομένης (εκ του άρθρου 662ΣΤ ΚΠολΔ) κατά της υπ’ αριθ. …../2010 διαταγής απόδοσης μισθίου του Δικαστή του ιδίου Δικαστηρίου, χωρίς πάντως να παράγεται δεδικασμένο από την απόφαση αυτή, δεδομένου ότι, κατ’ άρθρο 651 ΚΠολΔ, σε περίπτωση τελεσίδικης απόφασης για απόδοση μισθίου (όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση) υπάρχει δεδικασμένο μόνον ως προς το ζήτημα της παράδοσης ή απόδοσης του μισθίου και όχι ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, έστω και αν αυτά αποτέλεσαν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος (ΑΠ 1673/2009 ΝοΒ 2010.1997, ΑΠ 1238/2009 ΝοΒ 2010.938, ΕφΑθ 2825/2007 ΕφΑΔ 2008.697, ΕφΘεσ 822/2005 Αρμ 2005.1245). Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι το κατατεθέν τμηματικά, κατά τα έτη 2008-2009, από την εναγομένη στον τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος ποσό των 17.170 ευρώ καταβλήθηκε από αυτήν ως προεξόφληση μελλοντικών μισθωμάτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία (αφού δέχθηκε, εκ περισσού, ότι υπάρχει και δεδικασμένο από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2570/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) που αντικαθίσταται με αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), τον ανωτέρω ισχυρισμό (ένσταση συμψηφισμού κατά το ποσό των 17.170 ευρώ που είχε καταβληθεί ως προεξόφληση μελλοντικών μισθωμάτων) ως ουσιαστικά αβάσιμο, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του σχετικού τελευταίου (τέταρτου) λόγου της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.

  1. V. Κατόπιν αυτών, πρέπει η υπό κρίση έφεση, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής, να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση όχι μόνον ως προς το κεφάλαιο για τα οποίο έγινε δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης, αλλά στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΕφΘεσ 1221/2017 και ΕφΠειρ 21/2016 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009.329, βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί η από 22.12.2014 αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, για τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αιτίες, το ποσό των 40.450,04 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την τέταρτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα για έκαστο επί μέρους μίσθωμα. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη-εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν του σχετικού αιτήματός του, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, αφού έγινε δεκτή η έφεσή της και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσε με τα υπ’ αριθ. ………../2016 παράβολα Δημοσίου εκ ποσού είκοσι (20) ευρώ έκαστο, καθώς και με τα υπ’ αριθ. ………./2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ εκ ποσού εξήντα (60) ευρώ έκαστο (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφιο προτελευταίο ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 4.1.2016 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2016) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθ. 3734/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας μισθωτικών διαφορών).

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 22.12.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2015) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την ως άνω αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη, ………, να καταβάλει στον ενάγοντα, ………, το ποσό των σαράντα χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ και τεσσάρων λεπτών (40.450,04 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την τέταρτη ημέρα εκάστου μηνός για έκαστο αντίστοιχο μηνιαίο μίσθωμα κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Καταδικάζει την εναγόμενη-εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εφεσίβλητου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος απ’ αυτήν παραβόλου των διακοσίων (200) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Μαΐου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ