Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 283/2018

 Αριθμός  283/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 17.12.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2015) έφεση των πρωτοδίκως ηττηθέντων εναγουσών, …….και …., κατά της υπ΄αριθ. 3493/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία, την από 28.2.2012, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2012), αγωγή τους κατά των εναγομένων, …… και ……, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την από 20.11.2015 επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας Πειραιώς ….., στο σώμα του κοινοποιηθέντος στις ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες αντιγράφου της εκκαλουμένης, σε συνδυασμό με την από 21.12.2015 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της κρινόμενης  έφεσης  του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναγκαίο παράβολο έφεσης, (βλ. συνημμένα αντίγραφα των ……./2015 παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ και ……..2015 παραβόλων Δημοσίου).

Κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο εισάγει απόκλιση από το συζητητικό σύστημα, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά την μελέτη της υπόθεσης ή κατά την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Με την ως άνω αγωγή, όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται, οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, ισχυρίστηκαν τα ακόλουθα : Ότι, μεταξύ και άλλων απαιτήσεων προερχομένων από δεδουλευμένες αποδοχές, διατηρούν κατά της 1ης εναγομένης, ατομικά και με την ιδιότητά της ως νομίμου εκπροσώπου, διαχειρίστριας και μοναδικής εταίρου της εταιρίας με την επωνυμία «…………», ήδη ληξιπρόθεσμη απαίτηση, ύψους 115.852,69 €, (ήτοι ποσού 46.552,69 € η 1η ενάγουσα και ποσού 69.300 €, η 2η ενάγουσα), προερχόμενη από συμβάσεις δανείων που κατήρτισαν με την εναγομένη  κατά το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο 2009 μέχρι και το Νοέμβριο του 2010, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή. Ότι η 1η εναγομένη, καίτοι γνώριζε τις ως άνω απαιτήσεις  των εναγουσών, στις 16.12.2011, ήτοι 3 ημέρες μετά την κοινοποίηση σε αυτήν της από 6.12.2011, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/2011), ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης κατά της ως άνω εταιρίας, της 1ης ήδη εναγομένης και του συζύγου της 2ης και πατέρα της 2ης εναγομένης, ………, μεταβίβασε προς τη 2η εναγομένη, θυγατέρα της, λόγω γονικής παροχής, την κυριότητα των αναφερομένων στην αγωγή τεσσάρων οριζοντίων ιδιοκτησιών, συνολικής αντικειμενικής αξίας 74.338,73 €.  Ότι η υπόλοιπη περιουσία της 1ης εναγομένης και της ως άνω εταιρίας κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης των εναγουσών καθώς στερούνταν εμφανών περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα να ματαιούται η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εναγόμενες, αλλά ενήργησαν με πρόθεση βλάβης των εναγουσών. Με βάση τ΄ανωτέρω, ζητούσαν όπως διαρρηχθεί η ανωτέρω καταδολιευτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δυνάμει της εκκαλουμένης απόφασής του, απέρριψε την αγωγή α) ως ουσιαστικά αβάσιμη, για τα προερχόμενα από τη σύμβαση δανείου κονδύλια, με το σκεπτικό ότι τα ποσά των δανείων κατέληγαν στα ταμεία της εταιρίας, δυνάμει σχετικής προφορικής σύμβασης που είχε καταρτιστεί μεταξύ της εταιρίας και των εναγουσών και όχι μεταξύ της 1ης εναγομένης και των εναγουσών και β) ως απαράδεκτη, (παθητικά ανομιμοποίητη), για τα προερχόμενα από τις απαιτήσεις δεδουλευμένων κονδύλια, καθώς οι ισχυριζόμενες συμβάσεις εργασίας των εναγουσών συνήφθησαν με την ως άνω εταιρία και όχι με την 1η εναγομένη, η οποία δεν ενέχεται, εκ του λόγου αυτού στην καταβολή των τέτοιων απαιτήσεών τους. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεσή τους ως προς την απόρριψη της αγωγής τους κατά το μέρος που αφορά τα υπό στοιχείο α΄ ως άνω κονδύλια που αφορούν στα δάνεια, (συνολικά 115.852,69 €), κατά το οποίο η υπόθεση μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, (522 ΚΠολΔ). Ζητούν δε όπως, αφού γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και γίνει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος που αφορά το ως άνω κονδύλιο καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του έντοκου δανείου, η οποία είναι ενοχική, διαρκής, αμφοτεροβαρής και άτυπη σύμβαση, ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Με βάση τον παραδοτικό χαρακτήρα της συμβάσεως δανείου, η μεταβίβαση του δανείσματος κατά κυριότητα στο δανειολήπτη αποτελεί στοιχείο για την τελείωση του δανείου. Ο δανείζων έχει την υποχρέωση από τη σύμβαση δανείου να αποχωρίσει από την περιουσία του το αντικείμενο του δανείου, το οποίο οριστικά να εισφέρει στην περιουσία του λήπτη, ο οποίος έτσι αποκτά την εξουσία και δυνατότητα για διάθεση του αντικειμένου του δανείου. Η μεταβίβαση της κυριότητας στον οφειλέτη του αποτελούντος το αντικείμενο δανείου αποτελεί προϋπόθεση για την απόδοση του δανείου και της υποχρεώσεως για καταβολή τόκων, αν τέτοιοι συμφωνήθηκαν (ΑΠ 1.417/2007 ΕλΔ 48.1369, ΑΠ 1.327/2001 ΕλΔ 42. 1560). Η παράδοση του δανείσματος στον οφειλέτη γίνεται συνήθως στα χέρια του ίδιου από το δανειστή. Είναι, όμως, πιθανό η παράδοση αυτή να γίνει δια τρίτου προσώπου, που ενεργεί ως εντολοδόχος είτε του δανειστή, είτε του οφειλέτη (ΕΦ ΑΘ 6782/2009/Δ/ΝΗ 2010/788). Εφόσον δε η παραπάνω διάταξη δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Περίπτωση έμμεσης μεταβίβασης αποτελεί και η δια προφορικής εκτάξεως μεταβίβαση, δυνάμει της οποίας ο δανείζων εκτάσσει προφορικώς τρίτο να καταβάλει για λογαριασμό του στον δανειζόμενο ή ο δανειζόμενος εκτάσσει τον δανείζοντα να καταβάλει το δάνεισμα σε τρίτον (ΕΦ ΛΑΡ 680/2004, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005/273, ΕΦ ΛΑΡ 773/2003 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004/397, ΕφΑΘ 8577/2001 ΕλλΔνη 44,817 Βουζίκας ΕρμΑΚ άρθρο 806 αριθ. 25, 27 και Απ. Γεωργιάδης Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό μέρος Τ.ΙΙ , έκδοση 2007 σελ.576). Στην περίπτωση αυτή η καταβολή του τρίτου προς τον δανειζόμενο ή η καταβολή προς τον τρίτο υποκαθιστά την καταβολή του δανειστή προς τον δανειζόμενο, έκτοτε δε η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη, χωρίς να θεωρείται ότι οι τρίτοι συμμετέχουν στη σύμβαση δανείου ούτε ότι αποκτούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις εκ της κατά τον προαναφερθέντα χρόνο εμπλοκής τους σε αυτήν. Η κατά τα άνω μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος δεν αποτελεί τύπο της δανειστικής σύμβασης, εις τρόπον ώστε αν αυτή ελλείπει να θεωρείται ότι η σύμβαση δεν καταρτίστηκε, αλλά αποτελεί προϋπόθεση αυτής, επιβαλλόμενη μάλιστα από την πιο πάνω διάταξη (806 ΑΚ), η οποία δεν είναι αναγκαστικού δικαίου (ΑΠ 1802/2007 ΕλΔ 49.145, ΑΠ 609/2005 ΕλΔ 47.1014, Κ. Καυκάς, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Β`, άρθρο 806 § 2, V δ, σελ. 293). Για το λόγο αυτό και επιτρέπεται οι συμβαλλόμενοι να διαπλάσουν το δάνειο ως σύμβαση καταρτιζόμενη με μόνη τη συναίνεση των μερών. Στην τελευταία περίπτωση η σύμβαση το δανείου καταρτίζεται αμέσως με τη συμφωνία τους χωρίς να απαιτείται και η ταυτόχρονη δόση του δανείσματος προς τον δανειζόμενο που μπορεί να μετατεθεί σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα και να γίνει με τους τρόπους που ήδη ανωτέρω εκτέθηκαν εμμέσως ή εμμέσως, η απόδειξη δε της συνδρομής της βαρύνει τον δανειστή (ΑΠ 1833/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1740/2009 ΝΟΒ 2010/1408, ΑΠ 847/2009, ΑΠ 1620/2008, ΑΠ 1210/2007, ΑΠ 609/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 1484/2004 ΕλλΔνη 2005,770, ΑΠ 1327/2001 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 481/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2189/2010 ΔΕΕ 2012/659, ΕφΙωαν 236/2005 ΝοΒ 2006,702).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939 και 941 ΑΚ, προκύπτει ότι για τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής όροι : α) απαλλοτριωτική πράξη του οφειλέτη, β) η πράξη αυτή να έγινε με σκοπό βλάβης των δανειστών και αυτός υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση (τρίτος) να γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του και γ) η υπολειπόμενη μετά την απαλλοτρίωση περιουσία του οφειλέτη να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, δηλαδή η ανεπάρκεια της υπολειπόμενης περιουσίας του προς ικανοποίηση του δανειστή, πρέπει δε η αφερεγγυότητα να υπάρχει και κατά το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής, οπότε κρίνεται το στοιχείο της βλάβης του δανειστή (ΑΠ 928/ 2014, 765/2014, 1284/2011, 1800/2008, 1937/2006, 1189/2003, 858/2002, ΝΟΜΟΣ), ενώ αδιάφορο είναι αν η απαίτηση του δανειστή τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή αν αυτή έχει δικαστικά βεβαιωθεί και εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, αρκεί αυτή να έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και να είναι ληξιπρόθεσμη κατά τη συζήτηση της σχετικής αγωγής (ΟλΑΠ 709/1974, ΑΠ 1482/2004, 602/2005, 278/2011, ΑΠ 928/2014, 765/2014, 1284/2011). Η επάρκεια ή η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη και επομένως η ύπαρξη αφερεγγυότητάς του κατά τα κρίσιμα χρονικά σημεία κρίνεται με βάση τα εμφανή περιουσιακά του στοιχεία (ΟλΑΠ 15/2012, ΑΠ 1001/2007, 651/2008). Επίσης,  γίνεται δεκτό, ότι ενάγων, κατά τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ, είναι εκείνος, που έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που επιχειρείται η απαλλοτριωτική δικαιοπραξία, απαιτείται δηλαδή η απαίτησή του να είναι «γεγενημένη» και μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεσθεί τα παραγωγικά γεγονότα αυτής, επιπλέον δε αυτή πρέπει να έχει καταστεί και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, (ΑΠ 891/2008, 602/2005, ΝΟΜΟΣ). Σκοπός βλάβης υπάρχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι έχει χρέη και ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου η υπόλοιπη περιουσία του δεν θα επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του, οι οποίοι έτσι θα υποστούν βλάβη από την απαλλοτρίωση ενώ ευνόητο είναι ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη γνώσης και πρόθεσης βλάβης του οφειλέτη σε σχέση με τη συγκεκριμένη απαίτηση του δανειστή, αποτελεί ο χρόνος απαλλοτρίωσης, επιπλέον δε  η αφερεγγυότητα απαιτείται να έχει συντελεσθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, κάτω από το άρθρο 939, σημ. 38   σελ. 854) και να υφίσταται κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης αυτής, (ΑΠ 805/2013, ΕφΠειρ 195/2016, ΕφΠειρ 324/2015, ΕφΑθ 5062/2004, ΝΟΜΟΣ).  Στο ίδιο χρονικό σημείο της πρώτης συζήτησης απαιτείται η απαίτηση να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη και απαιτητή.  Η γνώση του τρίτου, εξάλλου, ως προς το δόλο του οφειλέτη, δηλαδή την πρόθεσή του να βλάψει τους δανειστές του πρέπει να είναι θετική και δεν αρκεί υπαίτια άγνοια, έστω και από βαριά αμέλεια. Το στοιχείο της γνώσης, τέλος, πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης. Μεταγενέστερη γνώση του τρίτου δεν βλάπτει, (ΑΠ 928/2014, ΑΠ 756/2014, ΑΠ 278/2011, ΑΠ 1818/2011, ΑΠ 1798/2007). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 941 παρ. 2, εάν ο τρίτος είναι συγγενής του οφειλέτη σε ευθεία γραμμή εξ αίματος έως και τρίτου βαθμού, η γνώση ότι η απαλλοτρίωση έγινε προς βλάβη των δανειστών του οφειλέτη, τεκμαίρεται, με την πρόσθετη προϋπόθεση ότι η αγωγή ασκήθηκε εντός έτους από την απαλλοτρίωση.

Στην προκειμένη περίπτωση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία δικαιώματος διάρρηξης της προαναφερθείσας μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας, εξαρτάται από την κατάφαση της ύπαρξης της απαίτησης (του δανείου για κάθε μία από τις ενάγουσες), δηλαδή από άλλη ουσιαστική έννομη σχέση, η οποία κρίνεται και στην παρούσα δίκη ως προδικαστικό ζήτημα. Ωστόσο, από την επισκόπηση των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζονται  από τους διαδίκους και των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους, προκύπτει ότι η ίδια απαίτηση του δανείου κάθε μιας των εναγουσών έχει καταχθεί αυτοτελώς σε άλλη δίκη, ανοιγείσα με την από 30.7.2013, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2013) αγωγή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία στρέφεται εναντίον 1) της μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……..», 2) της ……., (ήδη 1ης εφεσίβλητης) και 3) του …….., ευθυνομένους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Επ΄αυτής δε, εξεδόθη η υπ΄αριθ. 4065/2017 απόφαση του δικάσαντος Δικαστηρίου,  δυνάμει της οποίας, αφ΄ενός μεν κρίθηκε ότι οι 2η και 3ος εναγόμενοι, δηλαδή η ήδη 1η εναγομένη και ο ……. δεν έδωσαν εντολή στις ενάγουσες να δανεισθούν τα αναφερόμενα ανωτέρω ποσά και στη συνέχεια να τα δανείσουν στην εναγομένη εταιρία, αλλά ότι η εκεί 2η εναγομένη (και ήδη 1η εναγομένη), …….., απευθύνθηκε στη 2η ενάγουσα και σύναψε μαζί της άτυπη σύμβαση δανείου ποσού 55.000 €, για λογαριασμό της 1ης εναγομένης, δηλαδή της ως άνω εταιρίας, αφ΄ετέρου δε αφού απερρίφθη ότι κρίθηκε απορριπτέο, η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και α) αναγνωρίστηκε ότι η ως άνω εταιρία οφείλει να καταβάλει στη 2η ενάγουσα το δανεισθέν ποσό των 55.000 €, β) ότι 1η εναγομένη (στη δίκη εκείνη 2η εναγομένη) οφείλει να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το ποσό των 1.860,4 € ως δαπανήματα για την εκτέλεση εντολής  που δόθηκε από την ήδη 1η εναγομένη και γ) ότι, για την ίδια αιτία, ο, στη δίκη εκείνη,  3ος εναγόμενος, οφείλει να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το ποσό των 2.092,29 €. Η ανωτέρω, υπ΄αριθ. 4065/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά είχε εκδοθεί πριν την συζήτηση της υπό κρίση έφεσης, πλην όμως από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει εάν ασκήθηκε κατ΄αυτής ένδικο μέσο, ή εάν έχει καταστεί τελεσίδικη ή αμετάκλητη με παρέλευση των αντίστοιχων προθεσμιών, κλπ. Προκύπτει επομένως με σαφήνεια, ότι η ύπαρξη  και τα στοιχεία της απαίτησης, η οποία ερευνάται και στις δύο δίκες και καλύπτεται από το δεδικασμένο τόσο ως κύριο, (322 ΚΠολΔ), όσο και ως προδικαστικό ζήτημα στο οποίο στηρίζεται η έννομη συνέπεια, (331 ΚΠολΔ), έχουν εισαχθεί προς κρίση στα πλαίσια διαφορετικών δικών, δηλαδή αυτής που ανοίχθηκε με την ως άνω από 30.7.2013 αγωγή περί δανείου και της παρούσας αγωγής προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας.  Συνακόλουθα, εν όψει της κατά τα ανωτέρω διαμορφωμένης δικονομικής πορείας των απαιτήσεων των εναγουσών, σε περίπτωση έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής (διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας) με διαφορετική κρίση ως προς το ζήτημα της ύπαρξης της απαίτησης και της νομιμοποίησης των διαδίκων, από αυτήν επί του αυτοτελούς ζητήματος του δανείου και των νομιμοποιουμένων σε αυτό διαδίκων, υπάρχει ο κίνδυνος να παραχθεί αντιφατικό δεδικασμένο, τόσο ως προς την ύπαρξη και τα στοιχεία της απαίτησης όσο και ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων, με αποτέλεσμα τη μη ορθή εκτίμηση  της διαφοράς, (ΑΠ 2066/1984 ΝοΒ 33.1161, ΕφΑΘ 370/1993 ΕλλΔνη 1994. 492), παρότι  γενεσιουργό αιτία έχουν την ήδη παραλλήλως κρινομένη ενώπιον άλλου δικαστηρίου διαφορά. Εξάλλου, προβλέπεται ακόμα ότι η αυτοτελής στη δεύτερη δίκη διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και έτσι θα συντελέσει στη διευκόλυνση ή επιτάχυνση της πορείας της παρούσας δίκης, (ΕφΔωδ 119/2004 αδημ., ΕφΑΘ 5097/1993 ΕλλΔνη 35. 1131, ΕφΑΘ 1436/1979 ΝοΒ 28. 522), διότι ο ακριβής προσδιορισμός των στοιχείων της ύπαρξης και του ύψους της απαίτησης και συνακόλουθα της έκτασης της βλάβης του δανειστή και των παθητικώς νομιμοποιούμενων προσώπων, εμπίπτει στο πλαίσιο της παρούσας δίκης που έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με την απαίτηση, (Γεωργιάδης Σταθόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθρο 939, σημ. 12), πέραν των ειδικότερων στοιχείων που απαιτούνται από τη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ και προαναφέρθηκαν στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, (γεγενημένο απαίτησης στο χρόνο της απαλλοτρίωσης, ληξιπρόθεσμο απαίτησης στο χρόνο συζήτησης, αφερεγγυότητα οφειλέτη, ανεπάρκεια περιουσίας, κλπ.).

Πρέπει δε να σημειωθεί ότι  στην προκειμένη περίπτωση, όπου δεν προκύπτει εάν η έτερη, από 30.7.2013 αγωγή είναι εκκρεμής  μετά από άσκηση ενδίκου μέσου, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ και να ανασταλεί η παρούσα δίκη μέχρι να τελεσιδικήσει ή να καταστεί αμετάκλητη η έτερη δίκη. Παρουσιάζεται επομένως, κενό και αμφίβολο σημείο χρήζον συμπλήρωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, ως προς την έκβαση της δίκης του δανείου, απ΄όπου θα προκύψει ως κύριο ζήτημα που κρίθηκε, το είδος και ή έκταση της απαίτησης και τα πρόσωπα των διαδίκων που νομιμοποιούνται παθητικά από το δάνειο, ώστε, σε συνδυασμό και με τους λοιπούς όρους των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ, να δύναται να κριθεί εάν θα επέλθει με ασφάλεια η έννομη συνέπεια της διάρρηξης της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας καθώς και η έκταση αυτής, που αποτελεί το κύριο  αντικείμενο της παρούσας δίκης. Ειδικότερα, πρέπει να αποσαφηνιστεί α) εάν η δίκη εκείνη είναι εκκρεμής με την άσκηση ενδίκου μέσου κατά της υπ΄αριθ. 4065/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε δύναται να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, ή β) εάν δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο διότι η απόφαση δεν επιδόθηκε, οπότε πρέπει να διαδράμει η προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή γ) δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο παρά την επίδοση της απόφασης, ή το ασκηθέν απερρίφθη, οπότε η ανωτέρω απόφαση τελεσιδίκησε ή κατέστη αμετάκλητη, οπότε το αποτέλεσμα της δίκης εκείνης ως προς το κύριο αίτημά της θα επηρεάσει την παρούσα ως προς το προδικαστικό ζήτημα, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών δεδικασμένων. Πρέπει συνεπώς να αναβληθεί η έκδοση απόφασης προκειμένου να προσκομιστεί, από τον επιμελέστερο των διαδίκων, βεβαίωση από τον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς σχετικά με τη δικονομική πορεία της ως άνω δίκης και προκειμένου να προσκομιστεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου σε περίπτωση έκδοσης τέτοιας απόφασης.  Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική, (191 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης επί της από 17.12.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2015) έφεσης, προκειμένου να προσκομιστούν από τον επιμελέστερο των διαδίκων, βεβαίωση από τον αρμόδιο Γραμματέα του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς σχετικά με τη δικονομική πορεία της ως άνω δίκης και προκειμένου να προσκομιστεί απόφαση επί του ενδίκου μέσου σε περίπτωση έκδοσης τέτοιας απόφασης, κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την    και δημοσιεύθηκε στις   3 Μαΐου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ