Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 242/2018

Αριθμός αποφάσεως 242/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενον από τον Δικαστή Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτην, τον οποίον ώρισεν ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από την Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 513§2 ΚΠολΔ διά της ασκήσεως της εφέσεως κατά της οριστικής αποφάσεως θεωρούνται συνεκκληθείσες και άπασες οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις ακόμη και αν δεν απευθύνεται ρητώς κατ’ αυτών η έφεσις. Κατά την αληθή έννοιαν της ως άνω διατάξεως: α) οι ως άνω μη οριστικές αποφάσεις θεωρούνται εκ του νόμου ως συνεκκληθείσες κατά τις μη οριστικές διατάξεις αυτών, εφ’ όσον εστηρίχθη επ’ αυτών η οριστική απόφασις, και β) εάν η προεκδοθείσα απόφασις περιέχει και οριστικές διατάξεις, τότε η προεκδοθείσα μη οριστική (εν μέρει οριστική) απόφασις δεν θεωρείται συνεκκληθείσα και ως προς τις οριστικές διατάξεις της, εκτός εάν η έφεσις ρητώς απευθύνεται και κατ’ αυτής. Είναι δέ οριστική απόφασις και η αφορώσα εις την παραδοχήν ή απόρριψιν (διά λόγους τυπικούς ή ουσιαστικούς) αγωγικού κεφαλαίου, ήτοι αιτήματος διά παροχήν εννόμου προστασίας σωρευομένου παραλλήλως ή και επικουρικώς (βλ. ΑΠ 673 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 609984, ΑΠ 1629 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 567530, ΑΠ 358 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 551675, ΑΠ 1823 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 472965 και ΑΠ 708 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 337578). Εξ άλλου κατά το άρθρο 513§1περ.β’ ΚΠολΔ, εάν η πρωτόδικος απόφασις είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεσις ακόμη και κατά των οριστικών διατάξεων, προτού εκδοθεί απόφασις διά την όλην δίκην. Ο κανών ούτος κάμπτεται καθ ήν περίπτωσιν υπάρχει απλή ομοδικία (υποκειμενική σώρευσις αγωγών) ή αντικειμενική σώρευσις αγωγών συνεκδικαζομένων και η πρωτόδικος απόφασις είναι οριστική ως προς ένα ή ορισμένους ομοδίκους και μη οριστική ως προς τους λοιπούς ομοδίκους ή προς άλλην συνεκδικαζομένην αγωγήν. Τούτο, αφ’ ενός διότι από τα άρθρα 74, 75§§1&2, 76 και 517εδ.β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι καθ’ ήν περίπτωσιν ενούνται εις κοινήν διαδικασίαν περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης, οι οποίες συνδέουν διάφορα υποκείμενα, δίχως να απόλλυται ή να επηρεάζεται η ανεξάρτητος δικονομική θέσις εκάστου έναντι των λοιπών, η έναντι εκάστου ομοδίκου οριστική διάγνωσις έχει αυτοτέλεια και περατώνει έναντι αυτού την δίκην, η οποία έκτοτε είναι ως προς αυτόν εκκλητή, προτού ακόμη εκδοθεί απόφασις έναντι των λοιπών ομοδίκων, και αφ’ ετέρου επειδή, όταν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συνεξεδικάσθησαν περισσότερες αγωγές (αγωγικές αιτήσεις), οι οποίες είχαν σωρευθεί εν τω αυτώ δικογράφω (ως πλείονα αγωγικά αιτήματα) προς εξοικονόμησιν χρόνου και δαπανών και επί της μιάς εξ αυτών εξεδόθη οριστική απόφασις ως προς όλους τους εις την δίκην μετέχοντες διαδίκους, ενώ επί της άλλης ή των άλλων εξ αυτών εξεδόθη μη οριστική απόφασις (όπως διάταξις περί διεξαγωγής αποδείξεων ή επαναλήψεως συζητήσεως) ως προς όλους ή μερικούς εκ των συμμετεχόντων διαδίκων, η ως προς όλους τους διαδίκους εκδοθείσα οριστική απόφασις προσβάλλεται αυτοτελώς δι’ εφέσεως κατά την αντίστοιχον οριστικήν διάταξιν αυτής ακόμη και προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί των άλλων αγωγικών αιτήσεων, οι οποίες έχουν σωρευθεί επί του αυτού δικογράφου, καθ’ όσον η τοιαύτη οριστική απόφασις αποτελεί κατ’ ουσίαν άλλην, κατά την έννοιαν του άρθρου 513 ΚΠολΔ, δίκην εν σχέσει προς την εκκρεμούσαν και μη εισέτι περατωθείσαν ως προς τις εν τω αυτώ δικογράφω σωρευθείσες αγωγικές αιτήσεις (βλ. ΑΠ 747 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 639793, ΑΠ 204 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 613304, ΑΠ 1736 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 509747, ΑΠ 55 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 450749 και ΑΠ 1365 /2002, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 321061). Προκειμένου, όμως, περί αντικειμενικής σωρεύσεως αιτήσεων παροχής εννόμου προστασίας του αυτού ενάγοντος κατά του αυτού εναγομένου, η απόφασις η περατούσα την δίκην ως προς μίαν εκ των αιτήσεων, δίχως να αποφαίνεται οριστικώς ως προς την άλλην αίτησιν, δεν υπόκειται σε προσβολή διά του ενδίκου μέσου της εφέσεως, ιδίως όταν οι υποβληθείσες αξιώσεις τελούν μεταξύ αλλήλων εν σχέσει εξαρτήσεως, δηλαδή η μία είναι παρεπόμενη της άλλης και η επίλυσις της διαφοράς επί της μιάς εξαρτάται από την επίλυσιν της άλλης (βλ. ΑΠ 409 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 495327 και ΑΠ 1060/2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 362946). Ειδικώτερον, όμως, επί αγωγής εξ αδικοπραξίας συντελεσθείσης εντός του πλαισίου αυτοκινητικού ατυχήματος η απόφασις, διά της οποίας εκδίδονται οριστικές διατάξεις διά τα επί μέρους αγωγικά αιτήματα περί θετικής ζημίας αποκαταστάσεως της σωματικής βλάβης και χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης και διατάσσεται η επανάληψις της συζητήσεως διά το αγωγικόν κονδύλιον περί διαφυγόντων κερδών επί τω τέλει προσκομιδής βεβαιώσεως του οικείου ασφαλιστικού φορέως του παθόντος (ΙΚΑ) αναφορικώς προς τις γενόμενες ασφαλιστικές καταβολές, είναι εν μέρει οριστική απόφασις και δεν δύναται να προσβληθεί διά εφέσεως προ της εκφοράς οριστικής κρίσεως επί όλων των δι’ αυτής επιδιωχθέντων ως άνω κονδυλίων (βλ. ΕφΠατρ 807 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 524197). Το αυτό ισχύει και επί ουσιαστικής παραδοχής μερικών κονδυλίων αλλά περί αναβολής ως προς άλλα προς τον σκοπόν διεξαγωγής συμπληρωματικών αποδείξεων (βλ. ΕφΠατρ 491 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 677965, ΕφΠατρ 181 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 515192, ΕφΛαρ 260/2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 464032 και ΕφΑΘ 6174 /1991, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 72184). Ωσαύτως είναι εν μέρει οριστική και δεν υπόκειται αυτοτελώς εις έφεσιν και ως προς τις οριστικές διατάξεις αυτής η απόφασις, διά της οποίας εκηρύχθη απαράδεκτος η συζήτησις, κατ’ άρθρον 10§5εδ.η’ Ν. 2741 /1999, λόγω μη προσκομιδής αντιστοίχου βεβαιώσεως περί προηγουμένης επιδόσεως της εμπεριεχούσης κονδύλιον περί διαφυγόντων κερδών αγωγής εξ αυτοκινητικού ατυχήματος εις τον αρμόδιον οικονομικόν έφορον ή περί αναβολής, κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ, προς τον σκοπόν προσκομιδής κάποιου πιιστοποιητικού (βλ. ΕφΔωδ 201 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 634571, ΕφΠατρ 121 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 677721, ΕφΘεσσ718 /2010, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 575824, ΕφΙωανν 119/2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 486502, ΕφΑθ 1265 /2007, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 451254, ΕφΔωδ 63 /2006, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 396400 και ΜονΕφΑΘ 5863 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 675689, ΕφΑΘ 3902 /2009, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 547543). Εις την προκειμένην περίπτωσιν διά της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /6-3-2009 αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ισχυρίσθη ότι εξ υπαιτιότητος του πρώτου εναγομένου οδηγού του εις την δευτέραν εναγομένην ασφαλιστικήν εταιρείαν διά τον κίνδυνον προκλήσεως ζημιών προς τρίτους ασφαλισμένου αυτοκινήτου προεκλήθη τροχαίον ατύχημα, κατά το οποίον η ιδία ως πεζή υπέστη τις διά του ως άνω δικογράφου περιγραφόμενες σωματικές βλάβες. Εζήτησε δέ να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον προς αυτήν διά αποκατάστασιν της θετικής υλικής ζημίας από την σωματική βλάβην εκ του επιδίκου τραυματισμού της, διά εφ’ άπαξ αποζημίωσιν λόγω αναπηρίας και διά χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης χρηματικόν κεφάλαιον 34.574 (= 1.174 + 23.400 + 10.000) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής (επιφυλασσομένη της επιδιώξεως επιπροσθέτου χρηματικού ποσού 500 ευρώ διά χρηματικήν ικανοποίησιν ηθικής βλάβης εις το ποινικό δικαστήριο). Επί της ως άνω αγωγής εξεδοθησαν κατ’ αντιμωλίαν: α’) αρχικώς η υπ’ αριθ. 2713 /2010 (εν μέρει οριστική) απόφασις ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας αφ’ ενός η αγωγή απερρίφθη ως αόριστος κατά το επί μέρους αγωγικόν κονδύλιον περί εφ’ άπαξ αποζημιώσεως λόγω αναπηρίας (εκ ποσού 23.400 ευρώ) και έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν κατά το αγωγικό κονδύλιον περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης (δι’ επιδικάσεως -μείζονος του αιτηθέντος- χρηματικού ποσού 20.000 ευρώ) και αφ’ ετέρου ανεβλήθη η έκδοσις οριστικής αποφάσεως ως προς τα κονδύλια θετικής ζημίας αποκαταστάσεως της σωματικής βλάβης αυτής και β) εν συνεχεία η υπ’ αριθ. 963 /2013 απόφασις ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, διά της οποίας (επί τη βάσει προφορικής δηλώσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγούσης περί παραιτήσεως από του δικογράφου της αγωγής ως προς τα προαναφερόμενα αγωγικά κονδύλια θετικής ζημίας αποκαταστάσεως σωματικής βλάβης) η αγωγή εθεωρήθη ως μη ασκηθείσα αναφορικώς προς τα ως άνω επί μέρους αγωγικά κονδύλια. Κατά αμφοτέρων των ως άνω αποφάσεων, ήτοι: α’) της υπ’ αριθ. 2713/2010 και β’) της υπ’ αριθ. 963 /2013 ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο πρώτος εναγόμενος (υπαίτιος οδηγός) και η δευτέρα εναγομένη (ασφαλιστική εταιρεία) άσκησαν την κρινομένην (υπ’ αριθ. καταθ. …. /17-7-2014) έφεσιν, διά το παραδεκτόν της οποίας έχει προκαταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α’ ΚΠολΔ προβλεπομενον παράβολον εκ διακοσίων (200) ευρώ (βλ. υπ’ αριθ. ……. /17-7-2014 παράβολα Ελληνικού Δημοσίου και υπ’ αριθ. …… /17-7-2014 σειράς Α’ παράβολα ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Έχει δέ ασκηθεί, κατά τα άρθρα 144§1, 495§1, 511, 513§1περ.β και 518§2 ΚΠολΔ, νομοτύπως και εμπροθέσμως (προ πάσης επιδόσεως των εκκαλουμένων αποφάσεων), λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι η τριετής προθεσμία προς άσκησιν της ενδίκου εφέσεως άρχισε διά αμφότερες τις προσβαλλόμενες αποφάσεις από την επομένη της εκδόσεως (δημοσιεύσεως) της δευτέρας εξ αυτών, αφού η πρώτη εξ αυτών εμπεριείχε και μη οριστικές διατάξεις και ως εκ τούτου δεν ηδύνατο να προσβληθεί δι’ εφέσεως προ της εκδόσεως της δευτέρας εξ αυτών, διά της οποίας ανεκλήθη η μη οριστική διάταξις της πρώτης εξ αυτών περί αναβολής προς τον σκοπόν προσκομιδής της εν αυτή αναφερομένης βεβαιώσεως του ΙΚΑ και εθεωρήθη η αγωγή ως μη ασκηθείσα διά τα κατά την έκδοσιν της πρώτης εκ των ως άνω αποφάσεων εναπομείναντα εκκρεμή επί μέρους αγωγικά κονδύλια θετικής ζημίας ένεκα σωματικής βλάβης. Πρέπει προς τούτο να επισημανθεί ότι η αξίωσις περί  θετικής ζημίας εκ της σωματικής βλάβης τελεί εν σχέσει εξαρτήσεως προς την αντικειμενικώς εν τω αυτώ δικογράφω σωρευθείσα αξίωσιν περί χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, αφού ανεξαρτήτως εάν διά της πρώτης εκ των εκκαλουμένων αποφάσεων εξεδόθη οριστική διάταξις περί του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης προ της εκδόσεως οριστικής διατάξεως επί του κονδυλίου περί θετικής ζημίας εκ της σωματικής βλάβης, εν τούτοις το προσδιοριστέον χρηματικόν μέγεθος του κονδυλίου χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης συναρτάται προς το ύψος της θετικής ζημίας, το οποίον τυγχάνει εκ των προσδιοριστικών παραγόντων του ευλόγου χρηματικού ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, οπότε, κατά τα εν τη μείζονι σκέψει προεκτεθέντα, η πρώτη εκ των ως άνω αποφάσεων δεν ήτο εκκλητή προ της εκδόσεως της δευτέρας εκ των ως άνω αποφάσεων, από την επομένην της δημοσιεύσεως της οποίας άρχισε να τρέχει η τριετής προθεσμία προσβολής αμφοτέρων των ως άνω αποφάσεων διά της ενδίκου εφέσεως. Αναφορικώς, όμως, προς π)ν προσβολήν της δευτέρας εκ των ως άνω πρωτοδικών αποφάσεων, διά της οποίας η αγωγή εθεωρήθη ως μη ασκηθείσα κατά το επί μέρους αγωγικόν κονδύλιο θετικής ζημίας, η έφεσις τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτος, αφού ουδείς λόγος εφέσεως βάλλει κατά του διατακτικού της δευτέρας ως άνω αποφάσεως αλλά και ουδεμία εξιστόρησις εννόμου συμφέροντος παρατίθεται διά την τοιαύτην προσβολήν. Καθ’ ό μέρος δέ η έφεσις βάλλει αυτοτελώς κατά της δυσμενούς διά τους εναγόμενον και εναγομένην οριστικής διατάξεως της πρώτης εκ των ως άνω αποφάσεων περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (λόγος εφέσεως δεν προβάλλεται ούτε υφίσταται έννομον συμφέρον να προβληθεί κατά της πρωτοδίκου διατάξεως της πρώτης εκ των ως άνω αποφάσεων περί απορρίψεως του επί μέρους αγωγικού κονδυλίου διά εφ’ άπαξ αποζημίωσιν λόγω αναπηρίας) η έφεσις κρίνεται τυπικώς δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ιδίαν διαδικασίαν ως προς το παραδεκτόν και το νόμω και ουσία βάσιμον των κατ’ ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ).

Από την ένορκον κατάθεσιν του μάρτυρος της εναγούσης, η οποίας εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα προς την πρώτην εκ των εκκαλουμένων αποφάσεων πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από την ανωμοτί εξέτασιν του πρώτου εναγομένου ως διαδίκου, η οποία εμπεριέχεται στα αμέσως ως άνω αναφερόμενα πρακτικά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: την 14η Δεκεμβρίου 2007 και περί ώραν 15:20 η ενάγουσα, ευρισκομένη πεζή προ του οικοδομικού αριθμού 317 της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη κατά το ύψος της διασταυρώσεως αυτής μετά της λεωφόρου Σαλαμίνος, απεφάσισε να διασχίσει καθέτως αμφότερα τα διά διαχωριστικής νησίδος χωριζόμενα αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας της λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη μέσω της διαβάσεως πεζών, η οποία τυγχάνει εσχηματισμένη διά παραλλήλων λευκών γραμμών επί αμφοτέρων των αντιθέτων ρευμάτων, διά να μεταβεί από το πεζοδρόμιο του προς Κορυδαλλόν άγοντος ρεύματος κυκλοφορίας εις το προς Πέραμα άγον ρεύμα κυκλοφορίας της ως άνω λεωφόρου. Μόλις ο αντίστοιχος φωτεινός σηματοδότης της ως άνω λεωφόρους εξέπεμψε σταθερό κόκκινο φώς διά τα επί αμφοτέρων των ρευμάτων κυκλοφορίας κινούμενα οχήματα και ο αντίστοιχος φωτεινός σηματοδότης της διαβάσεως εξέπεμψε σταθερόν πράσινο σήμα βαδίζοντος ανθρώπου διά τους πεζούς της διαβάσεως, η ενάγουσα κατήλθε εις το οδόστρωμα, και αφού διέσχισε καθέτως το τμήμα της διαβάσεως του προς Κορυδαλλόν άγοντος ρεύματος κυκλοφορίας, ανήλθε επί της διαχωριστικής νησίδος και κατήλθε εξ αυτής διά να διασχίσει το τμήμα της διαβάσεως του προς Πέραμα άγοντος ρεύματος κυκλοφορίας της ως άνω λεωφόρου, ενώ οι αντίστοιχοι φωτεινοί σηματοδότες εξακολουθούσαν να εκπέμπουν σταθερόν ερυθρό φώς διά τα αυτοκίνητα του εν λόγω ρεύματος κυκλοφορίας και σταθερή πρασίνην απεικόνισιν βαδίζοντος ανθρώπου («Γρηγόρη») διά τους επί του εν λόγω τμήματος της διαβάσεως κινούμενους πεζούς. Κατ’ εκείνην την στιγμήν, αν και τα λοιπά αυτοκίνητα επί των αριστεράς και δεξιάς ακραίων λωρίδων κυκλοφορίας του εν λόγω ρεύματος ήσαν ακινητοποιημένα, αντιθέτως ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …….. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, το οποίον ήτο ασφαλισμένο διά τον κίνδυνο προκλήσεως ζημιών προς τρίτους εις την δευτέραν εναγομένην ασφαλιστικήν εταιρείαν, ευρισκόμενος πρώτος επί της μεσαίας εκ των τριών λωρίδων κυκλοφορίας του εν λόγω ρεύματος, συνέχισε να κινείται μετά χαμηλής ταχύτητος, προτιθέμενος να παραβιάσει το επί της πορείας του εκπεμπόμενο σταθερό ερυθρό φώς του αντιστοίχου φωτεινού σηματοδότου, διά να εισέλθει εις την διασταύρωση των δύο λεωφόρων. Κατ’ αυτήν δέ την πλημμελεστάτην οδηγική συμπεριφοράν παραλλήλως δεν κατέβαλε ακόμη και την στοιχειωδώς απαιτουμένην επιμέλειαν ενός μέσου συνετού οδηγού, ώστε τουλάχιστον να ελέγξει εξ αριστερών και εκ δεξιών αυτού διά την τυχόν σύννομον διέλευσιν πεζών επί της διαγραμμισμένης και σηματοδοτουμένης διαβάσεως πεζών. Ούτως δεν αντελήφθη την ενάγουσαν, η οποία, κατελθούσα από την εξ αριστερών του ως άνω οχήματος κειμένη διαχωριστική νησίδα είχε ήδη διασχίσει την αριστεράν λωρίδα κυκλοφορίας και εισήρχετο εις την μεσαίαν λωρίδα κινήσεως του αυτοκινήτου αλλά, πλήξας αυτήν διά του εμπρόσθιου τμήματος του αυτοκινήτου, την έρριψεν επί του οδοστρώματος. Ακινητοποιήσας δέ εν συνεχεία το υπ’ αυτού οδηγούμενον αυτοκίνητον και εξελθών προς στιγμήν εξ αυτού και σταθείς δι’ ολίγον, εξετίμησεν (εσφαλμένως) ότι ουδείς των παρευρισκομένων είχε συγκρατήσει τον αριθμόν κυκλοφορίας αυτού και επιβιβασθείς εις το αυτοκίνητον εγκατέλειψεν τον τόπον του επιδίκου ατυχήματος. Βάσει των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών αποκλειστικός υπαίτιος του επιδίκου τραυματισμού της εναγούσης τυγχάνει ο πρώτος εναγόμενος οδηγός του ως άνω επιβατηγού αυτοκινήτου, ο οποίος, κατά παράβασιν των άρθρων 330εδ.β’ ΑΚ, 6§1περ.β’ και 12§1 Ν. 2696 /1999, παρεβίασε το προ της πορείας του εκπεμπόμενο ερυθρό σταθερό φώς του φωτεινού σηματοδότου και εισήλθε εντός της διαβάσεως πεζών, καθ’ ήν στιγμήν ο αντίστοιχος φωτεινός σηματοδότης της διαβάσεως πεζών εξέπεμπε πράσινο σταθερό φώς μετά συμβόλου βαδίζοντος ανθρώπου («Γρηγόρη) διά τους πεζούς, δίχως προηγουμένως να ελέγξει την κίνησιν πεζών επί της διαβάσεως, με αποτέλεσμα να πλήξει διά του εμπρόσθιου μέρους του αμαξώματος την ενάγουσα, η οποία διέβαινε πεζή την διάβασιν, και να ρίψει αυτήν επί του οδοστρώματος. Αντιθέτως ουδεμία συνυπαιτιότης βαρύνει την ενάγουσα πεζή, η οποία εκινήθη συννόμως, κατά τα άρθρα 7§1περ.α’ και 38§4περ.α’&β’ Ν. 2696 /1999, εντός της προαναφερομένης διαβάσεως πεζών συμφώνως προς το αντίστοιχο πράσινο σταθερό φωτεινό σύμβολο βαδίζοντος ανθρώπου του φωτεινού σηματοδότου της ως άνω διαβάσεως. Από το επίδικο τροχαίο ατύχημα η ενάγουσα υπέστη κάκωση αριστερού ώμου, αριστερού ισχίου και αριστερού γόνατος. Εκ του ακτινολογικού ελέγχου διεπιστώθη κάταγμα αριστερού βραχιονίου και ετέθη ανάρτησις άνω άκρου επί τέσσερεις εβδομάδες (βλ. υπ’ αριθ. ….. /10-1-2008 πιστοποιητικό εξετάσεως Τμήματος Κινήσεως Ασθενών του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ». Την 17πν Οκτωβρίου 2008 (μετά δέκα μήνες από τον επίδικον τραυματισμόν αυτής) η ενάγουσα επανεξητάσθη και διεπιστώθη ότι είχε υποστεί υποκεφαλικό κάταγμα τεσσάρων τεμαχίων αριστερού βραχιονίου και ότι ενεφάνιζε πώρωσιν του κατάγματος και έντονον περιορισμόν κινητικότητος του αντιστοίχου ώμου. Είχε απαγωγή 70° και επώδυνη στροφή. Επιπλέον διεπιστώθη γοναλγία συνεπεία τραυματικής κακώσεως των συνδέσμων και μηνίσκων του αριστερού γόνατος (βλ. υπ’ αριθ. ….. /3-11-2008 πιστοποιητικό εξετάσεως του Τμήματος Τακτικών Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου Νικαίας «ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ»). Εκ του επιδικου τραυματισμού αυτής η ενάγουσα υπέστη ισχυρή στενοχωρίαν από τον οξύ πόνον και τις μετατραυματικές συνέπειες, αφού και μετά την αποκατάστασιν της υγείας της ο πόνος της αριστεράς κατά γόνυ αρθρώσεως έχει παραμείνει έντονος, ενώ η κινητικότης της αριστεράς χειρός αυτής κατά το ύψος του ώμου δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως, όπως έχει βεβαιωθεί διά του δευτέρου εκ των προαναφερθέντων ιατρικών (νοσοκομειακών) πιστοποιητικών, οπότε δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης, διά την οποίαν, λαμβανομένων υπ’ όψιν της αποκλειστικής υπαιτιότητος του αντιδίκου οδηγού, της φύσεως και του μεγέθους του τραυματισμού και της μη πλήρους αποκαταστάσεως της υγείας της παθούσης μετά την ιατρικήν αντιμετώπισιν του κατάγματος, καθώς και της οικονομικής και κοινωνικής καταστάσεως των αντιδίκων πλευρών (εξαιρέσει της υπεχούσης εγγυητικήν ευθύνην ασφαλιστικής εταιρείας), κρίνεται εύλογον το χρηματικόν ποσόν των 10.000 ευρώ, όπως ακριβώς είχε ζητηθεί διά του ουσιαστικώς βασίμου αντιστοίχου αιτήματος της ενδίκου αγωγής. Έσφαλεν, επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριον, το οποίον διά της εκκαλουμένης αποφάσεως επεδίκασεν μείζον του αιτηθέντος (βλ. και ΑΠ 937 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 456216), και πρέπει αυτή να εξαφανισθεί εν μέρει κατά το υπεράνω του προσήκοντος (πρωτοδίκως) επιδικασθέν χρηματικόν ποσόν ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης (εν όλω διά το ενιαίον της αναγκαστικής εκτελέσεως), να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495§4εδ.ε’ ΚΠολΔ), να κρατηθεί και δικασθεί κατ’ ουσίαν η κρινομένη διαφορά (άρθρον 535§1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινομένη αγωγή ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν ο πρώτος εναγόμενος και η δευτέρα εναγομένη να καταβάλουν εις ολόκληρον προς την ενάγουσαν χρηματικόν ποσόν 10.000 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Συνεξαφανιζομένης και της διατάξεως περί δικαστικής δαπάνης (λόγω της μερικής εξαφανίσεως της εκκαλουμένης) πρέπει η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να κατανεμηθεί αναλόγως της νίκης και ήττης (άρθρα 191 §2, 183 και 178§1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα εν τω διατακτικώ.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Απορρίπτει την υπ’ αριθ. καταθ. …. /17-7-2014 έφεσιν κατά το μέρος προσβολής της υπ’ αριθ. 963 /2013 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικώς και εν μέρει κατ’ ουσίαν την ως άνω έφεσιν κατά το μέρος προσβολής της υπ’ αριθ. υπ’ αριθ. 2713 /2010 αποφάσεως ειδικής διαδικασίας αυτοκινητικών διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εις τους εκκαλούντα και εκκαλούσα επιστροφήν του εν τω σκεπτικώ αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Εξαφανίζει μερικώς την αμέσως ως άνω αναφερομένην απόφασιν (κατά την δυσμενή διά τους εκκαλούντες διάταξιν περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης μείζονος της αιτηθείσης).

Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την κρινομένη διαφοράν (κατά το εξαφανισθέν μέρος αυτής).

Δέχεται εν μέρει την αγωγήν.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον προς την ενάγουσα χρηματικόν κεφάλαιον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Κατανέμει την δικαστική δαπάνην αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και υποχρεώνει τους εναγόμενον και εναγομένην να καταβάλουν εις ολόκληρον προς την ενάγουσα χρηματικόν ποσόν εξακοσίων (600) ευρώ.

Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη εν εκτάκτω και δημοσία συνεδριάσει εντός του ακροατηρίου του άνευ παραστάσεως των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών την 16ην Απριλίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ