Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 114/2018

Αριθμός Απόφασης 114/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ΄αρ. 4028/2009 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής του (άρθρα 681Α,666,667 και 670-676 ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το ν. 4335/23-7-2015 ,που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 ,όπως η ένδικη έφεση ( άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθείνομότυπα και εμπρόθεσμα (495 επ.,511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκησή της. Δεν απαιτείται δε η καταβολή των προβλεπομένων από το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παραβόλων εκ μέρους του εκκαλούντος , διότι η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε πριν τη θέσπιση της υποχρέωσης αυτής με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 .

Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω  ,από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο ,στην ουσία της κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Από τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι επί βλάβης πράγματος η ζημία συνίσταται στη δαπάνη αποκαταστάσεως αυτής (βλάβης), αντίστοιχα προς την οποία μειώνεται η υπάρχουσα περιουσία του ζημιωθέντος και το ποσό αυτής αποτελεί την επιδικαστέα αποζημίωση όταν αυτή παρέχεται σε χρήμα. Συνακόλουθα, για την κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ πληρότητα της αγωγής, όταν με αυτήν ζητείται αποζημίωση για τη δαπάνη αποκαταστάσεως της βλάβης πράγματος και δη οχήματος, που έγινε με επιμέρους εργασίες, πρέπει να αναγράφονται οι επιμέρους εργασίες και τα ποσά που ο ενάγων δαπάνησε για τις αντίστοιχες εργασίες, δηλαδή η συνολική δαπάνη αποκαταστάσεως αυτών (ΑΠ 1569/2000,ΕλλΔνη 41.1575, Εφ.Θεσ.1460/2009,Εφ.θρ. 734/2005, ΕφΚερκ 113/2002, ΤΝΠΝΟΜΟΣ, Α. Κρητικού, ‘’Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα΄΄, έκδ. 2008, παρ. 22, αρ. 71) καθώς επίσης και τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιήθηκαν και την αξία αυτών (Εφ.Θεσ.1460/2009, ο.π) Έτσι, σε περίπτωση βλάβης αυτοκινήτου από τροχαίο ατύχημα, ο ενάγων, απαιτώντας αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστη το αυτοκίνητο, πρέπει για την πληρότητα της αγωγής του να αναφέρει ορισμένως, κατά τα προεκτεθέντα, το βλαπτικό αποτέλεσμα και την επελθούσα περιουσιακή μείωση. Ακόμη, όσον αφορά το κονδύλιο μείωσης της εμπορικής αξίας του βλαφθέντος οχήματος, για το ορισμένο αυτού πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία ,όπως το εργοστάσιο κατασκευής του αυτοκινήτου, ο τύπος αυτού, ο κυβισμός του, ο χρόνος και το τίμημα αγοράς του, η αξία του πριν από τη σύγκρουση, καθώς και η μείωση αυτής συνεπεία της σύγκρουσης (Εφ.Θεσ.1460/2009, ο.π). Εξάλλου, κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτήν να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84).

Περαιτέρω ,από το άρθρο 522 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία που έχει και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μπορεί δε και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου να εξετάσει αυτεπάγγελτα  το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, με βάση τα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη, κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα  τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κλπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι` αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα (ΑΠ 1436/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ,ΑΠ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΑΠ 1216/1997 ΕλλΔνη 39.573, Εφ. Πειρ. 77/2016 ,Εφ. Πειρ. 118/2016, Εφ.ΑΘ. 4924/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Τέλος ,κατά το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ., αν περισσότεροι νικήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους και ένας μόνο άσκησε έφεση, η απόφαση που δέχεται την έφεση ισχύει και υπέρ των ομοδίκων που δεν άσκησαν έφεση εφόσον δεν αποδέχθηκαν την πρωτόδικη απόφαση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα της απόφασης του Εφετείου καταλαμβάνουν κατ΄ αρχήν εκείνους από τους απλούς ομοδίκους που δεν προσέβαλαν αυτοτελώς με έφεση την πρωτόδικη απόφαση. Η παραπάνω διάταξη, κατ` απόκλιση από την αρχή ότι η ενέργεια της εφετειακής απόφασης ωφελεί και βλάπτει κατ` αρχήν μόνο τους διαδίκους της έκκλητης δίκης καθώς και όσους τρίτους υπόκεινται στο δεδικασμένο (άρθρα 325 – 329 Κ.Πολ.Δ) ή την εκτελεστότητα (άρθρα 919 – 920 Κ,Πολ.Δ), εισάγει μια διεύρυνση της υποκειμενικής ενέργειας από την εφετειακή απόφαση, που δέχεται την έφεση ενός ή και περισσοτέρων από τους ομοδίκους, που ηττήθηκαν με την ίδια απόφαση και για τους ίδιους λόγους. Για την εφαρμογή του άρθρου 537 Κ,Πολ.Δ., το οποίο λειτουργεί όταν ένας από τους περισσότερους ομοδίκους άσκησε έφεση και στη συνέχεια εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο που την έκανε δεκτή, απαιτείται να υπάρχει ταυτότητα αιτιολογικού και διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης ως προς όλους τους ομοδίκους. Στην Κ.Πολ.Δ 537 πρόκειται περί επεκτάσεως των ορίων του δεδικασμένου και όχι περί πλασματικής αναγνώρισης της ιδιότητας διαδίκου στους μη εκκαλέσαντες. Αρνητική προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης τίθεται η μη αποδοχή της πρωτόδικης απόφασης από τους μη εκκαλέσαντες ωφελούμενους ομοδίκους. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 297, 298 και 299 του Κ.Πολ.Δ., η αποδοχή απόφασης, πριν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο εναντίον της, η οποία υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης του, για την οποία παραίτηση δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να γίνει είτε ρητώς, με τη τήρηση των διατυπώσεων που διαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 297 του ίδιου Κώδικα και συγκεκριμένα με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο αυτού που παραιτείται, είτε σιωπηρώς με πράξεις από τις οποίες σαφώς συνάγεται η πρόθεση αυτή. Αποδοχή της απόφασης, κατά την κρατούσα άποψη, δεν συνάγεται από την παραμέληση άσκησης έφεσης μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Η λειτουργία της Κ.Πολ.Δ 537 συνίσταται στην καθ` υποκείμενα επέκταση από την εφετειακή απόφαση του ουσιαστικού δεδικασμένου και σε πρόσωπα που δεν ήσαν διάδικοι στην κατ` έφεση δίκη. Η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως εκ του νόμου με τη συνδρομή των οριζόμενων διατυπώσεων. Δεν προκύπτει από το άρθρο 537 Κ.Πολ.Δ. ότι στην απόφαση του Εφετείου πρέπει να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου ομοδίκου. Ούτε από τη διάταξη προκύπτει ανάγκη ενεργού συμμετοχής στην κατ` έφεση δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου. Η καθ` οιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο συμμετοχή στην εφετειακή δίκη του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου δεν αποτελεί αποκλειστικό τρόπο εισόδου στη δίκη αυτή για τη διαπίστωση του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου. Τούτο δύναται να επέλθει και επ` ευκαιρία άλλης δίκης όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή που ανοίγεται απ` αυτόν προς διαπίστωση της επέκτασης αυτής, η ανακοπή (αρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ.) κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγων άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης, στα πλαίσια της οποίας αξιώνεται από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο το υψηλότερο ποσό που επιδικάστηκε στον ενάγοντα σε βάρος του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με την πρωτόδικη απόφαση. Κατά της εκτέλεσης αυτής ο μη εκκαλέσας ομόδικος δύναται να προβάλει το υπέρ αυτού προκύψαν ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε κατ` ουσίαν την έφεση άλλου ομοδίκου. Στην ανοιγόμενη αυτή δίκη επί της ανακοπής θα ερευνηθούν από το δικαστήριο οι προϋποθέσεις επέκτασης ή μη του ευνοϊκού δεδικασμένου. Αν η θέση του δικαστηρίου αυτού είναι θετική, θα πρέπει να κηρυχθεί απλώς ανενεργός ο τίτλος δηλαδή η πρωτόδικη απόφαση έναντι του μη εκκαλέσαντος ομοδίκου με συνέπεια να μη δύναται να γίνει εκτελεστή. Η πρωτόδικη απόφαση, τυπικά διατηρείται και δεν εξαφανίζεται αφού δεν ασκήθηκε έφεση κατ` αυτής από τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο. Παρόλο ότι δεν εξαφανίζεται ως προς τον μη εκκαλέσαντα ομόδικο παρακωλύεται η επέλευση ως προς αυτόν του εξ αυτής δεδικασμένου. Αντί αυτής επέρχεται το ευνοϊκό δεδικασμένο από την εφετειακή απόφαση που δέχθηκε την έφεση άλλου ομοδίκου. Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι ο μη εκκαλέσας ομόδικος, εφόσον δεν υπήρξε διάδικος στην εφετειακή δίκη, δεν νομιμοποιείται να ασκήσει αναίρεση κατά της δυσμενούς γι` αυτόν πρωτόδικης απόφασης που κατέστη τελεσίδικη με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης. Τέτοια νομιμοποιητική εξουσία για άσκηση αναίρεσης δεν μπορεί κατά νόμο να προσδώσει στον μη εκκαλέσαντα ομόδικο η σκέψη της εφετειακής απόφασης ως προς τον τελευταίο που παρέστη στο Εφετείο μόνο με την ιδιότητα του εφεσίβλητου ότι η ευνοϊκή απόφαση του Εφετείου που δέχεται την έφεση του εκκαλέσαντος ομοδίκου ωφελεί μόνο αυτόν και όχι άλλο ομόδικο και τούτο γιατί τέτοια σκέψη του εφετείου είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του άρθρου 537 Κ.Πολ.Δ, όπως αυτό αναλύθηκε παραπάνω.(ΑΠ 3/2014 ,ΑΠ 187/2007, Εφ.Πειρ.87/2015, ΑΠ 1906/2005 Εφ. Πειρ.165/2014 ,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων -εφεσίβλητος εξέθετε στην από 3-6-2008 και με αριθμό κατάθεσης …./2008 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του …….. –ήδη εκκαλούντος και του Ν.Π.Ι.Δ με την επωνυμία ‘’ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΄΄, ως υπεισελθόντος εκ του νόμου στη θέση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας ΄΄. ….. ΄΄ ,λόγω ανάκλησης της αδείας της τελευταίας ,κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της,  ότι στις 7-10-2003 και περί ώρα 21.30 μ.μ  στον Πειραιά, ο  πρώτος εναγόμενος ……. ,οδηγώντας  το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ….. ΙΧΕ αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, που ήταν  ασφαλισμένο, κατά του κινδύνου προκλήσεως ζημιών σε τρίτους στην ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε και στη θέση της έχει υπεισέλθει το δεύτερο εναγόμενο Ν.Π.Ι.Δ ‘’ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΄΄, προκάλεσε από υπαιτιότητά του ,τον τραυματισμό του (ενάγοντος) καθώς και φθορές και βλάβες στο υπ΄αρ. κυκλοφορίας …….  δίκυκλο μοτοποδήλατο ,που οδηγούσε ο ενάγων, ιδιοκτησίας του, κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων που έγινε κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή . Ζητούσε δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ο καθένας εις ολόκληρον,  να του καταβάλουν,  προς αποζημίωσή του το συνολικό ποσό των 1.008,80 ευρώ ( κατ΄ορθό μαθηματικό υπολογισμό), όπως τα επιμέρους κονδύλια αναφέρονται στην αγωγή ,και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης καθώς επίσης να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν , επίσης ο καθένας εις ολόκληρον ,για χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 15.000 ευρώ , όλα τα παραπάνω με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς επίσης να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων τα δικαστικά του έξοδα.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ.4028/2009) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο και από τη σύμβαση ασφάλισής του , αφού έκρινε ορισμένη την αγωγή και νόμιμη, ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ,κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν  και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.750,60 ευρώ εκ των οποίων το ποσό των 750,60 ευρώ ως αποζημίωση και το λοιπό ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίησή του λόγω ηθικής βλάβης.

Ήδη, κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο πρώτος εναγόμενος …… –εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του για τους λόγους που εκθέτει σ΄αυτήν  και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ,ζητεί  δε την εξαφάνιση της , άλλως τη μεταρρύθμιση της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή  του αντιδίκου του .

Η αγωγή, όσον αφορά, όμως, στα αιτούμενα ποσά που αφορούν την αποζημίωση του ενάγοντος (συνολικού ποσού 1.008,80 ευρώ) και ειδικότερα. 1) 173,50 ευρώ για την αγορά ανταλλακτικών του ως άνω μοτοποδηλάτου του μάρκας SUZUKI 50 cc  ,μοντέλο FB , 2) 112,10 ευρώ για τις εργασίες επισκευής αυτού ,3) 300 ευρώ για τη μείωση της εμπορικής του αξίας ,4) 68,85 για την αγορά φαρμάκων , 5) 54,35 ευρώ για ιατρικές επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου και 6) 300 ευρώ για τη μίσθωση ταξί κατά το διάστημα από 22-10-2003 έως 23-4-2004 για τη μετάβασή του στο νοσοκομείο για εξετάσεις, είναι απορριπτέα ως αόριστη ,σύμφωνα με τα αναφερόμενα και στη μείζονα σκέψη, διότι ,σχετικά με το υπ΄αρ.1 και 2 κονδύλια ,που αφορούν την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο μοτοποδήλατο του ενάγοντος εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος, ζητεί ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 173,50 ευρώ, για την αγορά ανταλλακτικών και 112,10 ευρώ για τις εργασίες επισκευής του, χωρίς όμως αναφορά των επιμέρους εργασιών που απαιτήθηκαν για την αποκατάσταση των βλαβών και φθορών του μοτοποδηλάτου αυτού, ούτε και της δαπάνης που απαιτήθηκε για κάθε μία από αυτές, αλλά ούτε και των ανταλλακτικών που χρησιμοποιήθηκαν και της αξίας αυτών, με συνέπεια να μην μπορεί να αμυνθεί ο εναγόμενος- εκκαλών λόγω των ως άνω ελλείψεων. Ακόμη απορριπτέο ως αόριστο τυγχάνει και το κονδύλιο περί μείωσης της εμπορικής αξίας του εν λόγω μοτοποδηλάτου καθώς δεν αναφέρεται στην αγωγή ο χρόνος και το τίμημα αγοράς του καθώς και η αξία του πριν από τη σύγκρουση. Περαιτέρω αόριστα τυγχάνουν και τα αιτήματα με αρ. 4 και 5 της αγωγής περί καταβολής της δαπάνης για φάρμακα και ιατρικές επισκέψεις στο νοσοκομείο  που χρειάστηκε ο ενάγων να καταβάλει ένεκα του τραυματισμού του στο ατύχημα , διότι δεν αναφέρονται οι τιμές των επιμέρους φαρμάκων ούτε η ημερομηνία αγοράς  αυτών καθώς επίσης δεν αναφέρεται πόσες φορές επισκέφθηκε το νοσοκομείο και ποιο ποσό κατέβαλε κάθε φορά αλλά μόνο το συνολικό δαπανηθέν ποσό των 54,35 ευρώ ,μόνη δε η αναφορά των αριθμών των σχετικών αποδείξεων ,χωρίς καν ημερομηνία και επιμέρους ποσά αυτών ,δεν μπορεί να θεραπεύσει την αοριστία ,ούτε να συμπληρωθεί αυτή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 263/2005, ΑΠ 1608/2002 , Εφ.Λαρ. 215/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Το ίδιο, τέλος, ισχύει και για το αιτηθέν με την αγωγή ποσό των 300 ευρώ για τη μίσθωση ταξί από τον ενάγοντα για τη μετάβασή του από και προς το νοσοκομείο , καθώς δεν αναφέρεται ο αριθμός των επιμέρους διαδρομών και το ποσό που καταβλήθηκε για κάθε μία από αυτές . Οπότε, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ορισμένα τα ως άνω κονδύλια της αγωγής έσφαλε και συνεπώς , προς τούτο πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ,κατά τα προαναφερθέντα επίσης στη μείζονα σκέψη ,και να απορριφθεί η αγωγή ως προς αυτά ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας , εξεταζομένων από το παρόν δευτεροβάθμιο αυτεπάγγελτα των παραπάνω ελλείψεων και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου στην έφεση ( αν και είχε υποβληθεί σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων περί αοριστίας της αγωγής με τις πρωτόδικες προτάσεις τους) , εφόσον ο εκκαλών- πρώτος εναγόμενος ζητεί την απόρριψή των εν λόγω κονδυλίων (με τον τρίτο λόγο της έφεσής του) και γενικά της αγωγής ,έστω και για άλλους λόγους.

Πέραν των ανωτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχονται στα, ταυτάριθμα  με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, καθώς και  των όλων εγγράφων που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι , μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .

Στις 7-10-2003 και περί ώρα 21.30 µ.µ. ο ενάγων, οδηγώντας το µε αριθµό κυκλοφορίας ……. δίκυκλο µοτοποδήλατό του, εργοστασίου κατασκευής Suzuki, 50 CC, ιδιοκτησίας του, χρώµατος µπλε, έβαινε κανονικά, επί της οδού Μπελογιάννη, στη περιοχή του Δήµου Νίκαιας, µε κατεύθυνση από τη γέφυρα Νίκαιας προς το Γενικό Κρατικό Νοσοκοµείο Νικαίας.Η ως άνω οδός με συνολικό πλάτος οδοστρώµατος 10,5 µ., έχει δύο ρεύματα κυκλοφορίας., τα οποία διαχωρίζονται με συνεχόμενη διπλή διαχωριστική γραμμή ,που διακόπτεται στο σηµείο της συµβολής της µε την οδό Βόλου, η οποία είναι µονής κατεύθυνσης, µε πλάτος οδοστρώµατος 6 µ.  Την ώρα εκείνη , ο πρώτος εναγόμενος –ήδη εκκαλών ,που οδηγούσε το µε αριθµό κυκλοφορίας ……. ΙΧΕ, αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Nissan, χρώµατος µπορντώ, το οποίο ήταν ασφαλισµένο, κατά το χρόνο του ατυχήµατος στην ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, µε την επωνυµία «…..», έναντι της προκλήσεως ζημιών σε τρίτους, στα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε αυτοδίκαια ως ειδικός διάδοχος, σύμφωνα με τα άρθρα 19 παρ. 1 περ. δ’ και 24 παρ. 4 του Ν. 489/1986, δεύτερο εναγόµενο Νοµικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου µε την επωνυµία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ», λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ,δυνάµει της υπ΄ αρ. Κ3- 1230/5-2-2007 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης ,µετά το ένδικο ατύχηµα και πριν ασκηθεί ένδικη αγωγή, έβαινε επί της οδού Βόλου, µε κατεύθυνση από Κοκκινιά προς Νίκαια, όταν έφτασε στη διασταύρωση της ως άνω οδού (Βόλου) με την καθετή της ως άνω οδό Μπελογιάννη (στην οποία έβαινε ο ενάγων) κι ενώ στην πορεία του υπήρχε πινακίδα Ρ-2 (Stop), που επέβαλε την υποχρεωτική διακοπή πορείας του οχήματός του πριν από την είσοδο στον ισόπεδο οδικό κόμβο και παραχώρηση προτεραιότητας στα οχήματα τα οποία εκινούντο στην οδό Μπελογιάννη, στην οποία πλησίαζε και είχε πρόθεση να αλλάξει κατεύθυνση προς τα αριστερά και να εισέλθει στο ρεύμα πορείας της οδού Μπελογιάννη με κατεύθυνση από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας προς τη γέφυρα Νικαιας, δεν διέκοψε την πορεία του στην εν λόγω διασταύρωση για να ελέγξει επαρκώς την κίνηση των οχημάτων στην οδό Μπελογιάννη και να βεβαιωθεί ότι δεν διέρχονταν οχήματα, ως όφειλε, με αποτέλεσμα κατά την είσοδό του σε αυτήν να συγκρουσθεί με το μοτοποδήλατο που οδηγούσε ο ενάγων , ο οποίος διήρχετο επί της οδού Μπελογιάννη ,όπως προαναφέρθηκε, κινούμενος εξ αριστερών σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Ειδικότερα ,ο ενάγων, ο οποίος κινούνταν κανονικά στο ρεύμα πορείας του και με νόμιμη ταχύτητα, λόγω της αιφνίδιας παρεμβολής του αυτοκινήτου του εναγομένου στην πορεία του και σε μικρή απόσταση από αυτόν, που του έφραξε την πορεία του από δεξιά προς τα αριστερά του, πραγματοποίησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση, εισερχόμενος στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, πλην, όμως, λόγω της μικρής απόστασης που μεσολαβούσε, δεν κατέστη δυνατό να την αποφύγει, με συνέπεια να επιπέσει το εμπρόσθιο μέρος του Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου που οδηγούσε ο πρώτος εναγόμενος- ήδη εκκαλών, τη στιγμή που είχε εισέλθει αυτό μέχρι το ύψος του καθρέπτη του στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, επί της πλάγιας δεξιάς πλευράς του δίκυκλου μοτοποδηλάτου και να ανατραπεί αυτό επί του οδοστρώματος. Ένεκα δε της σύγκρουσης και της πτώσης του δίκυκλου μοτοποδηλάτου στο οδόστρωμα ο ενάγων τραυματίστηκε στο δεξί του πόδι και το μοτοποδήλατό του υπέστη υλικές ζημίες στη δεξιά του πλευρά, ενώ το όχημα του πρώτου εναγομένου υπέστη μικρές υλικές ζημίες στο εμπρόσθιο μέρος του, στο ύψος του προφυλακτήρα. Αποκλειστικός υπαίτιος ,σύμφωνα με τα προεκτεθέντα , του ως άνω ατυχήματος είναι ο πρώτος εναγόμενος , ο οποίος δεν επέδειξε την κατά τις συναλλαγές απαιτούμενη επιμέλεια του μέσου συνετού ανθρώπου, την οποία όφειλε και μπορούσε κατά τις περιστάσεις να επιδείξει , οδηγώντας κατά παράβαση των άρθρων 4§3 περ. β’ ,12 παρ.1 , 19 παρ.1, του  ν. 2696/1999 (ΚΟΚ) ,καθώς ,παραβιάζοντας την ως άνω ρυθμιστική πινακίδα ‘’Στοπ’’ που υπήρχε στην πορεία του εισέβαλε αμελώς ,χωρίς πρώτα να βεβαιωθεί περί της μη κίνησης οχημάτων κατά την στιγμή εκείνη στην οδό Μπελογιάννη, στην οποία επιθυμούσε να εισέλθει .Τα παραπάνω συνάγονται και από το από 7-10-2003 πρόχειρο σχεδιάγραμμα και την με την ίδια ημερομηνία έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος . Επομένως , οι σχετικοί ισχυρισμοί του δεύτερου εναγομένου ,τους οποίους επαναφέρει με την ένδικη έφεσή του ,στον πρώτο και δεύτερο λόγο αυτής, περί αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλως συνυπαιτιότητας σε ποσοστό 95%  (άρθρο 300 ΑΚ) του ενάγοντος ,αντίστοιχα, στην επέλευση του εν λόγω ατυχήματος, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Από κανένα δε στοιχείο δεν προέκυψε, ούτε διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο στην ως άνω έκθεση αυτοψίας ,ότι ο ενάγων έβαινε με μεγαλύτερη του επιτρεπομένου ορίου ταχύτητας των 40 χιλ/ ώρα για τα μοτοποδήλατα, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος –εκκαλών . Η δε κατάθεση της μάρτυρα του πρώτου εναγομένου –συζύγου του ,η οποία αν και φέρεται ως παρούσα στο ατύχημα ως συνοδηγός αυτού ,εντούτοις στην εν λόγω έκθεση αυτοψίας που διενεργήθηκε από τα όργανα της τροχαίας αμέσως μετά το ατύχημα, αναφέρεται ότι ΄΄δεν ανευρέθησαν (μάρτυρες) κατά την ώρα της αυτοψίας ‘’ ,δεν κρίνεται πειστική και ειδικότερα δεν κρίνεται βάσιµος ο ισχυρισµός της, ότι ο πρώτος εναγόµενος είχε διακόψει προσωρινά την πορεία του για να ελέγξει την κυκλοφορία των οχηµάτων επί της οδού Μπελογιάννη λόγω της πινακίδας Stop, εξερχόµενος µε το εµπρόσθιο τµήµα του αυτοκινήτου του επί της διασταύρωσης, λόγω περιορισµένης ορατότητας από τα αριστερά του, καθώς, όπως προκύπτει από την ως άνω από 7-10-2003 έκθεση αυτοψίας, η ορατότητα για αµφότερους τους οδηγούς δεν περιοριζόταν, υπήρξε επαρκής ηλεκτρικός φωτισμός, οι καιρικές συνθήκες ήταν αίθριες και το οδόστρωμα ξηρό, δεν απεικονίζεται δε στο πρόχειρο σχεδιάγραµµα της τροχαίας η ύπαρξη ιχνών τροχοπέδησης εκ µέρους του. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εισήλθε στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας επιχειρώντας προσπέραση προπορευομενου, ευρισκόμενου προσωρινά σε στάση αυτοκινήτου, το οποίο, κατά τους ισχυρισµούς του πρώτου εναγοµένου -εκκαλούντος είχε παραχωρήσει προτεραιότητα σε αυτόν, διότι ,αν κάτι τέτοιο συνέβαινε , εφόσον το πλάτος του κάθε ρεύµατος κυκλοφορίας ήταν 5,25 µ., ο ενάγων είχε τη δυνατότητα να κινηθεί εκ δεξιών του οχήµατος αυτού, αντί να εισέλθει στο αντίθετο ρεύµα κυκλοφορίας αφού, όπως και ο εναγόµενος υποστηρίζει, σε κάθε ρεύµα υπήρχαν δύο λωρίδες κυκλοφορίας, στην αριστερή βρισκόταν το σε στάση αυτοκίνητο που τους είχε παραχωρήσει προτεραιότητα , στη δε δεξιά πλευρά δεν προέκυψε ότι κινούνταν άλλο όχηµα. Εξάλλου, αν η ταχύτητα του ενάγοντος ήταν υπερβολική, κατά τα διδάγµατα της κοινής πείρας, αφενός µεν η σύγκρουση θα είχε αποβεί μοιραία για τη ζωή του, δεδομένου και του είδους του οχήματος που οδηγούσε ( μοτοποδήλατο) ,αφετέρου δε δεν θα προλάβαινε να ενεργήσει αποφευκτικό ελιγµό προς τα αριστερά ,οι δε χαραγιές που αποτυπώθηκαν επί του οδοστρώµατος από το όχηµα αυτό δεν θα ήταν µόνον 1,20 µ.,όπως σημειώνεται το ως άνω σχεδιάγραμμα, όπου επίσης  δεν υπάρχει καταγραφή άλλων οχημάτων στη συμβολή των εν λόγω οδών ,προκύπτει δε ότι οι χαραγιές σχηµατίζουν διαγώνια αριστερή φορά έµπροσθεν του  αυτοκινήτου και όχι ευθεία πορεία ,όπως θα ήταν λογικό να συμβαίνει αν ίσχυε ο ως άνω ισχυρισμός του εκκαλούντος. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι στην από 8-1-2004 έκθεση ένορκης εξέτασης του πρώτου εναγοµένου, η οποία ελήφθη στα πλαίσια της προανάκρισης τρείς µήνες µετά το ατύχηµα, ο τελευταίος ,µεταξύ άλλων, αναφέρει ότι ΄΄λυπάται για τον τραυµατισµό του ενάγοντος και ότι ήδη έχει υποβάλλει δήλωση στην ασφαλιστική του εταιρία για την πλήρη αποζηµίωσή του ΄΄.Αυτά  έχουν καταγραφεί αυτολεξεί στην ως άνω ένορκη εξέτασή του , ανεξάρτητα αν τελικά την υπέβαλε ή όχι, καθώς με τον δεύτερο επίσης λόγο της έφεσής του, ο εναγόμενος αναφέρει ότι ποτέ δεν προέβη σε θετική δήλωση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ,όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ότι ο ενάγων, εξαιτίας της σύγκρουσης των δύο οχηµάτων και της ανατροπής του μοτοποδηλάτου που οδηγούσε στο οδόστρωµα, τραυµατίστηκε στο δεξί του πόδι. Πιο συγκεκριμένα δε, διαπιστώθηκε από τους ιατρούς του Νοµαρχιακού Γενικού Νοσοκοµείου Ελευσίνας “ΘΡΙΑΣΙΟ΄΄, όπου μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο ο ενάγων αμέσως μετά το ατύχημα, ότι είχε υποστεί υπερσφύριο κάταγµα δεξιάς κνήµης µε συνοδό κάταγµα έξω σφυρού σύστοιχα .Νοσηλεύτηκε δε στο ως άνω νοσοκοµείο  από 7-10-2003 έως 20-10-2003 ,όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέµβαση µε εξωτερική οστεοσύνθεση διαρθρική για το υπερσφύριο κάταγµα και πλάκα-βίδες για το έξω σφυρό , ενώ μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριών µηνών και του συστηθηκε παρακολούθηση .Ακολούθως, στις αρχές Φεβρουαρίου 2004 αφαιρέθηκε η εξωτερική οστεοσύνθεση και διαπιστώθηκε κατά την εξέτασή του στις 27-2-2004 στο εξωτερικό ιατρείο της Ορθοπαιδικής Κλινικής του ίδιου νοσοκοµείου ότι τα κατάγµατά του έχουν πωρωθεί, παρουσίαζε όµως αλγοδυστροφία ποδοκνηµικής άκρου ποδός ,οπότε του συστήθηκε να υποβληθεί σε φυσικοθεραπεία και του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός μηνός (βλ.σχετικά υπ’ αρ. πρωτ.  …../20-10-2003 και ……./27-2-2004 ιατρικές βεβαιώσεις νοσηλείας του Ορθοπαιδικού Τµήµατος του παραπάνω Νοσοκοµείου).

Από τα παραπάνω περιστατικά που αποδείχθηκαν ,το παρόν δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων , υπέστη ηθική βλάβη , από την προπαρατεθείσα αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου  , λόγω του τραυματισμού του και των υλικών ζημιών του οχήματός του από το ως άνω ατύχημα .Λαμβάνοντας δε υπόψην την ψυχική και σωματική ταλαιπωρία που υπέστη αυτός , το είδος και τη βαρύτητα του τραυματισμού του  σε συνδυασμό με την ηλικία του ( 45 ετών κατά το χρόνο του ατυχήματος) , τη νοσηλεία του στο ως άνω νοσοκομείο ,τη χειρουργική επέμβαση στην οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί , το μεγάλο χρονικό διάστημα (έξι μηνών περίπου) που παρέμεινε κλινήρης, αδυνατώντας να εργαστεί , τον κίνδυνο που διέτρεξε, τις συνθήκες του ατυχήματος, το βαθμό του πταίσματος του (πρώτου εναγομένου), την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών ( ο ενάγων ήταν ιδιωτικός υπάλληλος κατά το χρόνο του ατυχήματος, έγγαμος με τρία τέκνα ,ενώ ο πρώτος εναγόμενος ήταν υπάλληλος Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς και έγγαμος), πλην του Επικουρικού Κεφαλαίου , που η ευθύνη του είναι εγγυητική , και με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και της λογικής, κρίνεται ότι πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 5.000 ευρώ , όπως έκρινε και η εκκαλουμένη το οποίο είναι εύλογο, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα , αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει ο πρώτος εναγόμενος με το τρίτο λόγο της έφεσής του , ο οποίος ως προς το σημείο αυτό ,είναι απορριπτέος ως αβάσιμος .

Κατόπιν τούτων ,το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ,στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν ,εσφαλμένα εφήρμοσε το νόμο . Πρέπει, συνεπώς, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν ως προς τον πρώτο εναγόμενο -εκκαλούντα και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν , πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη,σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος ,να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ,με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση .Ας σημειωθεί δε ότι δεν είναι ανάγκη να περιληφθεί στην απόφαση αυτή σχετική διάταξη περί επέκτασης του αποτελέσματος της παρούσας δίκης και στο μη εκκαλούν δεύτερο των εναγομένων Ν.Π.Ι.Δ ΄΄ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ’’, απλό ομόδικο του πρώτου εναγομένου, αφού, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η επέκταση αυτή επέρχεται ευθέως από το νόμο, όταν συντρέχουν οι  προϋποθέσεις που ορίζονται από το άρθρο 537 ΚΠολΔ ,αν προκύψει δε ζήτημα ως προς την επέκταση ή μη του αποτελέσματος της εφετειακής δίκης στο μη εκκαλέσαν ομόδικο- δεύτερο των εναγομένων, θα λυθεί αυτό παρεμπιπτόντως σε άλλη δίκη λ.χ. με αναγνωριστική αγωγή ή με αποκοπή κατά της εκτέλεσης. Πρέπει, τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος να επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός του ,εις βάρος του πρώτου εναγομένου και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκταση αυτής  (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ) ,όπως ειδικότερα αυτά ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.4028/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ,που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, ως προς τον πρώτο των εναγομένων ……….–εκκαλούντα.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα- εφεσίβλητο το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ,με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος ,και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας , εις βάρος του πρώτου των εναγομένων ,τα οποία ορίζει σε επτακόσια  (700) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 15Φεβρουαρίου 2018 , απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      H  ΓPAMMATEAΣ