Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 123/2018

 Αριθμός  123/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3956/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 8-1-2016, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 17-12-2015 (βλ.  τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……. επί του επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ. ……/2015 σειράς Α παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και  ……../2016 σειράς Α παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 20-1-2015 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2015 αγωγή του ενώπιον του  Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  το ενάγον εκθέτει ότι τυγχάνει νόμιμος διάδοχος της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “…………”, η οποία στις 5-2-2007 συνήψε με την πρώτη εναγόμενη την ειδικότερα αναφερομένη σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, μέχρι του ποσού των 1.000.000 ευρώ ή το ισόποσο του σε δολάρια ΗΠΑ, για την οποία εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτης, ο δεύτερος εναγόμενος, ότι στις 10-7-2013, λόγω παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων της πρώτης εναγόμενης, αυτό (ενάγον) έκλεισε  τους λογαριασμούς που την εξυπηρετούσαν, τα χρεωστικά υπόλοιπα των οποίων, ποσού 437.023,91 ευρώ και 849.783,84 δολαρίων ΗΠΑ μετέφερε ακολούθως σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης, και στις 31-7-2013 κοινοποίησε την από 29-7-2013 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση τoυ στους εναγόμενους, με την οποία τους δήλωνε ότι καταγγέλλει την ως άνω σύμβαση   και τους καλούσε να προβούν σε ολοσχερή εξόφληση της ως άνω οφειλής τους, με το ισχύον  επιτόκιο υπερημερίας από 11-7-2013, ήτοι την επομένη του κλεισίματος των λογαριασμών, και ότι οι εναγόμενοι συνεχίζουν να του οφείλουν για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 1.061.805,96 ευρώ,(437.102,70 ευρώ + 624,703,26 ευρώ, κατά μετατροπή της εκ δολαρίων ΗΠΑ οφειλής), το οποίο ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρον, εντόκως από 1-8-2013 άλλως από την επίδοση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του   έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν εις ολόκληρον στο ενάγον το ποσό των 1.061.805,96 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 1-8-2013.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται οι εναγόμενοι  με την υπό κρίση  έφεση τους και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν σ` αυτή, και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε  να απορριφθεί η σε βάρος τους αγωγή στο σύνολο της. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίηση του από τον οφειλέτη, κατά δε το άρθρο 863 ΑΚ ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτηση του, για την οποία είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής. Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι για την ελευθέρωση του εγγυητή απαιτείται πταίσμα του δανειστή, υπαίτια δηλαδή συμπεριφορά του από την οποία κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του εκ μέρους του οφειλέτη. Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εναγόμενος εγγυητής. Τέτοια συμπεριφορά συνιστά κατά τις περιστάσεις και η επί μακρόν αμέλεια του δανειστή να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεως του και η εν τω μεταξύ επελθούσα αδυναμία του πρωτοφειλέτη να καταβάλει την οφειλή του. Έτσι ο εγγυητής οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η έγκαιρη ικανοποίηση του δανειστή θα ήταν δυνατή, διότι ο οφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία, οπότε θα τελεσφορούσε η κατ` αυτού εκτέλεση (βλ. ΑΠ 48/2001 ΕλλΔνη 2001,900, ΕφΑθ 3632/2013, ΝΟΜΟΣ).

  1. IV. Με τους πρώτο και δεύτερο λόγο της έφεσης ο δεύτερος εναγόμενος επαναφέρει  την ένσταση ελευθερώσεώς του από την εγγύηση υπέρ της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, πρώτης εναγόμενης, (άρθρο 862 ΑΚ) που είχε παραδεκτά προβάλει πρωτοδίκως με τις προτάσεις του, επικαλούμενος ότι η ικανοποίηση του ενάγοντος από την πρωτοφειλέτιδα πρώτη εναγόμενη, έγινε αδύνατη  από πταίσμα και δη βαριά αμέλεια τόσο των προστηθέντων της πιστώτριας τράπεζας, δικαιοπαρόχου του, όσο και του ιδίου, να διεκδικήσει την οφειλή της από αυτήν, καθ’ό χρόνο ήταν ακόμη φερέγγυα, και ειδικότερα  ότι  η ως άνω δικαιοπάροχος του προέβη στη χορήγηση της επίδικης πίστωσης στη πρώτη εναγόμενη, χωρίς έτερη εξασφάλιση, πλην, της προσωπικής εγγύησης του ιδίου, παρά το γεγονός ότι η περιουσία του δεν επαρκούσε να καλύψει τις υποχρεώσεις της τελευταίας, γεγονός που αυτή  γνώριζε, ότι στις αρχές του έτους 2009 η πρώτη εναγόμενη ενημέρωσε την  πιστώτρια τράπεζα για την επιγενόμενη αδυναμία της να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις λόγω της κακής οικονομικής συγκυρίας και για το λόγο αυτό  έκτοτε και μέχρι τα τέλη του 2010 τα μέρη βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις για αναδιάρθρωση της πίστωσης,  με την παροχή περαιτέρω εγγυήσεων και την αναδοχή του χρέους και της πίστωσης από τρίτες, φερέγγυες εταιρίες, δίχως, ωστόσο αυτές να ευδοκιμήσουν λόγω άρνησης της πιστώτριας να αποδεχθεί τις προτάσεις της πρώτης εναγόμενης, ότι αν και η τελευταία εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης, πρωτοφειλέτιδος εταιρίας καταβολή  για το επίδικο χρέος έγινε τον Αύγουστο του έτους 2011, η πιστώτρια αδράνησε να προβεί σε οιαδήποτε δικαστική  επιδίωξη  της απαίτησης της, παρόλο που κατά τον χρόνο εκείνο η πρώτη εναγόμενη είχε ενεργά συμβόλαια διαχείρισης πλοίων από τα οποία είχε συμφωνηθεί να αμείβεται με διάφορα ποσά της τάξης των 130.000- 150.000  δολαρίων ΗΠΑ ετησίως, επιπλέον   δε δεν προέβη εγκαίρως σε καταγγελία της σύμβασης πίστωσης ήδη από το έτος 2009, αν και  γνώριζε την αδυναμία της πρώτης εναγόμενης να προβεί στην εκπλήρωση των συμβατικών εξ αυτής υποχρεώσεων της,  τέλος δε, το ενάγον για πρώτη φορά την όχλησε για την καταβολή των οφειλομένων τον Δεκέμβριο του έτους 2012, διεκδίκησε δε δικαστικά την απαίτηση του τον Ιανουάριο του έτους 2015. Η ένσταση αυτή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, επειδή κατά τα εκτιθέμενα καθ’όλο το αναφερόμενο χρονικό διάστημα από 2009 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2011 τα διάδικα μέρη και συγκεκριμένα η δικαιοπάροχος του ενάγοντος, πιστώτρια τράπεζα, και η πρώτη εναγόμενη βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, και δη με πρωτοβουλία των εναγομένων, δίχως ο δεύτερος εναγόμενος να ισχυρίζεται παύση, κατά τον ίδιο χρόνο, των καταβολών και μη εξυπηρέτηση της σύμβασης πίστωσης από τη πρώτη εναγόμενη,  αντιθέτως δε, αναφέρει ότι οι καταβολές σταμάτησαν τον Αύγουστο του έτους 2011, ενώ περαιτέρω και σε κάθε περίπτωση δεν  επεξηγεί τον λόγο, για τον οποίο η τυχόν δικαστική επιδίωξη σε βάρος της πρωτοφειλέτιδος πιστούχου της ένδικης αξίωσης θα απέβαινε αποτελεσματική σε προγενέστερο της άσκησης της αγωγής χρόνο, παρά  μόνον γίνεται λόγος για ενεργά κατά το έτος 2011 συμβόλαια διαχείρισης πλοίων, δίχως ωστόσο αυτά να αναφέρονται συγκεκριμένα ,  ούτε και πότε  έληξαν (πριν ή μετά τον Αύγουστο του έτους 2011). Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε το ίδιο και απέρριψε την ένσταση ως μη νόμιμη, έστω και με  ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα,  ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε τη σχετική διάταξη ουσιαστικού δικαίου, και ο ερευνώμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος.
  2. IV. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων, που περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: με την υπ’αρίθμ. Κ2-4811/21-6-2010 απόφαση του υφυπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ 5635/22-6-2010) η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “……….”, μετονομάστηκε σε «……..», στη θέση   της οποίας υπεισήλθε εν συνεχεία η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..» (άρθρο 63 του ν. 3601/2007 ,ΦΕΚ Β 2856/17-12-2011). Ακολούθως, δυνάμει της υπ’αριθμ. 2124/Β95/18-1-2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β 74/18-1-2013) συστάθηκε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα  με την επωνυμία «………..», το οποίο έλαβε άδεια λειτουργίας βάσει της από 18-1-2013 απόφασης της Επιτροπής Μέσων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ με την από 18-1-2013 απόφαση της τελευταίας ανακλήθηκε η άδεια του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, τέθηκε αυτό υπό ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, ως ισχύει, και επιτρέπεται πλέον να διενεργεί μόνον πράξεις που υπηρετούν το σκοπό της εκκαθάρισης.  Η ίδια ως άνω υπουργική απόφαση εξάλλου προσδιορίζει τα μεταβιβαζόμενα και μη μεταβιβαζόμενα προς το Νέο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Ελλάδος ΑΕ περιουσιακά στοιχεία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Μεταξύ των μη μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων που παραμένουν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο υπό ειδική εκκαθάριση περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και οι έννομες σχέσεις του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου έναντι πελατών του από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις, που αφορούν οφειλές, και εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερίας άνω των 90 ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής. Στις ως άνω απαιτήσεις του ενάγοντος περιλαμβάνονται και οι επίδικες σε βάρος των εναγομένων ως πρωτοφειλέτιδος πιστούχου και εγγυητή σύμβασης πίστωσης, αντίστοιχα. Ειδικότερα, με τη με αριθμό ……/5-2-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που υπογράφηκε μεταξύ αφενός της ως άνω δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, τραπεζικής εταιρίας, με την επωνυμία “………..”, και αφετέρου της πρώτης εναγόμενης, αλλοδαπής εταιρίας με  έδρα στον Παναμά,  νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα,  και του δεύτερου εναγόμενου, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενου εγγυητή, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις μεταγενέστερες πρόσθετες πράξεις με αριθμούς …./Α/31-3-2009 και …./16-11-2009, με τις οποίες το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε  σε 3%, η ως άνω πιστώτρια τράπεζα χορήγησε εντόκως στη πρώτη εναγόμενη πίστωση μέχρι του ποσού των 1.000.000 ευρώ  ή το ισόποσο του σε δολάρια ΗΠΑ για την κάλυψη των αναγκών της. Προς εξυπηρέτηση της πίστωσης αυτής τηρήθηκαν οι με αριθμούς … σε ευρώ και … σε δολάρια ΗΠΑ λογαριασμοί. Ειδικότερα, με την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκαν τα εξής : ο τόκος να υπολογίζεται τοκαριθμικά με βάση έως 360 ημερών επί του πραγματικού ημερήσιου χρεωστικού υπόλοιπου της πίστωσης, η περίοδος εκτοκισμού κάθε εκταμίευσης να αρχίζει κατά την ημέρα της ανάληψης του ποσού της χορήγησης της, ενώ κάθε μεταγενέστερη περίοδος εκτοκισμού συμφωνήθηκε να ξεκινά την επόμενη της λήξης της προηγουμένης περιόδου εκτοκισμού της συγκεκριμένης χορήγησης. Ο λογαριασμός της πίστωσης ορίστηκε  να κλείνει περιοδικά σύμφωνα με το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ ανά εξάμηνο στις 30.6 και 31.12 κάθε έτους, ο δε τόκος ορίστηκε πληρωτέος τη τελευταία ημέρα κάθε περιόδου εκτοκισμού ή σε ενδιάμεση ημερομηνία, αν συνέπιπτε με την ημερομηνία της καθοιονδήποτε τρόπο λήξης της πίστωσης, χωρίς ειδοποίηση ή όχληση της πιστούχου. Οι τόκοι συμφωνήθηκε να υπολογίζονται σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα με επιτόκιο που θα προκύπτει από το άθροισμα των αναφερόμενων στοιχείων στον όρο 4.7 της σύμβασης πίστωσης. Ακόμη, με σχετικό όρο της σύμβασης συμφωνήθηκε η ανά εξάμηνο ή και σε μικρότερα διαστήματα, κατ’ επιλογή της Τράπεζας  έγγραφη ενημέρωση της πιστούχου σχετικά με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού καθώς και τους χρεωστικούς τόκους,   την ακρίβεια του οποίου (λογαριασμού) λογίζεται ότι η τελευταία αναγνωρίζει εάν δεν διατυπώσει εγγράφως επιφύλαξη εντός 30 ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης, ενώ σε περίπτωση υπερημερίας της πιστούχου η τράπεζα δικαιούται και χωρίς  προηγούμενη  ειδοποίηση να μεταφέρει το οφειλόμενο ποσό σε χωριστό λογαριασμό, οπότε και θα οφείλεται επ’αυτού ο αντίστοιχος τόκος υπερημερίας, υπολογιζόμενος με βάση το συμβατικό επιτόκιο προσαυξανόμενο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες. Περαιτέρω, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού των τόκων, αυτό ορίστηκε να καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό  και να οφείλονται επ΄ αυτού στο εξής τόκοι υπερημερίας με το επιτόκιο του όρου 8.1 από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης χωρίς προηγουμένη ειδοποίηση ή όχληση της πιστούχου, οι τόκοι δε αυτοί καθυστέρησης θα προστίθενται στο χρεωστικό κατάλοιπο της πίστωσης ανά εξάμηνο, επερχόμενου έτσι ανατοκισμού, που συμφωνήθηκε ρητά με  (όρος 8.2) Ακόμη, η τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη πίστωση και να τη κλείσει οριστικά  οποτεδήποτε, μεταξύ άλλων και σε περίπτωση παράβασης οιοδήποτε όρου της σύμβασης ουσιώδους μείωσης της οικονομικής επιφάνειας  ή περιορισμού του κύκλου εργασιών και των αποτελεσμάτων χρήσης ή αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας της πιστούχου  ή και του εγγυητή (όρος 10.1) Σε περίπτωση συνδρομής οιοδήποτε λόγου καταγγελίας της πίστωσης η τράπεζα δικαιούται περαιτέρω να κηρύξει αμέσως απαιτητό το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, να αξιώσει την εξόφληση ολόκληρου του ανεξόφλητου ποσού του κεφαλαίου μαζί με τους τόκους, προμήθειες και άλλες επιβαρύνσεις  ή να περιορίζει το όριο της πίστωσης στο ποσό που έχει ήδη αναληφθεί (όρος 10.2) Το εκάστοτε συνολικό ληξιπρόθεσμο χρεωστικό υπόλοιπο που προκύπτει φέρεται σε χρέωση του αλληλόχρεου λογαριασμού που τηρείται για την εξυπηρέτηση της πίστωσης από την ημέρα που καθίσταται ληξιπρόθεσμο και εφεξής λογίζεται σε αυτό τόκος υπολογιζόμενος με το επιτόκιο υπερημερίας του όρου 8.1 (όρος 10.3). Ακόμη, συμφωνήθηκε ότι, σε περίπτωση καταγγελίας και οριστικού κλεισίματος της πίστωσης, το συνολικό κατάλοιπο της θα μεταφέρεται σε λογαριασμό καθυστέρησης σε αντίστοιχο ποσό σε ευρώ σε περίπτωση που έγινε χρήση σε διαφορετικό νόμισμα, η δε πιστούχος θα περιέρχεται  αυτοδίκαια και χωρίς ειδοποίηση σε υπερημερία και θα οφείλει για το κατάλοιπο τον τόκο υπερημερίας του όρου 9.1., ενώ πλήρη  απόδειξη για τις απαιτήσεις της από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης θα αποτελεί το απόσπασμα από τα επίσημα λογιστικά βιβλία της τράπεζας  (όρος 11.2) . Τέλος, οι ως άνω όροι της σύμβασης ορίστηκε να διατηρούνται σε ισχύ και μετά το κλείσιμο των λογαριασμών (όρος 11.2)  Περαιτέρω, ο δεύτερος εναγόμενος, εγγυήθηκε ανεπιφύλακτα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της πίστωσης καθώς και των τόκων, προμηθειών, επιβαρύνσεων και εξόδων και γενικά την εκπλήρωση εκ μέρους της πιστούχου όλων των υποχρεώσεων που ανέλαβε, ενεχόμενος εις ολόκληρον και αλληλεγγύως με αυτή,  ως αυτοφειλέτης  (όρος 16.1) παραιτούμενος  από την ένσταση δίζησης και το δικαίωμα, που προβλέπεται στο άρθρο 853 ΑΚ. Τέλος, εγγυήθηκε ότι οιαδήποτε αναγνώριση από τη πιστούχο της οφειλής της, ακόμη και μελλοντικής,  υποχρεώνει και τον ίδιο και αποδέχθηκε κάθε μεταβολή όρων της σύμβασης καθώς και τον περιορισμό ή την αύξηση του ποσού της πίστωσης οποτεδήποτε, μετά από σύμβαση μεταξύ  της πιστούχου και της πιστώτριας. Κατά παράβαση, όμως, των συμφωνηθέντων, οι εναγόμενοι δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι της πιστώτριας και δεν κατέβαλαν τα οφειλόμενα σε αυτήν ποσά με αποτέλεσμα να καταστούν υπερήμεροι οφειλέτες της. Για τον λόγο αυτό με την από 27-12-2012 εξώδικη δήλωση-όχληση  του ενάγοντος, που εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είχε υποκατασταθεί στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχικής πιστώτριας από την  επίδικη σύμβαση πίστωσης, η οποία επιδόθηκε νόμιμα στην πρώτη εναγόμενη,(βλ. την με αριθμό ……/7-1-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….), κάλεσε τους εναγόμενους να του καταβάλουν εντός 15 ημερών από την ειδοποίηση  του τα αναφερόμενα σε αυτή ληξιπρόθεσμα ποσά και τους δήλωσε ότι σε διαφορετική περίπτωση θα κήρυττε ολόκληρη την πίστωση, τους δεδουλευμένους τόκους επ’αυτής και οποιοδήποτε άλλο χρηματικό ποσό δυνάμει του άρθρου 10 της σύμβασης αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Εντούτοις, αυτοί  δεν συμμορφώθηκαν, με αποτέλεσμα το ενάγον να τους αποστείλει την από 29-7-2013 εξώδικη δήλωση –πρόσκληση του, που τους επιδόθηκε νόμιμα (βλ. τις με αριθμούς ….. και …../31-7-2013 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικ. επιμελητή)  και τους δήλωνε ότι, όπως είχε το δικαίωμα κατά τους όρους της σύμβασης, στις 10-7-2013 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης και οριστικό  κλείσιμο  των λογαριασμών, εκ των οποίων ο μεν πρώτος εμφάνιζε  χρεωστικό υπόλοιπο 437.023,91 ευρώ και ο δεύτερος 849.783,84 δολάρια ΗΠΑ, και τους καλούσε να προβούν στην άμεση εξόφληση του χρέους τους αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, νομιμότοκα με το ισχύον  επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη του κλεισίματος, ήτοι από 11-7-2013 μέχρι την εξόφληση, πλέον εξόδων. Και πάλι, όμως, οι εναγόμενοι σε ουδεμία καταβολή έναντι της επίδικης οφειλής προέβησαν  με συνέπεια  αυτοί να οφείλουν πλέον (κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής στις 20-1-2015) το συνολικό ποσό των 437.102,70 ευρώ και 849.783,84 δολαρίων ΗΠΑ ή το ισόποσο του 624.7603,26 ευρώ. Τα ανωτέρω προκύπτουν με σαφήνεια από την κίνηση των ως άνω λογαριασμών που εξυπηρετούσαν την πίστωση από την ημερομηνία της πρώτης χρήσης αυτής  έως 31-12-2014 και αποδεικνύονται από τα ακριβή με ημερομηνία εκτύπωσης 31-12-2014 αντίγραφα κίνησης τους, που έχουν εξαχθεί από τα μηχανογραφικώς τηρούμενα εμπορικά βιβλία του  ενάγοντος, υπογραμμένα από το νόμιμα εξουσιοδοτημένο προς τούτο με το από 1-8-2013 πρακτικό υπάλληλο του, ………., που βεβαιώνει και το γνήσιο της εκτύπωσης, τα οποία αποτελούν σύμφωνα και με τον ως άνω συμβατικό όρο απόδειξη για το σύνολο της οφειλής των εναγομένων. Το ποσό, άλλωστε αυτής (οφειλής) δεν αμφισβητείται ειδικώς με λόγο έφεσης από τους εκκαλούντες.   Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος εναγόμενος μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2011 ήταν μοναδικός μέτοχος και διευθύνων Σύμβουλος της πρώτης εναγόμενης, η οποία μαζί με την εταιρία …., ομοίως διαχειρίστρια πλοίων ,και . …. ανήκαν στον ίδιο όμιλο εταιριών, συμφερόντων του δεύτερου εναγομένου και του ……. (βλ. κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, σελ. 89 και 99, και του μάρτυρα των εναγομένων σελ 106 και 113 των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης  του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου). Το έτος 2009 οι ως άνω εταιρίες, που είχαν λάβει πίστωση  από την δικαιοπάροχο του ενάγοντος, τραπεζική εταιρία, με συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού ,ξεκίνησαν να διαπραγματεύονται μέσω του ……., υπαλλήλου, αμφοτέρων των εταιριών, πρωτοδικώς εξετασθέντα ενόρκως μάρτυρα, την αναδιάρθρωση των συμβάσεων πίστωσης, ενόψει και της δυσμενούς  οικονομικής συγκυρίας στο τομέα της ναυτιλίας. Συγκεκριμένα, στις αρχές του έτους 2009 πρότειναν σε αυτήν την παροχή περαιτέρω εγγυήσεων εκ μέρους της έτερης εταιρίας  του ομίλου  «. …», και ακολούθως, τον Νοέμβριο του έτους 2009, την αναδοχή της σύμβασης πίστωσης  από την εταιρία με την επωνυμία «.. . ..», που ήταν εταιρία διαχείρισης πλοίων   εισηγμένη στο χρηματιστήριο NASDAQ της Νέας Υόρκης, και είχε αναλάβει τη διαχείριση των τάνκερ της εταιρίας «.. ..», και των εννέα τάνκερ, δύο πλοίων κοντέινερ και τριών πλοίων ξηρού φορτίου της εταιρίας «…»  και μετέπειτα «. .  …»,  ενώ τέλος,  τον Ιούνιο του έτους 2010 πρότειναν σε αυτήν την ανάληψη του χρέους από την ως άνω εταιρία  «.. …», με την εγγύηση  της εταιρίας  «. .  …», η οποία ακολούθως θα αναλάμβανε και την επίδικη  σύμβαση πίστωσης, υποκαθιστώντας σε αυτήν τη πρώτη εναγόμενη. Τις ως άνω προτάσεις των οφειλετριών εταιρειών η πιστώτρια τράπεζα απέρριψε πρωτίστως, επειδή,  αυτές ζητούσαν την άρση των προσωπικών εγγυήσεων των μετόχων τους, δηλαδή του δεύτερου εναγόμενου και του ……., ενώ περαιτέρω η προτεινόμενη να αναλάβει το χρέος εταιρία «…….», σύμφωνα με την ετήσια αναφορά έτους 2009 της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ΗΠΑ ήταν ζημιογόνος (καθαρή ζημία άνω των 35.000.000 δολαρίων ΗΠΑ, όπως και το έτος 2014 (καθαρή ζημία άνω των 38.000.000 δολαρίων ΗΠΑ) (βλ. σχετικά προσκομιζόμενα έγγραφα). Περί τούτου, κατέθεσε με σαφήνεια ο μάρτυς του ενάγοντος, ενώ  το περιεχόμενο των προτάσεων των οφειλετριών προκύπτει και από τη προσκομιζόμενη αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν μέχρι την καταγγελία της σύμβασης από το ενάγον, ενώ και ο μάρτυς των εναγόμενων κατέθεσε ότι οι εταιρίες ζήτησαν από το τελευταίο να μη προβεί σε δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων του σε βάρος τους αλλά να τις δώσει πίστωση χρόνου (σελ. 117 πρακτικών). Εξάλλου, ο δεύτερος εναγόμενος μεταβίβασε τις μετοχές του στη πρώτη εναγόμενη το καλοκαίρι του έτους 2011,  ενώ η συνεργασία του με τον …… έληξε τέλη του ίδιου έτους  (βλ. 117 σελίδα πρακτικών). Μέχρι τότε δε, γνώριζε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, την εξέλιξη της σύμβασης πίστωσης, καθόσον ήταν ο μοναδικός εταίρος και διευθύνων σύμβουλος της πρώτης εναγόμενης, αλλά και των διαπραγματεύσεων για την αναδιάρθρωση της, όπως σαφώς συνάγεται και από τον προταθέντα στη πιστώτρια όρο για άρση της προσωπικής του εγγύησης για το απορρέον από αυτήν χρέος. Επομένως, ο ισχυρισμός του ότι αυτός είχε πλήρη άγνοια της οφειλής της πρωτοφειλέτιδος εταιρίας για όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν ευσταθεί, ενώ όπως παραδέχεται του κοινοποιήθηκε και η εξώδικη όχληση του ενάγοντος για το επίδικο χρέος στις 7-1-2013 αλλά και η καταγγελία της σύμβασης στις 31-7-2013. Μετά ταύτα, αβάσιμη τυγχάνει και ως τέτοια απορριπτέα η προβληθείσα εκ μέρους του πρωτοδίκως ένσταση 288 ΑΚ λόγω μη πληροφόρησης του από το ενάγον για την κατάσταση του χρέους του, την οποία επαναφέρει παραδεκτά με τον τρίτο λόγο της ένδικης έφεσης. Επομένως, και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την απέρριψε σιγή δεν έσφαλε και ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη και να επιβληθούν  τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το διατακτικό, ενώ ως προς το παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που αυτοί προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της έφεσης,  πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους   την έφεση κατά της με αριθμό 3956/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία της .

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων με αριθμούς ……../2015 σειράς Α ΤΑΧΔΙΚ και  ……../2016 σειράς Α Δημοσίου.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες  στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού  εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις    15 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ