Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 137/2018

Αριθμός    137/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 16.03.2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …./27.03.2017, ειδ. αριθμ. καταθ. …./27.03.2017) έφεση της καθής η ανακοπή ερημοδικίας – ενάγουσας κατά της ανακόπτουσας – εναγομένης και της υπ΄ αριθμ. 601/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα) με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, κατά την τακτική διαδικασία, την από 16.05.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …/30.06.2016, ειδ. αριθμ. καταθ. …./30.06.2016) ανακοπή ερημοδικίας, κάνοντας αυτή τυπικά και κατ΄ ουσίαν δεκτή, και, ακολούθως, την από 02.03.2015 (γεν. αριθμ. καταθ. …/23.03.2015, ειδ. αριθμ. καταθ. …./23.03.2015), απορρίπτοντας αυτή ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως με μέριμνα κάποιου από τα διάδικα μέρη. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 4 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533§1 ΚΠολΔ).
  2. Η ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης («……..») ζήτησε με την από 02.03.2015 αγωγή της που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) και στράφηκε κατά της εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας («………..»), νόμιμα εκπροσωπούμενης στην Ελλάδα από την διαχειρίστριά της εταιρεία («……….»), να υποχρεωθεί αυτή (εναγόμενη) να της καταβάλει νομιμοτόκως ποσό 170.366,50€, το οποίο αποτελούσε εργολαβική αμοιβή της για την εκ μέρους της διενέργεια επισκευαστικών εργασιών στο Φ/Γ πλοίο, με το όνομα «F», πλοιοκτησίας αυτής (εναγόμενης).
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την ανωτέρω αγωγή, ερήμην της εναγόμενης, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 17.11.2015, και με την υπ΄ αριθμ. 209/2016 οριστική απόφασή του έκανε αυτή δεκτή ως παραδεκτή, νόμιμη, κατ΄ ουσίαν βάσιμη υποχρέωσε δε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό με τον νόμιμο τόκο από της επομένης της επιδόσεως της αγωγής ως και τα δικαστικά έξοδα, ποσού 7.500,00€.
  1. Κατά της αποφάσεως αυτής η ερημοδικασθείσα εναγόμενη άσκησε την από 16-05-2016 ανακοπή ερημοδικίας επικαλούμενη ακύρως χωρήσασα ερημοδικία και ζήτησε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της ανακοπής της, την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης αποφάσεως, την απόρριψη της από 02.03.2015 αγωγής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων εις βάρος της αντιδίκου της.
  2. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την ανωτέρω ανακοπή ερημοδικίας κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων και με την υπ΄ αριθμ. 601/2017 οριστική απόφασή του δέχθηκε αυτή (ανακοπή ερημοδικίας) τυπικά και κατ΄ ουσίαν, εξαφάνισε την ανακοπτόμενη ερήμην απόφαση, εκδίκασε την από 02.03.2015 αγωγή και απέρριψε αυτή ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν, δεχθέν προβληθείσα από την ανακόπτουσα – εναγόμενη ένσταση παραγραφής κατά της αγωγικής αξιώσεως από το άρθρο 289 αριθμ. 3 ΚΙΝΔ, και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις β΄άρος της καθής η ανακοπή ερημοδικίας – ενάγουσας.
  3. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται με την ένδικη έφεσή της η καθής η ανακοπή ερημοδικίας – ενάγουσα αποδίδοντάς της εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου τόσο σε σχέση με την κρίση της για το ότι χώρησε άκυρη ερημοδικία κατά την συζήτηση της αγωγής της επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 209/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και σε σχέση με τις κρίσεις της ότι η αγωγική αξίωση έχει υποκύψει σε παραγραφή και, σε κάθε περίπτωση, η παραγραφή αυτή δεν διακόπηκε με την αναγνώριση εκ μέρους της αντιδίκου της της υπάρξεως και της εκτάσεως της αγωγικής αξιώσεως. Ζητεί δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς της, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, την απόρριψη αυτής, άλλως, σε περίπτωση εκφοράς κρίσεως περί της ορθότητας της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αναφορικά με την παραδοχή της ανακοπής ερημοδικίας, την αναδίκαση της αγωγής και την παραδοχή αυτής στο σύνολό της ως και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος της αντιδίκου της.
  • Στην σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει την συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει, επιπλέον, την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (B.I.M.C.O.) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για την διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με την σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο την διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει την συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από την διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται την δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και, κατ΄ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕΠ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824 = ΕΝΔ 2013.110 = ΕΕμπΔ 2013.950 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 77/2008 ΕΝΔ 2008.211 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373,  940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931 = α΄δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος).  Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί την σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 5/2012 Πειρ Νομ 2012.168 = ΕΝΔ 2013.12 = Αρμ 2013.1053 όπου και παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος,  468/2011 ΕΝΔ 2011.39 = ΕΕμπΔ 2012.681 = Αρμ 2012.1288 όπου και παρατηρήσεις Α. Μπεχλιβάνη = Ε7 2012.111 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 832/2008 ΕΝΔ 2009.13 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ΄ άρθρο 105§1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005, § 28, σελ. 137). Περαιτέρω, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με σχέση εντολής, είναι, βάσει αυτής, αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας) κατ΄  άρθρο 211 ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ΄ αυτή (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγω εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (ΕΠ 299/2006 ΕΝαυτΔ 2007.39 = ΕΕμπΔ 2007.676 = τ.ν.π. Νόμος όπου και εκτενείς παραπομπές στην νομολογία). Εφόσον, λοιπόν, ο  ναυτικός  πράκτορας του πλοίου είναι δεκτικός κατ΄ άρθρο 713 ΑΚ επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει δικογράφων, πολύ περισσότερο την δυνατότητα αυτή την έχει η διαχειρίστρια των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας αφού η πρώτη (διαχειρίστρια) έχει την γενική διαχείριση σε έκταση τουλάχιστον ίση και συνήθως μεγαλύτερη εκείνης του ναυτικού πράκτορα, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά κανόνα, η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων.  Εξάλλου, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ΄ αυτήν (άρθρο 1 ν. 791/1978). Την διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28  ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕΠ 77/2008 οπ. π., Α. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δ.Σ.Π., 1994, σελ. 437 επόμ. και ιδίως σελ. 443-449).  Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 289  ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνονται και εκείνες, οι οποίες προέρχονται από την ναυπήγηση, επισκευή, εξοπλισμό ή εφοδιασμό πλοίου, κατά δε το άρθρο 291§1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 251 και 253  ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251 οριζόμενη, αφετηρία αυτής. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 261 και 270§1  ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ως τέτοια δε πράξη νοείται εκείνη που είναι  αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση και περάτωση της δίκης, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε έως την διακοπή από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Τέλος, στο άρθρο 270§2 ΑΚ ορίζεται ότι για τις αξιώσεις, ειδικότερα, του άρθρου 250 η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, από τις οποίες οι του ΑΚ έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ, επί διακοπής της παραπάνω ετησίας παραγραφής αυτών με την έγερση της σχετικής αγωγής, η νέα παραγραφή αρχίζει, όχι αμέσως από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αλλά από την λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα η διαδικαστική αυτή πράξη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270§2  ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του, ως προς το θέμα αυτό, κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη, που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας, μετά την διακοπή της προαναφερομένης παραγραφής (ΟλΑΠ 15/1992  ΕλλΔνη 1992.765 = ΕΕμπΔ 1993.100 = ΕΝαυτΔ 1992.145 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, ΑΠ 600/2013 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος, 1285/2012 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΠολΔ 2013.345 = ΕπισκΕμπΔ 2012. 948 = ΧΡΗΔΙΚ 2012.451, 369/2010 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕπισκΕμπΔ 2010.783 = ΕΤΡΑΞΧΡΔ 2010.958, ΕΠ 539/2015 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 261, 270§1 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 277 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί, προκύπτει ότι, όπως η πρόταση παραγραφής αποτελεί αντικείμενο ενστάσεως, έτσι και η πρόταση διακοπής αυτής (παραγραφής) αποτελεί αντένσταση κατά της παραπάνω ενστάσεως, με την προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος στην αντένσταση αυτή, που επίσης δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη, ισχυρισμός έχει τα στοιχεία που απαιτούνται από τον νόμο για το ως άνω επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα της παρακώλυσης γέννησης ή άσκησης ή κατάλυσης μεταγενέστερα του επιδίκου δικαιώματος. Για την πληρότητα της αντενστάσεως διακοπής της παραγραφής δεν αρκεί μόνο η έκθεση γεγονότων που γίνεται προς θεμελίωση άλλης ενστάσεως ή άλλου ισχυρισμού, αφού δεν αναπληρώνεται και το αίτημα που πρέπει αναγκαίως να περιέχει η αντένσταση διακοπής της παραγραφής για απόρριψη της ενστάσεως παραγραφής λόγω διακοπής και μη συμπληρώσεως αυτής (ΑΠ 1497/2008 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος,  285/2005 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 539/2015 οπ. π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Για την αναγνώριση αυτή, που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και δεν υπόκειται σε κάποιον τύπο, ούτε είναι ανάγκη να φέρει τον χαρακτήρα δικαιοπραξίας, αρκεί κάθε ενέργεια (συμπεριφορά) του οφειλέτη έναντι του δανειστή, ενέργεια, δηλαδή, προερχομένη μόνο από τον οφειλέτη  απευθυνομένη και περιερχομένη στον δανειστή, που μαρτυρεί ότι αυτός, έχοντας επίγνωση της αξιώσεως του δανειστή, θεωρεί αυτήν ως αναμφισβήτητα υφισταμένη, ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής. Εκ τούτου παρέπεται ότι τυχόν μονομερής ενέργεια του δανειστή, ακόμα και αν αυτή έχει σχέση προς το χρέος, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ως αναγνώριση αυτού από τον οφειλέτη. Έτσι δεν αποτελεί αναγνώριση του χρέους ούτε η σιωπή του οφειλέτη έναντι του οχλήσαντος δανειστή, ούτε η μη απόκρουση της οχλήσεως. Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου, ο ισχυρισμός δε για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση κατά της τελευταίας, προτεινομένη από τον δικαιούχο της αξιώσεως (ΑΠ 1052/2013 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΧΡΙΔ 2014.23, 251/2013 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕΕμπΔ 2013.869 = ΕπισκΕμπΔ 2013.349 = Αρμ. 2014.240,  1018/2011 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΕ 2011.927 = ΝοΒ 2011.1520 = ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2012.204, 1666/2010 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕπισκΕμπΔ 2011.419,  232/2010 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΔΕΕ 2010.1073 = ΕΕμπΔ 2011.147 = ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2011.147 = ΕλλΔνη 2011.1352, ΕΠ 539/2015 οπ. π.). Ο θεσμός της παραγραφής, τέλος, είναι δημόσιας τάξεως, γιατί εξυπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών και την βεβαιότητα του δικαίου, ενώ η καθιέρωση από το προαναφερθέν άρθρο της ως άνω ενιαύσιας παραγραφής υπηρετεί επιπλέον την ανάγκη ταχύτερης εκκαθαρίσεως των σχετικών υποθέσεων και δεν ενέχει περιορισμό του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας (άρθρο 20§1 Σ), δεδομένου μάλιστα ότι η επίκληση της παραγραφής αυτής μπορεί, με την συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων, να αντιμετωπισθεί με τις αντενστάσεις για κατάχρηση δικαιώματος ή για αναστολή της (ΑΠ 64/2011 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 2011.1356 = ΕΠΙΔΙΚΙΑ 2012.13,  603/2006 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος, 240/2004 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος = ΕλλΔνη 2005.410 = ΕΕμπΔ 2005.741 ).
  • Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεσή του περιέχεται στην από 01.11.2016 έκθεση απομαγνητοφωνήσεως των πρακτικών της συνεδριάσεως, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ………, που εξετάστηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. και του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αφού τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία (βλ. τις προσκομιζόμενες με νόμιμη επίκληση με στοιχεία …./15.11.2017, ….΄/08.11.2017 και …..΄/08.11.2017 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών του Εφετείου Πειραιώς ………..), συνταγεισών των υπ΄ αριθμ. ………. ένορκων βεβαιώσεων, και το σύνολο, όλων ανεξαιρέτως, των εγγράφων (στο οποίο συγκαταλέγονται, επισκοπηθείσες, φωτογραφίες), τα οποία τα διάδικα μέρη προσκομίζουν νομίμως και επικαλούνται είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2013, η εφεσίβλητη – ανακόπτουσα – εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία (στο εξής, για λόγους συντομίας, θα αναφέρεται ως πλοιοκτήτρια), που είχε έδρα στις Νήσους Μάρσαλ, απέκτησε με αγορά από την έως τότε πλοιοκτήτριά του το πετρελαιοφόρο γενικού τύπου πλοίο, με το όνομα «PI», το οποίο μετονόμασε σε «FI» και ενέγραψε στο νηολόγιο του Παναμά. Το πλοίο είχε αριθμό Ι.Μ.Ο. …., Δ.Δ.Σ. …., ολική χωρητικότητα 3972 τόνους, χωρητικότητα εκτοπίσματος 4470 τόνους και είχε κατασκευαστεί το έτος 1992. Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι με την υπ΄ αριθμ. 3122.1/4743/01/24.01.2014 (Φ.Ε.Κ. 231/Β/05.02.2014) απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου εγκρίθηκε η εγκατάσταση στην Ελλάδα γραφείου της εδρεύουσας στις Νήσους Μάρσαλ εταιρείας, με την επωνυμία «…….». Στην εν λόγω εταιρεία η πλοιοκτήτρια του προαναφερόμενου πλοίου ανέθεσε την τεχνική και εμπορική διαχείρισή του με την από 07.01.2014, εγγράφως καταρτισθείσα, σύμβαση διαχειρίσεως. Τον μήνα Απρίλιο του έτους 2014, η διαχειρίστρια του πλοίου εταιρεία ανέθεσε στην εκκαλούσα – καθής η ανακοπή – ενάγουσα ημεδαπή εταιρεία στο εξής, για λόγους συντομίας, θα αναφέρεται ως η επισκευάστρια), που είχε και έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την διενέργεια επισκευαστικών εργασιών σε πλοία, την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών σε αυτό (διαχειριζόμενο πλοίο), οι οποίες περατώθηκαν στις 25.06.2014. Ακολούθως, το πλοίο επανήρχισε τους πλόες του και στις 13.11.2014, με πρωτοβουλία της πλοιοκτήτριας, διαγράφηκε από το νηολόγιο του Παναμά λόγω πωλήσεως με σκοπό την διάλυση. Για το γεγονός της παύσεως της διαχειρίσεως του πλοίου ενημερώθηκε η αρμόδια αρχή στις 19.11.2014 με πρωτοβουλία της διαχειρίστριας εταιρείας, της οποίας η άδεια εγκαταστάσεως γραφείου της στην Ελλάδα ανακλήθηκε με την υπ΄ αριθμ. 2212.2 – 1/4743/7534/02.09.2016, νομίμως αναρτηθείσα στο διαδίκτυο, απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, λόγω μη καταθέσεως στην αρμόδια αρχή στοιχείων δραστηριότητάς της για το έτος 2015. Στο μεταξύ, η επισκευάστρια, ισχυριζόμενη ότι δικαιούται να λάβει από την πλοιοκτήτρια ποσό 153.405,50€ ως υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της για τις πραγματοποιηθείσες στο πλοίο επισκευαστικές εργασίες, υπέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) την από 25.06.2014 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./26.06.2014) αίτηση για την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως του πλοίου μέχρι το ποσό των 200.00,00€. Το προαναφερόμενο Δικαστήριο, με την υπ΄ αριθμ. 332/24.02.2015 απόφασή του,  δέχθηκε την αίτηση της επισκευάστριας, διέταξε την συντηρητική κατάσχεση του πλοίου προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της αιτούσας μέχρι το ποσό των 145.000,00€ και παρέσχε την ευχέρεια στην πλοιοκτήτρια να ματαιώσει την επιβολή του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου στο πλοίο, ενόψει του ότι η επιβολή αυτού θα εμπόδιζε τον απόπλου του πλοίου, με την κατάθεση αρμοδίως ισόποσης τραπεζικής εγγυητικής επιστολής. Η πλοιοκτήτρια έκανε χρήση αυτής της ευχέρειας και το πλοίο επανήρχισε τους πλόες του έως το χρονικό σημείο της αποσύρσεώς του από τις θαλάσσιες αποστολές. Μετά ταύτα, η επισκευάστρια ήγειρε την από 02.03.2015 αγωγή της την οποία επέδωσε στην διαχειρίστρια εταιρεία στις 24.03.2015 (βλ. την με στοιχεία …/24.02.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………). Ενώ, λοιπόν, η τακτική δικαστική διαδικασία είχε ξεκινήσει, στο τέλος του μήνα Μαρτίου ή στην αρχή του μήνα Απριλίου του έτους 2015, στο γραφείο της δικηγορικής εταιρεία που χειριζόταν την υπόθεση από πλευράς της πλοιοκτήτριας συναντήθηκαν ο μάρτυρας της επισκευάστριας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πλοιοκτήτριας και συνεργάτης αυτού (δεν αποδείχθηκε πλήρως ότι ήταν ο νυν παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος της πλοιοκτήτριας), η λογίστρια της πλοιοκτήτριας, πρόσωπο (άντρας) φερόμενο ως εκπρόσωπος της πλοιοκτήτριας και ο εκπρόσωπος του γραφείου της διαχειρίστριας στην Ελλάδα για να συζητήσουν για πιθανή συναινετική επίλυση της διαφοράς ενόψει αντιρρήσεων που εκφράστηκαν από την πλοιοκτήτρια για το αξιούμενο ύψος του ποσού της αμοιβής. Στην συνάντηση αυτή υπήρξε πρόταση εκ μέρους της επισκευάστριας για την μερική απομείωση του αξιούμενου χρηματικού ποσού, αλλά απόφαση δεν λήφθηκε πιθανώς λόγω της διαφωνίας της πλοιοκτήτριας για το ύψος του τελικού ποσού. Έκτοτε, τα μέρη δεν είχαν άλλη επαφή για την υπόψη διαφορά. Από τα παραπάνω αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά εξάγονται αβίαστα τα ακόλουθα συμπεράσματα: 1. Η διαχείριση (τεχνική και εμπορική) του ένδικου πλοίου έπαυσε στις 13.11.2014 διότι δεν νοείται διαχείριση αποσυρθέντος, με σκοπό την διάλυση και την ανακύκλωση των υλικών του, πλοίου. Έκτοτε έπαυσε και η ιδιότητα της διαχειρίστριας ως άμεσης αντιπροσώπου της πλοιοκτήτριας και δεκτικής επιδόσεων απευθυνόμενων σε αυτή (πλοιοκτήτρια). Στο αντίθετο συμπέρασμα δεν είναι δυνατό να οδηγήσει η έκδοση από την διαχειρίστρια «ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΑΓΗ Φ.Π.Α.» απευθυνόμενη προς την αρμόδια αρχή σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο της 13.11.2014 και τούτο διότι η ενέργεια αυτή συνιστά ύστερη πράξη σχετιζόμενη με την λήξασα διαχείριση προς άμεσο όφελος της επισκευάστριας. 2. Η παύση της διαχειρίσεως του ένδικου πλοίου κατά τα ανωτέρω είχε ως αποτέλεσμα να μην επιφέρει τις κατά νόμο συνέπειες η γενόμενη στις 24.03.2015 επίδοση της από 02.03.2015 αγωγής και η γενόμενη την αυτή ημέρα (24.03.2015) επίδοση της από 18.04.2015 κλήσεως για την λήψη των υπ΄ αριθμ. …/29.04.2015 και …./29.04.2015 ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς τις οποίες ορθώς δεν έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.  3. Ουδέποτε χώρησε αναγνώριση της απαιτήσεως της επισκευάστριας, κατά την έννοια του άρθρου 260 ΑΚ, και τούτο διότι κατά την γενόμενη συζήτηση για την μεταξύ των διαδίκων διαφορά  η πλοιοκτήτρια δεν συμπεριφέρθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρηθεί από την επισκευάστρια μη αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής, αλλ΄ αντιθέτως, λόγω της αρνητικής στάσεως της πλοιοκτήτριας, η τελευταία (επισκευάστρια) κατέθεσε μετά από βραχύ χρονικό διάστημα, στις 23.03.2015, την ένδικη αγωγή της για την απαίτηση. Και 4. Η παραγραφή της απαιτήσεως της επισκευάστριας άρχισε την 01.01.2015 και συμπληρώθηκε την 01.01.2016 χωρίς, στο μεταξύ, να χωρήσει λόγος διακοπής ή αναστολής της. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι χώρησε άκυρη ερημοδικία της πλοιοκτήτριας κατά την συζήτηση της από 02.03.2015 αγωγής στην δικάσιμο της 17.11.2016 μετά την οποία εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 209/2016 απόφαση, ότι η προβληθείσα ένσταση παραγραφής της πλοιοκτήτριας από το άρθρο 289 αριθμ. 1 ΚΙΝΔ προβλήθηκε παραδεκτά, είναι νόμιμη και κατ΄ ουσίαν βάσιμη καθώς και ότι η αντένσταση διακοπής της παραγραφής από το άρθρο 260 ΑΚ που προβλήθηκε από την επισκευάστρια είναι παραδεκτή και νόμιμη, αλλ΄ αβάσιμη στην ουσία της, ορθώς τον νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις προσκομισθείσες αποδείξεις αξιολόγησε με αποτέλεσμα η γενόμενη τυπικά δεκτή έφεση να είναι αβάσιμη και να αποβαίνει απορριπτέα το δε παράβολο που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκησή της να πρέπει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495§3 εδάφ. προτελευταίο ΚΠολΔ).
  1. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης που νικά, λόγω της απορρίψεως της εφέσεως της αντιδίκου της, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας που ηττάται, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 178, 176, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 16.03.2017 έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 601/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης προσδιορίζει δε το ποσό αυτών σε εξακόσια πενήντα ευρώ (650,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 23 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ