Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 134/2018

Αριθμός   134/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμ.3348/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων ύστερα από αγωγή του ήδη εφεσίβλητου, κατά της ήδη εκκαλούσας, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εναγόμενη-εκκαλούσα, στις 20-8-2014 (βλ. την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………., στο προσκομιζόμενο από την εκκαλούσα επιδοθέν προς αυτήν με επιμέλεια του ενάγοντος ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης) και το δικόγραφο της έφεσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 29-9-2014 (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 στ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 1,147 παρ.2 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση για να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επίσης, για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε παράβολο ποσού διακοσίων (200) ευρώ [βλ. τα παράβολα Δημοσίου, με αριθμούς …….. και τα παράβολα ΤΑΧ.ΔΙΚ, υπ’αριθμ………), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012.

Με την από 30-11-2011 (αρ. κατ. …../2011) αγωγή του, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι με την εναγόμενη, είναι συγκύριοι, αυτός, μεν, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου, η, δε, εναγόμενη, κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, του αναλυτικά περιγραφομένου σ’αυτήν (αγωγή) ακινήτου (οριζόντιας ιδιοκτησίας ισογείου ορόφου πολυκατοικίας), που βρίσκεται στη Δημοτική Ενότητα Νικαίας του Δήμου Νικαίας-Αγ.Ιωάννη Ρέντη της Περιφέρειας Αττικής. Ότι τη συγκυριότητα στο ακίνητο αυτό και κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά ο καθένας απέκτησαν από κληρονομιά της εξ αδιαθέτου αποβιωσάσης την 9-10-2007, συζύγου του ίδιου (ενάγοντος) και μητέρας της εναγόμενης, κληρονομιά, την οποία αποδέχθηκαν, δυνάμει των αναφερόμενων συμβολαιογραφικών εγγράφων, που καταχωρήθηκαν στην κτηματολογική βάση του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας. Με αυτό το ιστορικό και επικαλούμενος ότι η εναγομένη δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή του επίκοινου ακινήτου, η αξία του οποίου κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, ανερχόταν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, στο ποσό των 68.000 ευρώ, ζήτησε, προς το σκοπό λύσεως της κοινωνίας, να διαταχθεί η πώληση του με πλειστηριασμό, ώστε να λάβει κάθε κοινωνός το μέρος του πλειστηριάσματος που αναλογεί στη μερίδα του, λόγω του ότι η αυτούσια διανομή αυτού είναι ανέφικτη, καθώς επίσης να ορισθεί ο αναφερόμενος σ’αυτή (αγωγή) Συμβολαιογράφος, ως υπάλληλος του πλειστηριασμού και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως επαρκώς ορισμένη, δεχόμενο ότι περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα της ιστορικής της βάσης πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά της εναγόμενης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε την πώληση με πλειστηριασμό του ως άνω ακινήτου και τη διανομή του πλείστηριάσματος κατά το λόγο της συγκυριότητας των διαδίκων στο ως άνω ακίνητο. Ήδη κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της, για τους λόγους που αναφέρει σ’ αυτήν και που ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την παραδοχή της έφεσης και την ακύρωση και εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, με σκοπό να απορριφθεί η από 30-11-2011 αγωγή του ενάγοντος.

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, η οποία, όπως προκύπτει από τα άρθρα 785 επ., 1000 και 1113 ΑΚ, μπορεί να προβληθεί και κατά της άσκησης του δικαιώματος περί διανομής κοινού πράγματος, προτείνεται και όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 349/2007, ΕφΑΘ6342/2011). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα -εναγόμενη με τις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε νομίμως κατά την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου συζήτηση της αγωγής, συνομολογώντας την συγκυριότητα αυτής και του ενάγοντος, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά, αντικρούοντας όμως κατά τα λοιπά αυτήν (αγωγή), ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος-ενάγων ασκεί καταχρηστικά την αξίωση του για διανομή του επίκοινου ακινήτου, επικαλούμενη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, πατέρας της έχει οικονομική άνεση, καθώς έχει στην κυριότητα του την αναφερόμενη ακίνητη περιουσία, που του αρκεί για να ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες, για κατοικία, διακοπές, και για κτήση ικανού μηνιαίου εισοδήματος, ότι, περαιτέρω, έχει σταθερό μηνιαίο εισόδημα, από σύνταξη του NAT, είναι κάτοχος πολυτελούς αυτοκινήτου και διαθέτει τραπεζικές καταθέσεις, ύψους 100.000 ευρώ, περίπου. Ότι η δική της οικονομική κατάσταση είναι δυσχερής, διότι έχει δύο μικρά παιδιά και από την εργασία αυτής και του συζύγου της αποκτούν, μόνο τα βασικά προς το ζην. Ότι το κοινό ακίνητο είναι κατασκευής του 1976, περίπου, σε κακή κατάσταση, χωρίς ποτέ να έχει ανακαινισθεί και η αγοραία αξία του δεν υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ και ότι η ίδια, παρά την οικονομική της στενότητα, έχει προσφέρει στον ενάγοντα-εφεσίβλητο πατέρα της την αξία του μεριδίου του, ήτοι, του 1/4 εξ αδιαιρέτου επί του επίκοινου και, συγκεκριμένα, μέσω της δικηγόρου του, του έχει πολλάκις προσφέρει το ποσό των 13.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε συνολική αξία του επίκοινου 52.000 ευρώ και στις αρνήσεις του, ακόμη και να διαπραγματευτεί, η ίδια έχει αυξήσει το προσφερόμενο ποσό έως τις 15.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αξία του επίκοινου 60.000 ευρώ, ποσό το οποίο, δεν πρόκειται να προσφερθεί σε ενδεχόμενο πλειστηριασμό, λόγω του αρνητικού οικονομικού κλίματος και του πασίδηλου ότι σε πλειστηριασμό το προσφερόμενο τίμημα είναι πολύ κατώτερο της εμπορικής αξίας του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου. Ότι η αντικειμενική αξία ολόκληρου του επίκοινου είναι 40.000 ευρώ, περίπου, ενώ είναι γνωστό ότι, πλέον, πολλές μεταβιβάσεις ακινήτων στην Αττική γίνονται σε πραγματικές τιμές, μικρότερες των αντικειμενικών. Με τέτοιο περιεχόμενο η παραπάνω ένσταση είναι μη νόμιμη, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα, για τη θεμελίωση της, επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, δεν καθιστούν την άσκηση της ένδικης αγωγής καταχρηστική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, δεν επικαλείται ορισμένως ότι προηγήθηκε συμπεριφορά του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, τέτοια, που να έχει δημιουργήσει σ” αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμα του προς λύση της κοινωνίας, όπως με συγκεκριμένα περιστατικά περί αδράνειας αυτού, ενώ το ότι τα πλειστηριαζόμενα ακίνητα, πωλούνται σε τιμή πολύ κατώτερη της πραγματικής τους αξίας, αυτό αποτελεί τον κανόνα σε όλες τις υποθέσεις διανομής ακινήτων με πλειστηριασμό και ούτε το γεγονός ότι η άσκηση της αγωγής διανομής είναι οικονομικά ασύμφορη για τους κοινωνούς συνιστά περίπτωση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (πρβλ. και Λίδα Πίψου, Δικαστική Διανομή, εκδ. Σάκκουλα, 2006, § 6.11.5, σ. 135 περ. β’).Εξάλλου, το δικαίωμα του ενάγοντος να επιδιώξει με αγωγή τη δικαστική διανομή του κοινού ακινήτου, δεν αντιβαίνει στην ως άνω διάταξη (ΑΠ 837/1978 ΝοΒ 27, 738), ούτε συνιστά καταχρηστική άσκηση το γεγονός ότι η λύση της κοινωνίας δεν είναι συμφέρουσα για την εναγόμενη, η οποία και ισχυρίζεται ότι πρόσφερε, εξωδίκως, στον ενάγοντα αρχικά, το ποσό των 13.000 ευρώ και στη συνέχεια αυτό των 15.000 ευρώ, ποσό, που αντιστοιχεί σε συνολική αξία του επίκοινου 52.000 και 60.000 ευρώ, αντίστοιχα και το οποίο, λόγω του αρνητικού οικονομικού κλίματος, που επικρατεί, δεν πρόκειται να προσφερθεί σε ενδεχόμενο πλειστηριασμό, (βλ. ad hoc ΕφΑΘ 2237/2003 ΕΔΠολ 2003, 241).Δεν προκαλείται έτσι, η εντύπωση έντονης, σε βάρος της εναγόμενης, αδικίας, λαμβανομένου υπόψιν και του ότι σύμφωνα με τα από την εναγόμενη εκτιθέμενα, το διαμέρισμα στο οποίο κατοικεί με την οικογένεια της, όπως και ένα κατάστημα στο …. Αττικής, επιφάνειας 32τ.μ., που κατά κυριότητα της ανήκει, έχει αποκτήσει από γονική παροχή από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο πατέρα της, η καλή οικονομική κατάσταση του οποίου, ακόμη κι αν είναι αληθής ο σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης, δεν αποτελεί συνεκτιμητέο στοιχείο για την κατάφαση της καταχρηστικής άσκησης της αγωγής διανομής, στοιχείο της οποίας δεν αποτελεί η σύγκριση οικονομικών μεγεθών των κοινωνών. Επομένως, η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που πρότεινε η εναγόμενη είναι μη νόμιμη και απορριπτέα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση, που απέρριψε την πιο πάνω ένσταση της εναγόμενης – εκκαλούσας δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί.

Από την προσήκουσα εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της εναγόμενης, που εξετάσθηκε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/4, ο ενάγων και 3/4, η εναγόμενη, μίας οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) του ισογείου ορόφου, που βρίσκεται στη Δημοτική Ενότητα Νικαίας του Δήμου Νικαίας-Αγ.Ιωάννη Ρέντη της Περιφέρειας Αττικής και επί της οδού ….. Η οριζόντιας αυτή ιδιοκτησίας έχει εμβαδό 68τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 300ο/οο, αποτελείται από σαλόνι, χωλ, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, έτερο κοιτώνα και οφφίς, εμφαίνεται στην από Οκτωβρίου 1983 κάτοψη ισογείου και στον από Οκτωβρίου 1983 πίνακα κατανομής ποσοστών του Πολιτικού Μηχανικού ………., τα οποία προσαρτώνται στο υπ’αριθμ……/1984 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Νικαίας ……, όπως τα σύνορα της εν λόγω οριζόντιας ιδιοκτησίας και της πολυκατοικίας, στην οποία αυτό ανήκει, λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή και επειδή δεν αμφισβητούνται ειδικώς, από την εναγόμενη, συνάγεται, κατ’άρθρ. 261ΚΠολΔ, ως προς αυτά ομολογία. Η ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία του ισογείου ορόφου, η οποία συστάθηκε ως τέτοια, κατά τις διατάξεις του Ν.3741/1929 “περί της κατ’όροφον ιδιοκτησίας” και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, με την υπ’αριθμ……/3-3-1984 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών και γονική παροχή εν ζωή αυτοτελών ιδιοκτησιών, κατά το ν.3741/1929 του Συμβολαιογράφου Νικαίας, ……., νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νικαίας (τόμ…… και με αριθμ. …..), περιήλθε στους διαδίκους, κατά το παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό στον καθένα, από κληρονομιά, εξ αδιαθέτου, της αποβιωσάσης στην 9-10-2007, στον Πειραιά Αττικής, συζύγου του, …………. Την ανωτέρω κληρονομιά αποδέχθηκαν οι διάδικοι, με τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων αποδοχής κληρονομιάς και, συγκεκριμένα, ο ενάγων, δυνάμει της υπ’αριθμ. …/12-2-2008 πράξης της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……… και η εναγόμενη, δυνάμει της υπ’αριθμ…../26-1-2011 πράξης της Συμβολαιογράφου Νικαίας ……., αμφότερες νομίμως καταχωρημένες στην κτηματολογική βάση του Κτηματολογικού Γραφείου Νικαίας, που φέρει ΚΑΕΚ ……., με αριθμούς …./6-3-2008 και …./11-11-2011, αντίστοιχα. Ενόψει του ότι το αν η λύση της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται, αναγκαίως, στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του δικαστηρίου (ΕφΠειρ59/2014δημ.ΝΟΜΟΣ), στην προκείμενη περίπτωση η λύση της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας, με αυτούσια διανομή του επίδικου ακινήτου σε δύο (2) μέρη, ανάλογα κατ’εμβαδό και αξία με τα προαναφερόμενα ποσοστά συγκυριότητας επ’αυτού και μάλιστα, χωρίς να επέλθει μείωση της αξίας τους, είναι ανέφικτη και αδύνατη, καθώς, παρά το ότι σύμφωνα με την ως άνω, υπ’αριθμ………/1984 συμβολαιογραφική σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών, είναι επιτρεπτή η διαίρεση της κάθε μίας από τις εκεί αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες, σε περισσότερες αυτοτελείς και ανεξάρτητες διηρημένες ιδιοκτησίες, οι οποίες θα διέπονται από τις διατάξεις του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, με ανακατανομή των επί του οικοπέδου εξ αδιαιρέτου ποσοστών συγκυριότητας, κατά τα στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη, αναφερόμενα, ωστόσο, ενόψει του είδους του διανεμητέου ακινήτου(οριζόντια ιδιοκτησία πολυκατοικίας) και της μικρής επιφάνειας του(68τ.μ.), σε συνδυασμό με τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών επ’αυτού και βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ) και των κανόνων της λογικής (ΕφΑΘ 6350/1991 ΕλΔνη1992,590), καθώς και τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, αυτούσια διανομή με φυσική διαίρεση του σε τμήματα, αναλογούντα στα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας των διαδίκων επ’αυτού, το καθένα από τα οποία να παρουσιάζει λειτουργική αυτονομία και αυτοτέλεια, ώστε κατά την φύση και τον προορισμού του όλου ενιαίου ακινήτου, να δύναται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία ή επαγγελματικός χώρος, παρίσταται ως ανέφικτη, εφόσον θα πρόκειται περί τμήματος, μη εξυπηρετούντος τις λειτουργικές ανάγκες του κυρίου αυτού, λόγω του εξαιρετικά μικρού εμβαδού και της έλλειψης λοιπών υποδομών για την εξασφάλιση στοιχειώδους ανεξαρτησίας διαμονής ή χρήσης, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας εκμετάλλευσης και αξιοποίησης του. Ενόψει αυτών και του ότι η επίκοινη οριζόντια ιδιοκτησία των διαδίκων από τη φύση της δεν μπορεί να διαιρεθεί σε πλείονα ίσα προς τα εξ αδιαιρέτου μερίδια των διαδίκων ομοειδή μέρη, χωρίς να επέλθει σημαντική μείωση της αξίας τους, η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου παρίσταται ως ανέφικτη, κρίση στην οποία κατέληξε, με την εκκαλούμενη απόφαση και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το σχετικό κεφάλαιο της οποίας δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση. Ενόψει αυτών και εφόσον η αυτούσια διανομή του επίκοινου ακινήτου κρίνεται από το Δικαστήριο, ως αδύνατη και ασύμφορη πρέπει να διαταχθεί η λύση της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας με την πώληση του επίκοινου με δημόσιο πλειστηριασμό και η διανομή του εκπλειστηριάσματος στους διαδίκους κατά τα μερίδια της συγκυριότητας τους, ώστε κάθε συγκύριος να λάβει από το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί ποσό ανάλογο της ιδανικής του μερίδας. Το επίκοινο ακίνητο του ισογείου, κατασκευής του 1976, δεν διαθέτει ντουλάπια κουζίνας (βλ. προσκομιζόμενες από την εναγόμενη-εκκαλούσα φωτογραφίες) και η πραγματική του αξία ανέρχεται σε 55.000 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη αγγελίες της xe property, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια και σύμφωνα με τις οποίες προσφέρονται προς πώληση νεώτερα και σε καλύτερη κατάσταση ακίνητα, παρόμοια προς το επίδικο, ως προς τη θέση, την επιφάνεια κλπ, σε τιμές περί τις 40.000 – 55.000 ευρώ, σε συνδυασμό και με την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της ενάγουσας, σύμφωνα με την οποία η τιμή των 15.000 ευρώ, που πρόσφερε η εναγόμενη, για να εξαγοράσει το ιδανικό μερίδιο του ενάγοντος και αντιστοιχεί σε αξία του ακινήτου, ύψους 60.000 ευρώ, είναι μεγαλύτερη από την πραγματική του αξία. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το δικαστήριο της διανομής δεν μπορεί να καθορίσει ούτε την αξία του πλειστηριαζομένου πράγματος, ούτε την τιμή πρώτης προσφοράς του, αφού η σύνταξη της έκθεσης περιγραφής και εκτίμησης είναι πράξη που διενεργείται σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας από το δικαστικό επιμελητή ή από το διοριζόμενο για το σκοπό αυτό πραγματογνώμονα (Εφθεσ 457/1989 Αρμ 1990.47, ΕφΑΘ 1016/1990, Αρμ 1991.131 (133), ΕφΑΘ 10086/1990, ΕλλΔνη 1992.585, ΕφΑΘ 4807/1996, ΝοΒ 1997.997 (998) = Αρμ 1997.813 (814), ΕφΑΘ 2571/1998, ΕλλΔνη 1998.895, ΕφΑΘ 1370/1999, Αρμ 1999.922, ΕφΑΘ 863/1999, ΕλλΔνη 2000.472 (473), ΕφΑΘ 3865/2002, ΕλλΔνη 2001.1705 (1706), Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (- Ορφανίδη), ΚΠολΔ I, αρθρ. 484, αριθ. 3, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νικολόπουλο), αρθρ. 1021, αριθ. 7, Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ Γ, αρθρ. 484, αριθ. 3).Εξάλλου, ένας τέτοιος προσδιορισμός θα απείχε, ενόψει του μεγάλου διαστήματος που μεσολαβεί συνήθως έως τον πλειστηριασμό, κατά πολύ της αξίας του πλειστηριαζομένου πράγματος (ιδίως ακινήτου), προς βλάβη όλων των κοινωνών. Ωσαύτως, το δικαστήριο της διανομής δεν μπορεί να προχωρήσει στη ρύθμιση των λεπτομερειών διεξαγωγής του πλειστηριασμού, γιατί αυτές αποτελούν σειρά νόμιμων διατυπώσεων, η τήρηση των οποίων ανατίθεται αποκλειστικά στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (βλ. Λ. Πήψου, Δικαστική Διανομή, σελ. 394).Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία αφού κρίθηκε, αν και εν μέρει, με διαφορετική αιτιολογία ότι η αυτούσια διανομή του επίκοινου είναι ανέφικτη και ασύμφορη και διατάχθηκε η πώληση του με δημόσιο πλειστηριασμό, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, πρέπει, αφού αντικατασταθούν εν μέρει οι αιτιολογίες της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ.534 ΚΠολΔ), ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης, πρέπει, ως αβάσιμος να απορριφθεί, όπως και η έφεση στο σύνολο της, πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν στην εκκαλούσα λόγω της ήττας της (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ).Τέλος, αφού απορρίφθηκε η έφεση, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου αυτής στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ε’ Κ. Πολ. Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
  • Δέχεται τυπικά την έφεση.
  • Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
  • Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
  • Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ