Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 107/2018

Αριθμός  107/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια,  και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 26.3.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2010 έφεση κατά της με αριθμό 1553/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών επί της από 30.10.2001 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2001 αγωγής του εκκαλούντος ενάγοντος, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσης του ενδίκου μέσου) ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β εδ.α, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄ ΚΠολΔ) καθόσον κανένας από τα διάδικα μέρη δεν επικαλείται επίδοσή της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση δε αυτής (9.3.2010) μέχρι την κατάθεση του δικογράφου της έφεσης και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριετίας. Επομένως η ένδικη έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την βασιμότητα των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Με αυτή θα συνεκδικαστεί η κατατεθείσα ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό …../8.3.2016 αντέφεση της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας που κοινοποιήθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος (άρθρο 143 του ΚΠολΔ) κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη συζήτηση όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό …../8.3.2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……. Όμως ως προς το δεύτερο αντεκκαλούντα (προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης) η αντέφεση κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη κατ’ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 516 παρ. 2 και 532 του ΚΠολΔ καθώς αυτός δεν έχει ηττηθεί καθόλου από το διατακτικό της εκκαλουμένης αφού η αγωγή απορρίφθηκε ολοσχερώς ως προς αυτόν (Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ στ’ έκδοση 2009, 615).

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 30.10.2001 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….//2001 αγωγής επικαλούμενος την κατάρτιση ναυτικής εργασίας με την πρώτη εναγόμενη εταιρία πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία δεξαμενόπλοιου “Σ”, στο οποίο ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του καθαριστή, αντί μηνιαίων αποδοχών εκ 340.000 δραχμών, εξέθεσε ότι κατά την εργασία του στο άνω πλοίο που από το έτος 1995 λειτουργούσε ως πλωτός διαχωριστήρας των πετρελαιοειδών καταλοίπων άλλων πλοίων, υπέστη ατύχημα. Ότι ειδικότερα την 15-6-2000 και ώρα 20.50, σημειώθηκε έκρηξη και στη συνέχεια πυρκαγιά στα αμπάρια Νο 4-5-6 του πλοίου και στην προσπάθειά του να αποφύγει τις φλόγες που εξαπλώνονταν, πήδηξε από ύψος 6 μέτρων, από το πάνω κατάστρωμα στο οποίο βρισκόταν στο πιο κάτω (κατάστρωμα) και διασώθηκε από συναδέλφους του που πρόστρεξαν σε βοήθεια. Ότι ακολούθως μεταφέρθηκε αρχικά στο Τζάνειο Νοσοκομείο και στη συνέχεια στο Κ.Α.Τ. όπου νοσηλεύθηκε για τρεις εβδομάδες στην Κλινική Πλαστικής Χειρουργικής και Εγκαυμάτων όπου υποβλήθηκε σε συντηρητική αγωγή τόσο για τα εγκαύματα που είχε υποστεί στο 15% της επιφάνειας του σώματός του όσο και για το κάταγμα της δεξιάς του πτέρνας. Ότι επί τρεις μήνες μετά την έξοδό του από το Κ.Α.Τ. υποβαλλόταν σε φυσιοθεραπεία και φαρμακευτική αγωγή και ότι όταν επισκέφθηκε γιατρούς στην χώρα του όπου μετέβη την 9-9-2000 διαπιστώθηκε ότι απαιτείτο εγχείρηση για να αποκατασταθεί το δεξί πόδι του, ενώ ακόμη και μέχρι την άσκηση της αγωγής μετακινείται με μεγάλη δυσκολία χρησιμοποιώντας μπαστούνι και αδυνατώντας από την αναπηρία του να εργαστεί. Ακολούθως μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ περιορισμό του αιτήματος της αγωγής σε έντοκο αναγνωριστικό, ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι ήδη εφεσίβλητοι αντεκκαλούντες οφείλουν να του καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 14.980.666 δραχμών που αναλύεται σε μισθούς ασθενείας, αποζημίωση για πρόσκαιρη πλήρη ανικανότητα διάρκειας δύο ετών, αποζημίωση για διαρκή μερική ανικανότητα για επιπλέον δύο χρόνια και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του τραυματισμού του, εντόκως, αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε αρχικά την εν μέρει μη οριστική με αριθμό 2437/2002 απόφαση του διατάσσοντας τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ώστε ο διορισθείς πραγματογνώμονας να συντάξει έκθεση και να γνωμοδοτήσει αιτιολογημένα λόγω των ειδικών γνώσεων επιστήμης για την κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής κατάσταση της δεξιάς πτέρνας του εκκαλούντος και ειδικότερα αν υφίσταται αναπηρία και δυσκολία στην μετακίνησή του, και σε καταφατική περίπτωση αν συνέβαλε στη διαμόρφωση της κατάστασης της υγείας του τυχόν μη ορθή αντιμετώπισή από τους ιατρούς που επιλήφθηκαν αρχικά της θεραπείας του όταν μεταφέρθηκε στο ΚΑΤ, επίσης να γνωμοδοτήσει για τη σοβαρότητα και τη μονιμότητα της διαπιστωθείσας καταστάσεως, την ύπαρξη και σε τι ποσοστό αναπηρίας του παθόντος και της τυχόν συνεπεία αυτής ανικανότητας του ιδίου προς εργασία και τέλος εάν υφίσταται δυνατότητα αποκαταστάσεως και με ποιο τρόπο της καταστάσεως του δεξιού ποδιού του, αν η αποκατάσταση θα είναι πλήρης άλλως το ποσοστό επιτυχίας. Επίσης απέρριψε με οριστικές διατάξεις την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δευτέρου εναγομένου προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της πρώτης ανωνύμου εταιρίας, αλλά και το αγωγικό αίτημα που αφορούσε αναγνώριση αξίωσης περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης διότι έκρινε ότι δεν μνημονευόταν στην αγωγή συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη του πλοιάρχου ή άλλου που συνιστούσε παράβαση και συνδεόταν αιτιωδώς με το ατύχημα, ενώ έκρινε μη νόμιμη την αξίωση περί καταβολής μισθών ασθενείας διότι έκρινε ότι πρόκειται περί χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας και ότι μη νομίμως σωρεύονται στο δικόγραφο το αίτημα περί αποζημίωσης για ολική πρόσκαιρη ανικανότητα για δύο έτη και στη συνέχεια για μερική διαρκή ανικανότητα για τα επόμενα δύο έτη. Οι διατάξεις αυτές προσβάλλονται με την έφεση που ασκείται κατά της εκκαλουμένης και όχι αυτοτελώς. Στη συνέχεια με την εκκαλουμένη με αριθμό 1553/2010 απόφαση κρίθηκε ότι εκκαλών δικαιούται αποζημίωση για μερική μόνιμη ανικανότητα και αναγνώρισε ότι του οφείλεται το ποσό των 2.755,69 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα αμφότερα τα διάδικα μέρη ο μεν εκκαλών για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων, πλήττοντας ακόμη και τον υπολογισμό του ποσού το οποίο αναγνωρίστηκε ότι του οφείλεται και το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή του, οι δε αντεκκαλούντες για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου επειδή απορρίφθηκαν οι δύο ενστάσεις που είχαν προτείνει και επιδικάστηκε αποζημίωση παρόλο που κρίθηκε ότι πρόκειται περί χερσαίας εργασίας και ζητούν ακολούθως να απορριφθεί η αγωγή του εκκαλούντος στο σύνολο της.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα , σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38 , ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητάς τους να επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (ΕφΔωδ 81/2013,δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. 2003, παρ. 542 αρ. 6 σελ. 222).

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου καθόσον κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ότι η σύμβαση εργασίας του ήταν χερσαία και όχι ναυτική εργασία παρόλο που ο πλωτός αγκυροβολημένος διαχωριστήρας στον οποίο εργαζόταν έφερε μηχανή πρόωσης και επ’αυτού εργαζόταν συγκροτημένο προσωπικό ναυτικών. Συναφής είναι και ο πρώτος λόγος αντεφέσεως με τον οποίο οι εφεσίβλητοι αντεκκαλούντες παραπονούνται ότι αναγνωρίστηκε αποζημίωση με βάση διάταξη του ν. 551/1915 παρόλο που κρίθηκε ότι πρόκειται περί χερσαίας εργασίας. Ο λόγος ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και είναι για το λόγο αυτό απορριπτέος διότι όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη οι διατάξεις του ν. 551/1915 δεν εφαρμόζονται μόνο στη ναυτική εργασίας, ο δε λόγος εφέσεως προβάλλεται σε κάθε περίπτωση αλυσιτελώς διότι αντικείμενο εφέσεως είναι η παραβίαση διατάξεων και όχι οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης. Με το συγκεκριμένο λόγο δεν εκτίθεται ότι απορρίφθηκε αγωγικό αίτημα επειδή κρίθηκε ότι η σύμβαση εργασίας του εκκαλούντος ήταν χερσαία και όχι ναυτική εργασία. Ακολούθως ο λόγος εφέσεως κρίνεται απορριπτέος αφού σε περίπτωση βασιμότητάς του δεν επέρχεται, ως αποτέλεσμα, η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης.

Περαιτέρω το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ελέγχει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης με βάση τα παράπονα, τα οποία προβάλλονται με την έφεση και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (άρθρο 522 του ΚΠολΔ). Σφάλματα της αποφάσεως που δεν προβάλλονται από τον εκκαλούντα δε λαμβάνονται υπόψη. Εξαιρετικώς όμως και χωρίς ειδικό παράπονο το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, εκτός από τη δική του αρμοδιότητα και την καθ’ύλην αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς και το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής (Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ 6η έκδοση 2009, 234). Εξάλλου κατά το άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ οι μη οριστικές αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε έφεση, αλλά αν προσβληθεί με έφεση η οριστική απόφαση, θεωρείται κατά νόμο ότι έχουν συμπροσβληθεί με αυτή ακόμη και αν η έφεση δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους. Αν η απόφαση που εκδόθηκε πριν την οριστική περιέχει και οριστικές διατάξεις, δεν θεωρείται και ως προς τις διατάξεις αυτές συνεκληθείσα, παρά μόνο αν η έφεση απευθύνεται ρητώς και κατά αυτής (ΑΠ 203/2001 Ελδικ 42, 1597, Σαμουήλ ο.π. παρ. 211 επ και 215, 93 επ.), καθώς γίνεται δεκτό ότι η απόφαση υπόκειται σε έφεση κατά τις οριστικές της διατάξεις και πριν εκδοθεί οριστική απόφαση ως προς τις λοιπές (ΑΠ 99/2008 ΝοΒ56, 1288).

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, για τη θεμελίωση αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης που αφορά εργατικό ατύχημα, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας, που ορίζεται στις ως άνω διατάξεις (του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, βλ. ΟλΑΠ 1117/1986 ΕΕργΔ 46 71, ΑΠ 1840/2011 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις διατάξεις του άρθρου 914 του ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (βλ. ΑΠ 838/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην εν λόγω περίπτωση, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε, η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη, επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το ν. 1586/1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων» οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Επιπλέον, ειδικότερα μέτρα ασφαλείας για τις εργασίες σε ναυπηγεία καθορίζονται στο ΠΔ 70/1990 «Υγιεινή και Ασφάλεια εργαζομένων σε Ναυπηγεία» και σε πλοία στο ΠΔ 1349/1981 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία» άρθρα 6 παρ. 1, 16 και 20 (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 2008, 388). Σημειωτέον ότι αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της αμέλειας του εναγομένου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής βάσει των ειδικότερων περιστατικών που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την αμέλεια τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής (ΕφΠειρ 115/2016 δημ. Νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ιστορικό της με αριθμό ……/2001 αγωγής με την οποία ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οι ήδη εφεσίβλητοι αντεκκαλούντες οφείλουν να του καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 14.980.666 δραχμών που αναλύεται σε μισθούς ασθενείας, αποζημίωση για πρόσκαιρη πλήρη ανικανότητα διάρκειας δύο ετών, αποζημίωση για διαρκή μερική ανικανότητα για επιπλέον δύο χρόνια και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω του τραυματισμού του εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση επέλεξε να ζητήσει αποζημίωση με βάση τις διατάξεις του ν. 551/1915 και σώρευσε στο δικόγραφο της αγωγής κα αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης με βάση τις γενικές διατάξεις αναφέροντας ότι η ιδιοκτήτρια του πλωτού αγκυροβολημένου διαχωριστήρα παραβίασε τα άρθρα 3 και 5 του πδ 70/1990 περί υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων αφού, μεταξύ άλλων, δια των προστηθέντων της δεν έλαβε μέτρα υγιεινής, δεν καθάρισε τη δεξαμενή, δεν ήλεγξε σωλήνες πριν την έναρξη εργασίας ναυπηγείου, ούτε μερίμνησε για τον έλεγχο συγκέντρωσης αερίων και έκδοσης σχετικών πιστοποιητικών, αλλά μεταφόρτωσε πετρελαιοειδή με ηλεκτροκίνητη αντλία κατά παράβαση της με αριθμό 3231.8/1/1989 απόφασης του ΥΕΝ (ΦΕΚ 573/3.8.1989), δεν έθεσε στα αμπάρια που εκτελούνταν εργασίες προστατευτικά μέσα ή κατάλληλα διαφράγματα κατά παράβαση του άρθρου 9 του πδ 1349/1981 «περί κανονισμού προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία», και τέλος ότι ο προστηθείς από αυτήν πλοίαρχος που σύμφωνα με τον κανονισμό «περί εργασίας επί των ελληνικών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω» που εκδόθηκε με βάση το άρθρο 67 του ν. 6392/1934 και 1 παρ. 1 και 8 του ν. 3141/1955 που είναι υπεύθυνος για την καλή διοίκηση και ασφάλεια του πλοίου, των επιβαινόντων και του φορτίου ώφειλε να εξασφαλίζει την τήρηση των ανωτέρω νόμων άσχετα από ευθύνη των υφισταμένων του (άρθρο 4 παρ. 3 και 5), να ρυθμίζει και να εποπτεύει την εργασία των μελών του πληρώματος (άρθρο 13) αφού είναι υπεύθυνος για την ακριβή τήρηση των διατάξεων περί ασφαλείας ζωής στη θάλασσα, πράγμα το οποίο δεν έπραξε με αποτέλεσμα να συμβεί το ατύχημα το οποίο του προκάλεσε σοβαρά εγκαύματα ενώ προκάλεσε και το θάνατο ακόμη ενός ναυτικού ελληνικής καταγωγής. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε αρχικά την εν μέρει μη οριστική με αριθμό 2437/2002 συμπροσβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω σε κάθε περίπτωση με την εκκαλουμένη απόφαση του (αφού δεν ασκήθηκε νωρίτερα αυτοτελής έφεση ως προς τις οριστικές της διατάξεις σύμφωνα με πιστοποιητικό της γραμματείας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το οποίο προσκομίζεται) και έκρινε ως δικονομικά απαράδεκτο λόγω αοριστίας το αίτημα περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εσφαλμένα ερμήνευσε το νόμο και συνεπώς πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της αυτό δηλαδή την απορριπτική της διάταξη. Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο αυτό ελέγχει αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και νόμω βάσιμο της αγωγής χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, πέραν του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση με την κρινόμενη έφεση ζητείται να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (και η με αυτή συμπροσβαλλόμενη 2437/2002 ως προς τις οριστικές της διατάξεις απόφαση) για το λόγο ότι δεν έγινε αναφορά στη σύνθεση της πλωτής ευκολίας υποδοχής σύμφωνα με το άρθρο 8 της με αριθμό 3232.8/1989/28.7.1989 ΥΑ (ΦΕΚ 573β/1989) που θα έπρεπε να έχει εντεκαμελή σύνθεση και δεν είχε (2ος λόγος έφεσης), να αναφέρει τις διατάξεις οι οποίες προβλέπουν σχετικά με την λειτουργία της πλωτής ευκολίας υποδοχής σύμφωνα με τις οποίες οι φορτοεκφορτώσεις πρέπει να γίνονται μόνο με τις μόνιμες εγκαταστάσεις, απαγορεύεται. η ύπαρξη και λειτουργία πετρελαιοκίνητων φορτηγών για τις φορτοεκφορτώσεις, η διαδικασία της περισυλλογής και παραδόσεως των ερμάτων στο διαχωριστήρα πρέπει να γίνεται κάθε φορά μόνο με την άδεια της λιμενικής και τελωνειακής υπηρεσίας, η οποία προβαίνει σε όλες τις κατά την κρίση της ενέργειες όπως σφραγίσεις, αποσφραγίσεις, μετρήσεις κλπ, οι εργασίες φορτώσεως και εκφορτώσεως πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της ημέρας και διεξάγονται και κατά τη διάρκεια της νύχτας, εφόσον υπάρχει κατάλληλος και επαρκής φωτισμός στην περιοχή φορτοεκφορτώσεως, στα μέσα προσβάσεως στο δεξαμενόπλοιο και στην περιοχή των εύκαμπτων σωλήνων, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών φορτοεκφορτώσεως, οι καιρικές συνθήκες πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να μην εγκυμονούν κινδύνους για το φορτίο ή και το πλοίο, κατά τη διαδικασία της φορτοεκφορτώσεως απαιτείται, επιπλέον, να είναι κλεισμένα τα καπάκια στομίων των δεξαμενών, τα επιστόμια αναρροφήσεως θάλασσας και τα επιστόμια πλευρικών εξαγωγών των αντλιοστασίων και οι συνδέσεις φορτίων που δεν χρησιμοποιούνται, απαιτείται έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια πριν από την εργασία φορτοεκφορτώσεως και τέλος απαιτείται η παρουσία υπευθύνου φορτοεκφορτώσεως εγκαταστάσεων (3ος λόγος), ότι δεν ανέφερε τις παραβιάσεις κανονισµών και διαταγµάτων εξαιτίας των οποίων επήλθε ο τραυµατισµός του και οι οποίες στοιχειοθετούν το «βαθµό αµελείας» που συνιστά µία λίαν σηµαντική ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ (αρθρ. 932 ΑΚ) για τον προσδιορισµό του ύψους της χρηµατικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας σοβαρότατου τραυµατισµού (9ος λόγος) και τέλος ότι παρέλειψε να επιδικάσει το ποσό που αφορά σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (11ος λόγος).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρος της πρώτης εφεσίβλητης αντεκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η οποία εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την προδικαστική της εκκαλουμένης πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης, την υπ’ αριθµ. …./2001 ένορκη κατάθεση της μητρός του εκκαλούντος ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία προσκομίζεται με επίκληση και η οποία ελήφθη µετά από νοµότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους,   καθώς οι ημερομηνίες εξέτασης αναγράφονταν στο δικόγραφο της αγωγής, ενώ δε θα ληφθεί υπόψη η μεταγενέστερη με αριθμό …../2004 ένορκη κατάθεση της ίδιας μάρτυρος διότι ο εκκαλών ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει κλήτευση στην εξέταση του άλλου διάδικου μέρους, από τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, μερικά των οποίων θα αναφερθούν κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, από τη με αριθμό ……./2009 έκθεσης ιατρικής πραγµατογνωµοσύνης του χειρουργού ορθοπεδικού ιατρού …….., ο οποίος διορίστηκε ως πραγµατογνώµονας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο µε την ανωτέρω απόφαση, την από 30.5.2007 έκθεση του τεχνικού συµβούλου ιατρού ορθοπεδικού ………, τον οποίο διόρισε η πρώτη εφεσίβλητη, την ήδη αμετάκλητη με αριθμο 541/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά που αφορά την ποινική ευθύνη, μεταξύ άλλων, επί της ποινικής δικογραφίας με ΑΒΜ ….., του δευτέρου εφεσιβλήτου για το περιγραφόμενο στην αγωγή περιστατικό, τη με αριθμό 4416/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους συγγενείς του αποβιώσαντος στην επίδικη έκρηξη στο S που εκτιμάται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις ομολογίες των διαδίκων σχετικά με τις αποδοχές του εκκαλούντος, τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Ο εκκαλών αντεφεσίβλητος αλλοδαπός υπήκοος προσελήφθη από την πρώτη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία την 12.6.2000 για να απασχοληθεί ως καθαριστής στο υπό ελληνική σημαία πρώην δεξαμενόπλοιο «Σ» με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….. καθ. Ολικής χωρητικότητας DW 16.540 με μηνιαίες αποδοχές ύψους 240.000 δρχ, ήτοι 704,33 ευρώ. Το εν λόγω σκάφος δεν έπαυσε μεν να φέρει και μηχανή πρόωσής του αλλά αυτή ήταν σφραγισμένη από τότε που άρχισε να λειτουργεί μετά την χορήγηση σχετικών αδειών από τις αρμόδιες αρχές ως πλωτός διαχωριστήρας άλλως ως πλωτή ευκολία υποδοχής των πετρελαιοειδών καταλοίπων των πλοίων κατόπιν αντίστοιχης άδειας, που εξέδωσε το Κεντρικό Λιµεναρχείο Πειραιώς, ευρισκόµενο µόνιµα αγκυροβοληµένο και πρυµνοδετηµένο στην περιοχή Κυνοσούρας Σαλαµίνας. Η εργασία που πραγματοποιούσε ήταν να διαχωρίζει, όπως συμβαίνει σε όλους τους σύγχρονους λιμένες, τα κατάλοιπα πετρελαίου των πλοίων σε νερό το οποίο στη συνέχεια εκχυνόταν στη θάλασσα και σε βαρέα πετρέλαια τα οποία ακολούθως με δίκτυο Βυτιοφόρων μικρών σκαφών που τον προσέγγιζαν μεταφέρονταν προς περαιτέρω διύλιση σε διυλιστήρια στην ξηρά. Στο σκάφος αυτό, που όπως προαναφέρεται δεν είχε τη δυνατότητα αυτοδύναµης κίνησης, αλλά ήταν ρυµουλκούµενο (σχετ. το από 30.3.1995 πιστοποιητικό καταµέτρησης), απασχολούνταν από την εναγόµενη εταιρεία οκτώ άτοµα, έξι από τα οποία φέρονται να είναι, τουλάχιστον στο χρόνο του ατυχήµατος, ασφαλισµένα στο ΙΚΑ µε τις ειδικότητες του υπαλλήλου γραφείου ο ναυτικός στο επάγγελµα …….. και του καθαριστή ή συντηρητή οι λοιποί, ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις 1 παρ. 1 και 2 του ΚΙΝΔ, 4 και 54 του ΚΔΝΔ και τη με αριθμό ΥΕΝ/ΔΝΕΠ 1/2814441/4-95 υπουργική απόφαση στο σκάφος αυτό θα έπρεπε να είναι ναυτολογημένοι : ένας πλοίαρχος β’ τάξεως, ένας υποπλοίαρχος γ’ τάξεως, δύο αντλιωροί, δύο ναύτες, ένας μηχανικός α’ τάξεως, ένας μηχανικός β’ τάξεως, ένας μηχανικός γ’ τάξεως και δύο λιπαντές ήτοι σύνολο 11. Πλέον αυτών απασχολείτο και ο εκκαλών, που είναι κάτοχος πτυχίου µάνατζερ εµπορικών επιχειρήσεων, χωρίς να είναι ασφαλισµένος στο ΙΚΑ και χωρίς να αναγράφεται στον θεωρηµένο την 16.5.2000 από την αρµόδια επιθεώρηση εργασίας πίνακα προσωπικού. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά µέσα αποδεικνύεται, ότι την 15.6.2000 και ώρα 20.50 κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης πετρελαιοειδών καταλοίπων σηµειώθηκε έκρηξη στην υπ’ αριθµ. 5 κεντρική δεξαµενή του πλωτού διαχωριστήρα και στη συνέχεια εκδηλώθηκε µεγάλη πυρκαγιά, συνεπεία των οποίων επήλθε ο θάνατος σε ένα εργαζόµενο και ο σοβαρός τραυµατισµός του εκκαλούντος. Ειδικότερα, κατά την ως άνω ηµεροµηνία και κατά την προαναφερόµενη ώρα άρχισε να διενεργείται διαδικασία εκφόρτωσης µεταξύ του πλωτού διαχωριστήρα και του επί της δεξιάς πλευράς του παραβεβληµένου Π.Φ. «MΟ», η οποία (φορτοεκφόρτωση) όµως δεν γινόταν µε την παρουσία της αρµόδιας τελωνειακής αρχής όπως απαιτείται, µε σωλήνα συνδεδεµένο µε τον πολλαπλό εξαγωγέα του πλωτού διαχωριστήρα, αλλά ο πλαστικός σωλήνας είχε τοποθετηθεί και βρισκόταν στο σχετικό αποθηκευτικό χώρο (αµπάρι) υπό τον αριθµό «5» µέσω του στοµίου αυτού, το επιστόµιο του οποίου ήταν προς τούτο ανοικτό. Κατά τη διάρκεια των εργασιών αυτών δηµιουργήθηκε σπινθηρισµός στις συνδέσεις της αντλίας, ο οποίος προκάλεσε ανάφλεξη των εύφλεκτων αερίων, τα οποία έρπανε επί του καταστρώµατος του πλωτού διαχωριστήρα. Η ανάφλεξη αυτή µεταδόθηκε µέσα σε κλάσµατα δευτερολέπτων εντός του αποθηκευτικού χώρου υπό τον αριθµό «5» µέσω του ανοικτού του στοµίου, ακολούθως δε επακολούθησε λίαν ισχυρή έκρηξη, από την οποία ο επί του καταστρώµατος εργαζόµενος ……….. εκτοξεύτηκε από το κατάστρωµα του πλωτού διαχωριστήρα στο πρυµναίο τµήµα του εξ αριστερών παραβεβληµένου «Σ1», όπου βρέθηκε νεκρός, ενώ ο εκκαλών εξωθήθηκε και έπεσε επί του καταστρώµατος, µε αποτέλεσµα να τραυµατισθεί. Τα παραπάνω οφείλονται στην παράβαση των κανονισμών ασφαλείας από μέρους της πρώτης εφεσίβλητης ιδιοκτήτριας και την έλλειψη των κατάλληλων μέτρων για την ασφάλεια των εργαζομένων αφού η εργασία φορτοεκφόρτωσης δείγματος μεγάλης περιεκτικότητας σε πετρέλαιο μεταξύ της πλωτής υποδοχής ευκολίας και του ευρισκόμενου σε θέση παραβολής στη δεξιά πλευρά του κατά το ήμισυ της πρωραίας κύριας πλευράς του πλοίoυ Δ/Ξ M γινόταν μετά τη δύση του ηλίου και μετά το πέρας του ωραρίου εργασίας, ενώ φόρτωση και εκφόρτωση τη νύχτα γίνεται μόνο αν υπάρχει επαρκής και κατάλληλος φωτισμός στην περιοχή φορτοεκφόρτωσης, στα μέσα πρόσβασης στο δεξαμενόπλοιο και στην περιοχή εύκαμπτων σωλήνων, και αυτό δεν προέκυψε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επιπλέον η φορτοεκφόρτωση γινόταν ενώ είχε λήξει η από 15.3.2000 άδεια λειτουργίας της ευκολίας πλωτής υποδοχής γεγονός που ήταν σε γνώση της  πρώτης εφεσίβλητης ιδιοκτήτριας κα επιφορτισμένης να εκδώσει τη νέα άδεια, ενώ η φορτοεκφόρτωση πρέπει να γίνεται σύμφωνα το πδ 70/1990 μόνο με μόνιμη εγκατάσταση πιστοποιημένης ασφαλείας. Περαιτέρω η σύνθεση του S ήταν ελλιπής και δεν υπήρχε επίβλεψη στην παραπάνω φορτοεκφόρτωση, καθώς ο πλοίαρχος γ’ τάξεως που είχε προσληφθεί εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου ενώ ακόμη και οι παθόντες (αποβιώσας και τραυματισθείς) εργάζονταν ως καθαριστές, και δεν υπήρχε ούτε για το νομότυπο υπεύθυνος φορτοεκφόρτωσης ενώ πάντοτε απαιτείται η παρουσία υπευθύνου φορτοεκφόρτωσης εγκατάστασης. Δεν πρέπει δε να παραλειφθεί ότι για τις παραπάνω εργασίες χρησιμοποιείτο βενζινοκίνητη αντλία παρόλο που αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και απαγορευόταν αφού απαγορεύεται η ύπαρξη και λειτουργία πετρελαιοκίνητων συσκευών για τις φορτοεκφορτώσεις και πιο συγκεκριμένα : δεξαμενή παροχής ήταν η κεντρική δεξαμενή με αριθμό 5 πλην όμως η φορτοεκφόρτωση γινόταν δια του στομίου της που ήταν ανοιχτό και με αυτό γινόταν η εισαγωγή του σωλήνα αναρρόφησης της βενζινοκίνητης αντλίας, ενώ ο σωλήνας κατάθλιψης της αντλίας βρισκόταν εντός του κύτους του MD, ενώ κατά τη διαδικασία φορτοεκφόρτωσης απαιτείται να είναι κλεισμένα τα καπάκια στομίων των δεξαμενών, κάτι που δε συνέβαινε, τα επιστόμια αναρρόφησης θάλασσας και τα επιστόμια πλευρικών εξαγωγών των αντλιοστασίων και οι συνδέσεις φορτίων που δεν χρησιμοποιούνταν (κεφ. Β και γ του πδ 70/1990), δεν είχε προηγουμένως πιστοποιηθεί η απαλλαγή από επικίνδυνα αέρια, ενώ απαιτείται πάντα η έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής που έπρεπε να έχει εκδώσει ο προστηθείς της πρώτης εφεσίβλητης πλοίαρχος (άρθρο 13 και 21 πδ 70/1990), ενώ δε λήφθηκαν υπόψη η υγρασία και οι υψηλές θερμοκρασίες της ημέρας εκ των οποίων υπήρχαν ατμοί των οποίων η αέρια μάζα είχε κατακλύσει έρπουσα την περιοχή γύρω από το στόμιο της δεξαμενής 5 παρόλο που κατά τη διεξαγωγή των εργασιών φορτοεκφόρτωσης οι καιρικές συνθήκες πρέπει να είναι τέτοιες που να μην εγκυμονούν κινδύνους για το φορτίο ή το πλοίο. Τέλος δεν είχε ληφθεί άδεια της λιμενικής και τελωνειακής αρχής, η οποία προβαίνει σε όλες τις κατά την κρίση της ενέργειες, σφραγίσεις, αποσφραγίσεις και μετρήσεις. Συνεπώς η εργασία φορτοεκφόρτωσης ήταν λόγω των συνθηκών σε κάθε περίπτωση απαγορευμένη και όλα τα παραπάνω συνδέονται αιτιωδώς με την πρόκληση της πυρκαγιάς. Τα παραπάνω προκύπτουν από την αμετάκλητη με αριθμό 541/2007 απόφαση του Τριµελούς Εφετείου Πληµµεληµάτων Πειραιώς (επί της με αβμ …. δικογραφίας) με την οποία καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, με ελαφρυντικό ο δεύτερος εφεσίβλητος για τρία πλημμελήματα, δηλαδή για έκρηξη από αμέλεια, ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη από αμέλεια σε ποινή φυλάκισης τριών ετών. Από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι ο εκκαλών αµέσως µετά το ατύχηµα, που προαναφέρθηκε, διακοµίσθηκε στο Τζάνειο Νοσοκοµείο Πειραιά και εν συνεχεία στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκοµείο Αττικής «ΚΑΤ», όπου διαγνώστηκε, ότι είχε υποστεί εγκαύµατα µερικού πάχους άνω άκρων και κατά τόπους κάτω άκρων συνολικής εκτάσεως 15%, κάταγµα δεξιάς πτέρνης και κάκωση Ο.Μ.Σ.Σ. Στο ως άνω νοσοκοµείο παρέµεινε νοσηλευόµενος επί 12 ηµέρες, ήτοι µέχρι την 27.6.2000, κατά τη διάρκεια δε της νοσηλείας του σ’ αυτό υποβλήθηκε σε συντηρητική θεραπευτική αγωγή τόσο για τα εγκαύµατα, όσο και για το κάταγµα της δεξιάς πτέρνης (βλ. τις από 16.6.2000, 27.6.2000 και 21.9.2000 ιατρικές γνωµατεύσεις του ….., Επιµελητή Β’ στο Τµήµα Πλαστικής Χειρουργικής και Εγκαυµάτων του άνω νοσοκοµείου). Σύµφωνα µε τα ως άνω περιστατικά, ο προαναφερόµενος τραυµατισµός του εκκαλούντος συνιστά εργατικό ατύχηµα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, αφού αυτός οφείλεται στο βίαιο ως άνω συµβάν της έκρηξης και της πυρκαγιάς, δηλαδή σε αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισµού του παθόντος, αλλά συνδεόµενου µε την εργασία του, καθόσον εµφανίστηκε κατά την εκτέλεσή της και εξ αφορµής της. Συνέπεια δε του ως άνω τραυµατισµού του ήταν ο εκκαλών να καταστεί µερικά διαρκώς ανίκανος για την άσκηση του ανωτέρω επαγγέλµατος ή άλλου κοινωνικά ή οικονοµικά ισοδύναµου τοιούτου, µε ποσοστό ανικανότητας 20%. Τούτο σαφώς προκύπτει από την υπ’ αριθµ. κατάθ. …./19.2.2009 έκθεση πραγµατογνωµοσύνης του διορισθέντος µε την υπ’ αριθµ. 2437/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγµατογνώµονα ορθοπεδικού – χειρουργού ιατρού ………, επιβεβαιώνεται δε και από την από 30.5.2007 έκθεση του τεχνικού συµβούλου ιατρού ορθοπεδικού ………, τον οποίο διόρισε η πρώτη εναγοµένη και την οποία ο τελευταίος δεν αντικρούει ως προς το διαπιστούµενο από τον ανωτέρω δικαστικό πραγµατογνώµονα γεγονός ότι ο ενάγων έχει καταστεί µερικώς ανίκανος προς εργασία, αλλά απλώς υποστηρίζει ότι το ποσοστό αναπηρίας αυτού (ενάγοντος) είναι µικρότερο, ήτοι της τάξεως του 10%. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς οι σχετικοί περί του αντιθέτου τέταρτος, πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγος έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι αλυσιτελώς ο εκκαλών πλήττει με τους δεύτερο και τρίτο λόγο εφέσεως την αιτιολογία της εκκαλουμένης παραπονούμενος ότι αυτή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σύνθεση τη πλωτής ευκολίας υποδοχής και τις διατάξεις που αφορούν τη λειτουργία της πλωτής ευκολίας υποδοχής διότι αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης δεν είναι οι αιτιολογίες της εκκαλουμένης οι οποίες συμπληρώνονται με την παρούσα, αλλά οι εσφαλμένες διατάξεις της.

Υπόχρεη για την καταβολή της αποζημίωσης είναι η πρώτη εναγομένη (πρώτη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα) κυρία του S σύμφωνα και με τα άρθρα 3 εδ. Α και παρ. 2 και 3 του πδ 70/1990, η οποία εκπροσωπείται από τον εκπρόσωπο ή τον διορισμένο ως πλοίαρχο (ΑΠ 1509/2011 ΕΝΔ 40, 1, ΕφΠειρ 37/2011 ΕΝΔ τόμος 39, 114). Να σημειωθεί ότι από το άρθρο 3 παρ. 1 – 5 του ν. 551/1915, αναγνωρίζονται πέντε διακεκριμένες περιπτώσεις αποζημίωσης, η οποία χορηγείται στον παθόντα (ή τους κληρονόμους του) από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, εργάτη ή υπάλληλο, δηλαδή λόγω: α) θανάτου του παθόντος, β) πλήρους και διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, γ) πλήρους αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας, δ) μερικής διαρκούς ανικανότητας και ε) μερικής αλλά πρόσκαιρης ανικανότητας. Για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις αποζημίωσης ο νόμος αναγράφει ιδιαίτερο συνδυασμό, με βάση τον οποίο υπολογίζεται η εφάπαξ και όχι σε περιοδικές παροχές προηγούμενη αποζημίωση, χωρίς να προβλέπεται περίπτωση μικτής αποζημίωσης, αποτελούμενης δηλαδή από αποζημιώσεις διαφόρων, που δυνατόν να συντρέχουν, περιπτώσεων από αυτές που παραπάνω διακεκριμένα αναφέρονται. Αντίθετα, από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 3, κατά τις οποίες, όταν η μερική ή ολική ανικανότητα, που εμφανίστηκε στην αρχή ως πρόσκαιρη, αποδείχθηκε στη συνέχεια διαρκής, η αποζημίωση που καταβλήθηκε για πρόσκαιρη (ολική ή μερική) ανικανότητα, εκπίπτεται από το οφειλόμενο ποσό αποζημίωσης για τη διαρκή ανικανότητα (μερική ή ολική), προκύπτει πρόθεση του νομοθέτη για τη χορήγηση μιας και ενιαίας μορφής αποζημίωσης για κάθε διακεκριμένη περίπτωση από τις παραπάνω αναφερόμενες και με βάση την ανικανότητα η οποία τελικά θα παραμείνει στον παθόντα εργάτη ή υπάλληλο σαν αποτέλεσμα του ατυχήματος. Σημειωτέον ότι από τα πιο πάνω εκτιθέμενα παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτή η αθροιστική επιδίκαση αποζημίωσης για ολική και μερική ανικανότητα και συνεπώς ο εργάτης ή υπάλληλος, ο οποίος συνεπεία ατυχήματος κατέστη προσκαίρως ολικά ανίκανος και στη συνέχεια μερικά αλλά διαρκώς, θα πάρει μόνο μία αποζημίωση, δηλαδή εκείνη που αντιστοιχεί στην τελική μερική διαρκή ανικανότητα για εργασία, όχι δε και αυτή που αντιστοιχεί στην πρόσκαιρη ολική ανικανότητα (ΕφΠειρ 648/2008 ΕΝΔ 36.388, ΕφΠειρ 162/2003 ΕΝΔ 31.104, Εφ Πειρ 587/1997 και Εφ Πειρ 548/1994, Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιά, τόμοι 1996-1997 και 1994 – 1995 αντίστοιχα, ΕφΠειρ 84/1992 ΕΝΔ 21.191 ΕφΠειρ 897/1990 ΕΝΔ 18.466). Έτσι στη συγκεκριμένη περίπτωση η οφειλόμενη στον εκκαλούντα αποζημίωση θα προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 551/1915, που ρυθμίζει την περίπτωση μερικής διαρκούς ανικανότητας προς εργασία η οποία καθορίζεται ως εξής: «Εν περιπτώσει μερικής διαρκούς ανικανότητος περιλαμβάνει το εξαπλάσιον του ποσού καθ` ο ηλαττώθη ή δύναται να ελαττωθή το ετήσιον εκ μισθού εισόδημα του παθόντος, ουδέποτε δε είναι ολιγώτερον των 2.934,70 ευρώ, αφού σύμφωνα με την ΥΑ 12406 (ΦΕΚ Β` 884/19-8-1998) ισχύουν τα ακόλουθα: “Τροποποιούμε την αριθ. 15231/873/3.4.1974 απόφασή μας (ΦΕΚ 402/τ. Β/9.4 1974) και ορίζουμε τα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του Ν. 4705/1930 κατώτατα και ανώτατα όρια της εφάπαξ αποζημίωσης από εργατικά ατυχήματα σε τριακόσιες πενήντα χιλιάδες (350.000) δρχ. και ένα εκατομμύριο (1.000.000) δρχ. αντίστοιχα”.). Επί ελαττώσεως δε υπερβαινούσης το παραπάνω ποσό αυτό προστίθεται στο 1/4 της τοιαύτης υπερβάσεως”. Ως βάση για τον υπολογισμό της πιο πάνω αποζημίωσης λαμβάνονται οι πραγματικές αποδοχές που καταβάλλονταν στον παθόντα μέσα στο πριν από το ατύχημα δωδεκάμηνο και, αν η εργασία του δεν διήρκεσε σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αυτές τις οποίες ο παθών θα εισέπραττε με βάση την ειδικότητα του και το είδος της εργασίας του (ΕφΠειρ 407/2013 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 648/2008 ο.π., Εφ Πειρ 84/1992 ο.π.). Συνεπώς στη συγκεκριμένη περίπτωση που οι ετήσιες αποδοχές του εκκαλούντος ενάγοντος ανέρχονταν σε 704,33 χ 12 = 8.451,96 ευρώ, όπως συνομολογείται από τα διάδικα μέρη η οφειλόμενη από την πρώτη εφεσίβλητη αποζημίωση για τη διαρκή μερική ανικανότητα του εκκαλούντος προς άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού ανέρχεται σε 8.451,96 χ 20% =1.690,39 χ 6 = 10.142,34 – 2.934,70 = 7.207,64 : 4 = 1.801,91 + 2.934,70 = 4.736,61 ευρώ και συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι στον εκκαλούντα ενάγοντα οφείλεται το ποσό των 2.755,69 ευρώ για την παραπάνω αιτία εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού δεκάτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση.

Να σημειωθεί ότι οι αξιώσεις που πηγάζουν από ναυτεργατικό ατύχημα, εφόσον   έχουν έρεισμα στις διατάξεις του Ν. 551/1915, παραγράφονται μετά τρία χρόνια από την επέλευση του ατυχήματος κατ` άρθρο 17 εφόσον ο εργοδότης συμμορφώθηκε κατ΄ άρθρο 10 του ίδιου νόμου. Εάν, ωστόσο, ο πλοιοκτήτης δεν είχε συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ανωτέρω νόμου, χωρεί η εικοσαετής παραγραφή του αστικού δικαίου (ΑΚ 249) (ΕφΠειρ 548/1994 ΑΡΧΝ/1995 (23) ΑΠ 324/80 ΕφΕλΝομ 1980 σελ 586), και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός δεύτερος λόγος αντεφέσεως περί παραγραφής της αξίωσης του εκκαλούντος ως αβάσιμος διότι δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εφεσίβλητη αντεκκαλούσα τήρησε τις διατυπώσεις που επιβάλλει το άρθρο 10 του πιο πάνω Ν.  551/1915  και  κατά  συνέπεια  η  τριετής παραγραφή  που  προβλέπεται  για τις αξιώσεις αυτές έχει μετατραπεί σε εικοσαετή η οποία και δεν έχει συμπληρωθεί. Από την παράβαση των προαναφερόμενων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας εκ μέρους της πρώτης εφεσίβλητης που είχαν ως αποτέλεσμα την έκρηξη και τον σοβαρό τραυματισμό του εκκαλούντος υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών τέλεσης της αδικοπραξίας, της ηλικίας του ενάγοντος (22 ετών), της βαρύτητας του πταίσματος των προστηθέντων της κυρίας (α΄ εναγομένης) του Slop, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να του επιδικαστεί χρηµατική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 30.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.). Να σημειωθεί εκ περισσού, καθώς απαραδέκτως με την προσθήκη αντίκρουση των προτάσεων της η εφεσίβλητη ιδιοκτήτρια του Σ ισχυρίζεται ότι έχει αναλωθεί η αξίωση του εκκαλούντος παθόντος ναυτικού περί ικανοποίησης της ηθικής του βλάβης διότι αυτός έλαβε με αγωγή που είχε ασκήσει κατά του πλοιάρχου του Σ ένα ποσό χρηματικής ικανοποίησης μετά την ήδη αμετάκλητη με αριθμό 961/2013 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ότι δεν υφίσταται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 325επ. του ΚΠολΔ δεδικασμένο που να καθιστά απαράδεκτη την άσκηση της αξίωσης του παθόντος έναντι της ιδιοκτήτριας του Σ (βλ. Δ. Κονδύλη Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ παρ. 26 επ. σελ. 298 επ.).

Τέλος, κατά μεν το άρθρο 440 ΑΚ, “ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, κατά δε το άρθρο 442 ΑΚ, “ο συμψηφισμός κατά επίδικης ανταπαίτησης, αν η ανταπαίτηση αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης”. Με τον τρίτο λόγο αντεφέσεως η εφεσίβλητη εταιρία παραπονείται ότι η εκκαλουμένη εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη της την ένσταση συμψηφισμού την οποία νομίμως πρότειναν πρωτοδίκως, καθώς κατέβαλαν με πέντε αποδείξεις πληρωμής εκ δρχ. 240.000, 180.000, 240.000, 240.000 και 120.000 το έτος 2.000 και συνολικά το ποσόν των 1.020.000 δρχ (2.993,39 ευρώ) αλλά λόγω του εργατικού ατυχήματος και των δυσμενών συνεπειών του δεν προσέφερε ο εκκαλών τις υπηρεσίες του. Ο σχετικός λόγος είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος διότι, δεν είναι επιτρεπτός συμψηφισμός κατά της απαίτησης αποζημίωσης του κ.ν 551/1915 (ΕφΠειρ 703/2009 ΕΝΔ τόμος 38, 51) και συνεπώς κρίνοντας έτσι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά το νόμο ερμήνευσε. Επομένως, οι συνολικές αξιώσεις του εκκαλούντος από το ανωτέρω εργατικό ατύχημα συνολικά και για τις πιο πάνω αιτίες ανέρχονται στο ποσό των 4.736,61 + 30.000 ευρώ.

Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η 99/8.3.2016 αντέφεση και ό,τι άλλο κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό και να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους λόγους που αφορούν τα κεφάλαια της εκκαλουμένης, περί ηθικής βλάβης και περί υπολογισμού της αποζημίωσης που οφείλεται λόγω μερικής διαρκούς ανικανότητας προς εργασία, η με αριθμό …./2010 έφεση, και να εξαφανισθεί ως προς τα κεφάλαια αυτά και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης ως προς την πρώτη εφεσίβλητη, η εκκαλούμενη με αριθμό 1553/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται και θα αναδιατυπωθούν στο διατακτικό της παρούσας για το ενιαίο της εκτέλεσης. Αλυσιτελώς δε προσβάλλεται το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης καθόσον όταν εξαφανίζεται μερικώς ή ολικώς η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί ως προς τα ήδη αναφερόμενα κεφάλαια η από …../2001 αγωγή του εκκαλούντος ενάγοντος, που έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν.  551/1915, καθώς και σε αυτές των 932, 340, 341, 346, 648επ. του ΑΚ 70 και 176 του ΚΠολΔ, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη ήδη εφεσίβλητη-αντεκκαλούσα, και να αναγνωριστεί ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 34.736,61  και δη ως προς μεν το ποσό των 4.736,61 ευρώ εντόκως από την επομένη της απόλυσης (άρθρο 341 του ΑΚ) ως προς δε το ποσό των 30.000 ευρώ, εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος αντεφεσιβλήτου ενάγοντος και των δύο βαθμών βαρύνουν την πρώτη εφεσίβλητη -αντεκκαλούσα εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ) και τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 26.3.2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2010 έφεση και τη με αριθμό …../8.3.2016 αντέφεση κατά της με αριθμό 1553/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και την αντέφεση ως προς την πρώτη αντεκκαλούσα

Απορρίπτει τη με αριθμό …./8.3.2016 αντέφεση τυπικά ως προς τον δεύτερο αντεκκαλούντα, και κατ΄ ουσία ως προς την πρώτη αντεκκαλούσα .

Δέχεται κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν τη με αριθμό …../2010 έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς την πρώτη εφεσίβλητη ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης που όρισε  η εκκαλούμενη με αριθμό 1553/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από ……/2001 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ΄ουσίαν την από ……/2001 αγωγή

Αναγνωρίζει ότι η πρώτη εναγομένη εφεσίβλητη οφείλει να καταβάλει στον εκκαλούντα ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (34.736,61) με το νόμιμο τόκο ως εξής : α) ως προς το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων τριάντα έξι ευρώ και εξήντα ενός λεπτών του ευρώ (4.736,61) εντόκως από την επομένη της απόλυσης και β) ως προς το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (30.000) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στην πρώτη εναγομένη -αντεκκαλούσα το οποίο προσδιορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα υπόλοιπα δικαστικά έξοδα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 11 Ιανουαρίου 2018   και δημοσιεύθηκε στις  9 Φεβρουαρίου  2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ