Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 87/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   87/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 3943/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες την 9/11/2015 (υπ’ αριθμ. ………εκθέσεις επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 2/12/2015 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς …. (ΤΑΧΔΙΚ), …. (ΤΑΧΔΙΚ) …. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και ….. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) …. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και …….. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ)  συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 2/12/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 5/9/2014 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι με τον πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο εκκαλούντα, κατάρτισε την υπ’ αριθμ. ……../12.11.2002 σύμβαση πίστωσης, με την οποία του χορήγησε πίστωση έως του ποσού των 35.000 ευρώ, ότι για την εξυπηρέτηση της σύμβασης ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. …. λογαριασμός, ότι την 30/4/2014 ο λογαριασμός αυτός παρουσίαζε χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 20.265,81 ευρώ, ότι ο πρώτος εναγόμενος με το …./3.3.2011 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νίκαιας ……, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, ήδη εκκαλούντων, τέκνα του, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα, την κυριότητα του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου, που βρίσκεται στο Δήμο Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, αντικειμενικής αξίας 59.324,34 ευρώ και εμπορικής αξίας 40.000 ευρώ και ότι η μεταβίβαση αυτή από χαριστική αιτία από τον πρώτο εναγόμενο έγινε με σκοπό να ματαιώσει την πιο πάνω απαίτησή της, διότι η υπόλοιπη περιούσια του δεν αρκεί για την ικανοποίηση της. Ζητούσε να διαρρηχθεί η πιο πάνω απαλλοτριωτική δικαιοπραξία και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες, για κακή εφαρμογή του νόμου και  εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 και 941 του ΑΚ προκύπτει, ότι για τη γέννηση της αξίωσης προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των κατωτέρω προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεννημένη κατά το χρόνο που ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση, και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη, η οποία συντρέχει όταν η υπολειπόμενη εμφανής περιουσία τούτου δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Κατά το επόμενο άρθρο 942 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου. Ως απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της άνω διάταξης, του άρθρου 942 του ΑΚ, δηλαδή χαριστική, είναι και η γονική παροχή, που θεσμοθετείται με το άρθρο 1509 του ίδιου Κώδικα αφού και αυτή συνιστά επίδοση από ελευθεριότητα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 112 παρ. 2 του ΕισΝΑΚ, επί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθένας από τους συμβαλλομένους, θεωρείται δανειστής του άλλου, ως προς το τυχόν κατάλοιπο του λογαριασμού, από τη σύναψη της σύμβασης, το οποίο, όμως, είναι απαιτητό μόνο κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δηλαδή, το κλείσιμο του λογαριασμού δεν συνιστά γενεσιουργό όρο της απαίτησης για το κατάλοιπο, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για το απαιτητό (ληξιπρόθεσμο), του καταλοίπου. Ο συμβαλλόμενος με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού προστατεύεται με την αγωγή για την απαίτησή του για το τυχόν κατάλοιπο, αρκεί μόνο, μέχρι του χρόνου της απαλλοτρίωσης να έχει συναφθεί η δικαιοπαραγωγική της απαίτησης σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού και να έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η απαίτηση με την επέλευση του κλεισίματος του λογαριασμού μέχρι την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση της αγωγής. Με τη σύμβαση, δε, του ανοικτού λογαριασμού, η οποία αποτελεί ειδικότερη μορφή του αλληλόχρεου λογαριασμού, η τράπεζα ανοίγει πίστωση υπέρ πελάτη της, την οποία αυτός αναλαμβάνει σταδιακά, καταβάλλοντας ακολούθως τμηματικώς, ανάλογα με τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, ορισμένες δόσεις, έναντι κεφαλαίου και τόκων, οι αμοιβαίες, δε, καταβολές (πιστοδοτικές και εξοφλητικές) αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους και καθίστανται κονδύλια του λογαριασμού, ώστε απαιτητό είναι μόνο το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο. Και πριν όμως το κλείσιμο αυτό, από την αντιπαραβολή των πιστοχρεώσεων, προκύπτει η ενεργητική ή παθητική θέση εκατέρου, η οποία και συνιστά ενεργητικό ή παθητικό της περιουσίας του. Επομένως, τα παραγωγικά της απαιτήσεως περιστατικά, ιδίως, η σύμβαση και η χορήγηση των πιστώσεων, έχουν ήδη συντελεσθεί, ώστε η απαίτηση να είναι γεννημένη, έστω και αν δεν είναι, πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, βέβαιη και κατά ποσό εκκαθαρισμένη. Επομένως, η τράπεζα είναι και πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δανείστρια, έχει, άρα, το δικαίωμα να προσβάλει ως καταδολιευτική, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι του νόμου, κάθε απαλλοτρίωση του πελάτη της, έστω και αν έλαβε χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, αρκεί αυτό να γίνει έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής (ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1815/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2002 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45, 90, ΑΠ 667/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΟλΑΠ 10/2012 ΧρΙΔ 2013, 433, ΑΠ 536/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 631/2016 ΝΟΜΟΣ, AΠ 131/2015 ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, της παροχής διασαφηνίσεων του πρώτου εναγόμενου που περιέχεται επίσης στα ίδια πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. ……/12.11.2002 σύμβαση πίστωσης με την οποία η ενάγουσα χορήγησε στον πρώτο εναγόμενο πίστωση έως του ποσού των 35.000 ευρώ, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από 12/12/2005 πρόσθετη πράξη Νο 1. Για την εξυπηρέτηση της σύμβασης ανοίχθηκε ο υπ’ αριθμ. ……… λογαριασμός. Ο πρώτος εναγόμενος όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής της πίστωσης με αποτέλεσμα ο ανωτέρω λογαριασμός να παρουσιάζει την 30/4/2014 χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 20.265,81 ευρώ, η δε ενάγουσα εξ εξαιτίας του λόγου αυτού να κλείσει το λογαριασμό και να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση με την από 25/2/2015 καταγγελία, που επιδόθηκε στον πρώτο εναγόμενο την 2/3/2015 (υπ’ αριθμ. …../2.3.2015 έκθεση επίδοσης της πιο πάνω δικαστικής επιμελήτριας). Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης ο τελευταίος με το υπ’ αριθμ. …/3.3.2011 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Νίκαιας ……. που έχει καταχωρηθεί στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Νίκαιας με αριθμό ……/11.3.2011 μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στους δεύτερο και τρίτο των εναγόμενων, τέκνα του, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον κάθε ένα, την κυριότητα ενός ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στον Προσφυγικό Συνοικισμό Νίκαιας (τετράγωνο …., αριθμός ….), του Δήμου Νίκαιας – Αγίου Ιωάννη Ρέντη, της Δημοτικής Ενότητας Νίκαιας της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς, της Περιφέρειας Αττικής, πρώην Περιφέρειας του Δήμου Νίκαιας, εντός σχεδίου πόλεως και στην οδό ……. και αποτελείται από μία ισόγεια κατοικία 3 δωματίων, διαδρόμου, λουτρού και κουζίνας, επιφανείας 71 τ.μ., όπως σημειώνεται στην από 28/2/2011 κάτοψη του αρχιτέκτονα μηχανικού ……….., που, προσαρτάται στο ανωτέρω υπ’ αριθ. ………/3.3.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής και από το οικόπεδο του, το οποίο (οικόπεδο) έχει έκταση 87,15 τ.μ. και εμφαίνεται με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Α στο από 28/2/2011 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …………, που φέρει την υπεύθυνη δήλωση του Ν. 651/1977, ότι το ως άνω οικόπεδο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλεως και είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις και που νόμιμα χαρτοσημασμένο και υπογεγραμμένο προσαρτάται στο ανωτέρω υπ’ αριθ. …./3.3.2011 συμβόλαιο γονικής παροχής και συνορεύει, κατά το διάγραμμα αυτό, βορειοανατολικά με κοινόχρηστο διάδρομο σε πλευρά Δ-Γ μέτρων 4,95, υπ’ αριθμόν 3 ιδιοκτησία και κοινόχρηστο διάδρομο σε πλευρά Ζ-Ε μέτρων 14,75, νοτιοανατολικά με οδό ….. σε πρόσωπο Α-Ζ μέτρων 4,80, νοτιοδυτικά με υπ’ αριθμόν 23 ιδιοκτησία σε πλευρά Α-Β μέτρων 19,70 και βορειοδυτικά με πάροδο μεταξύ των οδών ………. σε πρόσωπο Β-Γ μέτρων 3,30 και κοινόχρηστο διάδρομο σε πλευρά Δ-Ε μέτρων 1,50. Το οικόπεδο αυτό έχει ΚΑΕΚ ……… Η αντικειμενική αξία του εν λόγω ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ανερχόταν, στο ποσό των 59.324,34 ευρώ. Κατά τη στιγμή της ως άνω απαλλοτρίωσης, δηλαδή στις 3/3/2011, η ενάγουσα (Τράπεζα) είχε έναντι της πρώτης των εναγομένων την ιδιότητα της δανείστριας, έστω και εάν η απαίτησή της τελούσε υπό την αναβλητική προθεσμία του οριστικού κλεισίματος του ως άνω αναφερομένου λογαριασμού, καθόσον είχαν μέχρι τότε συντελεστεί τα παραγωγικά αυτής της απαίτησης γεγονότα (σύναψη συμβάσεως, καταβολή πίστωσης), χωρίς να απαιτείτο κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να είχε κλείσει ο λογαριασμός και καταγγελθεί η σύμβαση, διότι τα παραγωγικά της απαιτήσεως για το κατάλοιπο του λογαριασμού περιστατικά, υπάρχουν ήδη από το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως πίστωσης, από την οποία δημιουργείται, έκτοτε, ενοχή για το κατάλοιπο και, επιπλέον, η απαίτησή της έναντι της ως άνω οφειλέτριάς της κατέστη (μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, μέχρι την συζήτηση της αγωγής, η οποία έλαβε χώρα στις 27/3/2015. Επίσης κατά το χρόνο μεταβίβασης του πιο πάνω ακινήτου το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο που ο ενάγων είχε στην κυριότητά του ήταν το με αριθμό τρία (3) διαμέρισμα του ισογείου ορόφου οικοδομής που έχει ανεγερθεί σε άρτιο και οικοδομήσιμο οικόπεδο εμβαδού 400 τ.μ., ευρισκόμενο στη Λεπτοκαρυά Πιερίας και στην οδό ……., εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, έχει εμβαδόν 32,75 τ.μ, αποτελείται από δύο (2) δωμάτια, κουζίνα, χώλ, και WC και συνορεύει βόρεια με κλιμακοστάσιο, ανατολικά με κοινό διάδρομο και με το υπ’ αριθμ. 4 διαμέρισμα, νότια με την οδό ……… και δυτικά με ακάλυπτο χώρο, με αναλογία αυτού στο όλο οικόπεδο και στα υπόλοιπα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη και χώρους της οικοδομής (84,03/1000) χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και αποτελεί αυτοτελή, ανεξάρτητη, διηρημένη και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/7.11.1980 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κατερίνης ….., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. και αριθμ. …. των βιβλίων μεταγραφών Κατερίνης. Στο εν λόγω ακίνητο έχουν εγγραφεί: 1) Προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ.», ποσού 45.500 ευρώ, προς εξασφάλιση της με αριθμ. ….. σύμβασης δανείου, ποσού 35.000 ευρώ, την 20/3/2007 στον τόμο …. και αριθμό …. (σχετ. τόμος …, αριθμ. ….) των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 21698Σ/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2) προσημείωση υποθήκης υπέρ της ενάγουσας, ποσού 58.320 ευρώ, προς εξασφάλιση της με αριθμ. ……/2012 σύμβασης δανείου, ποσού 48.600 ευρώ, την 13/6/2012 στον τόμο …. και αριθμό …. των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1365/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και 3) προσημείωση υποθήκης υπέρ της Τράπεζας «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ.», ποσού 57.395 ευρώ, προς εξασφάλιση της με αριθμ. …./2012 σύμβασης δανείου, ποσού 44.150 ευρώ, την 26/6/2012 στον τόμο … και αριθμό …. των βιβλίων υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης, δυνάμει της αριθμ. 1054Σ/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Επομένως αποδεικνύεται ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε µε πρόθεση βλάβης της ενάγουσας, δηλαδή για να μην μπορέσει αυτή να ικανοποιήσει την σε βάρος του πρώτου εναγόμενου απαίτησή της, διότι ο τελευταίος σαφώς γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα αυτή, αφενός μεν ότι είναι οφειλέτης της ενάγουσας, κατά τα προαναφερόμενα και αφετέρου ότι µε την απαλλοτρίωση του ως άνω µοναδικού (και κατά το χρόνο της μεταβίβασης, και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και της συζήτησης αυτής) εμφανούς περιουσιακού της στοιχείου, θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση ώστε δεν θα είναι πλέον εφικτή η ικανοποίηση της απαίτησης της ενάγουσας, γεγονός που αποδέχθηκε, καθόσον γνώριζε ότι η ενάγουσα δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή της από το πιο πάνω διαμέρισμα στη Λεπτοκαρυά Πιερίας, η εμπορική αξία του οποίου, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ανέρχεται στο ποσό των 35.000 ευρώ, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, υπολείπεται του ποσού της πρώτης ως άνω προσημείωσης που έχει εγγραφεί υπέρ της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή, αν και η απαλλοτρίωση έγινε χωρίς να υπάρχει πρόθεση βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας, αφενός μεν διότι η τελευταία στο χρόνο της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταγγείλει της σύμβαση και αφετέρου διότι η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου αυτών επαρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής της, όπως και ο συναφής τέταρτος λόγος της έφεσης, στον οποίο οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο πρώτος αυτών κατά τη δικαιοπραξία δεν είχε κανενός είδους δόλου, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Αποδεικνύεται περαιτέρω ότι την ως άνω απαίτησή της, που απορρέει από την πιο πάνω σύμβασης πίστωσης, η ενάγουσα μεταβίβασε, κατ’ άρθρο 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003 στην εταιρία με την επωνυμία «…….», δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. …./6.11.2006 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών δανείων, η οποία καταχωρήθηκε  νόμιμα στο δημόσιο βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο … και αριθμό …. Στη συνέχεια η εταιρία «……» αναμεταβίβασε στην ενάγουσα την πιο πάνω απαίτηση της με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …../21.11.2011 σύμβαση, η οποία καταχωρήθηκε στο ίδιο πιο πάνω δημόσιο βιβλίο στον τόμο … με αριθμό ….. Στη σύμβαση αυτή αναγράφεται επί λέξει ότι: «Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 11 ν. 3156/2003, η εταιρεία ……. προβαίνει στην αναμεταβίβαση, λόγω πώλησης που συντελέστηκε την 21.11.2011, προς την Τράπεζα ……….. του συνόλου των απαιτήσεων του χαρτοφυλακίου δανείου και πιστώσεων προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που της ανήκουν σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες της από 6-11-2006 Σύμβασης Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία δημοσιεύτηκε αρχικώς την 6-11-2006 με αριθμό πρωτοκόλλου …/6-11-2006 και καταχωρήθηκε στο βιβλίο του Ν. 2844/00 στον τόμο …. αριθμός ….. Κατά συνέπεια λαμβάνει χώρα η λύση της συναλλαγής. . Συνεπεία της ως άνω μεταβίβασης και της λύσης της συναλλαγής, η Τράπεζα αποκτά τις ως άνω επιχειρηματικές απαιτήσεις ελεύθερες του νομίμου ενεχύρου του άρθρου 10 παρ. 18 του ν. 3156/2003 λόγω εξόφλησης των απαιτήσεων, για χάρη των οποίων αυτό είχε συσταθεί, η δε εταιρεία ……… ουδεμία επιχειρηματική απαίτηση έχει». Στη συνέχεια η ενάγουσα μεταβίβασε εκ νέου στην πιο πάνω εταιρία «……..» διάφορες απαιτήσεις της μεταξύ των οποίων και η απαίτησή της κατά του πρώτου εναγόμενου από την προειρημένη σύμβαση πίστωσης, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./28.2013 σύμβαση, η οποία καταχωρήθηκε στο πιο πάνω δημόσιο βιβλίο στον τόμο …. με αριθμό ….. Τέλος η απαίτηση αυτή αναμεταβιβάστηκε από την «…..» στην ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. …./28.7.2014 σύμβαση, η οποία καταχωρήθηκε στο ίδιο βιβλίο στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, όπου ευκρινώς αναφέρεται ότι οι εκεί συμβαλλόμενοι (η ενάγουσα και η «…..») προβαίνουν σε περιορισμό ή μερική εξάλειψη των αναφερόμενων ενεχύρων τα οποία είναι καταχωρημένα στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών μεταξύ των οποίων και στον τόμο … με αριθμό …., η δε καταχώρηση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο έχει αποτελέσματα αναγγελίας της εκχώρηση τον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003). Επομένως ήδη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής την 9/9/2014 (υπ’ αριθμ. ……./9.9.2014 έκθεση επίδοσης της πιο πάνω δικαστικής επιμελήτριας) η ενάγουσα ήταν δικαιούχος της επίδικης απαίτησης κατά του πρώτου εναγόμενου και νομιμοποιείται ενεργητικά να ζητήσει την διάρρηξη της πιο πάνω δικαιοπραξίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και απέρριψε την προβαλλόμενη ενώπιόν του από τους εναγόμενους ένσταση ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας διότι την απαίτησή της κατά του πρώτου εναγόμενου, απορρέουσα από την σύμβαση πίστωσης, είχε μεταβιβάσει στην εταιρία «…….», δεν έσφαλε αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης με το οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι εναγόμενοι προέβαλαν την ένσταση ότι η ενάγουσα κατά κατάχρηση των δικαιωμάτων της άσκησε την ένδικη αγωγή διότι κατά το χρόνο της άσκησής της η σύμβαση πίστωσης δεν  είχε καταγγελθεί, ήδη υπήρχαν μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και της ενάγουσας διαπραγματεύσεις για τον επαναπροσδιορισμό της δανειακής σύμβασης, παρήλθε τετραετία από την κατάρτιση της επίδικης δικαιοπραξίας έως την άσκηση της αγωγής και μετά την επίδικη δικαιοπραξία καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και του πρώτου εναγόμενου νέα δανειακή σύμβαση, για την εξασφάλιση της απαίτησης από την οποία ενεγράφη προσημείωση υποθήκης υπέρ της ενάγουσας στο πιο πάνω περιγραφέν διαμέρισμα στη Λεπτοκαρυά Πιερίας. Η ένσταση αυτή όμως είναι απορριπτέα, διότι η ύπαρξη των διαπραγματεύσεων δεν αποδεικνύεται από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, καθόσον μόνο αποδεικτικό στοιχείο οι εναγόμενοι επικαλούνται την συνταχθείσα μετά την άσκηση της αγωγής με ημερομηνία 23/9/2014 αίτηση του πρώτου εναγόμενου προς την ενάγουσα, με την οποία ζήτησε τη λήψη αντιγράφων των μεταξύ τους δανειακών συμβάσεων και ενημέρωση σχετικά με τον αριθμό των γνωστοποιήσεων εκ μέρους του προς την ενάγουσα για τα περιουσιακά του στοιχεία. Εξάλλου στις διασαφηνίσεις που παρείχε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο πρώτος εναγόμενος δεν παρέθεσε συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα, αλλά αναφέρθηκε αόριστα σε κάποιες συζητήσεις με τους νόμιμους εκπροσώπους της ενάγουσας, οι οποίες άρχισαν μετά την απόρριψη ασφαλιστικών (αναφέρεται στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 726/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της ενάγουσας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση της απαίτησής της, η οποία όμως εκδόθηκε την 27/4/2015, δηλαδή μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής). Επίσης μόνη η πάροδος της τετραετίας δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως καταχρηστική η άσκηση της αγωγής, διότι οι εναγόμενοι δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη επιπλέον συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, από τα οποία σε συνδυασμό με την αδράνεια της ενάγουσας να τους είχε δημιουργηθεί η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η ενάγουσα δεν πρόκειται να ασκήσει τις αξιώσεις της, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Τέλος καταχρηστική δεν καθίσταται η άσκηση της αγωγής ούτε επειδή η ενάγουσα δεν είχε καταγγείλει τη σύμβαση κατά το χρόνο άσκησης της, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, ούτε ότι κατάρτισε με τον πρώτο εναγόμενο νέα δανειακή σύμβαση στα πλαίσια της οποίας ενεγράφη νέα προσημείωση υποθήκης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ίδια αφού έκρινε και απέρριψε τη σχετική ένσταση ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3943/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 5η Οκτωβρίου 2017   και δημοσιεύθηκε την 1η Φεβρουαρίου  2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ