Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 78/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:     78      /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ακριβές αντίγραφο της έφεσης με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και με κλήση για συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο έχει επιδοθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για την τρίτη εφεσίβλητη, ήδη αγνώστου διαμονής, στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς κατά τα άρθρα 110 παρ. 2, 122, 123, 124, 126 παρ. 1 εδ. α΄, 134, 135 παρ. 1, 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …./28.7.2016 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε κατόπιν υπόδειξης του Εισαγγελέα στις ημερήσιες εφημερίδες …., που εκδίδεται στην Αθήνα – φύλλο …./10.8.2016 – και …., που εκδίδεται στον  Πειραιά – στο φύλλο ……/23.8.2016 – ενώ στα ίδια φύλλα των ίδιων εφημερίδων δημοσιεύθηκε και περίληψη της υπ’ αριθμ. …../4.7.2016 έκθεσης επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή της προσβαλόμενης 4048/2014 απόφασης που εκδόθηκε ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης). Επομένως αυτή που δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά τη σειρά που ήταν γραμμένη στο πινάκιο της οριζόμενης δικασίμου και δεν πήρε μέρος στη συζήτηση πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4048/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της τρίτης εναγόμενης, ήδη τρίτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 30/5/2016 (υπ’ αριθμ. …../30.5.2016 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 22/6/2016 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο ποσού 200 ευρώ (υπ’ αριθμ. …../22.6.2016 διπλότυπο είσπραξής τύπου Α της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών), το οποία επισυνάπτεται στην από 22/6/2016 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ. 2 και 3 του ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σε αυτή εδαφικές μεταβολές, σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από τη μεταγραφή της αποκτούν πρωτότυπα κυριότητα στις αναγραφόμενες ιδιοκτησίες, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης τους. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερομένου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (ΟλΑΠ 1236/1982 ΝοΒ 1983, 1174 και ΟλΣτΕ 1730/2000 ΑΡΜ 2000, 993) επομένως και αναγνωριστική κυριότητας αγωγή. Αυτό συνάγεται από τις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 12 του ν. 1337/1983, κατά το πνεύμα των οποίων η οριστικοποίηση της πράξης εφαρμογής που επέρχεται με την κύρωση της αναφέρεται στις περιεχόμενες σε αυτή μεταβολές, που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, γι’ αυτό και ορίζεται ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γη και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνεται με απόφαση των αρμόδιων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση (ΑΠ 261/2003 ΕλλΔ 2004, 801). Περαιτέρω, σύμφωνα με το ως άνω άρθρ. 49 παρ. 3 του ν. 947/1979, που εφαρμόζεται εδώ αναλογικά, «εάν το εισφερόμενον ακίνητον διεκδικείται υπό τρίτου, από της μεταγραφής του παραχωρητηρίου αντικείμενον της δίκης καθίσταται το νέον ακίνητον. Επί διεκδικήσεως τμήματος ή ιδανικού μεριδίου επί του εισφερομένου ακινήτου αντικείμενον αυτής καθίσταται από της ως άνω μεταγραφής η αξία του, επιφυλασσομένης της εφαρμογής των άρθρων 1097 και 1099 του αστικού κώδικος …». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι αυτός ο οποίος διεκδικούσε δικαίωμα κυριότητας σε μεταβαλλόμενο, κατ’ εφαρμογή του ν. 1337/1983, ακίνητο, μετά τη μεταγραφή της κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής και της συνακόλουθης απόσβεσης του δικαιώματος του επί του ακινήτου αυτού, δικαιούται να διεκδικήσει το νέο ακίνητο, το οποίο, στα πλαίσια των ρυθμίσεων του ίδιου νόμου, περιήλθε τυχόν στον φερόμενο στην πράξη εφαρμογής ως κύριο του μεταβληθέντος ακινήτου – καθ’ ου η αρχική διεκδίκηση ή, όταν διεκδικείται τμήμα ή ιδανικό μερίδιο του εισφερομένου ακίνητου, την αξία του και προφανώς όχι το ίδιο το μεταβληθέν ακίνητο το οποίο ανήκει πλέον στην κυριότητα τρίτου, κατά του οποίου δεν παρέχεται στον διεκδικούντα καμία αξίωση, ούτε από τις προαναφερόμενες διατάξεις αλλά και ούτε από οποιαδήποτε διάταξη νόμου, εφόσον ο τρίτος αυτός αποκτά την κυριότητα πρωτοτύπως, έχοντας μάλιστα εισφέρει ισάξιο αντάλλαγμα στη γενική διαχείριση που πραγματοποιήθηκε με την πράξη εφαρμογής και δεν είναι διάδοχος του φερόμενου ως αρχικού κυρίου του μεταβληθέντος ακινήτου. Σε κάθε περίπτωση, όταν η δίκη αφορά τμήμα ή ιδανικό μερίδιο επί του εισφερομένου ακινήτου, αντικείμενο της μπορεί να είναι μόνο η αξία των εξ αδιαιρέτου ποσοστών του νέου ακινήτου (ΑΠ 1703/2012 Ε7 2013, 1025, ΑΠ 261/2003 ό.π., ΕφΘεσ 97/2010 ΑΡΜ 2013, 536).

Εν προκειμένω η ενάγουσα στην από 6/10/2010 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/1983, …/1983 και …./1983 περιλήψεων κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……., που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, έχει αποκτήσει την κυριότητα των περιγραφόμενων τριών όμορων, από βορρά προς νότο, ακινήτων, εμβαδού 205 τ.μ., 230 τ.μ. και 210 τ.μ. αντίστοιχα, σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης τους, 205,76 τ.μ., 227,26 τ.μ. και 199,13 τ.μ αντίστοιχα κατά νεότερη καταμέτρηση και 162,62 τ.μ., 224,91 τ.μ. και 193,46 τ.μ. αντίστοιχα σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Κτηματολογίου, τα οποία βρίσκονται στη θέση «… ή ….» της κτηματικής περιφέρειας ……… Κοινότητας Αιαντείου Δήμου Σαλαμίνας και ότι εσφαλμένα καταχωρήθηκαν στο κτηματολογικό βιβλίο του κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας όχι ως αυτοτελή ακίνητα, αλλά ως τμήματα των γεωτεμαχίων με ΚΑΕΚ ……, …… (με φερόμενο δικαιούχο κυριότητας το πρώτο εναγόμενο, ήδη πρώτο εφεσίβλητο), …… (με φερόμενο δικαιούχο κυριότητας το δεύτερο εναγόμενο, ήδη δεύτερο εφεσίβλητο), …….. (με φερόμενη δικαιούχο κυριότητας την τρίτη εναγόμενη, ήδη τρίτη εφεσίβλητη) και …….. (με φερόμενο δικαιούχο κυριότητας «άγνωστο») κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στην αγωγή της και ζητούσε να αναγνωριστεί η κυριότητά της στα πιο πάνω ακίνητα, να διορθωθούν σχετικά οι ανακριβείς πρώτες εγγραφές, που έχουν καταχωρηθεί στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ως προς τις επίδικες ιδιοκτησίες, οι οποίες φέρονται εσφαλμένα ως τμήματα των ως άνω αναφερομένων ΚΑΕΚ, με δικαιούχους τους εναγόμενους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, ώστε οι ένδικες ιδιοκτησίες να αποτυπωθούν ως αυτοτελή ακίνητα, για τα οποία θα δημιουργηθούν ιδιαίτερα κτηματολογικά φύλλα και ανεξάρτητα ΚΑΕΚ και στα υπό δημιουργία φύλλα θα καταχωρηθεί ως δικαιούχος κυριότητας η ίδια, στην οποία περιήλθαν κατά τον προαναφερθέντα παράγωγο τρόπο, άλλως πρωτότυπος, με βάση τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας, να διαταχθεί ο Προϊστάμενος του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου να προβεί στη διόρθωση των ως άνω ανακριβών εγγραφών και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεσή της δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, της υπ’ αριθμ. …../2.12.2011 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……., που κατέθεσε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, για την οποία τηρήθηκε η διαδικασία της διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ως πλειοδότης σε αναγκαστικό πλειστηριασμό η ενάγουσα απέκτησε τα ακόλουθα ακίνητα, τα οποία εμφαίνονται στο με χρονολογία 26/2/2009 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού ……., η οποία επισυνάπτεται στην αγωγή: α) Με την υπ’ αριθμ. …../21.6.1983 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……, η οποία έχει μεταγραφεί νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, την 13/7/1983, στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …, απέκτησε ακίνητο, εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης 205 τ.μ, με νεότερη καταμέτρηση 205,76 τ.μ. και με τα δεδομένα του Κτηματολογίου 162,62 τ.μ. Το ακίνητο αυτό ανήκε στον καθ’ ου ο πλειστηριασμός …….., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητά του με το υπ’ αριθμ. …./1971 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Νίκαιας ……, νομίμως μεταγραμμένου, σύμφωνα με το οποίο το ακίνητο συνορεύει ανατολικά με ιδιωτική οδό, δυτικά με ιδιοκτησία ….., βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστου και νότια με ιδιοκτησία αγνώστου. β) Με την υπ’ αριθμ. …./21.6.1983 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της ίδιας συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, η οποία έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, την 13/7/1983, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …., απέκτησε ακίνητο, εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης 230 τ.μ., σύμφωνα με νεότερη καταμέτρηση 227,26 τ.μ. και σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Κτηματολογίου 224,91 τ.μ. Το ακίνητο αυτό ανήκε στον καθ’ ου ο πλειστηριασμός ……., ο οποίος είχε αποκτήσει την κυριότητά του με το υπ’ αριθμ. …./1971 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου Νίκαιας, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιωτική οδό, δυτικά με ιδιοκτησία ……., βόρεια με ιδιοκτησία άγνωστου και νότια με ιδιοκτησία αγνώστου. γ) Με την υπ’ αριθμ. …../21.6.1983, περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της ίδιας συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, η οποία έχει μεταγραφεί νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας, την 13/7/1983, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …., απέκτησε ακίνητο, εμβαδού, κατά τον τίτλο κτήσης, 210 τ.μ., σύμφωνα με νεότερη καταμέτρηση 199,13 τ.μ. με σύμφωνα με τα δεδομένα του Εθνικού Κτηματολογίου 193,46 τ.μ. Το ακίνητο αυτό ανήκε στον καθ’ ου ο πλειστηριασμός … …, ο οποίος το είχε αποκτήσει με το υπ’ αριθμ. …./1971 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου Νίκαιας, νομίμως μεταγραμμένου, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιωτικό δρόμο, δυτικά με ιδιοκτησία …., νότια με ιδιοκτησία αγνώστου και νότια με ιδιοκτησία …… Τα πιο πάνω ακίνητα βρίσκονται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου πόλης του Δήμου Σαλαμίνας στην πολεοδομική ενότητα «… ή ….», που εντάχθηκε στο σχέδιο με το Διάταγμα Ρυμοτομίας π.δ. της 5/4/1990 (ΦΕΚ 225/Δ/10.4.1990), του οποίου η υπ’ αριθμ. 16/1995 πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Π10780/Β624/8.7.1997 νομαρχιακή απόφαση, που μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας την 21/10/1997, στον τόμο ….., με αύξοντα αριθμό …… Στην εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη η περιοχή των πιο πάνω ακινήτων έχει χαρακτηριστεί κατά το μεγαλύτερο μέρος της ως Κοινόχρηστος Χώρος – Δασική Έκταση (Κ.Χ. – Δ.Ε.) ενώ τμήμα των ακινήτων αποτελούν τμήματα των προς διάνοιξη εγκεκριμένων δημοτικών οδών. Με βάση την εγκεκριμένη πολεοδομική μελέτη τα πιο πάνω ακίνητα που εισφέρθηκαν για τις ανάγκες του πολεοδομικού σχεδιασμού της συγκεκριμένης πολεοδομικής ενότητας έχουν πλέον διαμορφωθεί ως εξής: 1) Από το πρώτο ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο τμήμα του εμβαδόν 53,96 τ.μ. και τμήμα του εμβαδόν 7,42 τ.μ., έχουν χαρακτηριστεί ως Κοινόχρηστος Χώρος – Δασική Έκταση (Κ.Χ. – Δ.Ε.) και έχουν περιληφθεί το πρώτο στο με ΚΑΕΚ …. γεωτεμάχιο και το δεύτερο στο με ΚΑΕΚ …. γεωτεμάχιο, τα οποία έχουν καταχωρηθεί στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με δικαιούχο κυριότητας το πρώτο εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης τμήμα του, εμβαδόν 101,42 τ.μ. έχει περιληφθεί στο με ΚΕΚ ….. γεωτεμάχιο, όπου στην πολεοδομική μελέτη προβλέπεται η διάνοιξη δημοτικών οδών και έχει καταχωρηθεί στο ίδιο πιο πάνω κτηματολογικό βιβλίο με δικαιούχο κυριότητας το δεύτερο εναγόμενο, Δήμο Σαλαμίνας. 2) Από το δεύτερο ως άνω περιγραφόμενο ακίνητο τμήμα του εμβαδό 40,80 τ.μ. έχει περιληφθεί, κατά τα ανωτέρω, στο με ΚΑΕΚ ….. γεωτεμάχιο και κατά τμήμα του εμβαδόν, 171,77 τ.μ. έχει περιληφθεί, κατά τα ανωτέρω, στο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ….. Επίσης τμήμα του εμβαδού 12,34 τ.μ. έχει προσκυρωθεί στο όμορο γεωτεμάχιο, το οποίο έχει καταχωρηθεί στο ίδιο πιο πάνω κτηματολογικό βιβλίο με ΚΑΕΚ …. και δικαιούχο κυριότητας την τρίτη εναγόμενη. 3) Από το τρίτο αρχικό ακίνητο τμήμα του εμβαδόν 19,58 τ.μ έχει περιληφθεί κατά τα ανωτέρω στο με ΚΑΕΚ … γεωτεμάχιο, τμήμα του, εμβαδόν 139,76 τ.μ. έχει περιληφθεί κατά τα ανωτέρω στο με ΚΑΕΚ …. γεωτεμάχιο, τμήμα του εμβαδόν 15,24 τ.μ έχει προσκυρωθεί στο όμορο γεωτεμάχιο με ΚΑΕΚ ….. και τμήμα του, εμβαδού 18,88 τ.μ, έχει προσκυρωθεί στο όμορο γεωτεμάχιο, το οποίο έχει καταχωρηθεί στο ίδιο πιο πάνω κτηματολογικό βιβλίο με ΚΑΕΚ …… και δικαιούχο κυριότητας «άγνωστος». Έτσι με την μεταγραφή και την οριστικοποίηση της ως άνω πράξης εφαρμογής, η οποία προηγήθηκε της ενάρξεως του Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (την 12/2/2007), η ενάγουσα απώλεσε το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας που είχε αποκτήσει στα τρία βασικά ακίνητα, τα οποία στα πλαίσια του οικιστικού σχεδιασμού του Δήμου Σαλαμίνας εισφέρθηκαν, κατατμήθηκαν και μεταβλήθηκαν ως ανωτέρω, με συνέπεια οι εναγόμενοι να έχουν αποκτήσει τα ανωτέρω επί μέρους τμήματα των αρχικών ακινήτων, ως προς τα οποία και μόνο η ενάγουσα μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά της. Κατ’ ακολουθίαν, επειδή αντικείμενο της δίκης είναι πλέον τα τμήματα αυτά των αρχικών μεταβληθέντων ακινήτων, η ενάγουσα αφενός μεν δεν μπορεί να ζητήσει  να αναγνωριστεί η κυριότητα της επί των αρχικών ακινήτων, όπως ζητεί, διότι πλέον επί αυτών δεν έχει κυριότητα, αλλά μόνο επί των μεταβληθέντων ακινήτων και αφετέρου, επειδή ουσιαστικά επικαλείται δικαίωμα για κάθε ένα επί μέρους τμήμα που ανήκει σε διαφορετικούς δικαιούχους, έχει μόνο ενοχική αξίωση καταβολής αποζημίωσης, συνιστάμενης στην αξία κάθε επί μέρους τμήματος των ακινήτων, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Το ίδιο συμβαίνει και για τα τμήματα των βασικών ακινήτων που με την πράξη εφαρμογής έχουν χαρακτηριστεί ως κοινόχρηστοι χώροι – δασικές εκτάσεις, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι αυτά ουδέποτε ήταν δασικές εκτάσεις και ουδέποτε ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας. Τα ίδια αφού έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε την αγωγή ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και απορριπτέοι τυγχάνουν ο πρώτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι αντικείμενο της δίκης είναι τα ακίνητα που απέκτησε η ενάγουσα στο σύνολό τους, ενώ έπρεπε να θεωρήσει ως αντικείμενο της δίκης μόνο τα τμήματα που εμπίπτουν στα πιο πάνω γεωτεμάχια, διότι από την αντιπαραβολή του περιεχομένου της αγωγής και του επισυναπτόμενου σε αυτή με χρονολογία 26/2/2009 τοπογραφικού διαγράμματος το σύνολο των ακινήτων, συνολικού εμβαδού κατά το κτηματολόγιο 580,99 τ.μ., περιλαμβάνεται, κατά τα ανωτέρω τμήματά τους, στα πιο πάνω γεωτεμάχια, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα, αν και δέχθηκε την κυριότητα της ενάγουσας στα τρία αρχικά ακίνητα, απέρριψε την αγωγή, μην εκτιμώντας ορθά τα προσκομιζόμενα ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία, ο τρίτος λόγος της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή μην λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι εναγόμενοι δεν ήταν οι πραγματικοί κύριοι των βασικών ακινήτων και ότι το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν υπέβαλε ένσταση κατά της πράξης εφαρμογής δεν σημαίνει ότι απώλεσε την κυριότητά της επί των επιδίκων τμημάτων και ο τέταρτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν του ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3208/2003 το Ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να προβάλει κυριότητα στα ανωτέρω ακίνητα επειδή δεν άσκησε τη διεκδικητική αγωγή του άρθρου 1020 του ΚΠολΔ. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 368 του ΚΠολΔ (1. Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. 2. Το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης) προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση, κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς «ειδικές» αλλά «ιδιάζουσες» γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 300/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 194/2017 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε παραδοχή του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι ανέκυψαν ζητήματα τα οποία απαιτούν, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης ή ότι δεν έλαβε υπόψιν ισχυρισμό διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή ότι απέρριψε, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικό αίτημα αυτού και επομένως ο πέμπτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη για τα θέματα της αγωγής, πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των δυο πρώτων εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από την ερήμην δικασθείσα τρίτη εφεσίβλητη, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4048/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της τρίτης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των δυο πρώτων εφεσίβλητων για αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για το πρώτο εφεσίβλητο και στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για το δεύτερο εφεσίβλητο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 1 Φεβρουαρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ