Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 102/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    102      /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη της § 3 εδαφ. α του άρθρου 524 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε αφενός μεν μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 § 1 του Ν. 3994/2011 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), που κατ’ άρθρο 77 αυτού άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του, εφαρμόζεται δε εν προκειμένω κατ’ άρθρο 72 § 4 εδαφ. α αυτού, επειδή η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά τη έναρξη της ισχύος του (ΤριμΕφΠειρ. 18/2015, ΜονΕφΠειρ. 138/2016, πρώτη δημοσίευση αμφοτέρων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και, αφετέρου, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο § 2 του αυτού Νόμου, από 1ης.1.2016, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της § 2 του άρθρου 272 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό τέθηκε στη θέση του (καταργηθέντος προηγουμένου) άρθρου 272 με το άρθρο 30 του Ν. 3994/2011, «Αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγομένου ή εκείνου που άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 271, και σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος απορρίπτεται η αγωγή». Τέλος, στις διατάξεις των § 1 και 2 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, ορίζονται τα εξής: «Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα» (§ 1) και «Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου» (§ 2). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος κατά την, κατά την τακτική διαδικασία, συζήτηση ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου απορρίπτεται η έφεσή του. Η απόρριψη αυτή γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τους τύπους, διότι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο διότι, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται – κατά πλάσμα του νόμου – ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους  (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 1719/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 187/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011/1572, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αριθμ. 1050 – 1052, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 29, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 23, σελ. 232, βλ. και ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, κατά τις οποίες ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση). Προϋπόθεση, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, της ως άνω απορρίψεως είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος με την προσκομιδή, στην πρώτη περίπτωση, επικυρωμένου αντιγράφου της εφέσεως που του έχει επιδοθεί με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 § 3 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ) και, στη δεύτερη, εκθέσεως επιδόσεως αντιγράφου της εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 §§ 1 και 2, 498 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 581/2005, Δνη 2007/476, ΤριμΕφΠειρ. 705/2014, ΕφΚρητ. 183/2009, ΜονΕφΠειρ. 240/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 153/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 § 4 εδαφ. β και γ ΚΠολΔ, που κατ’ άρθρο 498 § 2 εδαφ. β του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ’ αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και, επομένως, δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου, υπό την προϋπόθεση ότι ο απολιπόμενος κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο εκείνη (ΑΠ 111/2013, ΑΠ 12/2011, ΑΠ 354/2011, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1240/2010, ΔΕΕ 2011/329 = ΕπισκΕΔ 2011/124 = Δνη 2011/1002).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 19.11.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../4.12.2014 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./19.12.2014 έφεση της εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας κατά της υπ’ αριθμ. 4249/2014 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 19.12.2013 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./20.12.2013 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ερήμην της εκκαλούσας – τότε εναγομένης. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης δικάσιμο, η εκκαλούσα δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εφεσίβλητο υπ’ αριθμ. ………../12.1.2015 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης .. …., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 22ας Οκτωβρίου 2015, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 § 1, 123, 125 § 1, 126 § 1 στοιχ. δ, 128 §§ 1, 3 και 498 § 2 εδαφ. α ΚΠολΔ) στην εκκαλούσα, με επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση εφεσίβλητης. Η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε διαδοχικά για τις δικασίμους της 17ης.3.2016, της 8ης.12.2016 και της σημειούμενης στην αρχή της παρούσας, με σχετική σημείωση στο πινάκιο, η οποία, κατά τα προεκτεθέντα, επέχει θέση κλήτευσης ως προς όλους τους διαδίκους, χωρίς να απαιτείται νέα κλήτευση της εκκαλούσας για κάθε νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, αφού είχε κλητευθεί νόμιμα για την αρχική δικάσιμο, κατά την οποία χώρησε η πρώτη αναβολή. Πρέπει, επομένως, η εκκαλούσα, που δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, να δικασθεί ερήμην, να απορριφθεί η έφεσή της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από την ερημοδικαζόμενη εκκαλούσα (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην της  εκκαλούσας.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση άσκησης από μέρους της εκκαλούσας αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 4249/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ