Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 103/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός:   103     /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από το Διευθύνοντα το Εφετείο Πειραιώς και από τη Γραμματέα Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 §§ 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αντιστοίχως τροποποιήθηκαν από τις διατάξεις των §§ 1 και 2 του άρθρου 44 του Ν. 3994/2010 «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 165/25.7.2011), ισχύουν δε και μετά το Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζονται στην κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, προκύπτει ότι η προφορική συζήτηση ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι υποχρεωτική μόνον όταν η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο που στον πρώτο βαθμό δικάστηκε ερήμην, οπότε με την τυπική παραδοχή της εφέσεως εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη ευδοκίμηση κάποιου λόγου εφέσεως (ΑΠ 2150/2014, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, ΤριμΕφΠειρ. 195/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η ενώπιον του οποίου συζήτηση γίνεται πλέον προφορικώς. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση της εφέσεως με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους ή με μονομερή δήλωση αυτών ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση (ΑΠ 476/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128). Η ως άνω απαγόρευση της παραστάσεως με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ισχύει όχι μόνο για το διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, αφού διαφορετικά δε νοείται προφορική συζήτηση (ΑΠ 93/2013, ΑΠ 652/2011, ΑΠ 251/2009, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τούτο άλλωστε επιβάλλεται από την αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και για την ισότητα των όπλων (ΑΠ 1858/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ο.π., ΑΠ 1368/2008, Δνη 2011/454, ΑΠ 866/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου, που έχει μεν καταθέσει προτάσεις, δεν παρίσταται όμως στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του διαδίκου (ΤριμΕφΠειρ. 27/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ. 295/2011, ΑχΝομ 2012/464, ΕφΑθ. 3173/2009, Δνη 2009/1520, ΕφΑθ. 3287/2008, Δνη 2008/1514, ΕφΑθ. 2195/2006, Δνη 2006/1516). Ως εκ τούτου, οι προτάσεις του και οι περιεχόμενοι σ’ αυτές ισχυρισμοί του, όπως και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 2150/2014, ο.π.). Εάν μάλιστα ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 § 3 ΚΠολΔ (ΑΠ 11/2016, Ε7 2016/855, ΤριμΕφΠειρ. 123/2016, ΤριμΕφΠειρ. 325/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι ο αντίδικός του – εφεσίβλητος εμφανίζεται και μετέχει προσηκόντως στη συζήτηση, δεδομένου ότι άλλως αυτή ματαιώνεται κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 260 § 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στη διαδικασία της έκκλητης δίκης κατ’ άρθρο 524 § 1 εδαφ. α του ιδίου Κώδικα και ορίζει ότι, αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται αλλά δεν μετέχουν κανονικά στη συζήτηση, τότε αυτή ματαιώνεται (ΑΠ 93/2013, ο.π., ΑΠ 866/2008, ο.π., ΤριμΕφΑθ. 1123/2014, ΝοΒ 2015/55, ΕφΘεσ. 603/2009, ΕφΑΔ 2009/834, ΕφΑθ. 5838/2005, Δνη 2006/904, ΜονΕφΠειρ. 792/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αριθμ. 5053/2014 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην της ανακόπτουσας και ήδη εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, που δικάσθηκε σαν να ήταν και αυτή παρούσα, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της εκπροθέσμου ασκήσεώς της η από 18.3.2013 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../3.4.2013 ανακοπή της, με την οποία προσβλήθηκε ο υπ’ αριθμ. …../11.2.2013 πίνακας κατατάξεως δανειστών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………. Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα ανακόπτουσα άσκησε την υπό κρίση από 14.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../23.9.2016 και αριθμό εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/18.11.2016 έφεση, η συζήτηση της οποίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη δικάσιμο αυτή από τη σειρά του οικείου πινακίου το εφεσίβλητο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας …….. (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……) την παραμονή της δικασίμου (15.11.2017) προκατέθεσε προτάσεις και με την από ομοίως 15.11.2017 έγγραφη δήλωσή του δήλωσε κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ ότι δεν θα παραστεί κατά τη συζήτηση της εφέσεως. Η δια δηλώσεως του πληρεξουσίου της δικηγόρου, όμως, παράσταση αυτή της εκκαλούσας δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, γιατί η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έπρεπε υποχρεωτικά, μιας και η εκκαλούσα – ανακόπτουσα δικάσθηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, να διεξαχθεί προφορικά, αφού η εκκαλουμένη απόφαση θα εξαφανισθεί άνευ άλλου τινός μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η παράσταση των διαδίκων με δήλωση κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, εφόσον η εκκαλούσα δεν μετείχε κανονικά στη συζήτηση της έφεσης και το εφεσίβλητο δεν παραστάθηκε, πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, να κηρυχθεί ματαιωμένη η συζήτηση της έφεσης αυτής, κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα, όπως, άλλωστε και η εκκαλούσα πλέον επιδιώκει, αφού με τέτοιο αίτημα ο ίδιος ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος της μετά τη συζήτηση κατέθεσε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την από 21.11.2017 έγγραφη δήλωση, που επισυνάφθηκε στη δικογραφία. Να σημειωθεί, τέλος, και ότι, μολονότι νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εφεσιβλήτου να παραστεί κατά την εκδίκαση της ένδικης εφέσεως δεν αποδεικνύεται, δεν απαιτείται να προηγηθεί η αυτεπάγγελτη απαγγελία του απαραδέκτου της συζητήσεως, αφού, ενόψει της ισοδυναμίας του δικονομικού αποτελέσματος που η, λόγω της ερημοδικίας [και] της εκκαλούσας, ματαίωση της συζητήσεώς της επιφέρει, δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη βλάβη του εφεσιβλήτου, ώστε να επιβληθεί η δικονομική κύρωση της ελλείψεως αυτής (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 50, αρ. 11- 12, σελ. 549).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει ματαιωθείσα τη συζήτηση της από 14.9.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.9.2016 έφεσης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ