Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 101/2018

Αριθμός    101/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινομένη με αριθμό …../2015 έφεση κατά της 2949/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ……../2014 αγωγής του ήδη εφεσιβλήτου κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας έχει ασκηθεί στις 4.11.2015 σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρμοδίως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στην ήδη εκκαλούσα στις 5.10.2015 σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση στο αντίγραφο της εκκαλουμένης που προσκομίζει με επίκληση ο εφεσίβλητος του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς …………. (άρθρα 19 (όπως ισχύει κατά το χρόνο κατάθεσης του ένδικου μέσου), 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει επομένως αυτή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος εξέθετε με τη με αριθμό ……../2014 αγωγή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι είναι απογεγραμμένος Πλοίαρχος Α’ του Ε.Ν. 35ετούς υπηρεσίας και ότι με ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στη Μαρίνα Ζέας, με εκπρόσωπο της εναγομένης ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας με έδρα τη Νέα Ιωνία Αττικής, την 22.7.2013, ναυτολογήθηκε ως Πλοίαρχος στο Ε/Γ – Τ/Ρ, πλοίο «ΜΒ», με καθήκοντα τα προβλεπόμενα από το νόμο και τους κανονισμούς και αμειβόμενος με τις αποδοχές που προβλέπει η ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Εμπορικών Πλοίων Αναψυχής του Ν. 2743/1999 η οποία κυρώθηκε με απόφαση του αρμοδίου Υπουργού. Περαιτέρω εξέθετε ότι εργάστηκε συνεχώς και αδιαλείπτως στο πλοίο αυτό, εκτελώντας τα καθήκοντα του πλοιάρχου μέχρι και την 06.3.2014, οπότε και απολύθηκε, κατόπιν δικής του αίτησης, συνεπεία σωρείας βαρέων, όπως ισχυρίζεται, παραβάσεων των νομίμων καθηκόντων της πλοιοκτήτριας, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 § 1 εδ. β’ και 76 § 1 του ΚΙΝΔ, αφού αυτή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, ουδέποτε κατέβαλε σε εκείνον τις νόμιμες αποδοχές του εμπρόθεσμα, με αποτέλεσμα να του προκαλεί σοβαρότατο βιοποριστικό πρόβλημα, αιτία για την οποία, κατόπιν έντονων πιέσεών του, του κατέβαλε, έναντι των οφειλών της αυτών, το ποσό των 2.600,00 ευρώ την 24.02.2014, 5.000,00 ευρώ την 26.02.2012 και 2.000,00 ευρώ την 06.3.2014, με αποτέλεσμα η οφειλή της, για τους υπόλοιπους μισθούς, των εφτά αυτών μηνών να υφίσταται ακέραιη και να πρόκειται για καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης λόγω βαρείας παράβασης των καθηκόντων της εργοδότριας, αιτία για την οποία δεν μπορεί να αξιώνεται πλέον η εμμονή στη σύμβαση, εκ μέρους του, με αποτέλεσμα να μη στερείται του δικαιώματος απόληψης της αποζημίωσης του άρθρου 76 ΚΙΝΔ. Ότι επιπλέον αυτή δεν τον ασφάλισε στο ΝΑΤ με αποτέλεσμα αυτός να εξαναγκαστεί να απολυθεί τυπικά την 03.02.2014, καίτοι, στην πράξη, παρέμεινε ναυτολογημένος μέχρι και την 06.3.2014, με αποτέλεσμα η λιμενική αρχή να του επισημάνει το μη νομότυπο της αναδρομικής του απόλυσης. Παρέθεσε δε αναλυτικά τις κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής οφειλόμενες αξιώσεις του περί δεδουλευμένων αποδοχών, υπερωριακής απασχόλησης, επιδομάτων εορτών και αποζημίωσης απόλυσης για το χρονικό διάστημα από 22.7.2013 έως 06.3.2014 και συνολικά το ποσό των 21.810,51 ευρώ, τις οποίες αιτήθηκε με προσωρινά εκτελεστή απόφαση και εντόκως αφότου κάθε ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως έχουσας έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 340, 341, 345, 346, 361, 422, 648 – 649, 651 – 653, 669 και 680 του ΑΚ, 53, 54, 57, 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), της Συλλογικής Σύβασης Εργασίας Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής Ν. 2743/1999 των ετών 2009 – 2010 και 2011, η οποία κυρώθηκε με την απόφαση υπ’ αριθμ, 3525.1.8/01/2011 (ΦΕΚ Β’ 1880 2011) του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, του άρθρου 1 Ν. 1082/1980, των άρθρων 10 της Υ Α 19040/1981, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 § 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1966 και § 3 του ΝΔ 4547/1966 και της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1981/ 07.0l.1982 απόφασης του ΥΕΝ, για τις προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και στη συνέχεια τη δέχθηκε εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη καθόσον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο εξ’ολοκλήρου μόνο το κονδύλι περί υπερωριακής απασχόλησης τα Σαββατοκύριακα καθημερινές και αργίες, ενώ στη συνέχεια αφού δέχθηκε κατ’ουσίαν προβαλλόμενο ισχυρισμό περί εξόφλησης της ήδη εκκαλούσας εργοδότριας επιδίκασε υπόλοιπο δεδουλευμένων, αναλογία επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αποζημίωση απόλυσης (αποδοχές 15 ημερών). Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η ήδη εκκαλούσα εναγομένη με το μοναδικό λόγο εφέσεως της παραπονούμενη τόσο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσο και για κακή εκτίμηση αποδείξεων επαναφέροντας τόσο τον πρωτοδίκως υποβληθέντα ισχυρισμό της περί απασχόλησης του εφεσιβλήτου μόνο έως τις 26.12.2013 (άρνηση αγωγής) και όχι έως τις 6.3.2014, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, όσο και σε κάθε περίπτωση την ένσταση εξόφλησης που είχε προτείνει πρωτοδίκως και ζητεί την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί στο σύνολο της η αγωγή.

Η σύμβαση ναυτολόγησης είναι άτυπη, παρά τη διατύπωση του νόμου ο οποίος αναφέρει ότι συντελείται με την εγγραφή της στο ναυτολόγιο ” και ότι χρονολογείται και υπογράφεται από τα μέρη”, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντίθετο συμπέρασμα. Τούτο προκύπτει πρωταρχικά από την εισηγητική έκθεση της συντακτικής επιτροπής του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (σελ. 89) στην οποία αναφέρεται ότι «η κατά το άρθρον 53 εγγραφή της συμβάσεως ναυτολογήσεως εις το ναυτολόγιο, με την οποία συντελείται η σύμβαση δεν σημαίνει ότι μη γενομένης εξ οιουδήποτε λόγο της εγγραφής ταύτης η συμφωνία ουδεμία έχει ισχύ.  Μη γενομένης της εγγραφής εφαρμόζονται αι γενικές περί συμβάσεως αρχές». Επίσης προκύπτει από τη συμπληρωματική εισηγητική έκθεση του ίδιου κώδικα (σελ. 138), στην οποία αναφέρεται ότι «η υποχρεωτική κατάρτιση εγγράφου συμβάσεως μεταξύ πλοιάρχου και ναυτικού, ήτις καταχωρίζεται στο ναυτολόγιο δεν είναι εφαρμόσιμος πάντοτε, ως αποδεικνύεται άλλως τε εκ της μέχρι τούδε εφαρμογής του άρθρου 1 του Ν. 1751. Αφ’ ετέρου η συνομολόγηση ειδικών συμβάσεων κατά τα άρθρα 53 και 54 του σχεδίου είναι πάντοτε δυνατή, οπότε αι συμβάσεις προσαρτώνται αποτελούν εν σώμα μετά του ναυτολογίου». Στην εισηγητική έκθεση (σελ. 90) επίσης ορίζεται ότι «το άρθρο 54 επιβάλλει την υπογραφή της συμβάσεως ναυτολογήσεως όχι μόνον υπό των μερών αλλά και υπό της αρχής, ενώ η παλαιά νομοθεσία δεν περιείχε τέτοια διάταξη. Η διάταξη αυτή δικαιολογείται εκ της ανάγκης όπως ο ναυτικός λαμβάνει γνώσιν ενώπιον και της αρχής, των όρων υπό τους οποίους εκμισθώνει τας υπηρεσίας του. Κατά τα άρθρα 1 και 2 του νόμου 1752 η σύμβαση ναυτολογήσεως (ή ναυτικής εργασίας όπως την ονομάζει ο νόμος ούτος) καταρτίζεται εγγράφως εις τριπλούν και περίληψη αυτής καταχωρίζεται εις το ναυτολόγιο. Η επιτροπή ενέμεινε στο αρχικό της σχέδιο καθ’ ό η σύμβαση συντελείται δια της εγγραφής της στο ναυτολόγιο, εις το οποίον προσαρτάται το τυχόν συνταχθέν ειδικό έγγραφο περί συμβάσεως ναυτολογήσεως καθώς και αντίτυπο της τυχόν υπαρχούσης συλλογικής συμβάσεως». Για την άτυπη κατάρτιση της σύμβασης είναι σύμφωνη η σύγχρονη θεωρία και η νομολογία γίνεται δε δεκτό ότι η σύμβαση, ναυτολόγησης συντελείται είτε με την εγγραφή στο ναυτολόγιο είτε με την επιβίβαση του ναυτικού στο πλοίο. Τούτο διότι από ότι προκύπτει από την εισηγητική έκθεση ο σκοπός του νόμου δεν ήταν να καταλήξει με τυπολατρική ερμηνεία σε βάρος του εργαζομένου και να θεμελιώσει ακυρότητα της σύμβασης ναυτολόγησης σε περίπτωση που δεν επακολούθησε εγγραφή στο ναυτολόγιο, αλλά η συμμετοχή της διοίκησης και η σύμπραξή της στην κατάρτιση της σύμβασης θεσπίσθηκε για την προστασία του ίδιου του ναυτικού. Άρα η εγγραφή στο ναυτολόγιο δεν αποτελεί συστατικό τύπο αλλά αποδεικτικό. Αποτέλεσμα της άποψης αυτής, που γίνεται γενικά δεκτή, είναι ότι ο ναυτικός ο οποίος προσφέρει την εργασία του στο πλοίο, χωρίς να έχουν συντελεσθεί οι διατυπώσεις των άρθρων 53 και 54 του Κ.Ι.Ν.Δ., συνδέεται με τον πλοιοκτήτη με σύμβαση ναυτικής εργασίας, υπάγεται στη ρύθμιση του Κ.Ι.Ν.Δ. και των συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας, όχι δε στις διατάξεις του χερσαίου εργατικού δικαίου, και αυτό είναι σύμφωνο με τις σύγχρονες αντιλήψεις που επιβάλουν να ισχύει η ευνοϊκότερη ρύθμιση για τον εργαζόμενο και πολύ περισσότερο για το ναυτικό (Κοροτζή Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο 1990, 175επ. σελ. 111).

Από την εκτίμηση από το δικαστήριο αυτό των αποδεικτικών μέσων που νομίμως προσκομίζονται με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ από τα διάδικα μέρη, δηλαδή τις καταθέσεις των μαρτύρων ενός για κάθε πλευρά που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δηλαδή του πλοιάρχου ……….. και του μετόχου του πλοίου …….., τις υπ’ αριθμ. ….. και …./11.02.2015 ένορκες βεβαιώσεις των ………. και ……….. που προσκομίστηκαν με επίκληση και πρωτοδίκως και λήφθησαν νόμιμα μετά από κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους, όπως έγινε δεκτό και δεν αμφισβητήθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, τη με αριθμό …../2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Νέας Ιωνίας του ……. που προσκομίζεται από την εκκαλούσα το πρώτον και δόθηκε μετά από προηγούμενη κλήτευση του εφεσίβλητου όπως προκύπτει από τη με αριθμό …./5.12.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………., και από όλα τα έγγραφα που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Η εκκαλούσα, η οποία συστήθηκε δυνάµει του από 19.3.2013 εγγράφου ιδιωτικού συµφωνητικού, είναι πλοιοκτήτρια σκαφών αναψυχής (Ν. 3187/2003) και, ειδικότερα, του επιβατηγού – τουριστικού πλοίου (commercial yacht) «ΜΒ» νηολογίου Πειραιά µε αριθµό νηολογίου ….. ολικής χωρητικότητας 139,05 κόρων και καθαρής 79,17 κόρων, ΔΔΣ ….., που ναυπηγήθηκε το 1991 στην Ιταλία. Ο εφεσίβλητος αντίστοιχα, είναι απογεγραµµένος Έλληνας ναυτικός (πλοίαρχος). Στα πλαίσια εργασιών επισκευής στο πλοίο που αποκτήθηκε την άνοιξη του 2013 ώστε να γίνει αυτό αξιόπλοο με την επέλευση της τουριστικής περιόδου οπότε και θα ξεκινούσαν τα ταξίδια, η εκκαλούσα προέβη στο άνοιγµα ναυτολογίου, προσλαµβάνοντας προσωπικό. Ειδικότερα αρχικά προσέλαβε στη θέση του πλοιάρχου τον …….., ο οποίος παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε, σε πρώτη φάση, από το ………. και κατόπιν, από τον εφεσίβλητο, µε τον οποίο συνεβλήθη η εκκαλούσα την 22.7.2013 στο Λιµάνι της Ζέας στον Πειραιά όπου στο µεταξύ είχε αγκυροβολήσει το πλοίο αυτό µετά την καθέλκυσή του. Το ναυτολόγια αυτό άνοιξε την 26.6.2013 και σύµφωνα µε το άρθρο 86 § 5 ΠΔ 913/1978 έπρεπε να αντικατασταθεί από την αρµόδια Λιµενική Αρχή µετά την πάροδο εξαµήνου. Βέβαια το γεγονός αυτό δεν καθόριζε το αν οι συμβάσεις ναυτολόγησης που κατάρτιζε η εκκαλούσα θα ήταν ορισμένου ή αορίστου χρόνου καθόσον δεν αποδεικνύεται εγγράφως τέτοια βούληση των συμβαλλομένων μερών (εκκαλούσας και ναυτολογημένων ναυτικών) ενώ πρωτίστως δεν προσκομίζει η εκκαλούσα σχετικό κατάλογο περί πρόσληψης και απόλυσης προσωπικού ανά εξάμηνο, για να στηρίξει τον ισχυρισμό της. Σε κάθε περίπτωση προφανώς η κατάρτιση πολλαπλών διαδοχικών εξάμηνων συμβάσεων με πρόσχημα τη θεώρηση ναυτολογίου θα αποτελούσε καταστρατήγηση των διατάξεων του εργατικού δικαίου και θα υπέκρυπταν συμβάσεις αορίστου χρόνου. Στη συγκεκριμένη επομένως περίπτωση και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε με σύμβαση αορίστου χρόνου, καθώς αφενός η ύπαρξη πλοιάρχου είναι απαραίτητη για την παραμονή του πλοίου στο λιμάνι της Ζέας και αφετέρου από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν προκύπτει για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ναυτολόγηση άλλου ναυτικού με αυτή την ειδικότητα στο πλοίο. Η δικανική κρίση αυτή ενισχύεται από τις εγγραφές του εφεσιβλήτου στο ναυτολόγιο πράγμα που αποτελούσε και ένα από τα βασικά εργασιακά του καθήκοντα. Έτσι, ο εφεσίβλητος ναυτολογήθηκε την ίδια αυτή ηµέρα της πρόσληψής του (22.7.2013) και παρέμεινε ναυτολογημένος μέχρι τις 16.1.2014 σύμφωνα με δική του εγγραφή στο ναυτολόγιο, γεγονός που καταγράφηκε και στο ναυτικό του φυλλάδιο. Από το ναυτολόγιο επίσης αποδεικνύεται επίσης ότι στις 23.12.2013, οπότε και ισχυρίζεται η εκκαλούσα εναγομένη ότι απολύθηκε λόγω λήξεως του ναυτολογίου, υφίσταται εγγραφή του εφεσιβλήτου ότι ενημερώθηκε ο πλοιοκτήτης για τη λήξη του ναυτολογίου την 25.12.2013, δηλαδή και από την ίδια την εγγραφή αυτή συνάγεται ότι η έναρξη και λήξη του ναυτολογίου δεν ήταν συνδεδεμένη με το χρόνο διάρκειας ή το είδος των συμβάσεων ναυτολόγησης των ναυτικών. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος συνέχισε να καταχωρεί στο ναυτολόγιο τη θέση του πλοίου και μετά την απόλυση του δηλαδή από τις 17.1.2014 μέχρι τις 3.2.2014, κατά την παράδοση όμως των ναυτιλιακών εγγράφων στην πλοιοκτήτρια στις 3.2.2014 διέγραψε εκ των υστέρων όλες τις μεταγενέστερες εγγραφές, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο, γεγονός που και ο ίδιος συνομολογεί ισχυριζόμενος ότι αυτό του ζητήθηκε από τη λιμενική αρχή. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος παρέμεινε ναυτολογημένος μέχρι και τις 6.3.2014 εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε. Να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα προσκομίζει νομίμως κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ τη με αριθμό …/2016 ένορκη βεβαίωση του …… που είχε εξεταστεί ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο οποίος διεκρινίζει ότι στην κατάθεση του στο ακροατήριο δεν έκανε λόγο περί πληρωμάτων αλλά για εξωτερικά συνεργεία διαφόρων ειδικοτήτων και ότι το σημείο της κατάθεσης του αυτό για το οποίο έγινε ειδική μνεία στην εκκαλουμένη έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το σύνολο της κατάθεσης του, καθώς αυτός σαφώς υποστήριζε ότι στις 16.1.2014 η πλοιοκτήτρια αντιλήφθηκε ότι ο εφεσίβλητος συνέχιζε τις εγγραφές και μετά τη λήξη της ορισμένης (κατά την άποψης της πλοιοκτήτριας) σύμβασης του χρόνου ναυτικής εργασίας του. Βέβαια δεν διευκρινίζει ο παραπάνω μάρτυρας ποιος πλοίαρχος ήταν ναυτολογημένος μετά τις 22.12.2013 που η πλοιοκτήτρια ισχυρίζεται ότι έληξε η σύμβαση του καθώς ήταν απαραίτητη για το λιμεναρχείο η παρουσία πλοιάρχου ώστε να γίνονται οι εγγραφές για τη θέση του πλοίου στο ναυτολόγιο. Ακολούθως των ανωτέρω και επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η διάρκεια της ναυτολόγησης επηρεάζει τόσο το αγωγικό αίτημα περί δεδουλευμένων όσο και επιδομάτων εορτών θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως ως προς τα κεφάλαια αυτά και να κρατήσει το δικαστήριο αυτό την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ). Για το διάστημα ναυτολόγησης του ο ενάγων εφεσίβλητος έπρεπε να λάβει τις ακόλουθες αποδοχές με βάση τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επαγγελματικών Πλοίων Αναψυχής Ν. 2743/1999 των ετών 2009 – 2010 και 2011, η οποία κυρώθηκε με την απόφαση υπ’ αριθμ, 3525.1.8/01/2011 (ΦΕΚ Β’ 1880 2011) του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας: από 22.7.2013 – 31.7, 2013 (1.302,0 ευρώ (βασικός μισθός) + 50,00 ευρώ (επίδομα διακυβέρνησης πλοίου) + 12,00 ευρώ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) (άρθρο 28) + 450,00 τροφοδοσία μήνα (άρθρο 3) (30χ15)= 1,814,00 ευρώ για ένα μήνα, και για τις 10 μέρες εργασίας 1.814,00 : 30= 60,46 Χ 10 ημέρες = 604,66 ευρώ. Αντίστοιχα, για άδεια (άρθρο 6 παρ. 2) 1.814,00 : 22 = 82,45 ημερησίως Χ 2,7 ημέρες (=8 : 30 Χ 10 ημέρες)= 222,62 ευρώ και συνολικά για το μήνα Ιούλιο του 2013 827,28. Για το μήνα Αύγουστο 2013 1.814,00 και για άδεια 1.814,00: 22 = 82,45 ημερησίως Χ 8 ημέρες = 659,63 ευρώ και συνολικά 2.473,63 ευρώ και επειδή δεν εργάστηκε σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή και το αιτητικό της για πέντε καθημερινές (απουσιάζοντας στην Ιταλία) πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των (1.814,00:30 Χ 5 ημέρες=) 302,33 ευρώ με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των (2.473,63 – 302,33=) 2.171,30 ευρώ. Για το μήνα Σεπτέμβριο 2013 τις αποδοχές του 1.814,00 και ποσό αδείας με την τροφοδοσίας 659,63 ευρώ και συνολικά 2.473,63, ομοίως το ποσό αυτό δικαιούται και για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2013 που δεν απουσίασε από την εργασία του και τις καθημερινές και Κυριακές επισκεπτόταν το πλοίο ενημερώνοντας το ημερολόγιο του πλοίου. Αντίστοιχα για τις 16 ημέρες του Ιανουαρίου που εργάστηκε δικαιούται 1.814,00 : 30= 60,46 Χ 16 ημέρες = 947,47 ευρώ και αντίστοιχα για άδεια 1.814,00 : 22 = 82,45 ημερησίως Χ 4,27 ημέρες (=8 : 30 Χ 16 ημέρες) = 352,06 ευρω και συνολικά 1.299,53 ευρώ. Για το ανωτέρω διάστημα τα συνολικά οφειλόμενα για δεδουλευμένα ανέρχονται σε 2.473,63 χ 4 = 9.894,52 + 827,28 + 2.171,30 + 1.299,53 = 14.192,63 ευρώ. Επιπλέον του οφείλεται την αναλογία για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013 και Πάσχα 2014. Ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα άρθρα 2,3,7 και 14 της Υ.Α 70109/8008/14.12.1981/7.1.1982 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας δεδομένου ότι το επίδομα εορτών Χριστουγέννων καταβάλλεται ακέραιο εφόσον η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1.5 έως 31.12 και σε διαφορετική περίπτωση καταβάλλονται τα 2/25 του μισθού ή δύο ημερομίσθια για κάθε 19ημερο εργασίας ενώ αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Να σημειωθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, και του επιδόματος άγονης γραμμής του άρθρου 7 της Σ.Σ.Ε του 2011. Ακολούθως στον εφεσίβλητο ενάγοντα οφείλονται για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2013, εφόσον εργάστηκε συνολικά 163 ημέρες και 160 υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή 1.814,00 + 659,63 = 2.473,63 χ 2/25 Χ 8,42 (19ήμερα απασχόλησης) = 1.666,24 ευρώ. Αντίστοιχα, για επίδομα εορτών Πάσχα 2014, εφόσον εργάστηκε 16 ημέρες του οφείλεται 2.473,63 χ 1/15 ανά οκταήμερο άρα χ 2 = 329,82 ευρώ. Η συνολική οφειλή της εκκαλούσας εναγομένης για το διάστημα απασχόλησης του ανέρχεται σε 16.188,69 ευρώ, αλλά αυτή δεν του κατέβαλε εμπροθέσμως τις αποδοχές του έχοντας κατά νου ότι το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες αλλά κατέβαλε ποσά έναντι αποδοχών. Ειδικότερα με βάση την παραδεκτώς προβληθείσα και στον πρώτο βαθμό ένσταση εξόφλησης που επαναφέρεται με λόγο έφεσης, η εκκαλούσα κατέβαλε στον εφεσίβλητο ενάγοντα το ποσό των 9.600 ευρώ, όπως αποδεικνύεται πρωτίστως από τις τρεις προσκομιζόμενες μετ’επίκληση αποδείξεις και επομένως έχει εξοφλήσει ένα μέρος των ληξιπρόθεσμων δεδουλευμένων μέχρι και το μήνα Νοέμβριο του 2013 (άρθρο 422 του ΑΚ) και του οφείλει επιπλέον το ποσό των 6.588,69 ευρώ, πλέον του ποσού της αποζημίωσης απόλυσης ύψους 1.379,92 ευρώ, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, της οποίας το σχετικό κεφάλαιο δεν προσβλήθηκε με λόγο εφέσεως ούτε ως προς τον υπολογισμό της αποζημίωσης, και επομένως η εκκαλούσα οφείλει στον εφεσίβλητο συνολικά 7.968,61 ευρώ από τα οποία η αποζημίωση απόλυσης οφείλεται από την επομένη της απόλυσης, το επίδομα εορτών Χριστουγέννων αφού παρήλθε η 31.12.2013, το επίδομα εορτών Πάσχα την 1.5.2014 και οι δεδουλευμένοι μισθοί από την παρέλευση της τελευταίας μέρας κάθε μήνα. Να σημειωθεί ότι αλυσιτελώς η εκκαλούσα παραπονείται για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί προσωρινά εκτελεστού που έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι αντικείμενο εξέτασης του ενδίκου μέσου της εφέσεως είναι οι διατάξεις της εκκαλουμένης και όχι οι αιτιολογίες της, οι οποίες μπορούν να αντικατασταθούν. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη η ……../2014 αγωγή του ήδη εφεσιβλήτου ενάγοντος και δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί όπως βεβαιώθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη εκκαλούσα καταβάλει στον εφεσίβλητο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.968,61 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση της δήλης μέρας σύμφωνα με το κύριο παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί τοκοδοσίας και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 341 ΑΚ), δηλαδή ως προς το ποσό των 1.379,92 ευρώ (που αφορά την αποζημίωση απόλυσης) από τις 17.1.2014, ως προς το ποσό των 1.666,24 ευρώ (που αφορά αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων) εντόκως από την 1.1.2014, ως προς το ποσό των 329,82 ευρώ (που αφορά αναλογία εορτών Πάσχα) εντόκως από την 1.5.2014, ως προς το ποσό των 1.299,53 ευρώ (δεδουλευμένα Ιανουαρίου 2014) εντόκως από την 1.2.2014, ως προς το ποσό των 2.473,63 ευρώ (δεδουλευμένα Δεκεμβρίου 2013) εντόκως από την 1.1.2014 και τέλος ως προς το ποσό των 819,47 ευρώ (υπόλοιπο δεδουλευμένων Νοεμβρίου 2013) εντόκως από την 1.12.2013 και μέχρι την εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εκκαλούσα εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό …../2015 έφεση κατά της 2949/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………/2014 αγωγής

Δέχεται τη με αριθμό …../2015 έφεση τυπικά και στην ουσία της

Εξαφανίζει τη με αριθμό 2949/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 επ. του ΚΠολΔ (άρθρο 82 του ΚΙΝΔ), αντιμωλία των διαδίκων

Κρατεί και δικάζει την από και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014 αγωγή

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα οκτώ ευρώ και εξήντα ενός λεπτών του ευρώ (7.968,61) με το νόμιμο τόκο ως εξής: ως προς το ποσό των χιλίων τριακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών του ευρώ (1.379,92) ευρώ από τις 17.1.2014, ως προς το ποσό των χιλίων εξακοσίων εξήντα έξι ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών του ευρώ (1.666,24) ευρώ εντόκως από την 1.1.2014, ως προς το ποσό των τριακοσίων είκοσι εννέα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών του ευρώ (329,82) εντόκως από την 1.5.2014, ως προς το ποσό των χιλίων διακοσίων ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα τριών λεπτών του ευρώ (1.299,53) εντόκως από την 1.2.2014, ως προς το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (2.473,63) εντόκως από την 1.1.2014 και τέλος ως προς το ποσό των οκτακοσίων δέκα εννέα ευρώ και σαράντα επτά λεπτών του ευρώ (819,47) εντόκως από την 1.12.2013 και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εκκαλούσα εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων πενήντα (1.050) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  8 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ