Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 105/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός      105   /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από το Δικαστή Αναστάσιο Αναστασίου, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στη διάταξη του άρθρου 524 § 3 εδαφ. α ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται στην κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε μετά την 1η.1.2016, ορίζεται ότι σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής προϋπόθεση, της απορρίψεώς της είναι ότι ο κατά τη δικάσιμο απολιπόμενος διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως ο ίδιος τη συζήτηση είτε είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αντίδικό του (εφεσίβλητο) για να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης. Τα γεγονότα αυτά αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος με την προσκομιδή, στην πρώτη περίπτωση, επικυρωμένου αντιγράφου της εφέσεως που του έχει επιδοθεί με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 § 3 και 498 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ) και, στη δεύτερη, εκθέσεως επιδόσεως αντιγράφου της εφέσεως με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση (άρθρα 139 §§ 1 και 2, 498 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 581/2005, Δνη 2007/476, ΤριμΕφΠειρ. 705/2014, ΕφΚρητ. 183/2009, ΜονΕφΠειρ. 240/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα, αν ο απολιπόμενος διάδικος δεν είχε επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν είχε εμφανισθεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο ή είχε εμφανισθεί αλλά δεν είχε λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους και η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 153/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση η απόρριψη της εφέσεως γίνεται κατ’ ουσία και όχι κατά τους τύπους, διότι, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσιβλήτου, ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του, θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο διότι, αν και στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται – κατά πλάσμα του νόμου – ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού δεν παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους  (ΟλΑΠ 16/1990, Δνη 1990/804 = Δ 1990/992 = ΕΕΝ 1990/433 = ΝοΒ 1990/1337, ΑΠ 1040/2013, ΧρΙΔ 2014/128, ΑΠ 1719/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 187/2012, πρώτη δημοσίευση όλων σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011, ΝοΒ 2011/1572, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, 2009, αριθμ. 1050 – 1052, Β. Βαθρακοκοίλης, Η Έφεση, 2015, § 1767, σελ. 442, Κ. Παναγόπουλος, σε Κ. Οικονόμου, Η έφεση, Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αρ. 30, σελ. 29, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 114, αρ. 23, σελ. 232, βλ. και ΑΠ 476/2017, ΑΠ 1858/2014, ΑΠ 2150/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/2012, ΝοΒ 2013/132, κατά τις οποίες ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση). Ουσιαστική είναι η απόρριψη ακόμα και στην περίπτωση που η έφεση είναι απαράδεκτη, επειδή λ.χ. τυγχάνει εκπρόθεσμη ή ασκείται χωρίς έννομο συμφέρον ή έχει άλλη τυπική έλλειψη, αφού, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, της απορρίψεώς της ως ανυποστήρικτης δεν προηγείται αυτεπάγγελτος έλεγχος του παραδεκτού της (βλ. τις αμέσως παραπάνω παραπομπές και, επιπλέον, ΕφΑθ. 11628/1995, ΑρχΝ 1996/185, ΕφΘεσ. 299/1994, Αρμ. 1995/1046, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2012, άρθρο 524, αρ. 32, σελ. 938, αντίθετες οι ΤριμΕφΑνΚρητ. 224/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ.  2651/2011, Δνη 2013/1077, ΕφΠειρ. 470/2003, Αρμ. 2004/582, ΜονΕφΛαρ. 119/2015, Δικογραφία 2015/598, κατά τις οποίες η απόρριψη της έφεσης κατ’ ουσίαν προϋποθέτει την τυπική παραδοχή της, σύμφωνοι και οι Ν. Νίκας, ο.π., σελ. 234, Π. Αρβανιτάκης, σε Π. Γέσιου – Φάλτση/Χ. Απαλαγάκη/Π. Αρβανιτάκη, Η νέα διαδικασία του ΚΠολΔ στον πρώτο και δεύτερο βαθμό μετά τους ν. 2915/2001 και 3043/2002,2004, 2004, § 11, αρ. 23, σελ. 172).

Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 4.1.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …./4.1.2017 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …../26.6.2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2545/2016 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 25.2.2016 και υπ’ αύξοντα αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …./25.2.2016 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ερήμην των εκκαλούντων – τότε εναγομένων, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή ως προς τους δύο [2] πρώτους εναγομένους – ήδη εκκαλούντες και θεωρήθηκε ως μη ασκηθείσα ως προς την τρίτη από αυτούς. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή αυτής της απόφασης δικάσιμο, οι δύο [2] τελευταίοι εκκαλούντες δεν εμφανίστηκαν, ενώ άπαντες δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Όπως, όμως, προκύπτει από τις με επίκληση από την εφεσίβλητη προσκομιζόμενες υπ’ αριθμ. ………../1.9.2017 τρεις [3] αντίστοιχες εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …. ., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την πιο πάνω αναφερόμενη  δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 122 § 1, 123, 125 § 1, 126 § 1 στοιχ. α, δ, 127 § 1, 128 §§ 1, 3 και 498 § 2 εδαφ. α ΚΠολΔ) σε καθέναν από τους εκκαλούντες, με επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση εφεσίβλητης. Πρέπει, επομένως, οι εκκαλούντες που δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν κατά τη δικάσιμο αυτή να δικασθούν ερήμην, να απορριφθεί η έφεσή τους κατ’ ουσίαν, χωρίς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται ανωτέρω, να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα και να διαταχθεί κατ’ άρθρο 495 ΚΠολΔ η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι η τρίτη εκκαλούσα, ως προς την οποία η αγωγή θεωρήθηκε από την εκκαλουμένη ως μη ασκηθείσα, στερείται εννόμου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την προσβολή της. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να οριστεί παράβολο, για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από τους ερημοδικαζόμενους εκκαλούντες (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας  ερήμην των  εκκαλούντων.

Ορίζει το παράβολο, για την περίπτωση ασκήσεως εκ μέρους τους αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής, στο χρηματικό ποσό των διακοσίων ενενήντα ευρώ (290 €).

Απορρίπτει την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2545/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών).

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των εξακοσίων ευρώ (600 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ