Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 154/2018

Αριθμός  154/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 4-8-2017 έφεση (αριθ.κατ. …../2017) κατά της υπ’ αριθ. 3190/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου (αρθ. 495, 741, 748, 760 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα και από την δημοσίευση της (30-6-2017) δεν παρήλθε διετία (αρθ. 518 παρ. 2 σε συνδ με 741 ΚΠολΔ), καταβλήθηκε δε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 35 παρ.2 και 45 του Ν. 4446/2016-ΦΕΚ Α 240/22.12.2016) παράβολο ποσού 150 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.

  1. Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την από 14-2-2017 (αριθ. κατ. …./2017) αίτηση της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυριζόμενη ότι η καθής και ήδη εκκαλούσα έχει την εμπορική ιδιότητα και αδυνατεί να εκπληρώσει κατά
    τρόπο γενικό και μόνιμο τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις της, από τις 31-12-2016, ζήτησε να κηρυχθεί η τελευταία σε πτώχευση, να οριστεί χρόνος παύσεως πληρωμών, να οριστεί Εισηγητής Δικαστής και Σύνδικος καθώς και τα λοιπά νόμιμα. Η εκκαλουμένη δέχθηκε ως και κατ’ουσίαν βάσιμη την αίτηση. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της και την απόρριψη της αιτήσεως.

III.   Με τον πρώτο λόγο εφέσεως, η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι η εκκαλουμένη παραβίασε το άρθρο 4 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αρμόδιο για την κήρυξη της πτωχεύσεως είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του  επικαλούμενη ότι το κέντρο των ανωτέρω συμφερόντων της βρίσκεται στο ….. Αττικής όπου είναι και η καταστατική της έδρα. Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 ν. 2172/1993 “1. Συνιστάται στο Πρωτοδικείο Πειραιά ειδικό τμήμα στο οποίο εκδικάζονται: α)… β) οι υποθέσεις που εισάγονται στο ίδιο Πρωτοδικείο και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον αφορούν τη ρύθμιση δικαιωμάτων ή καταστάσεων που σχετίζονται άμεσα με πράξεις αναφερόμενες στην παράγραφο 3…” ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου ” Για   την   εκδίκαση   των   ναυτικών   διαφορών   η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής”. Στη δε παράγραφο 3Α του ίδιου νόμου ως ναυτικές διαφορές ορίζονται οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό ενώ στην παράγραφο 3Β ορίζεται ότι “Ενδεικτικά ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία:… ε. συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή λειτουργία πλοίου…” Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση περί πτωχεύσεως αίτηση αφενός δικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αφετέρου αφορά ρύθμιση καταστάσεως (της νομικής καταστάσεως που δημιουργείται με την κήρυξη του εμπόρου σε πτώχευση και τη δημιουργία πτωχευτικής περιουσίας) που σχετίζεται άμεσα με πράξεις αναφερόμενες στην ανωτέρω παράγραφο 3 του ν. 2172/1993, και ειδικότερα με την οικονομική εκμετάλλευση πλοίου ήτοι τη ναύλωση πλωτών ναυπηγημάτων από την οποία πηγάζουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη που, κατά τα αναφερόμενα στην αίτηση, η εκκαλούσα εμφανίζει μόνιμη και γενική αδυναμία να πληρώσει. Επομένως, ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος.

  1. Από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3 και 5 του Ν. 3588/ 2007 (πτωχευτικός κώδικας), προκύπτει ότι για την κήρυξη της πτωχεύσεως απαιτούνται δύο κυρίως ουσιαστικές προϋποθέσεις : α) η πτωχευτική ικανότητα εκείνου του οποίου ζητείται η πτώχευση και β) η παύση των πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρεών κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Η πτωχευτική ικανότητα της ανώνυμης εταιρίας βασίζεται στο τυπικό σύστημα, κατά το οποίο ο νόμος προσδίδει σ’ αυτή την εμπορική ιδιότητα και αν ο σκοπός της δεν είναι εμπορική επιχείρηση (άρθρ. 1 του Ν 2190/1920). Ως παύση πληρωμών νοείται ο κλονισμός της εμπορικής πίστης του εμπόρου, που επήλθε από τη μη εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του, δηλαδή των εκκαθαρισμένων και άμεσα απαιτητών εμπορικών ή μη χρεών, η οποία (μη πληρωμή) προδίδει μόνιμη πραγματική αδυναμία για τη συνέχιση της εμπορίας του, μπορεί δε να συναχθεί, κατά τις περιστάσεις, και από τη μη πληρωμή ενός μόνο χρέους, τέτοιας όμως σημασίας και σπουδαιότητας ώστε να εμφανίζει τα πιο πάνω στοιχεία της μονιμότητας και γενικότητας. Η κατ’ αρέσκεια του οφειλέτη εμπόρου πληρωμή μερικών μόνο χρεών του δεν εμποδίζει την πτώχευση του, διότι τούτο αντίκειται σε έναν από τους σκοπούς της πτώχευσης, που είναι η σύμμετρη και ίση ικανοποίηση των δανειστών του. Η παύση των πληρωμών πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο που κηρύσσεται η πτώχευση. Ως τέτοιος χρόνος πρέπει να θεωρείται αυτός της συζητήσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος της δημοσιεύσεως της πρωτόδικης αποφάσεως (ΑΠ 829/2003 ΕλλΔνη 45,171, ΕφΑΘ 4514/2010 ΔΕΕ 2011,195, ΕφΛαρ 726/2008, ΕφΛαρ 715/2007 “Νόμος”, ΕφΘεσ 2632/2006 Αρμ 2007,739, ΕφΑθ 2407/2006 ΕλλΔνη 47,1114). Αντιθέτως, αδυναμία που είναι προσωρινή και οφείλεται σε παροδικά αίτια, δεν οδηγεί σε κατάσταση παύσεως πληρωμών και, συνακόλουθα, δεν οδηγεί σε κήρυξη της πτωχεύσεως. Στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η μη πληρωμή είναι πρόσκαιρη και δεν οφείλεται σε μόνιμη αδυναμία είναι η εξόφληση άλλων σημαντικών χρεών, η κανονική συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας και η εξακολούθηση των πληρωμών του υπαλληλικού προσωπικού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του ΠτΚ «Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά». Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο διαδικασίας ατομικής ικανοποιήσεως ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, η οποία αποτελεί θεσμό συλλογικής εκτελέσεως, καθώς και εάν ο ίδιος οφειλέτης την υποβάλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του (Βλ. Πτωχευτικό Δίκαιο, Λ. Κοτσίρης, έκδ. 2008 παρ. 71, 72, 73, 75, 77, 78, 88).
  2. Η υπό κρίση αίτηση περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τα άρθρα 2, 3 και 5 του Ν. 3588/ 2007 στοιχεία για το ορισμένο αυτής, ήτοι την εμπορική ιδιότητα της καθής και τη μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, καθόσον σε αυτή (αίτηση) περιγράφεται με λεπτομέρεια ένα χρέος ύψους 730.896,50 ευρώ προς την ίδια την αιτούσα και δύο μικρότερα προς τρίτους ύψους 12.581,20 ευρώ και 7.263,61 ευρώ. Κατά συνέπεια απορριπτέος ως κατ’ουσίαν αβάσιμος είναι ο αντίστοιχος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της περί αοριστίας της αιτήσεως. Περαιτέρω, με την υπό κρίση έφεση παραδεκτώς η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση ότι η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί καταχρηστικά ισχυριζόμενη ότι με αυτή επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπών άσχετων με τον χαρακτήρα της πτωχεύσεως ως θεσμού συλλογικής εκτελέσεως.
  3. Από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά και όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα είναι ανώνυμη εταιρεία, δηλαδή εμπορική κατά το τυπικό σύστημα (αρθ. 1 παρ. 2 ν. 2190/1920) και συνεπώς έχει πτωχευτική ικανότητα (αρθ. 2 παρ. 1 ΠτΚ). Εδρεύει στο …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, έχει ΑΦΜ ….. και αριθμό ΓΕΜΗ …… Ιδρύθηκε το 2002 (ΦΕΚ ΑΕ-ΕΠΕ …../2-10-2002) και αντικείμενο δραστήριων έχει την ανάληψη και εκτέλεση ιδιωτικών και δημοσίων έργων και οικοδομικών εργασιών. Στις 24-3-2005 συνήψε με την εφεσίβλητη ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως δυνάμει του οποίου ναύλωσε τα κατωτέρω αναφερόμενα πλωτά ναυπηγήματα με τον εξοπλισμό τους προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για την εκτέλεση του έργου “………”, του οποίου κύριος ήταν η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων και ανάδοχος η εκκαλούσα-ναυλώτρια μετά από δημόσιο μειοδοτικό διαγωνισμό. Ειδικότερα, η εκκαλούσα ναύλωσε από την εφεσίβλητη α) ένα ρυμουλκό HP 500, νηολογίου Πειραιώς , με το όνομα “Δ.” β) ένα πλωτό γερανό ΛΙΜΑ 2400 Β, με το όνομα “Α.”, νηολογίου Πειραιώς, χωρητικότητας 140 κυβικών μέτρων, γ) ένα υδραυλικό κλαπέ-φορτηγίδα, νηολογίου Πειραιώς, με το όνομα “Α1” και δ) ένα φορτωτή ξηράς CATERPILLAR 980. Η διάρκεια της ναυλώσεως συμφωνήθηκε από 29-3-2005 και για όσο χρονικό διάστημα θα χρειαζόταν μέχρι την εκτέλεση του έργου και ο ναύλος συμφωνήθηκε στο ποσό των 300 ευρώ ημερησίως για δεκάωρη ημερήσια απασχόληση του φορτωτή, 1.500 ευρώ ημερησίως για δεκάωρη ημερήσια απασχόληση του πλωτού γερανού, 400 ευρώ ημερησίως για δεκάωρη ημερήσια απασχόληση της φορτηγίδας και 400 ευρώ ημερησίως για δεκάωρη ημερήσια απασχόληση του ρυμουλκού. Η εκκαλούσα δεν κατέβαλε τους ναύλους, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να ασκήσει εναντίον της την από 26-7-2006 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών) με αριθμό …../2006 επί της οποίας εκδόθηκε η 3932/2008 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου που υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στην εφεσίβλητη ποσό 261. 519,82 ευρώ νομιμοτόκως από 14-4-2006 μέχρι την εξόφληση, αναγνώρισε ότι η εκκαλούσα υποχρεούται να καταβάλει στην εφεσίβλητη ποσό 96.200 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, και τέλος επιδίκασε σε βάρος της εκκαλούσας και υπέρ της εφεσίβλητης δικαστικά έξοδα ποσού 16.000 ευρώ καθώς και δικαστικά έξοδα ποσού 6.200 ευρώ από τη συνεκδικαθείσα και απορριφθείσα από 15-1-2007 (αριθ.κατ. …./2007) αγωγή της εκκαλούσας κατά της εφεσίβλητης. Η έφεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως απορρίφθηκε με την 267/2010 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που επιδίκασε σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης ποσού 650 ευρώ, κατά της οποίας η εκκαλούσα άσκησε αναίρεση και πρόσθετους λόγους αναίρεσης, τα οποία απορρίφθηκαν με την 413/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου που επιδίκασε σε βάρος της αναιρεσείουσας (τώρα εκκαλούσας) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (τώρα εφεσίβλητης) ποσού 2.700 ευρώ και έτσι η ρηθείσα οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατέστη αμετάκλητη. Επομένως και με βάση τα προαναφερόμενα, η απαίτηση της εφεσίβλητης σε βάρος της εκκαλούσας ανερχόταν κατά το χρόνο καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως, στο συνολικό ποσό των 730.896,59 ευρώ (261.519,82 +96.200 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο + 256.410,39+91.216,39 ευρώ για νόμιμους τόκους από 14-4-2006 και από 3-8-2006 αντιστοίχως για κάθε επιμέρους ποσό του κεφαλαίου +25.500 ευρώ για δικαστική δαπάνη), από το οποίο η εκκαλούσα ουδέν κατέβαλε. Περαιτέρω, οφείλει και σε τρίτους, όπως στην εταιρεία “……….”, ποσό 12.581,50 ευρώ, νομιμοτόκως και στην εταιρεία “………”, ποσό 7.263,31, νομιμοτόκως (βλ. 662/2012 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου όπως διορθώθηκε με την 118/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου). Ο δε ισχυρισμός της ότι δεν καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στις προαναφερόμενες εταιρείες γιατί αναμένει να της αποστείλουν αυτές τα αντίστοιχα τιμολόγια ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί καθόσον τα οφειλόμενα ποσά έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη απόφαση. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι και στο παρελθόν είχε ασκηθεί κατά της εκκαλούσας αίτηση πτωχεύσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την εταιρεία “…….”, η οποία (αίτηση) έλαβε αριθμό καταθέσεως …../2016 και προσδιορίσθηκε να δικασθεί στις 7-12-2016 αλλά κατά τη συζήτηση η αιτούσα παραιτήθηκε από το δικόγραφο. Η εφεσίβλητη έχει προβεί σε διαδικασία ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της εκκαλούσας προκειμένου να ικανοποιήσει την προαναφερόμενη απαίτηση της πλην όμως ατελέσφορα καθόσον τα εις χείρας τρίτου (διάφορες Τράπεζες) κατασχεθέντα από την εφεσίβλητη ποσά δεν υπερβαίνουν αυτό των 1.000 ευρώ, ο δε πλειστηριασμός που επέσπευσε δυνάμει της …../2010 περιλήψεως της …./2010 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Γεώργιου Καραγιάννη δεν ολοκληρώθηκε. Το δε ύψος της απαιτήσεως είναι τέτοιο που και μόνο αυτό αρκεί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο IV σκέψη, ώστε να σχηματίσει το Δικαστήριο την κρίση ότι η εκκαλούσα βρίσκεται σε μόνιμη και πραγματική αδυναμία για τη συνέχιση της εμπορίας της. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η εκκαλούσα υπέβαλε για τελευταία φορά ισολογισμό στις 31-12-2014 με ζημίες 213.979,59 ευρώ και δεν αναιρείται ούτε από το ότι εμφανίζεται ασφαλιστικά και φορολογικά ενήμερη καθόσον, όπως προαναφέρεται, η επιλεκτική πληρωμή χρεών από τον οφειλέτη δεν εμποδίζει την πτώχευση του ούτε από τις συστατικές επιστολές των Τραπεζών …… και …… καθώς και διάφορων τεχνικών και άλλων εταιρειών-συνεργατών της εκκαλούσας, που αυτή προσκομίζει και βεβαιώνουν την καλή συνεργασία τους μαζί της, γιατί αυτές δεν αποτελούν απόδειξη συνέχισης των πληρωμών της. Ομοίως, η ανωτέρω κρίση δεν αναιρείται από το ότι η εκκαλούσα είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο εργοληπτικών επιχειρήσεων του ΥΠΟΜΕΔΙ ούτε από τις εγγυητικές επιστολές ποσού 1.613 και 6.400 ευρώ του ΤΣΜΕΔΕ με ημερομηνίες 16-11-2016 και 23-11-2016, αντιστοίχως που της χορηγήθηκαν για να λάβει μέρος σε διαγωνισμούς ανάληψης δημοσίων έργων. Τέλος, δεν αποδεικνύεται ότι η άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως αποτελεί μέσο πίεσης και υποκατάσταση της διαδικασίας της ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως ή ότι έγινε για σκοπούς άσχετους με την πτώχευση, δηλαδή με πρόθεση να εξαναγκασθεί η εκκαλούσα να προβεί σε εξόφληση της απαιτήσεως της εφεσίβλητης. Αντιθέτως, ενόψει ιδίως της προαναφερόμενης διαδικασίας ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως που δεν τελεσφόρησε, αποδεικνύεται ότι η υπό κρίση αίτηση ασκήθηκε με βάση αντικειμενικά διαπιστώσιμες εκδηλώσεις οικονομικής δυσπραγίας, και συνεπώς δεν αφίσταται η υποβολή της των γενικότερων προϋποθέσεων του άρθρου 281 ΑΚ, ενόψει και του ευρύτερου συμφέροντος της κοινωνίας για υγιή πίστη και συναλλαγή και για ανάγκη ικανοποιήσεως των δανειστών του οφειλέτη εμπόρου, απορριπτόμενης ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης της και πρωτοδίκως προταθείσης και απορριφθείσης ενστάσεως περί καταχρηστικής ασκήσεως της αιτήσεως, που η εκκαλούσα επαναφέρει με λόγο εφέσεως. Περαιτέρω, η περιουσία της καθής (κυριότητα κατά ποσοστό 65% ενός υπογείου ακινήτου στη …. Αττικής εμβαδού 103,43 τ.μ. αντικειμενικής αξίας 99.490,92 ευρώ και δύο αυτοκινήτων -του υπ’ αριθ κυκλοφορίας ….. ΙΧΦ και του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας …… ΙΧΕ ) κρίνεται ότι θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα πλήρως αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων και εμπορικών χρεών της τουλάχιστον από 31-12-2016. Δεν έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που δέχθηκε την αίτηση και κήρυξε την εκκαλούσα σε κατάσταση πτωχεύσεως αλλ’ορθώς το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και όσα αντίθετα υποστηρίζει η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα όπως και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (αρθ. 495 ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται τυπικά την έφεση.

-Απορρίπτει αυτή (έφεση) κατ’ ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. -Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Φεβρουαρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους  όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ