Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 162/2018

Αριθμός  162/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών,  Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη-Εισηγητή και Μαρία Κωττάκη,  Εφέτη   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η από 28.07.2016 (γεν. αριθμ. καταθ. …../29.07.2016, ειδ. αριθμ. καταθ…./29.07.2016) έφεση της δεύτερης των εναγόντων – δεύτερης των καθών η ανακοπή ερημοδικίας και ήδη εκκαλούσας κατά των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ένατης και δέκατης των εναγομένων – ανακοπτουσών και ήδη εφεσιβλήτων και της υπ΄ αριθμ. 1514/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), που έκρινε κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 07.04.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. …./07-04-2015) ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ΄ αριθμ. 1802/2014 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα) και την από 18.07.2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. …../24.07.2012) αγωγή λογοδοσίας δέχθηκε δε την πρώτη, τυπικά και κατ΄ ουσίαν, απέρριψε δε την δεύτερη, ασκήθηκε σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους, στους οποίους συγκαταλέγεται και η προσκομιδή του προβλεπόμενου στον νόμο παραβόλου, και εμπρόθεσμα, εφόσον από τα σχετικά της δικογραφίας έγγραφα δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως με μέριμνα κάποιου από τα διάδικα μέρη. Ασκήθηκε, δηλαδή, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 495§§1, 2, 4 εδάφ. α΄, δ΄, 496, 499, 500, 511, 513§1 στοιχ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517, 518§1, 520§1 ΚΠολΔ και 9§2 ν. 4335/2015. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή, ως άνω, διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533§1 ΚΠολΔ).
  2. Στην από 18.07.2012 αγωγή τους, που απευθύνθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα), οι ενάγοντες (……., εταιρεία, με την επωνυμία «………») ισχυρίστηκαν (κατά συνοπτική απόδοση των αγωγικών ισχυρισμών) ότι, με τους αναφερόμενους τρόπους, κατέστησαν μέτοχοι των δεύτερης έως και δέκατης των εναγομένων, νόμιμα εγκαταστημένων στην Ελλάδα, αλλοδαπών εταιρειών (………), καθεμία των οποίων είχε στην πλοιοκτησία της ένα από τα αναφερόμενα πλοία (one – ship companies), των οποίων διαχειρίστρια ήταν η πρώτη εναγόμενη εταιρεία («……….»). Ότι, το έτος 2009, ζητήθηκε από την πρώτη εναγόμενη εταιρεία να αποδοθεί λογαριασμός της διαχειρίσεως κάθε πλοίου από το χρονικό σημείο της αγοράς του έως το χρονικό σημείο της πωλήσεώς του πλην όμως αυτή εκώφευσε. Ότι, κατά τους υπολογισμούς τους, από την εκμετάλλευση των πλοίων τους καθεμία των πλοιοκτητριών εταιρειών είχε τα αναφερόμενα καθαρά έσοδα. Ζήτησαν δε, μετά από παραδεκτά γενόμενη παραίτηση από το επικουρικό αίτημα της αγωγής, να διαταχθεί, με την έκδοση δικαστικής αποφάσεως, η λογοδοσία των εναγόμενων εταιρειών με την κατάθεση εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, από την προς αυτές επίδοση της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως, πλήρους και αναλυτικού καταλόγου χρεοπιστώσεων για την εκμετάλλευση κάθε πλοίου συνοδευομένου από πλήρη δικαιολογητικά για το χρονικό διάστημα από την αγορά κάθε πλοίου έως το χρονικό σημείο της πωλήσεώς του. Ζήτησαν, επίσης, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εταιρείες, κατά τις αγωγικές διακρίσεις, να τους καταβάλουν εις ολόκληρον το χρηματικό ποσό που θα προκύψει από την θετική διαφορά των σκελών του λογαριασμού λογοδοσίας νομιμοτόκως. Ζήτησαν, επίσης, για την περίπτωση μη εμπρόθεσμης  καταθέσεως του σχετικού λογαριασμού να καταδικασθούν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εναγόμενων εταιρειών σε χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00€) και προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) έτους. Τέλος, ζήτησαν να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα εις βάρος των αντιδίκων τους.
  • Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) δίκασε την ως άνω έχουσα αγωγή κατ΄ αντιμωλίαν των εναγόντων και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και ερήμην των λοιπών εναγόμενων εταιρειών και με την υπ΄ αριθμ. 1802/2014 απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την παραστάσα πρώτη εναγόμενη εταιρεία και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των εναγόντων περαιτέρω δε δέχθηκε την αγωγή διατάσσοντας την κατάθεση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την προς αυτές επίδοση της αποφάσεως, αναλυτικού καταλόγου χρεοπιστώσεων της εκμεταλλεύσεως και της διαχειρίσεως εκάστου πλοίου μετά των δικαιολογητικών εκμεταλλεύσεως και διαχειρίσεως. Επιπροσθέτως, και για την περίπτωση της μη εμπρόθεσμης καταθέσεως των ανωτέρω, καταδίκασε τους νόμιμους εκπροσώπους των εναγόμενων εταιρειών σε χρηματική ποινή, ποσού δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00€) και προσωπική κράτηση, διάρκειας πέντε (5) μηνών. Τέλος, καταδίκασε τις εναγόμενες εταιρείες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων.
  1. Κατά της ως άνω κρινάσης αποφάσεως οι ερημοδικασθείσες εναγόμενες εταιρείες άσκησαν ενώπιον του εκδόσαντος αυτή Δικαστηρίου την από 07.04.2015 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……/07.04.2015) ανακοπή ερημοδικίας και, επικαλούμενες ακύρως χωρήσασα ερημοδικία, ζήτησαν την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης αποφάσεως, την επαναδίκαση της από 18.07.2012 αγωγής, την απόρριψη αυτής και την επιβολή των δικαστικών εξόδων τους εις βάρος των αντιδίκων τους.
  2. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα) με την εκκαλούμενη, υπ΄ αριθμ. 1514/2016, οριστική απόφασή του δέχθηκε τυπικά την ανακοπή ερημοδικίας, Θεώρησε καταργημένη την δίκη επί της από 18.07.2012 αγωγής ως προς τον πρώτο των καθών η ανακοπή (……….), ο οποίος παραδεκτά παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής, ακολούθως δέχθηκε κατ΄ ουσίαν την ανακοπή ερημοδικίας, εξαφάνισε την απόφαση που ανακόπηκε, προχώρησε στην εξέταση της διαφοράς, απέρριψε την από 18.07.2012 αγωγή και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της δεύτερης των καθών η ανακοπή ερημοδικίας – δεύτερης ενάγουσας εταιρείας.
  3. Κατά της ως άνω κρινάσης αποφάσεως, υπ΄ αριθμ. 1514/2016, του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παραπονείται με την ένδικη από 28.07.2016 έφεσή της η ηττηθείσα πρωτοδίκως δεύτερη των καθών η ανακοπή ερημοδικίας – δεύτερη ενάγουσα εταιρεία. Ειδικότερα, με την έφεσή της αυτή, που διαρθρώνεται σε δύο λόγους εφέσεως, παραπονείται ότι κατ΄ εσφαλμένη εκτίμηση του εισφερθέντος ενώπιόν του αποδεικτικού υλικού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ακύρως χώρησε ερημοδικία των ανακοπτουσών εταιρειών κατά την δικάσιμο της 08.10.2013 οπότε συζητήθηκε η από 08.07.2012 αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1802/2014 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περαιτέρω ότι κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κρίθηκε ότι η αυτή αγωγή τους ήταν ενεργητικά ανομιμοποίητη και, επιπλέον, νομικά αβάσιμη. Ζητούν δε την τυπική και κατ΄ ουσίαν παραδοχή της εφέσεώς τους, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την διακράτηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο τούτο, την αναδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας από το Δικαστήριο τούτο, την απόρριψη αυτής κατ΄ ουσίαν, άλλως, και σε περίπτωση μη ευδοκιμήσεως του σχετικού λόγου εφέσεως, την αναδίκαση της αγωγής, την παραδοχή αυτής (αγωγής) και την επιβολή των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας εις βάρος των αντιδίκων της.
  • Στην σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει την συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει, επιπλέον, την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (B.I.M.C.O.) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για την διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με την σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο την διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει την συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από την διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται την δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και, κατ΄ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕΠ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824 = ΕΝΔ 2013.110 = ΕΕμπΔ 2013.950 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 77/2008 ΕΝΔ 2008.211 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 574/2004 ΕΕμπΔ 2005.373,  940/2003 ΕπισκΕΔ 2004.931 = α΄δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος).  Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί την σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 5/2012 Πειρ Νομ 2012.168 = ΕΝΔ 2013.12 = Αρμ 2013.1053 όπου και παρατηρήσεις Σ. Κουμάνη = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος,  468/2011 ΕΝΔ 2011.39 = ΕΕμπΔ 2012.681 = Αρμ 2012.1288 όπου και παρατηρήσεις Α. Μπεχλιβάνη = Ε7 2012.111 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος, 832/2008 ΕΝΔ 2009.13 = δημοσιευμένη και στην τ.ν.π. Νόμος). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ΄ άρθρο 105§1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομα του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005, § 28, σελ. 137). Περαιτέρω, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, ο ναυτικός πράκτορας, ως συνδεόμενος μετά της πλοιοκτήτριας εταιρείας με σχέση εντολής, είναι, βάσει αυτής, αντιπρόσωπος και καθολικός εντολοδόχος αυτής δηλαδή αντιπρόσωπος αυτής (πλοιοκτήτριας) κατ΄  άρθρο 211 ΑΚ και κατά τα συμφωνηθέντα για ένα ή περισσότερα πλοία της (της πλοιοκτήτριας) σε ένα ή περισσότερα λιμάνια που αυτά προσεγγίζουν, για ένα ή περισσότερα ταξίδια, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο και, συνεπώς, είναι δεκτικός για την επίδοση των απευθυνόμενων σ΄ αυτή (πλοιοκτήτρια) δικογράφων αναγομένων στον κύκλο των ανατεθεισών στον εν λόγω εντολοδόχο πράκτορα υποθέσεων (ΕΠ 299/2006 ΕΝαυτΔ 2007.39 = ΕΕμπΔ 2007.676 = τ.ν.π. Νόμος όπου και εκτενείς παραπομπές στην νομολογία). Εφόσον, λοιπόν, ο  ναυτικός  πράκτορας του πλοίου είναι δεκτικός κατ΄ άρθρο 713 ΑΚ επιδόσεως των απευθυνόμενων στην πλοιοκτήτρια που αντιπροσωπεύει δικογράφων, πολύ περισσότερο την δυνατότητα αυτή την έχει η διαχειρίστρια των πλοίων της πλοιοκτήτριας εταιρείας αφού η πρώτη (διαχειρίστρια) έχει την γενική διαχείριση σε έκταση τουλάχιστον ίση και συνήθως μεγαλύτερη εκείνης του ναυτικού πράκτορα, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά κανόνα, η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια είναι των αυτών οικονομικών συμφερόντων.  Εξάλλου, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ΄ αυτήν (άρθρο 1 ν. 791/1978). Την διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28  ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕΠ 77/2008 οπ. π., Α. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τον τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, εισήγηση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου με θέμα «Η προστασία των ναυτικών δανειστών», έκδοση Δ.Σ.Π., 1994, σελ. 437 επόμ. και ιδίως σελ. 443-449). Περαιτέρω,    στην διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ ορίζονται τα ακόλουθα: «Όποιος έχει τη διαχείριση    μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει. Για το σκοπό    αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο λογαριασμό που να    περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι    προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα    δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.». Η διάταξη αυτή με το πρώτο    εδάφιό της καθιερώνει την γενική υποχρέωση για λογοδοσία εκείνου, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για λογοδοσία, ενώ με το δεύτερο εδάφιο    ρυθμίζεται ο τρόπος κατά τον οποίο θα εκπληρωθεί στην πράξη η υποχρέωση    λογοδοσίας. Εκτός από την πιο πάνω διάταξη, τόσο στον ΑΚ όσο και σε  άλλους νόμους υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλλουν την υποχρέωση    λογοδοσίας, συνδέοντάς την με ορισμένη ιδιότητα του υπόχρεου προσώπου    και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως π.χ.  στο άρθρο 685 ΑΚ του    εργολάβου απέναντι στον εργοδότη, στο άρθρο 718 ΑΚ του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, στο άρθρο 1032§1 ΚΠολΔ του διαχειριστή, που διορίστηκε με απόφαση που    διέταξε κατά  το άρθρο 1022 ΚΠολΔ την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο άρθρο 23 ΚΙΝΔ του διαχειριστή συμπλοιοκτησίας απέναντι σε  καθένα από τους συμπλοιοκτήτες κτλ. Με βάση δε την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που θεσπίζεται  στον νόμο (άρθρο 361 ΑΚ), μπορεί να    συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη υποχρέωση για λογοδοσία και πέρα    από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο (ΑΠ 193/1976 ΝοΒ 24.718).  Όμως, η διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ είναι    ανεφάρμοστη στις περιπτώσεις που η υποχρέωση για λογοδοσία ρυθμίζεται    ειδικά και αποκλειστικά από άλλες διατάξεις, όπως π.χ.  αυτή του άρθρου 22 ν. 3190/1955 «Περί εταιρειών περιωρισμένης ευθύνης» (ΕΠ 168/1990 ΕλλΔνη 33.405)  ή του κ. ν. 2190/1920  «Περί Ανωνύμων Εταιρειών» καθόσον αφορά το δ.σ.    της  α.ε. έναντι των μετόχων της προς τους οποίους δεν υφίσταται υποχρέωση για λογοδοσία (ΕΘ 1801/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.1164 όπου και εισαγ. σημ. Κ. Παμπούκη στην σελ. 1166 = τ.ν.π. Νόμος 1048/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003.1148 όπου και παρατηρήσεις Κ. Παμπούκη στις σελ. 1155 επόμ., Κρητικός σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Ερμηνεία κατ΄ άρθρο – Νομολογία – Βιβλιογραφία, τόμος β΄, σελ. 116, αριθμ. 6) ή του ν. 959/1979 «Περί ναυτικής εταιρείας» (Γνωμοδότηση Σταθόπουλου – Μπέη, Συρροή έλλειψης νομιμοποίησης και νομικώς αβασίμου της αγωγής στην Δ 25.278 – 285 αντιθέτως Γνωμοδότηση Γεωργακόπουλου, Αξίωση λογοδοσίας μετόχου «Ναυτικής Εταιρίας» σε ΔΕΕ 2005.892 – 896).      Περαιτέρω, για την θεμελίωση αξιώσεως παροχής λογοδοσίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Να πρόκειται για διαχείριση ξένης    υποθέσεως: Η διαχείριση δυνατόν να στηρίζεται, σύμφωνα και με όσα ήδη    αναφέρθηκαν, στον νόμο, σε σύμβαση, σε οιονεί σύμβαση, σε διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Προϋποτίθεται δηλονότι μια αναγνωριζόμενη από τον νόμο    σχέση, η οποία μπορεί να «γεννήσει» έγκυρη υποχρέωση λογοδοσίας, πρέπει δε να τονισθεί, στο σημείο αυτό, ότι ο νόμος (άρθρο 303 ΑΚ) δεν καθιερώνει μια γενική αξίωση για λογοδοσία χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση και με    βάση ένα γενικό γι΄ αυτήν συμφέρον του ενδιαφερόμενου προσώπου (Κρητικός σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου οπ. π. αριθμ. 4, 6 και 12), β) η υπόθεση να είναι    ξένη είτε στο σύνολό της είτε κατά ένα μέρος  και γ)  εκείνος που αξιώνει λογοδοσία δεν πρέπει να ελάμβανε γνώση,    κατά τη διάρκεια της διαχειρίσεως, των λογαριασμών και των διαχειριστικών της πράξεων. Εάν δε  δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν γεννάται υποχρέωση παροχής λογοδοσίας, ενδεχομένως, όμως, να θεμελιώνεται υποχρέωση για επίδειξη πράγματος ή εγγράφου (άρθρα    901 επόμ. ΑΚ,  450 επόμ. ΚΠολΔ) ή για παροχή πληροφοριών κατά το άρθρο  304  ΑΚ.
  • Με τον πρώτο λόγο της από 28.07.2016 εφέσεώς της η δεύτερη ενάγουσα – δεύτερη καθής η ανακοπή ερημοδικίας – εκκαλούσα εταιρεία παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ,με την υπ΄ αριθμ. 1514/2016 εκκαλούμενη απόφασή του, κατά κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που εισφέρθηκε ενώπιόν του, έκρινε ότι ακύρως χώρησε η ερημοδικία των δεύτερης έως και δέκατης των εναγομένων – πρώτης έως και ένατης ανακοπτουσών – πρώτης έως και ένατης εφεσίβλητων εταιρειών κατά την δικάσιμο της 08.10.2013, οπότε συζητήθηκε η από 18.07.2012 αγωγή της και εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1802/2014 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεχθέν ότι, στις 26.07.2012, οπότε χώρησε η επίδοση του δικογράφου της ως άνω αγωγής της προς την πρώτη εναγόμενη, διαχειρίστρια των πλοίων των λοιπών εταιρειών, εταιρεία («………») η τελευταία είχε παύσει να έχει την ιδιότητα της διαχειρίστριας και, επομένως, να είναι νόμιμα δυνατό να δεχθεί την επίδοση της αγωγής. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……….. που περιέχεται στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και από το σύνολο όλων ανεξαιρέτων των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων πιθανολογούνται (άρθρο 509 ΚΠολΔ – ΕΠατρ 320/2017 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος, ΕΠ 35/2015 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτής: Η αλλοδαπή εταιρεία, που διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και έχει την επωνυμία «……….», υπήρξε διαχειρίστρια των αναφερομένων στην αγωγή εμπορικών πλοίων, των ανηκόντων στις εφεσίβλητες εταιρείες, κατά τις χρονικές περιόδους που επίσης στην αγωγή αναφέρονται και περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα από τις 22.01.1999 έως και τις 25.02.2009. Κατά το καταληκτικό χρονικό σημείο που προαναφέρεται (25.02.2009) τα πλοία είχαν πωληθεί και δεν ανήκαν στις πλοιοκτήτριες εταιρείες με αποτέλεσμα η διαχείριση αυτών από την διαχειρίστρια εταιρεία να έχει λήξει, εφόσον διαχείριση πλοίου που έπαυσε να ανήκει στην πλοιοκτήτρια εταιρεία που ανέθεσε την διαχείρισή του στην διαχειρίστρια εταιρεία δεν νοείται. Το αντίθετο δεν κατατίθεται από τον εξετασθέντα μάρτυρα, ο οποίος, σχετικά ερωτώμενος, απήντησε ότι δεν γνωρίζει το χρονικό σημείο της λήξεως της διαχειρίσεως, εκτίμησε ότι η διαχείριση εξακολούθησε για κάποιο χρονικό διάστημα, πέραν του ανωτέρω χρονικού σημείου, προς τον σκοπό τακτοποιήσεως διαφόρων εκκρεμοτήτων σχετιζομένων με αυτή (διαχείριση) χωρίς όμως να μπορεί να εντοπίσει το χρονικό αυτό σημείο, το οποίο, όμως, δεν τοποθετεί, σε κάθε περίπτωση, πέραν του έτους 2011. Άλλο αποδεικτικό μέσο περί του ότι η διαχειριστική εξουσία της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρείας διήρκεσε έως τις 26.07.2012, οπότε επιδόθηκε σ΄ αυτή (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη με στοιχεία …..΄/26.07.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………)  και για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών δεν υπάρχει. Συνεπώς, κατά το, ανωτέρω αναφερόμενο, χρονικό σημείο της επιδόσεως, η ως άνω εταιρεία δεν είχε την νόμιμη δυνατότητα, ως αντίκλητος των λοιπών, να παραλαμβάνει δικόγραφα για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών με αποτέλεσμα η γενόμενη προς αυτήν επίδοση να είναι  ανυπόστατη. Ακόμη, όμως, και στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία ήθελε γίνει δεκτό ότι η εν λόγω εταιρεία είχε την νόμιμη δυνατότητα να παραλαμβάνει δικόγραφα για λογαριασμό των πλοιοκτητριών εταιρειών ως αντίκλητος αυτών, εκδοχή την οποία το Δικαστήριο τούτο δεν αποδέχεται, αλλά την χρησιμοποιεί ως υπόθεση εργασίας για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, και πάλι η χωρήσασα επίδοση στερείται εγκυρότητας, γιατί η σχετική εξουσία της προς ην η επίδοση εταιρείας δεν θα μπορούσε να εκτείνεται σε θέματα αφορώντα όχι την διαχείριση των πλοίων, η οποία της είχε ανατεθεί, αλλά διαφορές μεταξύ των μετόχων των πλοιοκτητριών εταιρειών αναγομένων στην μετοχική τους σχέση με αυτές. Μετά από αυτά κρίνεται ότι ο εξεταζόμενος λόγος εφέσεως παραδεκτά μεν προβλήθηκε πλην όμως είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος.
  1. Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεώς της η δεύτερη ενάγουσα – δεύτερη των καθών η ανακοπή ερημοδικίας – εκκαλούσα εταιρεία παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη, υπ΄ αριθμ. 1514/2016, απόφασή του, μετά την κρίση του, κατά τα ανωτέρω, περί άκυρης ερημοδικίας κατά την συζήτηση της αγωγής της στην δικάσιμο της 08.10.2013, εκδικάζοντας την από 18.07.2012 αγωγή της, έκρινε αυτή ως ενεργητικά ανομιμοποίητη και νομικά αβάσιμη, κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επί του λόγου αυτού της ένδικης εφέσεως πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Στην νομική σκέψη της παρούσας, υπό στοιχείο VII, επισημαίνεται ότι αρνητική προϋπόθεση για την άσκηση της από το άρθρο 303 ΑΚ αγωγής αποτελεί η ύπαρξη άλλου νομικού ερείσματος για την αναζήτηση λογοδοσίας εκ μέρους υπόχρεου προσώπου όπως π.χ. συμβαίνει στις περιπτώσεις των νομικών μορφωμάτων που προαναφέρονται (εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ανώνυμη εταιρεία, ναυτική εταιρεία) και αφορούν σε μετόχους αυτών. Στην υπό κρίση περίπτωση, ενόψει του εφαρμοζόμενου Ελληνικού δικαίου, από την επισκόπηση του δικογράφου της από 18.07.2012 αγωγής προκύπτει ότι η λογοδοσία ζητείται από την εκκαλούσα, με την ιδιότητα αυτής ως μετόχου των εφεσίβλητων εταιρειών, οι οποίες έχουν κεφαλαιουχική μορφή αντίστοιχη προς την α.ε. (πρώτη, δεύτερη, πέμπτη, έκτη, όγδοη, ένατη εφεσίβλητες εταιρείες) ή την ναυτική εταιρεία (λοιπές εφεσίβλητες εταιρείες), από τις εν λόγω εταιρείες. Όμως για την αναζήτηση «λογοδοσίας» εκ μέρους των οργάνων διοικήσεως των εν λόγω εταιρειών η εκκαλούσα εταιρεία έπρεπε να ασκήσει τις αξιώσεις που της παρέχονται από τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τις εταιρείες αυτές και να μην καταφύγει στην πρόβλεψη της διατάξεως του άρθρου 303 ΑΚ (ΕΠ 482/2006 αδημοσίευτή στον νομικό τύπο – προσκομιζόμενη). Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της εκκαλούσας εταιρείας ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε να διατάξει την αιτούμενη λογοδοσία με νομικό έρεισμα την διάταξη του άρθρου 718 ΑΚ προϋποθέτει ότι στην αγωγή της θα υπήρχε αντίστοιχη νομική βάση ενώ τούτο δεν είναι αληθές ενόψει του ότι στην αγωγή της οι διατάξεις των άρθρων 718 και 734 ΑΚ μνημονεύονται αορίστως χωρίς να συνδέονται με σχετικά πραγματικά περιστατικά του ιστορικού της αγωγής. Συνεπώς, κρίνοντας όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά έκρινε κατ΄ αποτέλεσμα.  Ωστόσο, επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της εκκαλούσας ως ενεργητικά ανομιμοποίητη και συνάμα ως νομικά αβάσιμη έσφαλε ως προς τον λόγο της απορρίψεως που συνίσταται στο ενεργητικά ανομιμοποίητο της εκκαλούσας – ενάγουσας εταιρείας. Το σφάλμα αυτό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν μπορεί να διορθωθεί με απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλούμενης αποφάσεως (άρθρο 534 ΚΠολΔ), λόγω διαφοράς ως προς την έκταση του δεδικασμένου (ΕΔωδ 217/2006 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος), και, για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 522 και 536§1 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός ο, παραδεκτά προβληθείς, δεύτερος λόγος εφέσεως ως βάσιμος, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση εν μέρει και συγκεκριμένα ως προς την απορριπτική της από 18.07.2012 της αγωγής διάταξή της και την περί δικαστικών εξόδων τέτοια, των λοιπών διατάξεων αυτής παραμενουσών ισχυρών, να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να αναδικαστεί η από 18.07.2012 αγωγή και να απορριφθεί ως ενεργητικά ανομιμοποίητη. Το παράβολο που κατατέθηκε για την παραδεκτή άσκηση της εφέσεως πρέπει να αποδοθεί στην εκκαλέσασα εταιρεία (άρθρο 495§3 εδάφ. προτελευταίο ΚΠολΔ).
  2. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των εν τέλει νικωσών εφεσιβλήτων, να επιβληθούν εις βάρος της ηττωμένης εκκαλούσας, σύμωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 183. 176, 189§1 και 191§2 ΚΠολΔ, κατά τα στο διατακτικό ειδικότερα διαλαμβανόμενα.

Γ  Ι  Α     Τ  Ο  Υ  Σ     Λ  Ο  Γ  Ο  Υ  Σ     Α  Υ  Τ  Ο  Υ  Σ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 1514/2016 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς – Ναυτικό Τμήμα.

Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλούμενη απόφαση ως προς την διάταξή της αναφορικά με την απόρριψη της από 18.07.2012 αγωγής και την περί δικαστικών εξόδων τέτοια, των λοιπών διατάξεων αυτής παραμενουσών ισχυρών.

Κρατεί την υπόθεση.

Αναδικάζει την από 18.07.2012 αγωγή.

Απορρίπτει αυτή. Και

Καταδικάζει την δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα στην πληρωμή δικαστικών εξόδων των δεύτερης έως και δέκατης των εναγομένων – εφεσιβλήτων προσδιορίζει δε το ποσό αυτών σε οκτακόσια πενήντα ευρώ (850,00€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  11η Ιανουαρίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις  2 Μαρτίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους  αυτών δικηγόρους.

    Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ