Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 186/2018

Αριθμός  186/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Χάσκαρη, Εφέτη και Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Δ.Π..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι παρέχεται κατ΄ αρχήν η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Όμως, η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά συνεχίζεται μεταξύ των ίδιων διαδίκων, εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε παραμένει και η εξουσία του απαλλοτριώσαντος για τη διεξαγωγή αυτής. Ο δε ειδικός διάδοχος δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου με την προς αυτόν μεταβίβαση του επίδικου αντικειμένου, αλλά έχει δικαίωμα να εισέλθει στη δίκη με την άσκηση εκ μέρους του παρεμβάσεως (κύριας ή πρόσθετης) (ΑΠ 1591/2003 ΕλλΔνη 45.741). Κατόπιν τούτων, μετά την εκκρεμοδικία, είναι επιτρεπτή η εκχώρηση της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας ασκείται το δικαίωμα της προσβαλλόμενης, ως καταδολιευτικής, συμβάσεως, το οποίο, ως παρεπόμενο, μεταβιβάζεται με την εκχώρηση (άρθρο 458 του ΑΚ), χωρίς τούτο να επιφέρει αναγκαίως κατά νόμο μεταβολή στο πρόσωπο του αρχικού διαδίκου, με υποκατάσταση του εκδοχέα στη θέση αυτού, αλλά το δικαστικό συνάλλαγμα συνεχίζεται, με τους ίδιους διαδίκους έως την περάτωση της δίκης, με μόνη δικονομική δυνατότητα του εκδοχέα να ασκήσει παρέμβαση (ΑΠ 1475/2010). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες εάν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, εάν, δε, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναγκαστική ομοδικία, δηλαδή των άρθρων 76 έως 78 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση του άρθρου 83 του ΚΠολΔ χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής, τούτο δε συμβαίνει όταν η σχετική απόφαση πρόκειται να αναπτύξει ενέργειες (όχι απλώς αντανακλαστικές) στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικο του υπέρ ου η παρέμβαση. Κατά συνέπεια, αυτοτελής είναι και η πρόσθετη παρέμβαση του ειδικού διαδόχου, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, ο οποίος καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα δημοσιευθεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης (άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ), εφόσον κατέστη ειδικός διάδοχος όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της (ΑΠ 1731/2011). Ακολούθως, κατά το άρθρο 516 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δικαίωμα έφεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στην πρωτόδικη δίκη, ο ενάγων, ο εναγόμενος, εκείνοι που άσκησαν κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι καθολικοί διάδοχοί τους, οι ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, αν ήταν διάδικοι, κατά δε το άρθρο 517 του ίδιου Κώδικα, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, δεν είναι αναγκαίο να απευθύνεται η έφεση κατά όλων των διαδίκων, εκτός εάν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ΄ άλλου ομοδίκου (ΑΠ 1467/2009, ΑΠ 1352/2008, ΑΠ 642/2007, ΑΠ 1355/2005 ΑΠ 1355/2005 ΕλλΔνη 46.1448, ΕφΠειρ 372/2010, ΕφΛαρ 426/2007, Μ. Μαργαρίτη στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα: άρθρο 517, αρ. 5). Σχετικά με το ζήτημα αν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβάντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 του ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει με δικό του όνομα έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται, όπως προαναφέρθηκε, στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικο του υπέρ ου η παρέμβαση. Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση (ΕφΠατρ 66/2005), ενώ το αντίθετο ισχύει στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση (ΕφΛαρ 59/2014, ΕφΠειρ 1216/1980). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο  242  παρ.  2 του  ΚΠολΔ, που σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην κατ΄ έφεση δίκη,  «Στις  περιπτώσεις  που η προφορική  συζήτηση  δεν  είναι  υποχρεωτική  οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να  γίνει  και  από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το  αργότερο  την  παραμονή της  δικασίμου  και  σημειώνεται  αμέσως  στο  πινάκιο. Στις παραπάνω περιπτώσεις η συζήτηση περατώνεται με μόνη την εκφώνηση  της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή. Μπορεί όμως το δικαστήριο, αν προβάλλονται άλλοι διαδικαστικοί ισχυρισμοί, να αναβάλει την υπόθεση σε σύντομη δικάσιμο με πρακτικό  στο  οποίο καταχωρίζονται και οι ισχυρισμοί αυτοί. Στη δικάσιμο αυτή καλούνται όσοι διάδικοι δεν ήταν παρόντες κατά την αναβολή, ενώ οι παρόντες οφείλουν να εμφανιστούν χωρίς κλήτευση και αν δεν  παραστούν  κατά  τη  νέα  δικάσιμο δικάζονται εξαρχής ερήμην.». Από τις διατάξεις αυτές, λαμβανόμενες υπόψη σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 110 παρ. 2, 226, 228, 230, 271 παρ. 1 και 2, 498, 524 παρ. 1  και 2 του ίδιου παραπάνω Κώδικα, όπως ισχύουν, προκύπτει ότι επί εφέσεως κατά αποφάσεως που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αν κατά την προσδιορισμένη για τη συζήτηση της έφεσης δικάσιμο αναβληθεί αυτή (συζήτηση) για μεταγενέστερη δικάσιμο, η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο προς συζήτηση κατά τη νέα αυτή δικάσιμο δεν ισχύει, κατ΄ εξαίρεση των όσων αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. γ΄ του ΚΠολΔ, ως κλήτευση όλων των διαδίκων, αλλά μόνον εκείνων που ήταν παρόντες ή δεν εμφανίστηκαν καθόλου κατά την αρχική δικάσιμο, εφόσον είχαν οι τελευταίοι κλητευθεί κατ΄ αυτήν. Οι διάδικοι, όμως, που κατά την αρχική αυτή δικάσιμο δεν ήταν παρόντες αλλά είχαν καταθέσει δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρέπει, αντίθετα, να καλούνται στις οριζόμενες σχετικά προθεσμίες, διαφορετικά, δηλαδή εάν δεν έχει γίνει τέτοια κλήτευση και δεν εμφανισθούν κατά τη νέα δικάσιμο, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς αυτούς (ΑΠ 213/2010, ΑΠ 126/2005, ΕφΑθ 5220/2007, ΕφΑθ 6455/2004 ΕλλΔνη 2005.597, ΕφΑθ 14063/1988 ΕλλΔνη 32.1003). Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση η ένδικη από 4-1-2016 (αρ. καταθ. …../2016) έφεση των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, ……….., κατά 1) της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» και 2) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και κατά της υπ΄ αρ. 3827/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο συνεκδίκασε (αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία), την από 30-11-2010 (αρ. καταθ. …../30-11-2010) αγωγή της πρώτης των εφεσίβλητων και την από 19-7-2013 (αρ. καταθ. ……/23-7-2013) (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση της δεύτερης των εφεσίβλητων-ειδικής διαδόχου της πρώτης από αυτές, στην οποία, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, η πρώτη των εφεσίβλητων εκχώρησε τις ένδικες απαιτήσεις, για την ικανοποίηση των οποίων (απαιτήσεων) ασκείται, κατά τα κατωτέρω, το δικαίωμα των προσβαλλόμενων, ως καταδολιευτικών, συμβάσεων, το οποίο, ως παρεπόμενο, μεταβιβάζεται με την εκχώρηση, με την οποία (ένδικη αγωγή) ζητούσε, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτή (αγωγή) λόγο, τη διάρρηξη, ως καταδολιευτικών, των αναφερόμενων σ΄ αυτήν (αγωγή) δικαιοπραξιών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και απήγγειλε τη διάρρηξη υπέρ της ενάγουσας και μέχρι του ποσού των ογδόντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα έξι ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών (89.996,71 ευρώ), των αναφερόμενων σ΄ αυτήν (απόφαση) δικαιοπραξιών. Η ένδικη έφεση προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, με επιμέλεια των εκκαλούντων, για την αρχική δικάσιμο της 8-12-2016. Την παραμονή της δικασίμου αυτής (7-12-2016) η πληρεξούσια Δικηγόρος των εφεσίβλητων παρέδωσε στην αρμόδια Γραμματέα την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 7-12-2016 δήλωση, δηλαδή ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, και πράγματι δεν παραστάθηκε. Παραστάθηκαν, όμως, οι εκκαλούντες δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου τους και η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (16-3-2017). Κατά την παρούσα δικάσιμο οι εκκαλούντες, των οποίων οι έγγραφες προτάσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού την 7-12-2016, παραστάθηκαν με την, κατ΄ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, από 14-3-2017 δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου τους, την οποία παρέδωσε η πληρεξούσια Δικηγόρος τους στην αρμόδια Γραμματέα την 14-3-2017. Η πρώτη των εφεσίβλητων δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο [εμφανίστηκε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσια Δικηγόρο, μόνο η δεύτερη των εφεσίβλητων (ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, ως νομίμως εκπροσωπείται, ως ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη …. Κύπρου, νομίμως εκπροσωπουμένης), από δε την από 14-3-2017 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που παρέδωσε η πληρεξούσια Δικηγόρος της (δεύτερης των εφεσίβλητων) στην αρμόδια Γραμματέα την 15-3-2017, δεν προκύπτει ότι παρίσταται και ως πληρεξούσια Δικηγόρος και της πρώτης των εφεσίβλητων, παρόλο που κατέθεσε κοινές προτάσεις, ήτοι και για την πρώτη των εφεσίβλητων (τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στη ….. Κύπρου, νομίμως εκπροσωπούμενη), την 15-3-2017, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η τελική κρίση για την εμφάνιση και εκπροσώπηση των διαδίκων (με βάση το φάκελο της δικογραφίας) ανήκει στο Δικαστήριο και αποτυπώνεται στην απόφασή του (άρθρα 300, 312 του ΚΠολΔ, πρβλ. ΕφΑθ 1710/2005 ΕλλΔνη 2006.231, ΕφΑθ 2395/2003 ΑρχΝ 2003.729, ΕφΑθ 4658/1999, ΕλλΔνη 2000.191), ανεξαρτήτως της καταχωρήσεως δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ στο σχετικό πινάκιο, η οποία δεν επηρεάζει την πραγματική παράσταση του διαδίκου]. Με μόνη την κατάθεση έγγραφων προτάσεων από την πρώτη των εφεσίβλητων, χωρίς να παραστεί στο ακροατήριο και να δηλώσει προφορικά την παράστασή της ή χωρίς να παραδοθεί στη Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου σχετική γραπτή δήλωσή της, όπως ορίζεται από το ως άνω άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεν υπάρχει προσήκουσα εμφάνιση και συμμετοχή αυτής στην παρούσα συζήτηση. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας, δεν προκύπτει, αν η πρώτη των εφεσίβλητων που κατά την αρχική δικάσιμο (8-12-2016) δεν ήταν παρούσα, αλλά είχε παραστεί με δήλωση της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, κλήθηκε να παραστεί, όπως έπρεπε σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά τη νέα, μετ΄ αναβολή, δικάσιμο (16-3-2017), ούτε οι εκκαλούντες επικαλούνται ή αποδεικνύουν τέτοια κλήτευση. Επομένως, ενόψει τούτων και σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης εφέσεως όχι μόνο ως προς την πρώτη των εφεσίβλητων, αλλά και ως προς την δεύτερη από αυτές (εφεσίβλητες), λόγω της, επίσης κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αναγκαστικής ομοδικίας αυτής (πρώτης των εφεσίβλητων) με αυτήν (δεύτερη των εφεσίβλητων), ειδική διάδοχο, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, αυτής (πρώτης των εφεσίβλητων), υπέρ της οποίας, αυτή (δεύτερη των εφεσίβλητων) παρενέβη πρωτοδίκως ασκώντας (αυτοτελή) πρόσθετη παρέμβαση (πρβλ. ΑΠ 1978/2017).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 4-1-2016 (αρ. καταθ. …./2016) εφέσεως κατά της υπ΄ αρ. 3827/2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   20 Σεπτεμβρίου 2017.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις    14 Μαρτίου 2018, με άλλη σύνθεση, λόγω  προαγωγής και αναχωρήσεως της Εφέτου Βασιλικής Χάσκαρη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Γεωργία Λάμπρου και Αικατερίνη Κοκόλη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και  των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ