Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 165/2018

Αριθμός     165/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση η από 2-2-2016 (αριθμ. εκθ. κατάθ. ……./2016) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.126/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ).

Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, από την οποία να αφετηριάζεται η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης. Επομένως συνάγεται ότι η έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ., 511 επ. του ΚΠολΔ., είναι και εμπρόθεσμη, κατά την διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ίδιου κώδικα, ως ασκηθείσα προ πάσης επιδόσεως, και πρέπει εξ αυτού του λόγου να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Με την από 18-9-2012 (αριθμ.εκθ.καταθ……../2012) αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθετε τα εξής: Ότι στις 21-8-2007 προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία, δυνάμει σύμβασης εργασίας μερικής απασχόλησης, προκειμένου να εργαστεί ως ταμίας καταστήματος χονδρικής στο υποκατάστημα αυτής στην Πάτρα, έναντι μηνιαίου μισθού 370 ευρώ. ΄Οτι η εναγόμενη την τοποθέτησε στο τμήμα παραλαβής εμπορευμάτων στο οποίο ήταν υποχρεωμένη να χειρίζεται ηλεκτρικό παλετοφόρο μηχάνημα. ΄Οτι την 12-10-2007, κατά το χειρισμό του εν λόγω μηχανήματος, υπέστη εργατικό ατύχημα υπό τις ειδικότερα εκτιθέμενες συνθήκες, συνεπεία του οποίου υπέστη πολλαπλό  κάταγμα κνήμης-περόνης, χειρουργήθηκε υποβληθείσα σε εσωτερική οστεοσύνθεση και παρέμεινε κλινήρης μέχρι την 9-12-2007.΄Οτι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εργοδότριας εναγόμενης εταιρείας, η οποία α) της ανέθεσε το χειρισμό του άνω μηχανήματος, χωρίς προηγουμένως να την εκπαιδεύσει  για το σκοπό αυτό, β) το μηχάνημα αυτό, του οποίου το χειρισμό της ανέθεσε, ήταν ακατάλληλο και επικίνδυνο για τη σωματική της ακεραιότητα, δεδομένου ότι τα φρένα του ήταν χαλασμένα και γ) δεν είχε λάβει τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα για την αποτροπή ενδεχόμενου κινδύνου και ειδικότερα δεν είχε απομακρύνει το χαλασμένο μηχάνημα από το χώρο εργασίας, ούτως ώστε να προφυλάξει οποιονδήποτε εργαζόμενο από το να το χρησιμοποιήσει. Με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής (άρθρ.223, 295 παρ.1 εδ.β΄ και 297 ΚΠολΔ),   ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη απ’το επίδικο ατύχημα, το ποσό των 20.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού δέχθηκε ως νόμιμη την αγωγή και δη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 299, 220, 340, 345, 346, 361, 648επ., 662, 912, 932 του ΑΚ, 1, 2 και 16 παρ.1 και 3 Ν.551/1915 “περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών”, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920  και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38ΕισΝΑΚ, 4 παρ.3 και 4, 7 και το Παράρτημα ΙΙ παρ.2.2.1 του Π.Δ.395/1994, απέρριψε αυτήν ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα με την υπό κρίση έφεσή της, για τους περιεχόμενους σ΄αυτήν (έφεση)  λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή.

Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 παρ. 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι` αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 1168/2007, 412/2008, 1380/2001, 1185/1993). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί, στην περίπτωση αυτή, και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη, επιβάλλεται από τους παραπάνω νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά (ΑΠ80/2016, ΑΠ757/2015, ΕφΠειρ492/2016δημ/ση ΝΟΜΟΣ).Τέτοιες διατάξεις είναι αυτές του Π.Δ.395/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/655/ΕΟΚ”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά και σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται και σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.3 και παρ.4 του οποίου ” 3.Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε, ο εξοπλισμός εργασίας, με την κατάλληλη συντήρηση, να διατηρείται σε επίπεδο τέτοιο που να ανταποκρίνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 καθ` όλη τη διάρκεια της χρησιμοποίησής του”.”4.Ο εργοδότης λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε κατά την χρήση των εξοπλισμών εργασίας, να επιτυγχάνεται βαθμός ασφάλειας αντίστοιχος προς τους στόχους που θέτουν οι διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ του άρθρου 9 του παρόντος διατάγματος” και συγκεκριμένα της παρ. 2.1.2 του ως άνω άρθρου σύμφωνα τις οποίες ” Η οδήγηση και χειρισμός των αυτοκινούμενων εξοπλισμών εργασίας ανατίθεται σε άτομα τα οποία έχουν την απαιτούμενη άδεια σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται άδεια, η οδήγηση και ο χειρισμός των εξοπλισμών αυτών γίνεται από άτομα τα οποία έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα και έχουν αποδείξει τις ικανότητές τους στον εργοδότη ή/ και στον τεχνικό ασφάλειας της επιχείρησης. Στα άτομα αυτά γίνεται έγγραφη ανάθεση των καθηκόντων τους από τον εργοδότη”.

Κατά τα ανωτέρω, προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης και της αντίστοιχης αξίωσης, για τη επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, από τραυματισμό προσώπου σε εργατικό ατύχημα, η οποία, μη υφισταμένης πρόβλεψης στον ως άνω κ.ν.551/1915, κρίνεται πάντοτε κατά τις γενικές διατάξεις των άρθ.914, 922, 932 ΑΚ, είναι (α) η ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ του παθόντος και του υποχρέου εργοδότη (β) ο τραυματισμός του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής (γ) παράνομη και ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του εργοδότη ή των προστηθέντων του (δ) υπαιτιότητα (πταίσμα) που περιλαμβάνει τον δόλο και την (οποιασδήποτε μορφής) αμέλεια, αμέλεια, δε, ειδικότερα υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλ. που πρέπει να καταβάλλεται κατά την συναλλακτική καλή πίστη από τον δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του (ε) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 757/2015, 145/2014). Πρέπει να επισημανθεί, ότι επί αγωγής για την καταβολή (αποζημίωσης ή) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ερειδομένης σε αδικοπραξία (όπως επί εργατικού ατυχήματος, με τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις), η εφαρμογή της διάταξης του άρθρ.300 εδ. α` ΑΚ περί συνδρομής οικείου πταίσματος του παθόντος προϋποθέτει την υποβολή σχετικής καταλυτικής ένστασης, που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στον αποτελούντα άρνηση της βάσης της αγωγής ισχυρισμό του εναγομένου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος (ΟλΑΠ 1115/1986, 423/1985, ΑΠ 1052/2012, ΕφΘεσ 2431/2000 δημ/ση ΝΟΜΟΣ), και επομένως, εάν ο εναγόμενος για την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα εργοδότης προβάλλει μόνο την παραπάνω άρνηση, το δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει την ως άνω διάταξη και να προβεί σε καταμερισμό της μεταξύ των διαδίκων συνυπαιτιότητας, αλλά θα χωρήσει στον καθορισμό της κατά την κρίση του “εύλογης” χρηματικής ικανοποίησης, για την οποία απαιτείται, αλλά και αρκεί, η διαπίστωση συνδρομής οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητας του εργοδότη ή/και των προστηθέντων του, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης (ΑΠ 80/2016, ΑΠ 1256/2014, 1383/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Απ’ όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η εναγόμενη διατηρεί επιχείρηση εκμετάλλευσης υπεραγορών  και στις 21-8-2007 προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στο υποκατάστημά της, στην Πάτρα ως ταμίας καταστήματος χονδρικής, όπως αποδεικνύεται από την από 21-04-2010 βεβαίωση της ίδιας της εναγόμενης, ειδικότητα στην οποία είχε εκπαιδευθεί η ενάγουσα, όπως αποδεικνύεται από την από 30-06-2003 Βεβαίωση επαγγελματικής κατάρτισης του ΙΕΚ Πάτρας. Ακολούθως και επειδή, όπως ισχυρίσθηκε η εναγόμενη, υπήρχε διαθέσιμη θέση εργασίας μόνο στο τμήμα παραλαβής εμπορευμάτων, τοποθέτησε την ενάγουσα στο τμήμα αυτό, όπου ήταν υποχρεωμένη να χειρίζεται ηλεκτρικό παλετοφόρο μηχάνημα (κλαρκ). Για το χειρισμό του συγκεκριμένου μηχανήματος, με  ιπποδύναμη πέντε (5) ίππων, δεν απαιτείται  άδεια μηχανοδηγού-χειριστή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.2 και 4 παρ.1 του ΠΔ31/1990, όπως ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος. Σύμφωνα με το άρθρ.9 Παράρτημα ΙΙ, παρ.2.1 του Π.Δ.395/1994, για την περίπτωση που δεν προβλέπεται άδεια, η οδήγηση και ο χειρισμός του μηχανήματος αυτού πρέπει να γίνεται από άτομα, τα οποία έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα και έχουν αποδείξει τις ικανότητές τους στον εργοδότη ή/ και στον τεχνικό ασφάλειας της επιχείρησης. Στα άτομα αυτά γίνεται έγγραφη ανάθεση των καθηκόντων τους από τον εργοδότη. Στην προκείμενη περίπτωση, χωρίς να φροντίσει η εναγόμενη, όπως όφειλε και μπορούσε, προκειμένου να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υγεία της σ’αυτήν εργαζόμενης ενάγουσας ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας της(άρθρ. 7 π.δ.17/1996),, να χορηγήσει σ’αυτήν κατάλληλη και επαρκή εκπαίδευση με έγγραφη ανάθεση σ’αυτήν των καθηκόντων της και χωρίς οι ικανότητες της ενάγουσας να έχουν αποδειχθεί σ’αυτήν, την τοποθέτησε, αμέσως μετά την πρόσληψή της, στο τμήμα παραλαβής εμπορευμάτων, όπου, με τη χρήση παλετοφόρου μηχανήματος, η ενάγουσα είχε την υποχρέωση να μεταφέρει βαριές παλέτες, καθιστώντας με την παράλειψή της αυτή  η εναγόμενη το χειρισμό και την οδήγηση του εν λόγω μηχανήματος ιδιαίτερα επικίνδυνη για την ασφάλεια της ενάγουσας. Στις 12-10-2007, ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 10.50 π.μ., κατά την εκτέλεση της εργασίας της ενάγουσας με την χρήση ενός ηλεκτρικού παλετοφόρου μηχανήματος, έμφορτου με παλέτες, η ενάγουσα, η οποία δεν είχε λάβει κατά τα παραπάνω την κατάλληλη εκπαίδευση και ως εκ τούτου δεν ήταν σε θέση, λόγω της απειρίας της να χειρίζεται σωστά και με ασφάλεια το μηχάνημα,  κατέβασε το πόδι της από το σκαλί του παλετοφόρου, ενώ δεν το είχε προηγουμένως, πλήρως, ακινητοποιήσει, με αποτέλεσμα να βρεθεί το πόδι της ανάμεσα στην πόρτα παραλαβής της αποθήκης και του μηχανήματος και να καταπλακωθεί από το μηχάνημα. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα, του οποίου το χειρισμό της ανέθεσε η εναγόμενη, ήταν ακατάλληλο για το σκοπό αυτό και επικίνδυνο για τη σωματική της ακεραιότητα, επειδή τα φρένα του ήταν χαλασμένα, δεν αποδεικνύεται ως αληθής, καθώς ουδέν σχετικό αναφέρεται στα υπ’αριθμ … και …../19-10-2007 δελτία ελέγχου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ΚΕ.Π.Ε.Κ. Δυτικής Ελλάδος-Ηπείρου και Ιονίων Νήσων, τα οποία συντάχθηκαν μετά από προηγούμενη αναγγελία του εργατικού ατυχήματος από την εναγόμενη, κατόπιν διενέργειας αυτοψίας στο χώρο του ατυχήματος, με συνεκτίμηση της περιγραφής του αυτόπτη μάρτυρα εργαζόμενου, ………… Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την περί του αντιθέτου ένορκη κατάθεση του πατέρα της ενάγουσας, ………., που περιλαμβάνεται στα υπ’αριθμ. 3009/16-10-2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτό ως δικαστικό τεκμήριο, καθώς ενώ ο ίδιος δεν είχε άμεση αντίληψη για τα όσα κατέθεσε, δεν ανέφερε το πρόσωπο απ’το οποίο πληροφορήθηκε τα όσα περί βλάβης των φρένων του μηχανήματος κατέθεσε. Περαιτέρω και παρά το γεγονός ότι η εναγόμενη γνώριζε την ύπαρξη μειωμένων σωματικών δυνάμεων πριν η τελευταία ξεκινήσει την επίδικη μεταφορά, λόγω του ότι ήδη είχε σχεδόν εξαντλήσει το συμφωνημένο μειωμένο εργασιακό ωράριο, σε συνδυασμό με την πίεση του χρόνου, που υπήρχε την δεδομένη στιγμή, λόγω της υποχρέωσης μετάβασης της ενάγουσας σε εργασιακό σεμινάριο, το οποίο διοργάνωνε η εναγόμενη εργοδότριά της, δηλαδή, την έλλειψη στην προκείμενη περίπτωση των αναγκαίων ιδιοτήτων στο πρόσωπο αυτής για την ασφαλή οδήγηση του παλετοφόρου και χωρίς η τελευταία (ενάγουσα) να προβεί σε διαβεβαίωσή της για το αντίθετο, εντούτοις επέτρεψε, όπως κάθε ημέρα, την εκτέλεση της μεταφοράς των παλετών, λαμβανομένης υπόψιν για την κατάφαση της αμελούς συμπεριφοράς της εναγόμενης και της γενικότερης υποχρέωσης των εργαζομένων να υπακούουν σε εντολές και οδηγίες του εργοδότη τους και της μη απόδειξης, εν προκειμένω, από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι η εναγόμενη απαγόρευσε στην ενάγουσα την συγκεκριμένη μεταφορά και η τελευταία αρνήθηκε να υπακούσει. ΄Οφειλε, μάλιστα και μπορούσε η εναγόμενη, να λάβει υπόψη της,  ενόψει της αρχής της καλής πίστης και της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, ότι το είδος της από την ενάγουσα παρεχομένης εργασίας (οδήγηση παλετοφόρου),  περικλείει από τη φύση της αυξημένο κίνδυνο πρόκλησης ζημιών, ώστε να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη μερική τουλάχιστον εσωεπιχειρηματική εξισορρόπησή τους, δηλαδή την λήψη και εφαρμογή καταλλήλων μέτρων ασφαλείας στον εργασιακό χώρο [παρουσία υπευθύνου ασφαλείας, η οποία δεν αποδείχθηκε, πρόσληψη κατάλληλου και εξειδικευμένου προσωπικού για κάθε ειδικότερη εργασία και κατάλληλη εκπαίδευση αυτού στο αντικείμενο εργασίας τους, η οποία απεδείχθη ανύπαρκτη]. Η ανύπαρκτη κατάλληλη εκπαίδευση της  ενάγουσας και η μικρή της εμπειρία στον χειρισμό του συγκεκριμένου είδους μηχανήματος, δημιούργησαν μία συνθήκη κινδύνου, η οποία επιτάθηκε, περαιτέρω, λόγω της καταπόνησης των φυσικών της δυνάμεων και της συνεπεία αυτής, μειωμένης ικανότητας σωστού χειρισμού του μηχανήματος η οποία αποδίδεται και στο γεγονός ότι η εναγόμενη δεν τηρούσε οργανωτικά μέτρα (διαλείμματα-εναλλαγή θέσεων εργασίας κ.λ.π.) για την μείωση της μυοσκελετικής καταπόνησης των εργαζόμενων, δηλαδή ρύθμιση της εργασίας κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία τους  και να είναι σε θέση να προσφέρουν την εργασία τους σ’αυτήν με τις απαιτούμενες, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθ. 288 ΑΚ), συνθήκες, όπως αποδεικνύεται από τις παρατηρήσεις και υποδείξεις που, μετά το ατύχημα, έκανε προς την εναγόμενη εργοδότρια εταιρεία, μετά από αυτοψία, με τα δελτία ελέγχου υπ’ αριθμ. … και …, η ΚΕ.ΠΕ.Κ Δυτικής Ελλάδος-Ηπείρου και Ιονίων Νήσων, με την επισήμανση  προς την εναγόμενη, της άμεσης εφαρμογής τους, καθώς η εξασθένιση των δυνάμεων του εργαζομένου δημιουργεί συνθήκες, οι οποίες παρ’ όλον ότι προηγουμένως ήταν κανονικές, γίνονται, στη συνέχεια, μετά τον κλονισμό της υγιεινής κατάστασης του εργαζόμενου, ασυνήθιστες και εξαιρετικές, δυνάμενες να προκαλέσουν, όπως και προκάλεσαν, σε συνδυασμό με τις παραπάνω συνθήκες, στην υπό κρίση περίπτωση, βίαιο συμβάν.

Συνυπεύθυνη στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος και του εξ’αυτού τραυματισμού της κρίνεται και η ενάγουσα, η οποία δεν κατέβαλε, ομοίως, κατά αντικειμενική κρίση, την επιμέλεια και προσοχή που έπρεπε να καταβάλει, βάσει των περιστάσεων που τότε επικρατούσαν και την οποία θα κατέβαλε κάθε μέσος, συνετός οδηγός-χρήστης του μηχανήματος, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, καθόσον δεν βεβαιώθηκε, όπως όφειλε και μπορούσε, ότι ακινητοποίησε πλήρως, το οδηγούμενο μηχάνημα, πριν κατεβάσει το πόδι της. Ειδικότερα, η ενάγουσα, που σύμφωνα με το περιεχόμενο της εργασιακής σύμβασης (είδος εργασίας, ύψος συμφωνημένου μισθού, ικανότητες και γνώσεις αυτής), δεν βαρύνεται σύμφωνα με το άρθρο 652 ΑΚ, με βαθμό επιμέλειας μεγαλύτερο από εκείνον ενός μέσου συνετού οδηγού, που σχεδόν καθημερινά κάνει μεταφορά εμπορευμάτων, ενόψει των συνθηκών που επικρατούσαν στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο του ατυχήματος (εκφόρτωση εμπορευμάτων,  μεταφορά παλετών), δεν έδειξε την επιμέλεια αυτήν, αλλά από έλλειψη σύνεσης και προσοχής στον έλεγχο του μηχανήματος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση, λόγω των επικρατουσών συνθηκών αλλά και της μικρής [μόλις δύο, περίπου, μηνών) εμπειρίας στην χρήση και οδήγηση του συγκεκριμένου ή παρεμφερούς οχήματος- μηχανήματος,  έπρεπε να είναι ιδιαίτερα αυξημένες, δεν ακινητοποίησε πλήρως το οδηγούμενο από αυτήν μηχάνημα πριν κατεβάσει το πόδι της, με αποτέλεσμα αυτό να καταπλακώσει το πόδι της.

Ενόψει του ότι η εναγόμενη προέβαλε απλώς άρνηση της αγωγής και δεν πρότεινε ένσταση συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην επέλευση του επίδικου ατυχήματος και του συνακόλουθου τραυματισμού της, το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε καταμερισμό της μεταξύ των διαδίκων συνυπαιτιότητας, αλλά θα χωρήσει στον καθορισμό της κατά την κρίση του “εύλογης” χρηματικής ικανοποίησης, για την οποία απαιτείται, αλλά και αρκεί, η διαπίστωση συνδρομής οποιασδήποτε μορφής και οποιουδήποτε βαθμού υπαιτιότητας του εργοδότη ή/και των προστηθέντων του, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας ζημιογόνου πράξης ή παράλειψής του. Στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, η συνυπαιτιότητα του ενάγοντος λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ως προσδιοριστικό στοιχείο (μόνον), στον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Δεν χρειάζεται ειδική προβολή της. Αρκεί να προκύπτει από τις αποδείξεις (Α. Κρητικού, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, Συμπλήρωμα, έκδ. 1996, σελ. 21, αρ. 146).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά τον τραυματισμό της η ηλικίας 24 ετών, ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη πολλαπλό κάταγμα κνήμης-περόνης και μετά από δίωρο χειρουργείο τοποθετήθηκε στο πόδι της λάμα. Στο νοσοκομείο νοσηλεύτηκε από 12-10-2007 έως την 14-10-2007 και κατόπιν στην οικία της μέχρι την 9-12-2007. ΄Ηδη, μετά τον τραυματισμό της, η ενάγουσα πάσχει από ορθοστασία από οίδημα της ποδοκνημικής καθώς και μετεγχειρητική δυσκαμψία της άρθρωσης στις ακραίες κινήσεις(βλ. προσκομιζόμενο απ’την ενάγουσα, με αριθμ……/10-9-2012 πιστοποιητικό του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών).

Ενόψει όλων των προεκτεθέντων το δικαστήριο κρίνει, κατά την ελεύθερη κρίση του, βασιζόμενο στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, ότι πρέπει να επιδικαστεί στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, το εύλογο ποσό των 5.500 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι ανάλογο με το είδος και την έκταση της σωματικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε η αδικοπραξία, το βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης και την κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών.

Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά την ένδικη αξίωσή της διότι συνέχισε να εργάζεται σ’αυτήν επί δυόμιση χρόνια μετά το ατύχημα, οπότε καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της και η άσκηση της αγωγής της έλαβε χώρα σχεδόν πέντε χρόνια μετά το ατύχημα, χωρίς ουδέποτε να έχει προβάλλει ισχυρισμούς της για δήθεν υπαιτιότητα της εναγόμενης,  πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να καταστήσουν καταχρηστική την ένδικη αξίωση της ενάγουσας, κατ’άρθρ.281 ΑΚ, καθώς δεν υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενόψει και του ότι η ενάγουσα εξακολούθησε να παρέχει  τις υπηρεσίες της στην εναγόμενη, προς πορισμό εισοδήματος, ενώ δεν αναφέρει η εναγόμενη ποιες δυσμενείς συνέπειες επήλθαν σε βάρος της από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας [ΟλΑΠ 5/2011 ΔΕΝ 67,(2011).1256=ΝοΒ 59(2011).1867=ΕλλΔνη 52(2011).684=ΧρΙΔ 2012.103].

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απόρριψε ως κατ’ουσίαν αβάσιμη την αγωγή, έσφαλε κατά την εκτίμηση των  αποδείξεων και πρέπει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της έφεσης να εξαφανιστεί αυτή  στο σύνολό της, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ),  να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και, ακολούθως, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.500 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Πρέπει, τέλος, να επιβληθεί σε βάρος της  εναγόμενης, μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω του ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ουσίαν την από  2-2-2016 (αριθμ. εκθ. κατάθ. …../195/2016) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της υπ΄αριθμ.126/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά)

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 18-9-2012 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……../ 2012) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (5.500€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εφεσίβλητης-εναγόμενης μέρος της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων πενήντα ευρώ(850€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Μαρτίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ