Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 164/2018

Αριθμός     164/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθ. καταθ. …. /7-1-2015) του κατ’ αντιμωλίαν πρωτοδίκως δικασθέντος εναγομένου κατά της υπ’ αριθ. 3847 /2014 απόφασης ειδικής διαδικασίας διαφορών του άρθρου 681Β ΚΠολΔ έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως προ πάσης επιδόσεως (άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ), κρίνεται τυπικώς δεκτή (άρθρον 532§1 ΚΠολΔ) και πρέπει επομένως να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και το νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων αυτής, δίχως να απαιτείται παράβολο έφεσης (495§4εδ.στ΄ ΚΠολΔ). Η συζήτηση της έφεσης γίνεται ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης, η οποία, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. υπ’ αριθ. ….΄ /9-3-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελητρίας του Πρωτοδικείου Αθηνών . ….), δεν εμφανίσθηκε κατά την ως άνω δικάσιμο, κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου και πρέπει να δικασθεί ερήμην αλλά να προχωρήσει η διαδικασία σαν να ήταν και αυτή παρούσα (άρθρο 524§4 ΚΠολΔ).

Με την υπ’ αριθ. καταθ. … /2012 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγουσες ισχυρίσθηκαν, η, μεν, πρώτη ότι απέστη της εγγάμου συμβιώσεως διά εύλογη αιτία και ότι έκτοτε ευρίσκεται σε διάσταση με τον εναγόμενο σύζυγό της, η, δε, δεύτερη ότι τυγχάνει φοιτήτρια και δεν δύναται να συντηρηθεί εξ ιδίας περιουσίας ή από εργασία κατάλληλη εν όψει των αναγκών εκπαίδευσής της, ζήτησαν, δε, για την προαναφερόμενη αιτία να υποχρεωθεί ο εναγόμενος εν διαστάσει σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης να προκαταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός στην πρώτη ενάγουσα χρηματικό ποσό 1.300 ευρώ μηνιαίως και στην δεύτερη ενάγουσα χρηματικό ποσό 1.000 ευρώ μηνιαίως διά διατροφή εκάστης από αυτές διά χρονικό διάστημα δύο ετών από της επιδόσεως της αγωγής (από 19ης Σεπτεμβρίου 2012) και με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσεως. Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να προκαταβάλλει ως διατροφή στην πρώτη ενάγουσα χρηματικό ποσό 1.000 ευρώ μηνιαίως και στην δεύτερη ενάγουσα χρηματικό ποσό 700 ευρώ μηνιαίως διά χρονικό διάστημα δύο ετών από της επιδόσεως της αγωγής και νομιμοτόκως από της καθυστέρησης εκάστης μηνιαίας δόσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, ο οποίος γιά λόγους αναγομένους σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ως άνω αγωγή.

Από τα άρθρα 1389, 1390, 1391, 1392εδ. β΄ και 1495 ΑΚ συνάγεται ότι εν περιπτώσει διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, κατά την οποία εξακολουθεί ο μεταξύ των συζύγων γάμος αλλά δεν δύναται να γίνει λόγος περί συνεισφοράς των εν διαστάσει συζύγων στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, στις οποίες συγκαταλέγεται και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων προς διατροφή, αφού διά της διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως έπαυσε να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, ο σύζυγος, ο οποίος διέσπασε την έγγαμη συμβίωση διά εύλογη αιτία δικαιούται παρά του άλλου συζύγου, ανεξαρτήτως της ευπορίας ή απορίας του ενός ή του άλλου, διατροφής εις χρήμα, η οποία προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά την συνεισφορά του υποχρέου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση καταβολής εις χρήμα της κατά μήνα διατροφής μετά την διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως είναι συνέπεια της εκ του άρθρου 1389 ΑΚ υποχρεώσεως συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά την διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιούται προς την εκ των άρθρων 1485επ. ΑΚ διατροφή ούτε προς την εκ των άρθρων 1442επ. ΑΚ οφειλομένη αντίστοιχη μετά το διαζύγιο. Συνακολούθως, διά την θεμελίωση αγωγικού δικαιώματος διατροφής του εν διαστάσει συζύγου πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει την συζυγική ιδιότητα, την διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως διά εύλογη αιτία και την δικαιολόγηση της επιδικάσεως διατροφής στο επιδιωκόμενον διά της αγωγής ποσόν βάσει των βιοτικών του αναγκών, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των συνθηκών κεχωρισμένης διαβιώσεως, δίχως να είναι επιπροσθέτως απαραίτητο να εξειδικεύονται κατά επί μέρους ποσόν οι ανάγκες του δικαιούχου, καθώς αρκεί η αναφορά του συνολικού ποσού της αιτουμένης διατροφής. Εξ άλλου δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται διά του αγωγικού δικογράφου ούτε διά της αποφάσεως η αποτίμηση της συνεισφοράς εκάστου εκ των συζύγων στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, αφού η υποχρέωση διά συνεισφορά υπάρχει, όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ, όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται διά της χρηματικής διατροφής, η οποία προσδιορίζεται από την σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων, οι οποίες προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς εκάστου εξ αυτών στην διατροφή αυτή, δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν βάση ενστάσεως (βλ. ΑΠ 773 /2014, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 551 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 562918). Κατά της αγωγής του εν διαστάσει συζύγου διά διατροφή δεν δύναται κατά νόμο να προβληθεί από τον εναγόμενο σύζυγο η ένσταση διακινδυνεύσεως της ιδίας αυτού διατροφής (βλ. ΑΠ 1134 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Η διατροφή του δικαιούχου συζύγου υπάρχει και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάσθηκε στην διακοπή της συμβιώσεως από παράπτωμα του δικαιούχου, όταν με δική του πρωτοβουλία διεκόπη η έγγαμη συμβίωση. Κατά την τελευταίαν, όμως, περίπτωση, άν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, η έκταση της προς αυτόν υπό του άλλου οφειλομένης διατροφής περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία διά την συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), κατόπιν προβολής αντιστοίχου ενστάσεως του εναγομένου, διά την πληρότητα, όμως, της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα διά προσδιορισμού από τον ενιστάμενο και του ποσού της κατ’ αυτόν οφειλομένης ελαττωμένης διατροφής (βλ. ΑΠ 551 /2011, ΤΝΠΝΟΜΟΣ: 562918). Η μετά την διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως επίδειξη συμπεριφοράς προσάπτουσας υπαιτιότητα  στο πρόσωπο του δικαιούχου συζύγου (όπως δημιουργία ερωτικού δεσμού), δεν αποτελεί χωρίς την συνδρομή και άλλων προϋποθέσεων λόγο δικαιολογούντα περιορισμό ή διακοπή της διατροφής κατά το άρθρο 1391§2 ΑΚ. Όμως, το περιστατικό αυτό δύναται να θεμελιώσει ένσταση του υποχρέου κατά τα άρθρα 1392εδ.β΄ και 1495 ΑΚ υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομοτύπου προβολής της (βλ. ΑΠ 351 /1992, ΤΝΠΔΣΑ). Εξάλλου, από τα άρθρα 1485, 1486§1 και 1489§2 ΑΚ συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έναντι των γονέων αυτού έχει και το ενήλικο τέκνο, εφ’ όσον δεν δύναται να αυτοδιατραφεί εκ της περιουσίας αυτού ή από εργασία κατάλληλη διά την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες, εν όψει και των τυχόν αναγκών εκπαιδεύσεως αυτού. Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει, κατ’ άρθρον 1493 ΑΚ, όσα είναι αναγκαία διά την συντήρηση του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα γιά την ανατροφή και την επαγγελματική και εν γένει εκπαίδευσή του. Ήτοι, προϋπόθεση θεμελιώσεως της αξιώσεως διατροφής του ανηλίκου τέκνου κατά των γονέων είναι η απορία αυτού και συγκεκριμένα η έλλειψη επαρκών περιουσιακών στοιχείων ή η αδυναμία απασχολήσεως σε κατάλληλη εργασία, η οποία πρέπει να υφίσταται κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, στο οποίο αφορά η διατροφή. Ως εκ τούτου δικαιούχο διατροφής είναι και το ενήλικο τέκνο, το οποίο εν όψει των αναγκών εκπαιδεύσεως αυτού δεν δύναται να μετέλθει κατάλληλη εργασία επιτρέπουσα την απρόσκοπτη συνέχιση των σπουδών αυτού. Οι ανάγκες εκπαιδεύσεως εξαρτώνται από τις λοιπές βιοτικές συνθήκες του δικαιούχου. Ως εκπαίδευση νοείται η κατωτέρα αλλά και η μέση, η ανωτέρα ή ανωτάτη. Λαμβάνονται, όμως, προς τούτο υπ’ όψιν οι επιδόσεις του δικαιούχου, δηλαδή η ικανότης να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου βαθμού και επιπέδου σπουδών. Η υποχρέωση διατροφής βαρύνει από κοινού και τους δύο γονείς, έκαστος των οποίων είναι υποχρεωμένος να καλύψει ποσοστόν των αναγκών του τέκνου αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων αυτού, οι οποίες πηγάζουν, από τα εισοδήματα ή τους πόρους αυτών, ανεξαρτήτως εάν υφίσταται ή έχει λυθεί ο μεταξύ αυτών γάμος (βλ. ΑΠ 471 /2005, ΕλλΔνη 46: 1425, ΑΠ 396 /2001, ΕλλΔνη 43: 113, ΑΠ 1060 /1993, ΕλλΔνη 35: 1291, ΕφΑθ 7575 /2002, ΕλλΔνη 44: 519, ΕφΑθ 2239 /1998, ΕλλΔνη 40: 379 και ΕφΠειρ 267 /1998, ΕλλΔνη 39: 896). Το ενήλικο τέκνο δύναται να ενάγει αμφοτέρους ή ένα εκ των γονέων αυτού, ενώ γιά το ορισμένο της αγωγής δεν απαιτείται η εξειδίκευση των κονδυλίων εκάστης επί μέρους ανάγκης αλλά αρκεί να καθορίζεται το δι’ όλες τις ανάγκες συνολικώς αιτούμενο χρηματικό ποσό (βλ. ΑΠ 67 /1999, ΕλλΔνη 40: 592). Επιπλέον δεν απαιτείται γιά το ορισμένον της αγωγής να γίνεται χρονικός καθορισμός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ανεξαρτήτως του ότι ο ενάγων δύναται διά των προτάσεων ή διά δηλώσεως κατά την συζήτησιν της αγωγής να περιορίσει το αίτημα διά καθορισμού του ληκτικού σημείου του χρονικού διαστήματος, στο οποίον αφορά η επιδιωκομένη διατροφή (βλ. ΕφΑθ 10141 /1995, ΕλλΔνη 38: 1614). Ο εναγόμενος γονεύς δύναται να αντιτάξει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αφ’ ενός της διακινδυνεύσεως ιδίας διατροφής άνευ ανάγκης επιπροσθέτου επικλήσεως της δυνατότητος του δικαιούχου προς απεύθυνσιν κατά του άλλου γονέως ή προς αυτοδιατροφήν εκ της ιδίας αυτού περιουσίας και αφ’ ετέρου της δυνατότητος συνεισφοράς του άλλου γονέως (βλ. ΑΠ 884 /2003 & ΕφΘεσσ 1705 /2003, ΕπιθΝομολ 2004: 621, ΕφΑθ 9720 /1997, ΕλλΔνη 39: 1356 και ΕφΑθ 4299 /1993, ΕλλΔνη 35: 451).

Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα προς την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών και η πρώτη εφεσίβλητος συνήψαν γάμο μεταξύ αυτών την 7η Ιουνίου 1991. Κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης απέκτησαν δύο τέκνα, την ….., η οποία γεννήθηκε την 3η Οκτωβρίου 1991, και την ….., η οποία γεννήθηκε την 18η Ιανουαρίου 1993. Προ του γάμου της η πρώτη εφεσίβλητος εργαζόταν, πλην, όμως, μετά τον γάμο διέκοψε να εργάζεται κατόπιν απαιτήσεως του συζύγου της, ο οποίος είναι ναυτικός (πλοίαρχος) σε ποντοπόρα πλοία. Η έγγαμη συμβίωση των συζύγων διήρκεσε μέχρι και το τέλος του έτους 2010.  Ενυπήρχε, όμως, ασυμφωνία χαρακτήρων, η οποία σταδιακώς απεμάκρυνε ψυχικώς τους συζύγους και εντός του τελευταίου ως άνω έτους οδήγησε το ζεύγος σε ολική ψυχική αποξένωση. Την 23η Αυγούστου 2010 η πρώτη εφεσίβλητος μετέφερε από τον υπ’ αριθ. ……… κοινό (επ’ ονόματι αμφοτέρων των συζύγων) τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας Γιούρομπανκ Α.Ε., εντός του οποίου κατετίθετο η μισθοδοσία του εκκαλούντος και ο οποίος μέχρι τότε είχε πιστωτικό υπόλοιπο 51.168,79 ευρώ, σε δικό της τραπεζικό λογαριασμό χρηματικό ποσό 40.000 ευρώ. Μετά από αυτήν την χρηματική ανάληψη ακολούθησαν οι από 31-8-2010 και από 29-9-2010 χρηματικές καταθέσεις της μισθοδοσίας του εκκαλούντος χρηματικών ποσών 8.972,10 ευρώ και 8.972,10 ευρώ αντιστοίχως και έκτοτε ο εκκαλών έπαυσε να καταθέτει, όπως μέχρι τότε έπραττε, την χρηματική αμοιβή της μισθοδοσίας του εντός του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού. Την 7η Δεκεμβρίου 2010 η πρώτη εφεσίβλητος μετέφερε επιπλέον χρηματικό ποσό 15.000 ευρώ από τον ίδιο κοινό τραπεζικό λογαριασμό σε άλλο λογαριασμό. Επιπροσθέτως, από την 23η Αυγούστου έως και την 22α Δεκεμβρίου του ιδίου έτους έγιναν από την πρώτη εφεσίβλητο δέκα εννέα αναλήψεις χρηματικού ποσού 700 ευρώ καθ’ εκάστη ανάληψη, δύο αναλήψεις χρηματικού ποσού 480 ευρώ καθ’ εκάστη ανάληψη και μία ανάληψη χρηματικού ποσού 280 ευρώ, δηλαδή επιπρόσθετες επί μέρους αναλήψεις αθροιζόμενες σε επιπλέον χρηματικό ποσό 14.540 ευρώ. Συνολικώς δέ κατά το τετράμηνο χρονικό διάστημα από 23ης Αυγούστου έως 22ας Δεκεμβρίου 2010 η πρώτη εκκαλούσα προέβη σε τραπεζικές μεταφορές και αναλήψεις συνολικού χρηματικού ποσού 69.540 (= 40.000 + 15.000 + 14.540) ευρώ και το πιστωτικό υπόλοιπο του κοινού τραπεζικού λογαριασμού από το ύψος των 51.168,79 ευρώ, στο οποίο ευρίσκετο την 23η Αυγούστου 2010, περιορίσθηκε στο ύψος των 972,99 ευρώ μετά την ανάληψη της 22ας Δεκεμβρίου 2010, η οποία ήταν και η τελευταία εντός του συγκεκριμένου έτους. Την 26η Δεκεμβρίου 2010 ο εκκαλών επέστρεψε από υπερπόντιο ταξίδι και μετά από έντονο φραστικό επεισόδιο με την σύζυγό του ανέλαβε τις αποσκευές του και μετέβη στο διαμέρισμα κατοικήσεως της μητρός του. Έκτοτε οι ως άνω σύζυγοι ευρίσκονται σε διάσταση. Την επομένη ημέρα (27η Δεκεμβρίου 2010) υπεγράφη μεταξύ των ως άνω συζύγων το από 27-12-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, διά του οποίου συνομολογήθηκε αφ’ ενός ότι οι συζυγικές σχέσεις των συμβαλλομένων έχουν διαταραχθεί και προς αποφυγή περαιτέρω εντάσεων και προστριβών μεταξύ τους αποφάσισαν από κοινού την διακοπή της έγγαμης συμβίωσης και ότι ο εκκαλών υποχρεούται να αποχωρήσει αυθημερόν (όπως ήδη είχε πράξει) από την οικογενειακή στέγη και να παραλάβει τα ατομικά είδη του και αφ’ ετέρου ότι ο εκκαλών «αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει για την διατροφή της δεύτερης συμβαλλομένης (πρώτης εφεσιβλήτου), του τέκνου τους και τις σπουδές της κόρης τους το ποσό των ευρώ 2000 μηνιαίως, αρχής γενομένης από τον Μάρτιο 2011 μέχρι και τον Μάρτιο 2015, με την προϋπόθεση ότι κατά το άνω διάστημα η ικανότητα προς εργασία του πρώτου συμβαλλομένου (εκκαλούντος) δεν θα επηρεασθεί από απρόβλεπτο γεγονός (π.χ. εργατικό ατύχημα)». Εκ των προαναφερομένων αποδεικνύεται ότι ανεξαρτήτως των τυχόν εκατέρωθεν βαθυτέρων αιτίων για την διακοπή της εγγάμου συμβιώσεως, αυτή τελικώς επήλθε με κοινή βούληση αμφοτέρων των συζύγων βάσει του προαναφερθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, οπότε συντρέχει εύλογη αιτία στο πρόσωπο της πρώτης εφεσιβλήτου. Μετά παρέλευση διετίας ο εκκαλών άσκησε κατά της πρώτης εφεσιβλήτου την υπ’ αριθ. καταθ. ….. /23-1-2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας ισχυρίζεται ότι η χρηματική κατάθεση εντός του προαναφερθέντος κοινού τραπεζικού λογαριασμού προερχόταν αποκλειστικώς από την μισθοδοσία του ως ναυτικού και ότι για πρώτη φορά την 8η Δεκεμβρίου 2011 πληροφορήθηκε βάσει αποσταλέντος ενημερωτικού εγγράφου αναλυτικού λογαριασμού της ως άνω τραπέζης ότι από 10ης Ιουνίου 2010 έως και 15ης Μαρτίου 2011 η πρώτη εφεσίβλητος είχε αποσπάσει εν αγνοία του συνολικό ποσό 79.570 ευρώ (μέρος του οποίου τυγχάνει το εις ανωτέρω σημείο του σκεπτικού αναφερόμενο ποσό των 69.540 ευρώ, το οποίο αναλήφθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 23ης Αυγούστου έως 22ας Δεκεμβρίου 2010). Η πρώτη εφεσίβλητη ομολογεί ότι την 23η Αυγούστου 2010 και την 7η Δεκεμβρίου 2010 ανέλαβε διά μεταφοράς από τον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό σε δικό της λογαριασμό τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά των 40.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντιστοίχως. Ισχυρίζεται δέ περαιτέρω αφ’ ενός ότι η ίδια ανέλαβε το χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ κατόπιν προτροπής του συζύγου της λόγω της ανασφάλειάς του για την παραμονή της χρηματικής κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό κατά την διάρκεια της γενικής εθνικής οικονομικής κρίσης και ότι ακολούθως κατά την ημέρα άφιξής του από το τελευταίο ταξίδι στην οικογενειακή στέγη η ίδια παρέδωσε το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό σε αυτόν προτού εκείνος αποχωρήσει (αυθημερόν) οριστικώς από την συζυγική εστία και αφ’ ετέρου ότι το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ δαπανήθηκε από αυτήν για προπαρασκευή της δεύτερης εφεσίβλητης θυγατρός του, εν όψει της συμμετοχής της στις πανελλήνιες εξετάσεις της περιόδου Μαΐου – Ιουνίου του αμέσως επομένου έτους. Όμως, η πρώτη εφεσίβλητη ισχυρίσθηκε διά της 4ης σελίδος της προηγηθείσης αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και της αντίστοιχης σελίδας της ένδικης αγωγής ότι εντός του έτους 2010 η τηλεφωνική επικοινωνία της με τον εν διαστάσει σύζυγό της ήταν από ελάχιστη έως μηδενική με την επισήμανση μάλιστα ότι ο εν διαστάσει σύζυγός της δεν έδειξε οιανδήποτε αντίδραση ακόμη και κατά την γνωστοποίηση προς αυτόν από εκείνη του κατά τον Αύγουστο του ιδίου έτους θανάτου του πατρός της, οπότε εκτιμάται μη αληθής (προσχηματικός) ο ισχυρισμός της ότι η ανάληψη του χρηματικού ποσού των 40.000 ευρώ έγινε από αυτήν κατ’ εντολήν του συζύγου της λόγω της ανασφαλείας του για παραμονή της χρηματικής κατάθεσης εντός του τραπεζικού λογαριασμού. Κυρίως, όμως, πρέπει να επισημανθεί ότι εν αντιθέσει προς τις ως άνω λοιπές επί μέρους αναλήψεις επιπρόσθετου χρηματικού ποσού αθροιστικώς 14.540 ευρώ κατά το τετράμηνο χρονικό διάστημα από 23ης Αυγούστου έως και 22ας Δεκεμβρίου 2010 (δέκα εννέα αναλήψεις επί μέρους χρηματικού ποσού 700 ευρώ σε κάθε ανάληψη, επί μέρους δύο αναλήψεις χρηματικού ποσού 480 ευρώ ανά ανάληψη και επί μέρους ανάληψη ποσού 280 ευρώ), οι οποίες, όπως προκύπτει από την εκτύπωση κινήσεως του αντιστοίχου τραπεζικού λογαριασμού, έγιναν σε μετρητά χρήματα, αντιθέτως η από 23-8-2010 απολαβή του χρηματικού ποσού των 40.000 ευρώ από τον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό ρητώς αναγράφεται στην κίνηση του λογαριασμού ότι έγινε με (διατραπεζική) μεταφορά του αντιστοίχου χρηματικού ποσού (σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό), οπότε εν τοις πράγμασιν ουδέποτε έγινε ρευστοποίηση του αντιστοίχου χρηματικού ποσού σε μετρητά αλλά αυτό παρέμεινε κατατεθειμένο σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό και συνακολούθως καταδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη ανάληψη δεν έγινε κατ’ εντολήν του εκκαλούντος και μάλιστα λόγω της προσχηματικώς από την πρώτη εφεσίβλητη επικαλούμενης ανασφάλειάς του στην παραμονή των χρηματικών καταθέσεων στον τραπεζικό λογαριασμό. Επιπροσθέτως, η πρώτη εφεσίβλητη δεν προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό τράπεζας, με το οποίο να αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από της προαναφερομένης διατραπεζικής μεταφοράς του ποσού των 40.000 ευρώ (23η Αυγούστου 2010) έως της αφίξεως του εκκαλούντος από το τελευταίο ταξίδι του στην συζυγική οικία και της αυθημερόν (άμα τη αφίξει) οριστικής αποχωρήσεώς του από αυτήν (26η Δεκεμβρίου 2010) το, με πράξη της ως άνω διαδίκου μεταφερθέν χρηματικό ποσό των 40.000 ευρώ αναλήφθηκε πράγματι από εκείνη από τον άλλο λογαριασμό, στον οποίο η ίδια το είχε προηγουμένως μεταφέρει, για να δοθεί τοις μετρητοίς πλέον στον εκκαλούντα εντός του περιορισμένου χρονικού διαστήματος των ολίγων ωρών της παραμονής του στην συζυγική οικία την 26η Δεκεμβρίου 2010, εξ ού καταδεικνύεται ότι ουδέποτε η πρώτη εφεσίβλητη απέδωσε το εν λόγω χρηματικό ποσό, αλλά ότι συνεχίζει να κατέχει αυτό. Αντιστοίχως ο επιπρόσθετος ισχυρισμός της πρώτης εφεσίβλητης ότι δαπάνησε το από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό αποσπασθέν έτερο μεγάλο χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ για την προπαρασκευή της δεύτερης εφεσίβλητης θυγατρός της κατά τις πανελλήνιες εξετάσεις του επομένου Ιουνίου (έτους 2011) κρίνεται επίσης προσχηματικός, αφού, όπως προκύπτει από την προαναφερομένη έγγραφη κίνηση του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού, η απολαβή του χρηματικού ποσού των 15.000 ευρώ δεν έγινε διά αναλήψεως τοις μετρητοίς αλλά με (διατραπεζική) μεταφορά (σε άλλο τραπεζικό λογαριασμό). Μάλιστα αντιτίθεται στα διδάγματα της κοινής πείρας ο ισχυρισμός της πρώτης εφεσίβλητης ότι δαπάνησε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ σε έξοδα φροντιστηριακών μαθημάτων του εναπομένοντος εξαμήνου από του χρόνου της αναλήψεως (7η Δεκεμβρίου 2010) έως του χρόνου ενάρξεως των πανελλαδικών εξετάσεων (Μάιο – Ιούνιο 2011), αφού υπό την εκδοχή αυτή η εν λόγω δαπάνη έδει να αντιστοιχεί στο μη δικαιολογούμενο από τις περιστάσεις φροντιστηριακής προετοιμασίας ποσό των 2.500 ευρώ ανά μήνα, εξ ού καταδεικνύεται ότι η πρώτη εφεσίβλητος εξακολουθεί να κατέχει και αυτό το χρηματικό ποσό (δεν προσεκόμισε παραστατικά εφ’ άπαξ ή διαδοχικών αναλήψεων του εν λόγω χρηματικού ποσού από τον λογαριασμό μεταφοράς προς αντιμετώπιση οιωνδήποτε άλλων αναγκών). Κατά την άσκηση της αγωγής η πρώτη εφεσίβλητη ήταν ηλικίας σαράντα οκτώ ετών και έχει να εργασθεί από την σύναψη του γάμου (προ εικοσαετίας περίπου πρίν από την επελθούσα διάσταση), όταν, όπως ισχυρίζεται και δεν αμφισβητήθηκε ειδικώς, εργαζόταν ως υπάλληλος γραφείου στην ….. και επιπροσθέτως τρείς φορές ανά εβδομάδα στον …..). Η ακίνητη περιουσία της συνίσταται σε τρία κτήματα (ένα αρδευόμενο επιφανείας 8.000 μ2 και δύο μη αρδευόμενα επιφανείας 3.500 μ2 και 2.000 μ2 στις θέσεις «….», «..» και «….» της Υπάτης νομού Φθιώτιδος), τα οποία δεν προέκυψε ότι αποφέρουν κάποιο εισόδημα. Κατοικεί μαζί με τη δεύτερη εφεσίβλητη θυγατέρα της σε μισθωμένο διαμέρισμα επί της οδού ……. στον Πειραιά και καταβάλλει μίσθωμα 500 ευρώ μηνιαίως. Ο εκκαλών τυγχάνει πλοίαρχος σε ποντοπόρα πλοία με αποδοχές ανερχόμενες σε καθαρό ποσό τουλάχιστον 6.000 ευρώ κατά μέσον όρο ανά μήνα. Επιπλέον τυγχάνει ψιλός κύριος αφ’ ενός της οριζοντίου ιδιοκτησίας του υπό στοιχεία «α1» διαμερίσματος (επιφανείας 77,24 μ2) του πρώτου ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού …….. στον Πειραιά (όπου συγκατοικεί με την επικαρπώτρια του διαμερίσματος μητέρα του) και αφ’ ετέρου της οριζοντίου ιδιοκτησίας διαμερίσματος επιφανείας 48 μ2 επί της οδού …….. στον Πειραιά. Επίσης συνομολογείται ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασιακού οίκου «Ρενώ Μεγκάν», ηλικίας δέκα πέντε περίπου ετών. Καταβάλλει χρηματικό ποσό 350 ευρώ μηνιαίως για δαπάνη μισθώματος της μη διαδίκου εις την παρούσα δίκη μεγάλης θυγατρός των εν διαστάσει συζύγων (……….), η οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της επιδίκου διετίας ετύγχανε φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, διατηρεί  πολύ καλές σχέσεις με τον εκκαλούντα, ενώ αντιθέτως έχει διακόψει οιαδήποτε σχέση με την μητέρα της και διαμένει σε μισθωμένο από τον πατέρα της διαμέρισμα του τρίτου ορόφου οικοδομήματος επί της οδού ….. στην Νίκαια Αττικής, όπου ενίοτε φιλοξενείται και ο εκκαλών. Επίσης ο εκκαλών καλύπτει και τους λογαριασμούς κοινωφελών παροχών και τα κοινόχρηστα του ως άνω διαμερίσματος και τις λοιπές δαπάνες φοίτησης της μεγάλης θυγατρός του, οι οποίες πρόσθετες αυτές οικονομικές ανάγκες, προσδιορίζονται συνολικώς σε επιπρόσθετο χρηματικό ποσό 250 έως 300 ευρώ μηνιαίως. Βάσει των προαναφερομένων, λαμβανομένου υπ’ όψιν πρώτον ότι από την υπογραφή του από 27-12-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού περί καταβολής διατροφής από τον εφεσίβλητο στην ενάγουσα ποσού 1.000 ευρώ μηνιαίως επί πενταετία (από Μάρτιο 2011 έως Μάρτιο 2015) έως και της πρωτοβαθμίου (αλλά και της δευτεροβαθμίου) συζητήσεως της υποθέσεως και ειδικώτερα κατά το ερευνώμενο επίδικο χρονικό διάστημα της κρίσιμης διετίας από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής (από 20ής Σεπτεμβρίου 2012 έως 19ης Σεπτεμβρίου 2014)  δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει προκύψει κάποιο πρόβλημα υγείας ή άλλο εργασιακό πρόβλημα, εκ των οποίων να έχει επηρρεασθεί προς το δυσμενέστερον η εργασιακή ικανότης του εκκαλούντος, από την οποία, βάσει συγκεκριμένου όρου του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού διατροφής, εξαρτιόταν η ισχύς της αντίστοιχης περί διατροφής συμφωνίας, δεύτερον ότι η πρώτη εφεσίβλητος απέσπασε εν αγνοία του εκκαλούντος από τον ως άνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό αυτών χρηματικό ποσό τουλάχιστον 55.000 ευρώ, το οποίο εξακολουθεί να κατέχει (ως οικονομική δύναμη) για οικονομική στήριξή της και τρίτον ότι λόγω της μεγάλης χρονικής αποχής από τον εν γένει εργασιακό χώρο από την σύναψη του γάμου (επί εικοσαετία και πλέον) αντιμετωπίζει δυσχέρεια τουλάχιστον κατά την κρίσιμη διετία του επίδικου χρονικού διαστήματος να ανεύρει εργασία κατάλληλη προς την ηλικία της, συντρέχει περίπτωση προς κάλυψη των αναγκών της πρώτης εφεσίβλητης, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από την χωριστή διαβίωση, μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, αλλά και βάσει των δυνατοτήτων των εν διαστάσει συζύγων και των εν γένει περιστάσεων κατ’ εφαρμογήν και της αρχής της επιεικείας, να καταβληθεί προς αυτήν (κατά παραδοχήν της αντίστοιχης ένστασης του εκκαλούντος) μειωμένη διατροφή χρηματικού ποσού 300 ευρώ μηνιαίως  νομιμοτόκως από της καθυστέρησης εκάστης μηνιαίας δόσης. Όσον αφορά την διατροφή της ερημοδικαζομένης δεύτερης εφεσίβλητης θυγατρός του εκκαλούντος, διά του δικογράφου των δευτεροβαθμίων προτάσεων της πρώτης εφεσίβλητης μητέρας της επισημαίνεται ότι έχουν ήδη εξομαλυνθεί οι σχέσεις της ως άνω θυγατέρας με τον πατέρα της και ότι αυτός καταβάλει προς αυτήν την προσήκουσα διατροφή. Εν όψει του ότι για την διατροφή της (μη διαδίκου) μεγαλύτερης θυγατρός του ο εκκαλών καταβάλλει χρηματικό ποσό 650 ευρώ μηνιαίως και ότι η μεγαλύτερη θυγατέρα του, τυγχάνει φοιτήτρια, όπως και η δευτέρα εφεσίβλητη, αλλά εν αντιθέσει προς την ως άνω διάδικο, εκείνη μένει αυτοτελώς και αυτοεξυπηρετείται στις ανάγκες της, εξ αυτού αποδεικνύεται ότι οι διατροφικές ανάγκες της δεύτερης εφεσίβλητης ενήλικης κόρης του εκκαλούντος, η οποία προσωρινώς διαμένει με την μητέρα της, όπως αυτές προσδιορίζονται από τις συνθήκες ζωής της, προσδιορίζονται στο χρηματικό ποσό των 650 ευρώ μηνιαίως. Σε αυτό η συνεισφορά της μητρός διά των προσωπικών υπηρεσιών της προσδιορίζονται σε 150 ευρώ μηνιαίως, κατά μερική παραδοχή της αντίστοιχης ενστάσεως του εκκαλούντος. Επομένως, ο εκκαλών οφείλει προς αυτήν ως μηνιαία διατροφή χρηματικό ποσό 500 ευρώ μηνιαίως κατά την ίδια ως άνω διετία και νομιμοτόκως από της καθυστερήσεως καταβολής εκάστης μηνιαίας δόσεως. Έσφαλε, επομένως, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία επεδίκασε μεγαλύτερα χρηματικά ποσά των προαναφερομένων για διατροφή των εφεσιβλήτων και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, να διακρατηθεί και δικασθεί κατ’ ουσίαν η κρινόμενη διαφορά (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει γιά διατροφή στην πρώτη ενάγουσα εν διαστάσει σύζυγό του, χρηματικό ποσό 300 ευρώ μηνιαίως  και στην  δεύτερη ενάγουσα θυγατέρα του χρηματικό ποσό 500 ευρώ μηνιαίως επί χρονικό διάστημα δύο ετών από της επιδόσεως της αγωγής και νομιμοτόκως από της καθυστερήσεως εκάστης οφειλομένης μηνιαίας δόσης, συνεξαφανιζομένης, δε, και της διάταξης περί δικαστικής δαπάνης πρέπει η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να κατανεμηθεί αναλόγως της νίκης και ήττας των διαδίκων μερών (άρθρα 191§2, 183 και 178§1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Πρέπει, τέλος, να ορισθεί το προβλεπόμενο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση άσκησης ανακοπής  ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από τη ερημοδικασθείσα δευτέρα εφεσίβλητη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα (270) ευρώ.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την υπ’ αριθ. καταθ. 15 /2015 έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3874/2014 απόφαση, ειδικής διαδικασίας περί διατροφών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διακρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την ένδικη διαφορά.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να προκαταβάλλει εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, ως τακτική σε χρήμα διατροφή: α) στην πρώτη ενάγουσα εν διαστάσει σύζυγό του, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ και β) στην δεύτερη εναγόμενη θυγατέρα του, το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, αμφότερα δέ τα ως άνω περιοδικώς καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά, επί χρονικό διάστημα διετίας από της επιδόσεως της αγωγής και νομιμοτόκως από της καθυστέρησης εκάστης οφειλομένης μηνιαίας δόσης.

Κατανέμει την δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα χρηματικό ποσό πεντακοσίων (500) ευρώ, για μέρος της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και στην δεύτερη ενάγουσα χρηματικό ποσό τριακοσίων (300) ευρώ για μέρος της δικαστικής δαπάνης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας [από τα οποία τυγχάνει συμμέτρως αφαιρετέο το προκαταβληθέν χρηματικό ποσό δικαστικών εξόδων των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ].

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων του εκκαλούντος και της 1ης εκ των εφεσιβλήτων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ