Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 178/2018

Αριθμός  178/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 25.6.2015, (………../25.6.2015) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «………..΄» κατά της υπ΄αριθ. 4168/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. …../28.5.2015  έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών ………., σε συνδυασμό με την έκθεση κατάθεσης  της έφεσης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πρέπει συνεπώς να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα του μοναδικού λόγου της, χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της καταβολή παραβόλου έφεσης, λόγω της ιδιότητας του εκκαλούντος ως νπδδ, (28 ν. 2579/1998).

Με το π.δ. 166/2003 προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία στην Οδηγία 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29-6-2000 για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (άρθρ. 1 π.δ.166/2003). Κατά το άρθρο 2 του διατάγματος αυτού οι διατάξεις του εφαρμόζονται στις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, κατά δε το άρθρο 3 αρ.1 του ίδιου διατάγματος “εμπορική συναλλαγή” είναι κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 2 αρ.1 οδηγίας 2000/35). Το άρθρο 3 αρ.1α` του π.δ. 166/2003 διαλαμβάνει ότι “δημόσια αρχή” είναι κάθε αναθέτουσα αρχή, ή φορέας, όπως ορίζεται στα αναφερόμενα προεδρικά διατάγματα για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών, όπως στο πδ 370/1995, (ΟλΑΠ 10/2013, ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2013.604, ΕφΑΔ2013.991, ΕΕμπΔ 2013.587).”Επιχείρηση” είναι κάθε οργάνωση, η οποία ενεργεί στα πλαίσια ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο. “Καθυστέρηση πληρωμής” είναι η μη τήρηση της συμβατικής ή νόμιμης προθεσμίας πληρωμής. “Επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις της αναχρηματοδότησης” είναι το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο”. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 7 § 2 του ν.δ/τος 496/1974, ορίζει ότι ο νόμιμος και ο τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή Ν.Π.Δ.Δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο. Τέτοιος ειδικός νόμος είναι το ως άνω πδ 166/2003, με το οποίο ορίζεται διαφορετικά ο τόκος για οφειλές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής από εμπορική συναλλαγή, δηλαδή συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής (άρθρ. 1 – 3 π.δ 166/2003). Έτσι κατά το άρθρ. 4§2 του ως άνω π.δ., που ήδη καταργήθηκε με την υποπαράγραφο Ζ.14 της παραγράφου Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, αλλά οι διατάξεις του παρέμειναν σε ισχύ για τις συμβάσεις που υπογράφτηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι αν δεν συμφωνήθηκε ορισμένη ημέρα ή προθεσμία πληρωμής της αμοιβής, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος χωρίς να απαιτείται όχληση και οφείλει τόκους, στην περίπτωση ειδικότερα που παρέλαβε το τιμολόγιο μέχρι το χρόνο της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, εφόσον βέβαια προβλέπεται τέτοια διαδικασία, μόλις περάσουν 30 ημέρες από την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών ή από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποδοχής ή ελέγχου των παραλαμβανόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, ενώ αν πρόκειται για συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών η προθεσμία των 30 ημερών αυξάνεται σε 60 ημέρες. Με το ίδιο άρθρ. 4 του πδ 166/ 2003 ορίζεται περαιτέρω ότι ο δανειστής δικαιούται τόκους εφόσον (α) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νόμιμες υποχρεώσεις του και (β) δεν έχει εισπράξει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν δεν υπάρχει ευθύνη του οφειλέτη για την καθυστέρηση (§3) και ότι το ύψος του τόκου υπερημερίας, που είναι υποχρεωμένος να καταβάλει ο οφειλέτης, υπολογίζεται με βάση το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πιο πρόσφατη κυρία πράξη αναχρηματοδότησης, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (επιτόκιο αναφοράς), προσαυξημένο κατά επτά εκατοστιαίες μονάδες (περιθώριο), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση, το δε επιτόκιο αναφοράς, που ισχύει στην πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου, εφαρμόζεται και για τους επόμενους έξι μήνες (§4), (ΑΠ 766/2014, ΝΟΜΟΣ, ΔΕΕ 2014.621).Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του π. δ. 166/2003 οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 παρ.1 αυτού και εκτείνεται σε κάθε εμπορική συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής και ως μόνες προϋποθέσεις τίθενται : α) η εγκυρότητα της σύμβασης, β) η εκτέλεση αυτής από την επιχείρηση και γ) η υπερημερία του οφειλέτη ως προς την πληρωμή της αμοιβής, ενώ δεν τίθεται από το νόμο ως προϋπόθεση η σύναψη της σύμβασης κατά τη διαδικασία και διατυπώσεις του π.δ. 370/1995 που διέπει τις δημόσιες προμήθειες. Η παραπομπή με το άρθρο 3 παρ.1 α` του ίδιου διατάγματος στις διατάξεις του π.δ. 370/1995 περί δημοσίων προμηθειών (ήδη π. δ. 60/2007) έγινε για τον προσδιορισμό και μόνο της έννοιας της δημόσιας αρχής, ως αντισυμβαλλομένης της δανείστριας επιχείρησης, δεδομένου ότι επιλέγεται το λεγόμενο λειτουργικό κριτήριο και προσδίδεται στη “δημόσια αρχή” έννοια ευρύτερη εκείνης που ακολουθεί ο εθνικός νομοθέτης με βάση το οργανικό κριτήριο. Αν ο νομοθέτης ήθελε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 μόνο στις δημόσιες συμβάσεις προμήθειας, δηλαδή εκείνες που υπάγονται στην υποχρεωτική ρύθμιση και εφαρμογή του π. δ. 370/1995, θα το όριζε ρητά, πέραν του ότι μια τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση δεν προβλέπεται στην Οδηγία 35/2000 και δεν δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό της, που είναι η αντιμετώπιση της καθυστέρησης των πληρωμών κάθε εμπορικής συναλλαγής. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 166/2003 εμπίπτουν και οι συμβάσεις προμήθειας που καταρτίσθηκαν μεταξύ επιχείρησης και δημόσιας αρχής, απ` ευθείας, χωρίς δηλαδή τις διατυπώσεις και τη διαδικασία του π.δ. 166/2003, οι οποίες διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο. Τέτοιες συμβάσεις είναι και εκείνες που συνάπτει δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα (ν.π.δ.δ.), το οποίο συγκαταλέγεται στις αναθέτουσες αρχές του π.δ. 370/1995 (άρθρο 2), εφόσον πληρούν κατά τα λοιπά τις προϋποθέσεις εγκυρότητάς τους. Και επί των συμβάσεων αυτών το ύψος του οφειλόμενου επιτοκίου ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 4 του π. δ. 166/2003, η οποία, ως νεότερη, ειδικότερη και εδραζόμενη σε Κοινοτική Οδηγία (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διάταξη, υπερισχύει της διάταξης του άρθρου 7 του ν. δ. 495/1976.

Με την από 28.1.2014, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../3.2.2014), αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στα ….. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, εξέθετε τα ακόλουθα : Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.1.2012 έως και 28.3.2013, κατόπιν έγγραφων εντολών της διοίκησης του Νοσοκομείου, για την κάλυψη επειγουσών αναγκών του τελευταίου και για λόγους προστασίας των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας της ενάγουσας, κατήρτισε με το εναγόμενο νπδδ, τις αναφερόμενες άτυπες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 9.5.2012 έως 6.12.2012 κατήρτισε τις αναφερόμενες έγγραφες συμβάσεις πώλησης, σε εκτέλεση δε όλων των ανωτέρω συμβάσεων πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο τ΄αναφερόμενα κατ΄είδος, ποσότητα και αξία ιατροτεχνολογικά προϊόντα, συνολικής αξίας 197.042,31 €, για τα οποία εξεδόθησαν 99 τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής, η εξόφληση των οποίων συμφωνήθηκε να γίνει εντός 60 ημερών από την παραλαβή των προϊόντων, η οποία έλαβε χώρα ανεπιφύλακτα, εκτελουμένων, έτσι, όλων των συμβάσεων. Ότι παρόλ΄αυτά, το εναγόμενο δεν τήρησε κατ΄αρχήν τη συμβατική του υποχρέωση πληρωμής του τιμήματος, αλλά, μετά την άσκηση της αγωγής εξόφλησε μερικώς τη συνολική οφειλή του, καταβάλλοντας το ποσό των 91.551,36 €, ποσό κατά το οποίο η ενάγουσα παραδεκτά με δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και αναφορά στις προτάσεις, (223, 295 παρ. 1β ΚΠολΔ), περιόρισε την ένδικη αξίωσή της. Ότι το εναγόμενο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνείται  να εξοφλήσει και το εναπομείναν  ανεξόφλητο τίμημα. Με βάση τα ανωτέρω, η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει  το συνολικό ποσό των 114.273,25 €, που αντιστοιχεί, σε ανεξόφλητα τιμολόγια συνολικού ποσού 105.490,95 €, (λόγω της υπερημερίας του, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού), νομιμοτόκως από την επομένη της 60ης ημέρας παραλαβής εκάστου προϊόντος, πλέον του επιτοκίου υπερημερίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και ποσό 8.782,3 € που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας για το μέρος της απαίτησης από τα εξοφληθέντα τιμολόγια, σύμφωνα με το ανωτέρω επιτόκιο της ΕΚΤ. Τέλος, ζητούσε να επιβληθεί η δικαστική της δαπάνη σε βάρος του εναγομένου και να της καταβάλει εύλογη αποζημίωση για το σύνολο των εξόδων είσπραξης της οφειλής του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε ως αόριστο (216 ΚΠολΔ), το κονδύλιο περί εύλογης αποζημίωσης για τα έξοδα είσπραξης της οφειλής, έκανε δεκτή την αγωγή κατά τα λοιπά, υποχρέωσε το εναγόμενο να της καταβάλει τα ανωτέρω ποσά και δη το εξ αυτών 105.490,95 € νομιμοτόκως από την επομένη της 60ης ημέρας παραλαβής εκάστου προϊόντος, πλέον του επιτοκίου υπερημερίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά 7 εκατοστιαίες μονάδες και επέβαλε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, από 3.800 €, σε βάρος του εναγομένου. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται το εκκαλούν, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η εφ΄ης η εκκαλουμένη αγωγή, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης η δικαστική του δαπάνη κι των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Με το μοναδικό λόγο έφεσης, το εκκαλούν Νοσοκομείο παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα και το υποχρέωσε να καταβάλει τα ανωτέρω ποσά στην εφεσίβλητη με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με το ανωτέρω π.δ. και όρισε την τοκογονία από την επομένη της 60ης ς ημέρας,  ενώ θα έπρεπε να ορίσει τον τόκο υπερημερίας σε ποσοστό 6%,  από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής σύμφωνα με το ν.δ. 496/1974, (η εφαρμογή του οποίου δεν παραβιάζει την ΕΣΔΑ), όπως και την τοκοδοσία από την επίδοση της αγωγής. Σύμφωνα όμως με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 ν 496/1974, (όπως αντίστοιχα και το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων και Δικών του Δημοσίου – ν.δ. της 26.6/10.7.1944), δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, λόγω της διαφορετικής, νεώτερης και ειδικής  πρόβλεψης που εμπεριέχεται στις διατάξεις του πδ 166/2003, όπως αναλυτικά προεκτέθηκαν και στις οποίες πρέπει να υπαχθεί η ένδικη περίπτωση, σύμφωνα με τ΄ανωτέρω, δεδομένου ότι τόσο στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 νδ 496/1974, όσο και  σε αυτήν του άρθρου 21 του ν.δ. της 26.6/10.7.1944, εισάγεται εξαίρεση εφαρμογής σε περίπτωση που ορίζεται άλλως με ειδικό νόμο, (ή με σύμβαση).Στην προκειμένη περίπτωση το πδ 166/2003 στηρίζεται σε κοινοτική οδηγία, η οποία υπερισχύει (28 παρ. 1 Συντάγματος) της διάταξης του άρθρου 7 νδ 496/1974, και δεν αναιρείται από το ταμειακό όφελος του εκκαλούντος, το οποίο  δεν αποτελεί δημόσιο συμφέρον (ΑΠ 323/2014, ΟλΣτΕ 1663/2009, ΟλΑΠ 5/2011, Ολ ΕΣ 513/2009, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το πεδίο εφαρμογής του πδ 166/2003, όπως οριοθετείται από τα άρθρα 2 και 3 αυτού, εκτείνεται σε κάθε εμπορική δραστηριότητα μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιας αρχής, τέτοια δε αρχή είναι και το δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα, όπως το εκκαλούν, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται από τις ανωτέρω διατάξεις, της εγκυρότητας της σύμβασης, της εκτέλεσης αυτής από την επιχείρηση και της υπερημερίας του οφειλέτη, διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο, όπως δηλαδή και ο χαρακτήρας των ένδικων συμβάσεων.  Τέλος, σύμφωνα με τ΄  ανωτέρω, η τοκογονία αρχίζει από την επομένη της 60ης ημέρας, όπως ορίζεται στο πδ 166/2003. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει ατελή αιτιολογία που συμπληρώνεται παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) με την παρούσα και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 4 του πδ 166/2003 σχετικά με τον τόκο υπερημερίας της οφειλής του εκκαλούντος Νοσοκομείου, αντί αυτής του άρθρου 7  του νδ 496/1974, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι εσφαλμένα ο τόκος υπερημερίας για την ένδικη οφειλή υπολογίστηκε με την ανωτέρω διάταξη και η τοκογονία από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εν όψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης για εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δικαστική δαπάνη για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε, (183, 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 25.6.2015, (………./25.6.2015) έφεση.

Δέχεται την έφεση  τυπικά και

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνημεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  14 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ