Αριθμός 189/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 22-6-2015 (αριθ. εκθ.καταθ. …./2015) έφεση των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ της από 30-12-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) καθής η ανακοπή και από 17-2-1015 (αριθ. εκθ. καταθ…../2015) προσθέτων λόγων αυτής (της ως άνω ανακοπής) κατά της με αριθμό 1480/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά το οποίο συνεκδίκασε την παραπάνω ανακοπή, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την από 16-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) πρόσθετη παρέμβαση αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του Κ.Πολ.Δ. που ακολουθείται για την επίλυση των διαφορών, που αφορούν μισθωτικές διαφορές, αρμοδίως φερόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έχει νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί, αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε με επιμέλεια του εφεσιβλήτου στους εκκαλούντες στις 8-6-2015 (βλ. υπ. αριθμ. …΄/8-6-2015 και …΄/8-6-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …) και η ασκηθείσα έφεση κατατέθηκε στην γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 23-6-2015 και δεν έχει παρέλθει τριετία από την έκδοσή της (άρθρα 19, 495 επ., 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1 και 524 παρ. 1 και 2 του Κ.Πολ.Δ.). Επιπλέον η κρινόμενη έφεση αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ. ως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 του Ν 3994/25-7-2011 ως εκ του χρόνου άσκησης των ενδίκων εφέσεων σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 13 του Ν 3994/25-7-2011) και επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο σύμφωνα με σχετική επισημείωση του Γραμματέα του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 80 Κ.Πολ.Δ., αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό της με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρέμβασης κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1εδαφ. Β Κ.Πολ.Δ. Έννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει όμως είτε αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Έτσι για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης, δεν αρκεί η επίκληση από τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, γενικότερων ηθικών ή κοινωνικών συμφερόντων, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (ΑΠ 711/2015 αδημ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 138 ΑΚ “δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύσταση της”. Η έννοια της εικονικότητας είναι ορισμένη αφ’ εαυτής και εμπεριέχει και το στοιχείο ότι όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της κατά το χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αφού αυτό ως σύμφυτο με την έννοια της εικονικότητας θεωρείται αυτονόητα ότι συντρέχει. Η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Άκυρη λόγω εικονικότητας μπορεί να είναι και η σύμβαση εκχώρησης (άρθρα 455 επ του ΚΠολΔ) με αποτέλεσμα να μη μεταβιβάζεται στον εκδοχέα οποιοδήποτε δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται γνώση της εικονικότητας από τον εκχωρούντα οφειλέτη, ο οποίος είναι τρίτος, μη συμβαλλόμενος στη σύμβαση εκχώρησης (Α.Π. 2187/2007). Η σύμβαση εκχωρήσεως είναι δικαιοπραξία εκποιητική, αφού άμεσο αποτέλεσμα της είναι όχι η ανάληψη κάποιας ενοχικής υποχρεώσεως από τον εκχωρητή, αλλά η απώλεια της απαιτήσεως γι’ αυτόν υπέρ του εκδοχέα. Επίσης η εκχώρηση είναι σύμβαση αναιτιώδης, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται το κύρος της από την ύπαρξη ή ανυπαρξία ή ακυρότητα της υποκείμενης σ’ αυτήν εσωτερικής αιτίας, δηλαδή της βασικής υποσχετικής δικαιοπραξίας, η οποία απετέλεσε την αιτία και το σκοπό της συνάψεως της. Ο κανόνας όμως αυτός σχετικά με ότι η περί εκχωρήσεως εκποιητική σύμβαση είναι ανεξάρτητη της αιτίας αυτής, δεν εφαρμόζεται εάν η αιτία της εκχωρήσεως είναι αθέμιτη, όπως και εάν από το περιεχόμενο της συμβάσεως εκχωρήσεως, προκύπτει ότι τα μέρη εξάρτησαν το κύρος και την ενέργεια της συμβάσεως εκχωρήσεως από το κύρος και την ενέργεια εκείνης, οπότε παύει πλέον ο αφηρημένος χαρακτήρας της εκχωρήσεως και επομένως, όχι μόνο τα συμβληθέντα μέρη μεταξύ τους, αλλά και ο οφειλέτης νομιμοποιείται να επικαλεσθεί κατά του εκδοχέως την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, η οποία είναι δυνατόν να μην περιέχεται στην εκποιητική περί εκχωρήσεως σύμβαση, αλλά να προηγηθεί σε άλλη υποσχετική σύμβαση (ΑΠ 1423/2017 αδημ. ΑΠ 818/2013 αδημ.). Επίσης κατά το άρθρ. 23α παρ. 1 και 2 του ν. 2190/1920, που προστέθηκε με το άρθρ. 4 ν. 5076/1931 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 10 ν.δ. 4237/1962 και τροποποιήθηκε με το άρθρ. 24 π.δ. 409/1986 και το άρθρ. 2 π.δ. 498/1987: “Δάνεια της εταιρείας προς ιδρυτάς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, Γενικούς Διευθυντάς ή Διευθυντάς αυτής, συγγενείς αυτών μέχρι και του τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας συμπεριλαμβανομένου ή συζύγους των ανωτέρω, ως και η παροχή πιστώσεων προς αυτούς καθ οιονδήποτε τρόπον ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών προς τρίτους απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. Επίσης, δάνεια της εταιρείας σε τρίτους, καθώς και η παροχή πιστώσεων σ αυτούς με οποιονδήποτε τρόπο ή παροχή εγγυήσεων υπέρ αυτών με σκοπό την απόκτηση απ αυτούς μετοχών της εταιρείας απαγορεύονται απολύτως και είναι άκυρα. Οιαδήποτε άλλαι συμβάσεις της εταιρείας μετά των άνω προσώπων είναι άκυροι άνευ προηγούμενης ειδικής εγκρίσεως αυτών υπό της γενικής συνελεύσεως των μετόχων. Η έγκρισις δεν παρέχεται αν εις την απόφασιν αντετάχθησαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το 1/3 του εν τη συνελεύσει εκπροσωπουμένου μετοχικού κεφαλαίου. Η απαγόρευσις αυτή δεν ισχύει προκειμένου περί συμβάσεως μη εξερχόμενης των ορίων της τρεχούσης συναλλαγής της εταιρείας μετά των πελατών της”. Όπως προκύπτει από το παραπάνω άρθρο, που, κατά τα δηλούμενα και στην εισηγητική έκθεση του ν. 4237/1962, θεσπίστηκε για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων μιας ανώνυμης εταιρείας, άκυρες είναι όχι μόνο οι αναφερόμενες στην παρ. 1 συμβάσεις, που απαγορεύονται απολύτως, αλλά και οποιεσδήποτε άλλες, με τα ίδια ως άνω πρόσωπα, συμβάσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως του επωφελούς ή μη αυτών για την εταιρεία, αφού τέτοιο κριτήριο δεν τάσσεται από το νόμο, έγιναν χωρίς προηγούμενη ειδική έγκριση από τη γενική συνέλευση των μετόχων, εξαιρουμένων, όμως, απ αυτές εκείνων που δεν εξέρχονται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής μετά των πελατών της εταιρείας. Ο όρος “πελατών”, που αναφέρεται στην ως άνω διάταξη, δεν χρησιμοποιείται από το νομοθέτη κυριολεκτικώς, αλλά προς υποδήλωση του συνήθως συμβαίνοντος. Δεν περιορίζεται, συνεπώς, η με την εν λόγω διάταξη εξαίρεση από την απαγόρευση μόνο στις συμβάσεις που συνάπτουν τα αναφερόμενα πρόσωπα ως πελάτες της εταιρείας, αλλά εκτείνεται και σε κάθε άλλη σύμβαση των εν λόγω προσώπων μετά της εταιρείας, που δεν εξέρχεται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής. Εξάλλου, ως σύμβαση των άνω προσώπων μετά της εταιρείας, που δεν εξέρχεται των ορίων της τρέχουσας συναλλαγής, νοείται εκείνη, που βάσει του αντικειμένου της εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας και που κατά το περιεχόμενο της, ήτοι τους όρους αυτής, συμφωνεί με τους συνήθεις όρους των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ αυτή. Η απόδειξη ότι το αντικείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης δεν εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής, βαρύνει αυτόν που μάχεται υπέρ του κύρους της σύμβασης, Ως εκ τούτου, σύμβαση, που το αντικείμενο της διαφέρει από το αντικείμενο των συμβάσεων που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που κατά το περιεχόμενο της και ειδικότερα τους όρους της υπερβαίνει το σύνηθες για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία και τα ειθισμένα στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και είναι άκυρη, αν δεν προηγηθεί της κατάρτισης αυτής η από το ως άνω άρθρο αξιούμενη ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1802/01 Δνη 43. 1405, ΑΠ 842/99 Δνη 41. 418, ΑΠ 1393 και 248/98 ΕΕμπΔ 1999. 70 και 511 αντίστοιχα, ΕφΛαρ. 523/2010 Δικ. 2010.540, Εφ.Αθ. 9135/05 Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 30-12-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2014) ανακοπή και τους από 17-2-1015 (αριθ. εκθ. καταθ…../2015) πρόσθετους λόγους αυτής ο ανακόπτων ζητούσε να ακυρωθεί ως ανακριβής-ανειλικρινής η με αριθμό …./2014 αρνητική δήλωση της καθής ως τρίτης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, να αναγνωριστεί ως ισχυρή η από 28-11-2014 κατάσχεση που επέβαλε στην τελευταία (καθής) ως τρίτης για απαίτηση που είχε κατά της εκμισθώτριας οφειλέτιδος του ανακόπτοντα, να υποχρεωθεί η καθής να του καταβάλει τα μισθώματα μέχρι του ποσού των 122.455,14 ευρώ και να καταδικαστεί η καθής στην δικαστική του δαπάνη. Η οφειλέτιδα του ανακόπτοντος και η ……… με την από 16-2-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) πρόσθετη παρέμβασή τους υπέρ της καθής η ανακοπή, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον τους ζητούσαν να απορριφθεί η ανακοπή Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του αφού έκρινε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους παραδεκτούς και νόμιμους στηριζόμενους στις διατάξεις των άρθρων 985, 986, 990, 70 και 176 του Κ.Πολ.Δ. στη συνέχεια έκανε δεκτό ως κατ΄ουσίαν βάσιμο το σχετικό πρόσθετο λόγο ανακοπής, ακύρωσε την ανακοπτόμενη αρνητική δήλωσης της καθής, αναγνώρισε ως ισχυρή την επιβληθείσα κατάσχεση υποχρεώνοντας την καθής να της καταβάλει τα μισθώματα που η τελευταία θα κατέβαλε στην οφειλέτιδα της ανακόπτουσας μέχρι του ποσού των 122.455,14 ευρώ, απέρριψε την ασκηθείσα και επέβαλλε σε βάρος της καθής η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντα τα οποία όρισε στο ποσό των 350 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι εκκαλούντες προσθέτως παρεμβαίνοντες για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση να απορριφθεί η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ανακόπτων δυνάμει του από 25-11-2014 κατασχετηρίου που επέδωσε στην καθής στις 28-11-2014 επέβαλε στην τελευταία κατάσχεση εις χείρας της για απαίτηση που είχε σε βάρος της πρώτης των προσθέτως παρεμβαινόντων και ήδη εκκαλούσας και αφορούσε απαίτηση σε βάρος της τελευταίας ύψους 122.455,14 ευρώ. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι η οφειλέτιδα του ανακόπτοντα είχε εκμισθώσει στην καθής η ανακοπή, μια οριζόντια ιδιοκτησία έναντι συνολικού μηνιαίου μισθώματος του ποσού των 3.108 ευρώ που βρίσκεται στον τρίτο όροφο της πολυώροφης οικοδομής επί της διασταύρωσης των οδών …………. στον Πειραιά και ο ανακόπτων κατέσχεσε εις χείρας της καθής ως τρίτης την παραπάνω απαίτηση των μισθωμάτων της οφειλέτιδάς του. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η καθής με την με αριθμό …./2014 δήλωσή της ενώπιων του Ειρηνοδίκη Πειραιά έκανε αρνητική δήλωση ως προς την υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων προς την οφειλέτιδα του ανακόπτοντα επικαλούμενη την από 19-11-2014 εξώδικη δήλωση της τελευταίας η οποία της επιδόθηκε (στην καθής) στις 20-11-2014 (βλ. επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . …. επί της παραπάνω εξώδικης δήλωσης) ήτοι πριν την επιβολή της κατάσχεσης και με την οποία η ως άνω οφειλέτιδα της γνωστοποιούσε την εκχώρηση της απαιτήσεως από τα παραπάνω μελλοντικά μισθώματα στην δεύτερη των προσθέτως παρεμβαινόντων και ήδη εκκαλούσας. Από το κείμενο της παραπάνω σύμβασης εκχώρησης που κοινοποιήθηκε στην καθής προκύπτει ότι η οφειλέτιδα του ανακόπτοντα, ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία ΄΄……..΄΄ με τον διακριτικό τίτλο ΄΄…….΄΄ εκχώρησε την παραπάνω απαίτηση στην …… με ΑΔΤ …… Όμως όπως προκύπτει από το ΦΕΚ –ΤΑΕ-ΕΠΕ-ΓΕΜΗ με αριθμό …../2012, η προαναφερόμενη εκδοχέας με τον ίδιο αριθμό δελτίου ταυτότητας ήταν αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εκχωρήτριας. Συνεπώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη η παραπάνω εκχώρηση απαίτησης από την οφειλέτιδα ανώνυμη εταιρεία σε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου ήταν αθέμιτη ως αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη νόμου ήτοι της απαγόρευσης παροχών της ανώνυμης εταιρείας προς τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου. Ενόψει των παραπάνω σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, η γενόμενη εκχώρηση των μελλοντικών μισθωμάτων προς την δεύτερη των εκκαλούντων, ήταν εικονική και ως εκ τούτου άκυρη και η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Συνεπώς η αρνητική δήλωση του ανακόπτοντος που επικαλούνταν άκυρη σύμβαση εκχώρησης της απαίτησης της οφειλέτιδος του ανακόπτοντα ήταν ανειλικρινής. Κατά συνέπεια το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με άλλες αιτιολογίες τις οποίες και έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής ως κατ΄ουσίαν βάσιμη ακυρώνοντας την με αριθμό …../2014 δήλωση της καθής η ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, και στη συνέχεια αναγνώρισε την κατάσχεση που επέβαλλε ο ανακόπτων με το από 25-11-2014 κατασχετήριο υποχρεώνοντας την καθής να καταβάλλει στον ανακόπτοντα τα μηνιαία μισθώματα που αφορούν την προαναφερόμενη οριζόντια ιδιοκτησία μέχρι του ποσού των 122.455,14 ευρώ νομιμοτόκως από την επιβολή της κατάσχεσης, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με την έφεση είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα δεδομένου ότι οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης που προεβλήθησαν με τις κατατεθείσες προτάσεις των εκκαλούντων κατά την συζήτηση της έφεσης δεν μπορούν να εξεταστούν λόγω του απαραδέκτου της ασκήσεώς τους . Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176 του Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.2 ν. 3696/1957) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Επίσης, λόγω της ήττας των εκκαλούντων και της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες κατά την κατάθεση της έφεσής τους, παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 22-6-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) έφεση κατά της με αριθμό 1480/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων, τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από τους εκκαλούντες, κατά την κατάθεση της έφεσής τους, των παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ