Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 133/2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης: 133/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2372/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας από την έκδοση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκαν και τα νόμιμα παράβολα με αριθμούς …….. (ΤΑΧΔΙΚ), ……….. (ΤΑΧΔΙΚ), ……. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) και ………. (ΔΗΜΟΣΙΟΥ) συνολικού ποσού 200 ευρώ, τα οποία επισυνάπτονται στην από 15/9/2015 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, στην από 19/4/2013 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι την 07:00 ώρα της 25/3/2012 ειδοποιήθηκε ότι άγνωστοι το προηγούμενο βράδυ εισήλθαν στο κατάστημα πώλησης λευκών ειδών που λειτουργούσε στο ισόγειο διώροφης οικοδομής, ευρισκόμενης στην Αλίαρτο Βοιωτίας στη ……….., παραβιάζοντας με αιχμηρό αντικείμενο την κλειδαριά της πίσω πόρτας και αφαίρεσαν από το κατάστημα και την αποθήκη εμπορεύματα συνολικής αξίας 46.584,50 ευρώ, ότι την κλοπή κατάγγειλε αυθημερόν στο Αστυνομικό Σταθμό Αλιάρτου, ότι με την εναγόμενη, ήδη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρία είχε καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση για τον κίνδυνο κλοπής του περιεχομένου του καταστήματος της και τον κίνδυνο ζημιών στο κατάστημα λόγω κλοπής, που κατά το χρόνο της ανωτέρω κλοπής βρισκόταν σε ισχύ, για την οποία η τελευταία εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ………../2.2.2012 ασφαλιστήριο συμβόλαιο με διάρκεια ισχύος από την 17/1/2012 έως την 17/1/2013 και σε συνέχεια την υπ’ αριθμ. ………/10.2.2012 πρόσθετη πράξη με διάρκεια ισχύος από την 17/1/2012 έως την 17/7/2012, με την οποία η εναγόμενη αναλάμβανε την κάλυψη του κινδύνου κλοπής του περιεχόμενου του καταστήματος μέχρι του ποσού των 114.700 ευρώ και την κάλυψη ζημιών από κλοπή στην οικοδομή σε Α’ κίνδυνο μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ και ότι αν και την ίδια ημέρα δήλωσε την κλοπή στη εναγόμενη ζητώντας την καταβολή του αντίστοιχου ασφαλίσματος, η τελευταία επικαλούμενη ότι δεν υποχρεούται σε αποζημίωση, με την αιτιολογία ότι το κατάστημα δεν διέθετε συναγερμό και επαρκή μέτρα ασφαλείας, που κατά την εναγόμενη τόσο στο ασφαλιστήριο όσο και στην πρόσθετη πράξη είχαν τεθεί ως προϋπόθεση για την υποχρέωση της καταβολής του ασφαλίσματος, αρνήθηκε παράνομα και καταχρηστικά να της καταβάλει το ως άνω ποσό. Ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 46.584,50 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 9.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγόμενη με την υπό κρίση έφεση της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση της δεκτή, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της.

Στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 ορίζεται ότι: «Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση)», στο άρθρο 2 παρ. 1, 2 και 5 ορίζεται ότι: «1. Η ασφαλιστική σύμβαση αποδεικνύεται με έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή … 2. Ο ασφαλιστής υποχρεούται να παραδώσει στον λήπτη της ασφάλισης ασφαλιστήριο ή αν έχει συμφωνήσει προσωρινή κάλυψη, έγγραφο προσωρινής κάλυψης. 5. Αν το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, οι παρεκκλίσεις θεωρούνται ότι έχουν εγκριθεί από την αρχή, εφόσον ο λήπτης της ασφάλισης δεν εναντιώνεται γραπτά εντός ενός (1) μηνός από την παραλαβή του ασφαλιστηρίου και εφόσον ο ασφαλιστής τον έχει ενημερώσει για την παρέκκλιση και για το δικαίωμα εναντίωσης γραπτά ή με σημείωση στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, στοιχειοθετημένη με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη και έχει χορηγήσει σε αυτόν σε χωριστό έντυπο υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης. Αν ο ασφαλιστής παρέλειψε να ενημερώσει ως άνω τον λήπτη και να του χορηγήσει το ως άνω υπόδειγμα, τότε οι παρεκκλίσεις δεν δεσμεύουν τον λήπτη της ασφάλισης και θεωρείται ότι έχει συμφωνηθεί το περιεχόμενο της αίτησης για ασφάλιση». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 361, 185, 192 και 193 του ΑΚ συνάγεται, ότι η ασφαλιστική σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή αυτής από τον ασφαλιστή. Η πρόταση πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση όμως είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη) εφόσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στο λήπτη ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών που προηγήθηκαν. Ουσιώδη στοιχεία της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι πρόσωπο διαφορετικό του συμβαλλομένου, η διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, το πρόσωπο ή το αντικείμενο που σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, το είδος των κινδύνων (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό), οι τυχόν εξαιρέσεις καλύψεως, το ασφάλιστρο και το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό. Πέραν των ουσιωδών αυτών στοιχείων, είναι δυνατόν, στα πλαίσια της συμβατικής ελευθερίας των συμβαλλομένων, να συμφωνηθούν και πρόσθετοι όροι εφόσον και αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως και έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτοί. Στην πρακτική, συνήθως η πρόταση προς κατάρτιση ασφαλιστικής συμβάσεως γίνεται με έγγραφη προς τούτο αίτηση προς τον ασφαλιστή, η οποία περιέχει τους όρους τής υπό κατάρτιση συμβάσεως, η οποία μπορεί να περιέχει και την κάλυψη περισσοτέρων του ενός ασφαλιστικών κινδύνων (π.χ. ζωής και ασθενείας), η αποδοχή της δε από τον ασφαλιστή μπορεί να εκδηλωθεί και σιωπηρώς, όπως με την αποστολή του ασφαλιστηρίου εγγράφου, με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο ειδοποίηση του προτείνοντος, την είσπραξη ασφαλίστρου κ.λ.π. Από το νόμο (άρθρο 2 του ν. 2496/97) καθιερώνεται ως αποδεικτικός τύπος της ασφαλιστικής συμβάσεως και των τυχόν προσθέτων όρων αυτής, το έγγραφο (ασφαλιστήριο), το οποίο εκδίδεται και υπογράφεται από τον ασφαλιστή, χωρίς να απαιτείται και η υπογραφή από το λήπτη της ασφαλίσεως, ο οποίος δεσμεύεται και από τους τυχόν προσθέτους όρους, οι οποίοι τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου, κατά παρέκκλιση της αιτήσεως και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεως, με την προϋπόθεση όμως, ότι οι κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι, αναγράφονται στα εξατομικευμένα στοιχεία του ασφαλιστηρίου, γίνεται μνεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου με εντονότερα στοιχεία ότι ο λήπτης έχει δικαίωμα εναντιώσεως και χορηγείται στο λήπτη, μαζί με το ασφαλιστήριο, υπόδειγμα έντυπης δηλώσεως εναντιώσεως, ο δε λήπτης της ασφαλίσεως δεν εναντιώθηκε γραπτώς στους κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όρους, εντός μηνός από της παραλαβής του ασφαλιστηρίου. Αν ο ασφαλιστής, ο οποίος εξέδωσε το ασφαλιστήριο, παρέλειψε να ενημερώσει τον λήπτη, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο (με εντονότερα στοιχεία στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου) και να χορηγήσει στον ίδιο έντυπη δήλωση εναντιώσεως, τότε οι κατά παρέκκλιση της αιτήσεως τεθέντες στο ασφαλιστήριο όροι δεν δεσμεύουν τον λήπτη και η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί υπό τους όρους της αιτήσεως προς κατάρτιση της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ως παρεκκλίσεις από την αίτηση θεωρούνται και οι επί πλέον ειδικοί όροι οι οποίοι τέθηκαν από τον ασφαλιστή κατά την έκδοση του ασφαλιστηρίου και οι οποίοι δεν απετέλεσαν αντικείμενο της αιτήσεως, αφού υπάρχει εντονότατη παρέκκλιση (διαφοροποίηση) από την αίτηση με πλέον δυσμενείς για τον ασφαλισμένο συνέπειες, δεδομένου ότι, όχι μόνον τίθενται πρόσθετοι όροι και προϋποθέσεις ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως και των εξ αυτής δικαιωμάτων του ασφαλισμένου, αλλά ο τελευταίος παραμένει ακάλυπτος έναντι ορισμένων ασφαλιστικών κινδύνων, την κάλυψη των οποίων ζήτησε με την αίτηση του (ΟλΑΠ 9/2014 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, η εναγόμενη δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 17/1/2012 αίτηση της ενάγουσας (προφανώς από παραδρομή αναγράφεται ημερομηνία 17/1/2011), η οποία υποβλήθηκε στην ασφαλιστική εταιρία την 18/1/2012 μέσω του ασφαλιστικού πράκτορα ……….., η ενάγουσα ζήτησε να ασφαλίσει το κατάστημα της εμπορίας λευκών ειδών έκτασης 130 τ.μ., το οποίο στεγάζεται σε ισόγειο κατάστημα διώροφης οικοδομής, αποτελούμενη από ισόγειο και πρώτο όροφο, η οποία έχει ανεγερθεί στη ……… στην Αλίαρτο Ν. Βοιωτίας. Με την αίτηση αυτή η ενάγουσα αιτήθηκε την ασφαλιστική κάλυψη του εν λόγω καταστήματος για τους ασφαλιστικούς κινδύνους, που περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό πρόγραμμα με την κωδική ονομασία «……….» και επιπλέον για τον κίνδυνο κλοπής του περιεχόμενου του καταστήματος. Σύμφωνα με το έντυπο της αίτησης τα μέτρα προστασίας κατά της κλοπής που έπρεπε να διαθέτει το κατάστημα της ενάγουσας ήταν συναγερμός κλοπής, συνδεδεμένος με εταιρία security, πόρτα ασφαλείας και ρολά στην πρόσοψη. Από αυτά, ο πιο πάνω ασφαλιστικός πράκτορας στο έντυπο της αίτησης σημείωσε ότι το κατάστημα της ενάγουσας διέθετε μόνο πόρτα ασφαλείας, η δε εναγόμενη αρνήθηκε να καταρτίσει ασφαλιστική σύμβαση και για την κάλυψη της κλοπής, επικαλούμενη την αναγκαιότητα της ύπαρξης του συναγερμού. Καταρτίστηκε όμως με το υπ’ αριθμ. ……./2.2.2012 ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφαλιστική σύμβαση, χρονικής ισχύος από την 17/1/2012 έως την 17/1/2013, για την κάλυψη των ασφαλιστικών κινδύνων, που εντάσσονται στο πιο πάνω ασφαλιστικό πρόγραμμα και απαριθμούνται ρητά στη δεύτερη σελίδα του συμβολαίου, στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται η κλοπή του περιεχομένου του καταστήματος. Την 8/2/2012 ο ίδιος ως άνω ασφαλιστικός πράκτορας, ενεργώντας στα πλαίσια της ίδιας εντολής από την ενάγουσα, υπέβαλε στην εναγόμενη το ίδιο έντυπο της πιο πάνω αίτησης, στην οπίσθια πλευρά της οποίας ανέγραψε ότι το κατάστημα της ενάγουσας διαθέτει και συναγερμό, ζητώντας να προστεθεί και η κάλυψη κλοπής. Μετά ταύτα η εναγόμενη, αποδεχόμενη την αίτηση, εξέδωσε την υπ’ αριθμ. ……/10.2.2012 πρόσθετη πράξη, η οποία αποτελεί απόδειξη κατάρτισης επιπρόσθετης ασφαλιστικής σύμβασης, με την οποία το κατάστημα της ενάγουσας ασφαλίστηκε για τον κίνδυνο κλοπής του περιεχομένου του μετά από διάρρηξη, έως του ποσού των 114.700 ευρώ και για το κίνδυνο ζημιών από κλοπή στην οικοδομή εξαιτίας της διάρρηξης αυτής, έως του ποσού των 1.500 ευρώ με διάρκεια ισχύος από την 17/1/2012 έως την 17/7/2012. Στο εμπρόσθιο μέρος της πρόσθετης πράξης αναγράφονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Δηλώνεται και συμφωνείται, ότι πάντα σύμφωνα με τους Γενικούς και Ειδικούς Όρους και τις Προϋποθέσεις αλλά κατά τροποποίηση κάθε αντίθετου όρου του παρόντος Ασφαλιστηρίου επέρχονται οι κάτωθι αλλαγές: α) προστίθενται οι κάτωθι καλύψεις βάση του ακόλουθου πίνακα και σύμφωνα με τις αναγραφόμενες για αυτές απαλλαγές β) οι ειδικές συμφωνίες διαμορφώνονται ως εξής: Το παρόν ασφαλιστήριο εκδίδεται με τις προϋποθέσεις ότι: 1). .. 2) … 3) … 4) Το κατάστημα διαθέτει πόρτα ασφαλείας, σύστημα συναγερμού, που θα περιλαμβάνει εξωτερική σειρήνα, πίνακα ελέγχου, πληκτρολόγιο, ανιχνευτή κίνησης και μαγνητική παγίδα συνδεδεμένο με εταιρία security, το οποίο θα καλύπτει όλους τους χώρους και θα πρέπει να είναι σε πλήρη χρήση και λειτουργία κατά τις μη εργάσιμες ημέρες και ώρες της επιχείρησης, με 24ωρο έλεγχο δοκιμαστικής λειτουργίας (test). Σε περίπτωση κοπής των καλωδιακών γραμμών θα πρέπει να υπάρχει σιωπηλή ζώνη ενεργοποίησης στο κέντρο λήψης σημάτων. Σε περίπτωση που δεν ισχύουν ή δεν εφαρμόζονται τα ανωτέρω μέτρα προστασίας η εταιρία ουδεμία υποχρέωση αποζημίωσης έχει και διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση».

Το πρωί της 25/2/2012 η ενάγουσα ειδοποιήθηκε από τους ενοίκους του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της οικοδομής που βρίσκεται το κατάστημα της, ότι αυτό έχει διαρρηχθεί και όταν μετέβη εκεί, διαπίστωσε ότι το προηγούμενο βράδυ άγνωστοι είχαν παραβιάσει με αιχμηρό αντικείμενο την οπίσθια πόρτα του ισογείου καταστήματος, όπου βρίσκεται η αποθήκη, εισήλθαν σε αυτό και αφαίρεσαν ποσότητα εμπορευμάτων, τόσο από την αποθήκη όσο και από το χώρο εκθέσεως/πωλήσεως που βρίσκεται στην πρόσοψη. Την κλοπή αυτή η ενάγουσα κατάγγειλε αυθημερόν στο αρμόδιο Αστυνομικό Σταθμό Αλιάρτου, δηλώνοντας τα εμπορεύματα που εκλάπησαν, την αξία των οποίων εκτίμησε τότε στο ποσό των 70.000 ευρώ. Επίσης ενώπιον των αρμόδιων οργάνων του Α.Σ. Αλιάρτου δήλωσε, προφανώς κατόπιν ερώτησης τους, ότι το κατάστημα της διαθέτει σύστημα συναγερμού, το οποίο δεν λειτούργησε για άγνωστο λόγο. Την ίδια ημέρα ενημέρωσε για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου την εναγόμενη, ζητώντας να της καταβάλει την ανάλογη ασφαλιστική αποζημίωση, επικαλούμενη τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση για την κάλυψη της κλοπής του περιεχομένου του καταστήματος της από διάρρηξη. Προκειμένου η εναγόμενη να επιβεβαιώσει την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και το ύψος της ζημίας της ενάγουσας ανέθεσε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης στην ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………….», πραγματογνώμονας της οποίας επισκέφθηκε το χώρο του καταστήματος την 26/3/2012 και την 2/5/2012 και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ………../11.7.2012 έκθεση. Σύμφωνα με αυτή η πρόσοψη του καταστήματος έκλεινε με κρύσταλλα και στο μέσον της υπήρχε θύρα από κρύσταλλο επίσης, η οποία έκλεινε με κλειδαριά στο δάπεδο και στο μέσο του ύψους της. Στην πίσω πλευρά (αποθήκη) έκλεινε με απλή σιδερένια θύρα, η οποία είχε απλή κλειδαριά στην μεταλλική της κάσα. Καμία από τις δύο εισόδους του καταστήματος (πρόσοψης και πίσω πλευράς) δεν είχε τα χαρακτηριστικά θύρας ασφαλείας, αλλά επρόκειτο για κοινές θύρες (υαλόθυρα και μεταλλική) με απλές κλειδαριές. Επίσης ο εντεταλμένος πραγματογνώμονας διαπίστωσε ότι υπήρχε εγκατεστημένο σύστημα συναγερμού με ραντάρ χώρου στο εσωτερικό του καταστήματος, πίσω από την βιτρίνα της προσόψεως και στο χώρισμα μεταξύ καταστήματος και αποθήκης, στραμμένο προς την πλευρά της πίσω πόρτας (μεταλλικής). Τα αισθητήρια των ραντάρ σάρωναν με αρκετή επικάλυψη την πλευρά της προσόψεως και την πίσω πόρτα (μεταλλική). Κατά την ημέρα της αυτοψίας (26/3/2012) έδιναν ένδειξη λειτουργίας. Υπήρχε ακόμη μια σειρήνα στην πρόσοψη και μία στο εσωτερικό του καταστήματος. Το σύστημα αυτό δεν ήταν συνδεμένο με κέντρο λήψης σημάτων, δηλαδή με εταιρία security. Στην έκθεση αυτή ο πραγματογνώμονας τόνιζε ότι αν λειτουργούσε το σύστημα συναγερμού, το συμβάν θα γινόταν άμεσα αντιληπτό, για την αιτία της μη λειτουργίας του οποίου η ενάγουσα δεν του έδωσε κάποια εξήγηση. Κατόπιν τούτου η εναγόμενη απέστειλε στη ενάγουσα την από 24/9/2012 επιστολή, με την οποία της δήλωσε ότι απαλλάσσεται της υποχρέωσης της προς ασφάλισμα, σύμφωνα με τους όρους που αναγράφονται στην πιο πάνω πρόσθετη πράξη. Επικαλέστηκε συγκεκριμένα ότι τόσο το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο όσο και η πρόσθετη πράξη έχουν εκδοθεί εκτός των άλλων και με τη ρητή προϋπόθεση ότι το κατάστημα διαθέτει πόρτα ασφαλείας και σύστημα συναγερμού, που θα περιλαμβάνει εξωτερική σειρήνα, πίνακα ελέγχου, πληκτρολόγιο, ανιχνευτή κίνησης και μαγνητική παγίδα, συνδεδεμένο με εταιρία security, το οποίο θα καλύπτει όλους τους χώρους και θα πρέπει να είναι σε πλήρη χρήση και λειτουργία κατά τις μη εργάσιμες ημέρες και ώρες της επιχείρησης, με 24ωρο έλεγχο δοκιμαστικής λειτουργίας (test) ενώ σε περίπτωση κοπής των καλωδιακών γραμμών θα πρέπει να υπάρχει σιωπηλή ζώνη ενεργοποίησης στο κέντρο λήψης σημάτων, ότι προβλέφθηκε ρητά σ’ αυτά ότι σε περίπτωση που δεν θα ισχύουν ή δεν θα έχουν εφαρμοσθεί τα ανωτέρω μέτρα προστασίας, κατά την επέλευση του κινδύνου, ουδεμία υποχρέωση αποζημίωσης θα έχει και θα διατηρεί το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση και ότι οι πραγματογνώμονες της εταιρίας «………….» διαπίστωσαν, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην υπ’ αριθμ. ……. έκθεση πραγματογνωμοσύνης τους ότι καμία εκ των δύο θυρών του ως άνω καταστήματος, τόσο αυτή που βρισκόταν στη πρόσοψη όσο και αυτή που βρισκόταν στο πίσω μέρος αυτού, δεν είχαν τα χαρακτηριστικά θυρών ασφαλείας, αλλά επρόκειτο για κοινές θύρες (υαλόθυρα και μεταλλική) με απλές κλειδαριές, ενώ παρέθετε και τις παρατηρήσεις του πραγματογνώμονα ως προς τον ανευρεθέντα κατά την αυτοψία συναγερμό του καταστήματος.

Αποδεικνύεται επομένως ότι η επίδικη σύμβαση ασφάλισης για τον κίνδυνο κλοπής, για την οποία η ενάγουσα υπέβαλε μέσω του ασφαλιστικού πράκτορα την 18/1/2012 και την 8/2/2012 την από 17/1/2012 αίτηση της, που είχε την έννοια της πρότασης για την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης κλοπής, καταρτίστηκε υπό την προϋπόθεση ότι το κατάστημα της ενάγουσας διαθέτει πόρτες ασφαλείας και κυρίως συναγερμό κλοπής συνδεμένο με εταιρία security, έχοντας τις πιο πάνω τεχνολογικές δυνατότητες. Κυρίως η εγκατάσταση του πιο πάνω συστήματος συναγερμού ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης κατά του κινδύνου κλοπής, όπως αποδεικνύεται από την άρνηση της εναγόμενης να αποδεχθεί την αρχική πρόταση της ενάγουσας που υποβλήθηκε σε αυτή την 18/1/2012, αν και δέχθηκε να καταρτίσει τη σύμβαση για την ασφαλιστική κάλυψη πολλών άλλων κινδύνων. Εννοείται βέβαια ότι δεν αρκούσε ένας οποιοσδήποτε συναγερμός, αλλά έπρεπε να ήταν συνδεδεμένος με εταιρία security, όπως ευκρινώς αναφέρεται στην αίτηση, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση έπρεπε να είναι συνεχώς ενεργοποιημένος κατά τις ώρες και ημέρες που το κατάστημα παρέμενε κλειστό. Επομένως η ύπαρξη θηρών ασφαλείας και του συστήματος συναγερμού, με τις ανωτέρω προδιαγραφές, αποτέλεσαν περιεχόμενο της αίτησης και αντικείμενο διαπραγμάτευσης για να περιληφθούν ως όροι της αιτούμενης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης κλοπής, διότι χωρίς αυτούς η εναγόμενη δεν θα αποδεχόταν και την κάλυψη του κινδύνου της κλοπής. Μάλιστα ο ασφαλιστικός κίνδυνος επήλθε ακριβώς επειδή παραβιάστηκαν οι όροι αυτοί, διότι αν η οπίσθια πόρτα ήταν θύρα ασφαλείας δεν θα παραβιάζονταν με τη χρήση μόνο ενός αιχμηρού αντικειμένου, ενώ η λειτουργία του συναγερμού κατά το χρόνο της κλοπής θα απέτρεπε τους δράστες από τη διάπραξη της, χωρίς η ενάγουσα να επικαλείται ότι η μη λειτουργία του οφείλεται σε επέμβαση των δραστών σε αυτόν. Ακολούθως τα ως άνω αναγραφόμενα στην πρόσθετη πράξη, κυρίως ως προς το συναγερμό, δεν ήταν παρεκκλίσεις από το περιεχόμενο της αίτησης για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης και δεν ήταν αναγκαίο να επισημαίνονται με τονισμένα γράμματα, ούτε η πρόσθετη πράξη να συνοδεύεται με έντυπο εναντίωσης και δεν τέθηκαν μονομερώς και εν αγνοία της ενάγουσας, διότι η ίδια η ενάγουσα τα είχε περιλάβει στην αίτηση της ώστε η εναγόμενη να αποδεχθεί την πρόταση της και να καταρτιστεί η ασφαλιστική σύμβαση και για τον κίνδυνο κλοπής και εφόσον, όπως επισημαίνεται στην πιο πάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, το κατάστημα ούτε θύρες ασφαλείας διέθετε, ούτε ο συναγερμός του λειτουργούσε, διαφορετικά η παραβίαση της πίσω πόρτας θα γινόταν άμεσα αντιληπτή και η κλοπή θα απετρέπετο, η προβαλλόμενη από την εναγόμενη ένσταση απαλλαγής της προς καταβολή του ασφαλίσματος, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ και 2 του ν. 2496/1997 πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι υπέβαλε μια μόνο αίτηση, στην οποία δεν ανέφερε την εγκατάσταση του συναγερμού και κατά αποδοχή αυτής από την εναγόμενη καταρτίστηκε μόνο μία σύμβαση και ότι δεν γνώριζε ότι ο ασφαλιστικός πράκτορας υπέβαλε συμπληρωματική αίτηση, στην οποία αυτοβούλως ο τελευταίος συμπλήρωσε την ύπαρξη του συναγερμού, ενώ τέτοιος όρος δεν είχε τεθεί, δεν αποδείχθηκε, πρωτίστως διότι ρητά στην πιο πάνω αίτηση αναγράφονται οι όροι για την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης για την κάλυψη της κλοπής. Εξάλλου η πρόσθετη πράξη, η οποία αποδεικνύει την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης για τον κίνδυνο κλοπής, εκδόθηκε οκτώ ημέρες μετά την έκδοση του ασφαλιστήριου συμβολαίου για την κάλυψη άλλων κινδύνων και μόνο αφού υπεβλήθη, λόγω της αρχικής άρνησης της εναγόμενης, που είχε περιέλθει σε γνώση της ενάγουσας και κατόπιν εντολής της, έξι ημέρες μετά την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου συμπληρωματική αίτηση, στην οποία αναφερόταν ότι υπήρχε συναγερμός, ως προαπαιτούμενο της κατάρτισης της αιτούμενης ασφαλιστικής σύμβασης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που αν και δέχθηκε το περιεχόμενο της πιο πάνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης ως προς την απουσία θυρών ασφαλείας και κατάλληλου συστήματος συναγερμού και ότι η πρόσθετη πράξη εκδόθηκε υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης αυτών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο όρος αυτός παρέκκλινε της αίτησης και ότι η εναγόμενη δεν δικαιούται να τον επικαλεστεί ως λόγο απαλλαγής της διότι δεν ενημέρωσε σχετικά την ενάγουσα ούτε της χορήγησε έντυπο εναντίωσης, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος και δεύτερος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα έκρινε ότι οι ως άνω όροι αποτελούν παρεκκλίσεις και ο τρίτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ένσταση απαλλαγής της, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι.

Κατόπιν αυτών πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθεί η αγωγή στην ουσία της και να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα, λόγω της νίκης της, του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 200 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ’ του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 2372/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 19/4/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2013 αγωγής. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 21 Φεβρουαρίου 2018.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ