Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 200/2018

Αριθμός  200/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ.

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 20-6-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2014) έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμό 1394/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 6-3-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή της εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία έχει ασκηθεί στις 26-6-2014 νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν στις 30-5-2014 (βλ υπ. αριθμ. ……/30-5-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… ) και επιπλέον δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 20-5-2016 ήτοι μετά την έναρξη ισχύος του Ν 3994/25-7-2011 (άρθρα 19 ως αντικ. από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν 3994/25-7-2011 και σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 72 του ίδιου νόμου υπάγονται οι εφέσεις που ασκούνται μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού), 495 παρ. 1 και 2 , 511, 513 παρ. 1 περ. β΄ εδ. α, 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 1, 520 παρ. 2 (ως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 72 παρ. 4 του Ν 3994/25-7-2011).  Η έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) .

Στο πλαίσιο της δίκης που ανοίγεται κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης του ν. 2308/1995 μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου, όπου κρίνεται μεταξύ άλλων το δικαίωμα κυριότητας τους σε ορισμένο ακίνητο, στο μέτρο που δεν υπάρχει ειδική διάταξη που να θεσπίζει διαδικαστικό προνόμιο του Δημοσίου, με τη μορφή επιρρίψεως του βάρους απόδειξης στον ιδιώτη ανεξαρτήτως της δικονομικής του θέσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 62 παρ.1 εδ.α’ ν. 998/1979 για τα δάση, δασικές εκτάσεις ή τα αναφερόμενα στο άρθρο 74 του ίδιου νόμου εδάφη, το Δημόσιο, εφόσον προβάλει δικαίωμα κυριότητας στο ακίνητο της υπό κτηματογράφηση περιοχής θα πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει τα παραγωγικά γεγονότα του πιο πάνω δικαιώματος του, λόγω της ανυπαρξίας γενικού τεκμηρίου κυριότητας υπέρ αυτού επί παντός ακινήτου της ελληνικής επικράτειας. Ειδικότερα, μπορεί να ισχυριστεί ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του, εκτός των άλλων, διότι: α) αποτελούσε πάντοτε δασική έκταση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” άλλως β) αποτελούσε λιβάδι ή βοσκότοπο, κατά την έναρξη ισχύος του ΒΔ της 3/15.12.1883, για την επικαρπία του οποίου κανένας δεν παρουσίασε έγγραφο “ταπίο” που να είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία (ΑΠ 646/2015 ΝοΒ 2015.1776). Περαιτέρω από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο Πρωτόκολλο της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” (ιδίως στο άρθρο 5 αυτού) και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6/1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 26.6/10.7.1837 “περί διακρίσεως κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους (αναχωρήσαντες) Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους, έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, περί διακρίσεως κτημάτων, όχι όμως και τα όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο. Ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κων/πολεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών αρχών, ενώ εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης Τούρκικης κυριαρχίας στην Αττική (δηλαδή από 25.5.1827 έως 31.3.1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829 ο κυρίαρχος Σουλτάνος είχε εκδώσει θέσπισμα με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους (Οθωμανούς και Έλληνες) την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματα αναγνωρίστηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδος και με την πιο πάνω Συνθήκη της Κων/λεως (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 781/2016) . Ακόμη προϋπόθεση εφαρμογής του κατά τα ΒΔ 17/29.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών” και 3/15.2.1833 “περί διορισμού του φόρου βοσκής…..” τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους ή λιβαδίου αντίστοιχα, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος των παραπάνω διαταγμάτων (ΑΠ 148/2016). Εξ ετέρου κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ για την ειδική διαδοχή επί ακινήτου και μάλιστα και για τη μεταβίβαση της νομής του, απαιτείτο δικαιοπραξία υποβαλλόμενη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, σύμφωνα με το Ν. της 26/10.6/11.1.1856 “περί μεταγραφής”, ενώ η κατάλυση της κυριότητος των δημοσίων κτημάτων με χρησικτησία και θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915, αφορά στα δημόσια και μόνο κτήματα και όχι στα ανήκοντα σε ιδιώτες, όπως τούτο προκύπτει από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ/1912 και τα εκδοθέντα σε εκτέλεσή του αλλεπάλληλα διατάγματα “περί δικαιοστασίου” (ΑΠ 946/2017 αδημ) .

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 6-3-2012 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή της ενώπιον του μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι είναι κυρία, νομέας και κάτοχος του ειδικότερα περιγραφόμενου στην αγωγή, κατ΄ακριβή θέση, έκταση και όρια , ακινήτου που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων κατά τον τίτλο κτήσης και Σεληνίων κατά το Κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας του οποίου την κυριότητα την απέκτησε κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο παράγωγο τρόπο κτήσης και επικουρικά με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της που νέμονταν το επίδικο ακίνητο με καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως πριν από το έτος 1850. Ότι κατά την διαδικασία κτηματογράφησης το παραπάνω ακίνητο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ …………… και ενεγράφη ως ανήκον στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της να αναγνωριστεί η κυριότητά της επί του παραπάνω ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ΄ουσίαν, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επιδίκου ακινήτου, διέταξε την διόρθωση της πρώτης εγγραφής και επέβαλλε στο εναγόμενο τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία όρισε στο ποσό των 290 ευρώ.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, να απορριφθεί η αγωγή καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη  στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασή του καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο έχει εμβαδό 280 τ.μ. και βρίσκεται στη κτηματική περιφέρεια Σεληνίων του Δήμου Σαλαμίνας και συγκεκριμένα βρίσκεται στη θέση ΄΄ ….΄΄ ή ΄΄………. ΄΄ ή ΄΄……….΄΄, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Ζ-Α στο από Μαρτίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού  ……….. και έχει λάβει αριθμό ΚΑΕΚ ……….. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο έχει καταχωρηθεί από το εναγόμενο ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου του το οποίο φέρεται ότι αποτελεί δημόσιο κτήμα και φέρει τον αριθμό ΑΒΚ …. Η παραπάνω καταχώρηση βασίστηκε αφενός στο από 27-2-1939 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογραφικού Γραφείου ΔΚΚ με το συνημμένο κτηματολογικό πίνακα όπου το εναγόμενο που συνέταξαν οι μηχανικοί ….. και …… όπου εμφαίνεται ότι το εναγόμενο κατείχε έκταση εμβαδού 288.190 τ.μ. η οποία διεκδικούνταν από τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σελληνίων και αφετέρου από τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1998 όπου στις πρώτες εξ αυτών εμφαίνονταν ως δασική έκταση. Επίσης όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …../201ο έγγραφο της διεύθυνσης δασών Πειραιά ο Γ.Γ.Π.Α υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας και για το επίδικο ακίνητο το οποίο περιλαμβάνονταν στους δασικούς χάρτες οι οποίοι δεν είχαν αναρτηθεί και αφορούσε δασικές εκτάσεις για τις οποίες ίσχυε το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως , μετά την παραπάνω δήλωση τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 3208/2003 δυνάμει του οποίου τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της νήσου Σαλαμίνας (εκτός αυτών της διαλελυμένης Μονής Αγίου Νικολάου και της περιοχής Κολώνας) αναγνωρίζονταν ως ιδιωτικά ενώ εξαιρέθηκαν οι εκτάσεις που ήταν καταγεγραμμένες στα βιβλία δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών ως δημόσια κτήματα. Ακόμη ,αποδεικνύεται ότι δυνάμει του με αριθμό …../3-6-1845 έγγραφο του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ….. το εναγόμενο αναγνώρισε την ιδιοκτησία των Σαλαμινίων όχι μόνο στα  ιδιόκτητα αγροκείμενα δάση αλλά και στα ορεινά μέρη με μόνη εξαίρεση τα δάση που ανήκαν στην διαλελυμένη Μονή του Αγίου Νικολάου απορριπτομένων των σχετικών λόγων έφεσης περί διαδοχής του ελληνικού κράτους στις δασικές εκτάσεις της νήσου Σαλαμίνας. Επίσης αποδεικνύεται από το με αριθμό ……/1961 συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας στον τόμο …. και με αριθμό …., ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε ήδη από το έτος 1899 τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου συνολικής έκτασης 111.987 τ.μ. συγκυριότητας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου των … ή ……….. και του …… και μετά τον θάνατο …. ή …. ….. κατά το προαναφερόμενο έτος (1899), ο υιός του, ………, ως μοναδικός κληρονόμος του, αποκτά, δυνάμει του με αριθμό ……./1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………….. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …… και με αριθμό ……, τη κυριότητα και του υπολοίπου ποσοστού συγκυριότητας του ακινήτου. Ακόμη αποδεικνύεται ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι του …….., από το έτος 1845 μέχρι τον θάνατό τους ασκούσαν στο σύνολο του ακινήτου τις προσιδιάζουσες στην φύση του πράξεις νομής χωρίς να αμφισβητηθεί η κυριότητά τους από το εναγόμενο και στη συνέχεια ο ίδιος το εκμεταλλεύονταν κατά τον προορισμό του. Επιπλέον, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου …../3-12-1939 έγγραφο της Κοινότητας Αμπελακίων προς τον Οικονομικό Έφορο Σαλαμίνας, αμφισβητήθηκε η καταχώρηση στο κτηματολόγιο του Δημοσίου της έκτασης των 288 στρεμμάτων που περιγράφονταν στο προαναφερόμενο από 27-2-1939 τοπογραφικό διάγραμμα καθόσον η επίδικη έκταση ήταν βραχώδης και βοσκίσιμη καθώς και καλλιεργούμενη από διάφορους ιδιοκτήτες. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου το οποίο συμπεριλαμβάνονταν στο σύνολο του στο προαναφερόμενο ακίνητο έκτασης 288 στρεμμάτων, ουδέποτε αποτελούσε δημόσιο κτήμα αλλά αντίθετα περιήλθε στους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας ήδη από το έτος 1845 και έκτοτε, χωρίς ουδέποτε να εγκαταλειφθεί η νομή του, μεταβιβάστηκε με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή και πώληση) στους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας. Κατ΄ακολουθία των  ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας την κυριότητα της ενάγουσας  επί του επιδίκου και διατάσσοντας την διόρθωση των εγγραφών στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των  αποδείξεων  και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι έφεσης όπως και η έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα τέλος πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας,  λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των  διαδίκων την από 20-6-2014 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2014) έφεση του εκκαλούντος κατά της με αριθμό 1394/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση .

Συμψηφίζει στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  20 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ