Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 132/2018

Αριθμός   132/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 4120/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη  τακτική διαδικασία, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-12-2015, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης  απόφασης στις 27-11-2015  (βλ. την σχετική επισημείωση επίδοσης του δικαστικού  επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Η. Νικολόπουλου επί του επιδοθέντος αντιγράφου της εκκαλουμένης) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 200 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. τα υπ’αριθμ.   ……….  παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και  ………. σειράς Α παράβολα Δημοσίου). Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).  ΙΙ. Με τις διατάξεις των άρθρων 99 – 106 του έκτου κεφαλαίου του ισχύοντος Πτωχευτικου Κώδικα (κυρωθέντος με το άρθρο μόνο του Ν. 3588/2007) εισήχθη από τη Γαλλία στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα ο θεσμός της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Με το άρθρο 12 του Ν.4013/2011 (ΦΕΚ Α 204/15-9- 2011), έγινε συνολική αντικατάσταση του ρυθμίσεων του άνω κεφαλαίου, που μετονομάστηκε από «διαδικασία συνδιαλλαγής» σε «προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης». Ειδικότερα, πριν την αντικατάστασή τους, με το Ν. 4013/2011: i. Το άρθρο 100 παρ. ι του Κώδικα αυτού όριζε: «Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί το βάσιμο της αίτησης και τη σκοπιμότητα της αιτούμενης συνδιαλλαγής, αποφασίζει το άνοιγμά της, ορίζοντας μεσολαβητή, που επιλέγει από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, για περίοδο όχι μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του μεσολαβητή, μπορεί να παρατείνει την περίοδο αυτή για έναν (1) ακόμα μήνα. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να λάβει Προληπτικά μέτρα που ισχύουν μέχρι την έκδοση επικυρωτικής Απόφασης κατά το άρθρο 103, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10», ii. το άρθρο 104 του ιδίου Κώδικα όριζε: «1. Η Επικύρωση της συμφωνίας επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα: α) επέρχεται το πέρας της Διαδικασίας συνδιαλλαγής και του έργου του μεσολαβητή, β) προσωρινά, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωvίας, αναστέλλονται τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Η ίδια αναστολή ισχύει και ως προς τα μέτρα αυτά και σχετικά με τους εγγυητές και τους συνοφειλέτες εις ολόκληρον, γ) αναστέλλεται για την ίδια περίοδο η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή μηχανολογικού εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη, δ) αίρεται αυτοδικαίως, για την ίδια διάρκεια, η απαγόρευση ή κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν την έναρξη της Διαδικασίας συνδιαλλαγής, ε) για την ίδια διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης και παραγραφής, υπό τις οποίες τελούν οι απαιτήσεις των συμβαλλόμενων πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθεσμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων, στ) αναστέλλεται, για περίοδο ενός (1) έτους από την έκδοση της απόφασης που επικύρωσε τη συμφωνία, η λήψη κάθε μέτρου συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένης της κήρυξης της πτώχευσης, ζ) η συμφωνία δεσμεύει μόνο τον οφειλέτη και τους πιστωτές που την υπέγραψαν. 2. Η Απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία συνδιαλλαγής αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις». Μετά την προμνησθείσα αντικατάσταση του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα με το Ν. 4013/2011, τα ίδια ζητήματα ρυθμίζονται: i. από το άρθρο 103 παρ. 1 και 2 του Κώδικα αυτού που ορίζει: «1. Με την Απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου για το άνοιγμα της Διαδικασίας εξυγίανσης ή με Απόφαση του προέδρου του που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη Διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να αναστέλλονται από την κατάθεση της αίτησης για το άνοιγμα της Διαδικασίας εξυγίανσης και μέχρι τη λήξη της, εν όλω ή εν μέρει, τα ατομικά μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη. Η αναστολή καταλαμβάνει τις υποχρεώσεις του οφειλέτη που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα Διαδικασίας εξυγίανσης, το δικαστήριο όμως ή κατά περίπτωση ο πρόεδρος δύναται σε εξαιρετικές περιπτώσεις να επεκτείνει την αναστολή και σε νεότερες απαιτήσεις. Κατά τη διάρκεια της αναστολής αναστέλλεται η παραγραφή κατά το άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. 2. Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, η αναστολή μπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές η λοιπούς συνοφειλέτες τον οφειλέτη» και ii. από το άρθρο 106Η του ίδιου Κώδικα που ορίζει: «1. Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της Διαδικασίας εξυγίανσης». Σύμφωνα δε με το άρθρο 14 «Τελικές και μεταβατικές διατάξεις» του Ν. 4013/2011: «1. Συμφωνίες συνδιαλλαγής που έχουν ήδη συναφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο δεν θίγονται και διέπονται από τις διατάξεις τον έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από τον παρόντα νόμο, εκτός αν παρά τη συμφωνία συνδιαλλαγής συντρέχουν ως προς τον οφειλέτη οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 99, όπως ισχύει μετά από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, και ο οφειλέτης ζητήσει την υπαγωγή του σε διαδικασία εξυγίανσης. 2. Σε περίπτωση διαδικασιών συνδιαλλαγής που έχουν ήδη ανοίξει και εκκρεμούν κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου, τα μέρη δύνανται κατά την επιλογή τους να συνάψουν είτε συμφωνία συνδιαλλαγής που επικυρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που αντικαθίστανται με τον παρόντα νόμο και έχει τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται με αυτές, είτε συμφωνία εξυγίανσης κατά τις διατάξεις που εισάγονται με τον παρόντα νόμο. Σε σχέση με εκκρεμούσες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου διαδικασίες εξυγίανσης, η προθεσμία του άρθρου 100 παράγραφος 1 του Πτωχευτικού Κώδικα δεν λήγει πριν από την πάροδο εξήντα (60) ημερών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος. 3· Εκκρεμείς αιτήσεις για το άνοιγμα διαδικασίας συνδιαλλαγής κρίνονται και μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου υπό τις προϊσχύσασες διατάξεις, εκτός αν οι αιτούντες τις μετατρέψουν σε αιτήσεις για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης». Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 104 παρ. 1 β’, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 99, 100 και 10 παρ. 1 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν το Ν. 4013/2011, συνάγεται ότι, όταν από το πτωχευτικό Δικαστήριο διατασσόταν το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, η, τυχόν, διαταχθείσα αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, για ικανό χρονικό διάστημα, περιελάμβανε μόνο εκείνα τα μέτρα, που αφορούν την περιουσία του ευρισκομένου σε διαδικασία συνδιαλλαγής, ενώ δεν περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, και τα σχετιζόμενα με την περιουσία των συνοφειλετών εις ολόκληρον με τον αμέσως προηγούμενο, συνοφειλέτη. Τα εν λόγω μέτρα αναστελλόταν μόνο με την επικύρωση της συμφωνίας της συνδιαλλαγής. Προφανώς, τούτο είχε προβλέψει ο νομοθέτης, διότι, ενώ η θέλησή του ήταν να διασώσει την, απειλούμενη με οικονομική κατάρρευση, επιχείρηση του οφειλέτη μέσω της διαδικασίας της συνδιαλλαγής, δεν ήθελε, παραλλήλως, να φαλκιδεύσει για ικανό χρονικό διάστημά τα δικαιώματα του δανειστή, που ο τελευταίος εχει επί των περιουσιακών δικαιωμάτων των συνοφειλετών εις ολόκληρον, και να δημιουργήσει – ενδεχομένως – στο δανειστή ανάλογα προβλήματα με εκείνα που θα δημιουργούταν στον οφειλέτη, αν δεν είχε θεσπισθεί – χάριν του τελευταίου – η διαδικασία συνδιαλλαγής. Άλλωστε, σε αντίθετη περίπτωση θα παρείχε την ευκαιρία στους συνοφειλέτες να αποστούν (κατά τη διάρκεια του προαναφερομενου χρονικού διαστήματος) από τις, έναντι του δανειστή, σχετικές υποχρεώσεις τους, κάτι το οποίο, οπωσδήποτε τυγχάνει αποδοκιμαστέο από το δίκαιο (ΕΑ 805/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΕφΘεσ 312/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ, για την περίπτωση των μέτρων ατομικής αναγκαστικής εκτελέσεως). Σημειώνεται ότι με τη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 2 Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 4013/2011, ορίζεται: «Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, η αναστολή μπορεί να επεκτείνεται και σε εγγυητές ή λοιπούς συνοφειλέτες του οφειλέτη». Προβλέπεται δηλαδή η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέσων, μεταξύ άλλων, και κατά των συνοφειλετών αυτού, από την κατάθεση της αιτήσεως για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγιάνσεως και μέχρι τη λήξη της, με απόφαση όμως του πτωχευτικού Δικαστηρίου ή με απόφαση του Προέδρου του και μετά από αίτηση οιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον (ΕφΘεσ 312/2012 ό.π.). Δηλονότι δεν αναγνωρίζεται αυτόματη «επέκταση» υπέρ των ανωτέρω προσώπων (συνοφειλετών) της παρεχομένης στον οφειλέτη αναστολής των καταδιωκτικών μέσων σε στάδιο προγενέστερο της επικυρώσεως της συμφωνίας εξυγιάνσεως (ΕφΘεσ171/2016, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, γίνεται δεκτό ότι η κατά τα άνω αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του πτωχεύσαντος ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτου δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε την άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων (καταγγελία, υπαναχώρηση επίσχεση) ούτε τέλος τη διεξαγωγή δικών επί υποθέσεων εκδικαζομένων κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.(ΑΠ 294/2017). ΙΙΙ. Με την από 17-2-2012  και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 ανακοπή τους  οι εκκαλούντες ζητούν, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ……./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………….» ως πρωτοφειλέτιδος, και αυτών ως εγγυητών και συνοφειλετών της, καθώς και η, κάτωθεν του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της, από 10-2-2012 επιταγή προς πληρωμή για το ποσό των 348.492,41 ευρώ, για απαίτηση απορρέουσα από την μεταξύ της πρώτης και της καθής η ανακοπή τράπεζας καταρτισθείσα δανειακή σύμβαση.  Επι της ανωτέρω ανακοπής  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  εξέδωσε  την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απέρριψε τους λόγους της ανακοπής, που αφορούν  στους εκκαλούντες  ως αβάσιμους. Κατά της απόφασης αυτής   παραπονούνται  οι ως άνω ανακόπτοντες με την ένδικη έφεση τους, επικαλούμενοι εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και  ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό   να γίνει δεκτή  η ανακοπή τους.

  1. IV. Οι εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους διατείνονται,   ότι η προσβαλλόμενη με αυτήν διαταγή πληρωμής και επιταγή προς πληρωμή τυγχάνουν άκυρες, επειδή η διαταγή πληρωμής εκδόθηκε, αφού είχε εκδοθεί η με αριθμό 5073/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε δεκτή  αίτηση της πρωτοφειλέτριας και συνοφειλέτιδος τους, και διατάχθηκε το άνοιγμα της διαδικασίας συνδιαλλαγής, διορίστηκε δε προς τούτο  μεσολαβητής, ενώ διατάχθηκε και η αναστολή των σε βάρος της  καταδιωκτικών μέτρων μέχρι την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου που θα επικυρώνει ή μη τη συμφωνία μεταξύ αυτής και των πιστωτών της κατ’άρθρο 103 παρ.4 του ιδίου Κώδικα ή σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μέχρι την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο, που θα κήρυσσε τη λύση της διαδικασίας συνδιαλλαγής κατ’άρθρο 101 παρ.3 ΠτΚ. Ο ισχυρισμός τους αυτός, όμως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην, αμέσως ανωτέρω, σκέψη είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, πρωτίστως, διότι επί διαδικασίας συνδιαλλαγής δεν νοείται αυτόματη επέκταση της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέσων για συνοφειλέτες (όπως και οι εκκαλούντες-ανακόπτοντες), της υπό συνδιαλλαγή, ανωνύμου εταιρίας σε στάδιο προγενέστερο της δικαστικής επικυρώσεως της συμφωνίας συνδιαλλαγής. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι με την επικαλουμένη απόφαση 5073/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, απορρίφθηκε ρητώς σχετικό αίτημα των τελευταίων να διαταχθούν  προληπτικά μέτρα και υπέρ αυτών με την ιδιότητα τους ως εγγυητών της οφειλής της πρωτοφειλέτιδος και αιτούσας της συνδιαλλαγής. Συνεπώς,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ο σχετικός λόγος της εφέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί. Περαιτέρω, με τις προτάσεις που κατέθεσαν πρωτοδίκως οι ανακόπτοντες προέβαλαν το πρώτον τον ισχυρισμό ότι η απαίτηση της καθής, επι της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαία, διότι δύναται να υπάρξει μερική της απόσβεση σε ενδεχόμενο συμβιβασμό της πρωτοφειλέτριας, στα πλαίσια της διαδικασίας συνδιαλλαγής. Ο λόγος αυτός, τον οποίο οι εκκαλούντες επαναφέρουν με λόγο έφεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι ασκήθηκε το πρώτον με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και όχι με αυτοτελές δικόγραφο προσθέτων λόγων, και για τον ίδιο λόγο εξάλλου δεν προβάλλεται παραδεκτά   με το δικόγραφο της έφεσης (βλ. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, ερμηνευτική Ανάλυση, 12995, τα Γ, άρθρο 632 ΚΠολΔ περ. αρ. 26 και άρθρο 933 περ. αρ. 22). Επομένως, και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς απέρριψε τον λόγο αυτό, όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες  με την έφεσή τους και όλους τους λόγους που περιέχονται σ΄αυτήν κρίνονται απορριπτέα, όπως και η έφεση, που πρέπει κατόπιν τούτου να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν, στο σύνολό της. Τέλος,  τα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων, λόγω της ήττας της (άρθρα 178,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό,  ενώ για το  παράβολο, ποσού 200,00 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως,   πρέπει να διαταχθεί η   εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων με αριθμούς    ……….  ΤΑΧΔΙΚ και  …………. Δημοσίου, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας  σε βάρος των εκκαλούντων , και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ