Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 142/2018

Αριθμός    142 /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι   με αριθμό έκθεσης κατάθεσης   …./2017 έφεση και …../2017 αντίθετη έφεση κατά της  κατά της   με αριθμό 2028/2016  οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων, κατά τη τακτική διαδικασία, οι οποίες  πρέπει να συνεκδικαστούν για λόγους πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).  Αυτές  έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα   με την κατάθεση του δικογράφου τους στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 9-3-2017, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση   αντίγραφου της εκκαλουμένης στις 9-2-2017 (βλ. τη με αριθμό …../9-2-2017 έκθεση επίδοσης  της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ……..) (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, και 516 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επιπλέον, τόσο ο εκκαλών στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2612/2017 έφεση όσο και ο εκκαλών στη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/ 2017 έφεση έχουν καταβάλει τα νόμιμα παράβολα , ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το υπ’αριθμ.  …/2017 ηλεκτρονικό παράβολο, και το υπ’αριθμ. ….. παράβολο ΤΑΧΔΙΚ και τα υπ’αριθμ. ………   παράβολα Ελληνικού Δημοσίου  αντίστοιχα). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία. Περαιτέρω ο εκκαλών στην πρώτη έφεση, με το υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως …../2017  ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του  Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στον εφεσίβλητο  στις 4-9-2017, ήτοι 30 ημέρες πριν τη συζήτηση της έφεσης (βλ. τη σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας, …. . στο κοινοποιηθέν αντίγραφο, που προσκομίζεται νόμιμα) παραδεκτώς ασκεί προσθέτους λόγους, οι οποίοι αφορούν σε κεφάλαια της απόφασης που έχει προσβληθεί με την έφεση του (άρθρο 520 ΚΠολΔ). Επομένως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι πρέπει, συνεκδικαζόμενοι με τις ως άνω εφέσεις (246 ΚΠολΔ), να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξεταστεί περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο αυτών.

ΙΙ. Με την από 1-11-2013 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2013 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  ο ενάγων, επικαλούμενος παράνομη και υπαίτια προσβολή  της προσωπικότητας του, που έλαβε χώρα με τις παράνομες πράξεις του εναγομένου, και συγκεκριμένα με την εκ μέρους του ψευδή καταμήνυση και  συκοφαντική σε βάρος του δυσφήμηση με τους  περιεχόμενους ισχυρισμούς στην από 16-2-2013 υπέχουσα θέση εγκλήσεως αναφορά του ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και το από 10-3-2013 επεξηγηματικό του περιερχομένου της, υπόμνημα του ενώπιον του πταισματοδίκη Πειραιώς στα πλαίσια διενεργούμενης σε βάρος του (ενάγοντος) προκαταρτικής εξέτασης, που εκτίθενται ειδικότερα στο δικόγραφο, ζητούσε, μετά από μερικό περιορισμό  του καταψηφιστικού αιτήματος, να υποχρεωθεί αυτός να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, το ποσό των 100.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση  της αγωγής, καθώς και  να απαγγελθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης αυτής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε  μερικώς την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και  υποχρέωσε τον εναγόμενο να  καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, ενώ απέρριψε  το αίτημα για κήρυξη της σχετικής διάταξης του προσωρινά εκτελεστής καθώς και για απαγγελία σε βάρος του εναγόμενου προσωπικής κράτησης κατ’άρθρο 1047 ΚΠολΔ.  Κατά της απόφασης αυτής  παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη  με τις υπό κρίση  εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων,  ζητούν δε να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό, κατά μεν το αιτητικό της  πρώτης έφεσης  να απορριφθεί η σε βάρος του εκκαλούντος αγωγή, κατά δε  αυτό της δεύτερης έφεσης να γίνει δεκτή  η αγωγή του εκκαλούντος στο σύνολο του αιτούμενου με αυτήν ποσού.

IΙΙ. Από την επανεκτίμηση της με αριθμό …../17-2-2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον το Ειρηνοδίκη Τριπόλεως, που δόθηκε μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κατ’άρθρο 270 παρ.2 εδ.γ ΚΠολΔ κλήτευση του  εναγόμενου (βλ. τη με αριθμό …../11-2-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Αθηνών, ………), και τα έγγραφα που επικαλούνται  και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι, για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε μερικά των οποίων θα γίνει παρακάτω ειδική μνεία, λαμβανομένων υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 335 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, ήδη Πρόεδρος Εφετών ε.τ, υπηρέτησε κατά τη χρονική περίοδο από 18-9-2008 έως 13-9-2011 στο Εφετείο Πειραιώς, με το βαθμό του Εφέτη. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα  στο ως άνω Δικαστήριο εκκρεμούσαν πολλές ποινικές δίκες μεταξύ του εναγομένου, δικηγόρου τότε, μέλους του ΔΣ Πειραιώς, και του πρώην εντολέα του, ………., που χαρακτηρίζονταν από σφοδρή αντιδικία. Στα πλαίσια  της αντιδικίας αυτής  ορίστηκε να δικασθεί  στο Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς  κατά τη συνεδρίαση στις 3-3-2010, η έφεση του εναγομένου κατά της με αριθμό 568/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων (ειδικής δωσιδικίας ως εκ της ιδιότητας του εναγόμενου), με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για το έγκλημα της υπεξαγωγής εγγράφων κατ’ εξακολούθηση, κατόπιν εγκλήσεως του αντιδίκου του. Στη σύνθεση του Δικαστηρίου συμμετείχε ως τακτικό μέλος και ο ενάγων, επί της  εφέσεως δε αυτής που εκδικάστηκε στη μετά διακοπή συνεδρίαση στις 17-3-2010 εκδόθηκε η με αριθμό 145/145α/17-3-2010 απόφαση του, με την οποία ο εναγόμενος  κηρύχθηκε αθώος κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντος του ενάγοντος και ενός έτερου μέλος του Δικαστηρίου, που είχαν τη άποψη ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος. Ακολούθως, κατά τη συνεδρίαση στις 11-10-2010 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που διακόπηκε αρχικά για τη συνεδρίαση της 19-10-2010 και στη συνέχεια εκ νέου για τη συνεδρίαση στις 27-10-2010,  είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί λόγω ειδικής δωσιδικίας και άλλη υπόθεση του εναγόμενου ως κατηγορουμένου για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμισης και εξύβρισης κατόπιν  εγκλήσεως του ιδίου αντιδίκου του και πολιτικώς ενάγοντος, ………. Στην υπόθεση αυτή ο τελευταίος ζήτησε και πέτυχε την εξαίρεση του μέλους του Δικαστηρίου, Εφέτη, ………, τον οποίο ακολούθως αναπλήρωσε νομίμως ο ενάγων, ως αναπληρωματικό μέλος της συνθέσεως, την εξαίρεση του οποίου στη συνέχεια ζήτησε ο εναγόμενος ισχυριζόμενος, ότι, εφόσον έγινε δεκτή η εξαίρεση του αντιδίκου του, έπρεπε, για την ισότητα των όπλων, να γίνει δεκτή και η δική του.  Κατόπιν τούτου, ο ενάγων υπέβαλε την από 19-10-2010 δήλωση αποχής του  προς αποφυγή δημιουργίας εσφαλμένων εντυπώσεων στον εναγόμενο, αναφορικά με την καλόπιστη, απροκατάληπτη και αδιάβλητη εκ μέρους του κρίση σε περίπτωση εκδόσεως τυχόν δυσμενούς για αυτόν απόφασης, την οποία ο τελευταίος εκ του λόγου τούτου δεν θα αποδέχετο, αρνούμενος όμως, κατά τα λοιπά την ύπαρξη στο πρόσωπο του όλων των επικαλούμενων σε βάρος του  λόγων μεροληψίας ή ευπρέπειας που επιβάλλουν την αποχή του από τα καθήκοντα του, αυτή δε (δήλωση)  έγινε τελικώς δεκτή από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, ο ενάγων συμμετείχε ως τακτικό μέλος στη συνεδρίαση της 1-12-2010 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, στην οποία είχε προσδιορισθεί να εκδικαστεί η έφεση του εναγόμενου κατά της με αριθμό 1142/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία αυτός είχε καταδικασθεί για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης κατ’ εξακολούθηση και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα κατά συρροή κατόπιν έγκλησης  του ίδιου ως άνω αντιδίκου του, ……… Κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, που συνεχίστηκε στις 14-12-2010 ο εναγόμενος υπέβαλε αίτημα να προβεί ο ενάγων σε δήλωση αποχής, όπως είχε πράξει και προηγουμένως στις 19-10-2010, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούν τα ίδια πρόσωπα  να δικάζουν ίδιες υποθέσεις, επικουρικά δε υπέβαλε μαζί με τους λοιπούς εκκαλούντες αίτημα αναβολής της εκδίκασης της υπόθεσης  κατ’ άρθρο 349 ΚΠολΔ. Το Δικαστήριο απέρριψε αμφότερα τα αιτήματα,  και δη το πρώτο εξ αυτών, διότι διατυπώθηκε ως απλή ευχή και «δεν υφίσταται νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την εξέταση απλών ευχών», όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης του, το δε δεύτερο ως αβάσιμο, ελλείψει  νομίμου λόγου. Κατόπιν τούτου ο εναγόμενος υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης του ενάγοντος διότι είχε συμμετάσχει σε άλλη δίκη για την ίδια υπόθεση και είχε εκφέρει δυσμενή σε βάρος του ουσιαστική κρίση, ενώ ταυτόχρονα προσκόμισε και την από 19-10-2010 δήλωση αποχής του τελευταίου. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση εξαίρεσης ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχτηκε ότι  ο ενάγων είχε λάβει μέρος σε άλλη δίκη με τους ίδιους διάδικους συναφή ως προς τα πραγματικά περιστατικά με την εκκρεμούσα ενώπιον του, ενώ περαιτέρω αναφορικά με την δήλωση αποχής αυτού, αποφάνθηκε ότι δεν καθιστά υποχρεωτική ή αναγκαία και την εξαίρεση του στην υπο εξέλιξη ενώπιον του δίκη και ότι σε κάθε περίπτωση δεν υφίσταται ταύτιση των πραγματικών περιστατικών, με αυτά άλλων δικών, ώστε να υπάρχει δέσμευση του Δικαστή για την κρίση του. Ακολούθως δε, το Δικαστήριο με την με αριθμό 549, 549α, 549β, 549γ, 579 και 579α/1 και 14-12-2014 απόφαση του κήρυξε τον εναγόμενο ένοχο κατά πλειοψηφία των προαναφερομένων αδικημάτων, μειοψηφούντων δύο μελών του που είχαν την άποψη ότι αυτός  έπρεπε να κηρυχθεί αθώος λόγω αμφιβολιών ως προς το δόλο του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τον Φεβρουάριο του έτους 2013 ο εναγόμενος υπέβαλε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την από 6-2-2013 αναφορά του (υπέχουσα θέση εγκλήσεως), καταγγέλοντας τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς των Δικαστηρίων Πειραιά ότι λαμβάνουν προειλημμένες σε βάρος του αποφάσεις στα πλαίσια της αντιδικίας του με τον αντίδικο του …….., τα άδικα συμφέροντα του οποίου εξυπηρετούν, θέτοντας εκ ποδός την έννοια της δίκαιης δίκης, ακολούθως δε, με το από 19-3-2013 επεξηγηματικό της αναφοράς του υπόμνημα, που κατέθεσε, εξεταζόμενος στον 5ο  Πταισματοδίκη Πειραιώς, στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης, που διατάχθηκε αρμοδίως  (το οποίο σημειωτέον  ζήτησε να κοινοποιηθεί επιμελεία του πταισματοδίκη, στον Εισαγγελέα του ΑΠ και τον Επιθεωρητή Δικαστηρίων και Εισαγγελιών Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς),  στην ερώτηση του τελευταίου να διευκρινίσει εάν με την ως άνω  από 6-2-2013 αναφορά του  καταγγέλλει κάποιον δικαστικό λειτουργό και για ποια αξιόποινη πράξη, αυτός κατονόμασε   συγκεκριμένα μεταξύ άλλων και ντον ενάγοντα, στον οποίο, επαναλαμβάνοντας  τους ισχυρισμούς, που  είχε διατυπώσει στη αίτηση εξαίρεσης αυτού ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς κατά τις συνεδριάσεις της 1 και 14-12-2010, απέδωσε την αξιόποινη συμπεριφορά της αποσιώπησης του λόγου εξαίρεσης του κατά την συγκεκριμένη δικάσιμο,  αν και είχε μετάσχει προηγουμένως  σε άλλη δίκη για το ίδιο αντικείμενο. Στο τέλος δε, του υπομνήματός του (σελ. 17) έκανε συλλήβδην λόγο για παραδικαστική κατάσταση.  Κατόπιν τούτου, ο ενάγων κλήθηκε από τον Επιθεωρητή του Δικαστηρίου Πειραιώς να δώσει έγγραφες εξηγήσεις στα πλαίσια προκαταρτικού σε βάρος του πειθαρχικού ελέγχου, τις οποίες αυτός κατέθεσε τον Μάιο του έτους 2013. Οι ως άνω ισχυρισμοί του εναγόμενου, όμως, όπως συγκεκριμενοποιήθηκαν και  στο από 19-3-2013 υπόμνημα του, στερούνται  βασιμότητας. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι κατά την εκδίκαση της έφεσης του εναγομένου   στις 1 και 14-12-2010 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς  συνέτρεχε οιοσδήποτε λόγος στο πρόσωπο του ενάγοντος, που να του επέβαλε να δηλώσει αποχή,  ήτοι σοβαρός λόγος ευπρέπειας δυνάμενος να κλονίσει αντικειμενικά την εμπιστοσύνη του διαδίκου  στο απολύτως αντικειμενικό, απροκάλυπτο και αδιάβλητο της κρίσεως του, τον οποίο και αποσιώπησε, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 23 παρ.3 ΚΠΔ. Και τούτο, διότι σε αντίθεση  με τα όσα αβάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος δεν υπήρχε ταυτότητα  των πραγματικών περιστατικών και των αδικημάτων, στην εκδίκαση των οποίων συμμετείχε μέχρι τότε ως μέλος πολυμελών συνθέσεων που να τον δεσμεύουν στη κρίση του για την προκείμενη υπόθεση, καθόσον αυτά αφορούσαν διακριτές αξιόποινες συμπεριφορές, εντασσόμενες απλώς στα πλαίσια ευρύτερης αντιδικίας. Την μη ταύτιση αλλά ούτε καν  συνάφεια των εν λόγω υποθέσεων,  εξάλλου δέχθηκε και το Δικαστήριο με την παρεμπίπτουσα απόφαση του, που απέρριψε την ένσταση εξαίρεσης του εναγόμενου, της οποίας ο τελευταίος έλαβε άμεσα γνώση ως παριστάμενος στη διαδικασία. Ομοίως, μετά την ολοκλήρωση της προκαταρτικής εξέτασης ο Επιθεωρητής με την με αριθμό …./19-9-2013 πράξη του έθεσε στο αρχείο την αναφορά του εναγόμενου με την ειδικότερη αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση πειθαρχικού ελέγχου τόσο του ενάγοντος όσο και των λοιπών δικαστικών λειτουργών, στους οποίους αναφέρθηκε με το από 19-3-2013 επεξηγηματικό του έγγραφο, ενώ την ίδια αναφορά, κατά το ποινικό της σκέλος αρχειοθέτησε και η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς με την με αριθμό …./12-6-2013 διάταξη της, με την αιτιολογία ότι τα καταγγελόμενα τυγχάνουν αβάσιμα στην ουσία τους. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα,  οι εν λόγω ισχυρισμοί του εναγόμενου σε βάρος του ενάγοντος τυγχάνουν ψευδείς, αυτός δε, τελούσε εν γνώσει του ψεύδους  τους, καθόσον γνώριζε  την απόφαση περί απόρριψης της υποβληθείσας εκ μέρους του αίτησης εξαίρεσης του ενάγοντος από το Δικαστήριο και την αιτιολογία αυτής, την οποία ως νομικός μπορούσε να αντιληφθεί ορθώς κατά το περιεχόμενο της. Προέβη δε στις ως άνω ενέργειες επιθυμώντας να προκαλέσει την ποινική και πειθαρχική  δίωξη  του ενάγοντος, και να πλήξει την τιμή και την υπόληψη του, αρνούμενος να αποδεχτεί την δυσμενή κρίση του τελευταίου επί των υποθέσεων του. Τις ανωτέρω, εξάλλου, ουσιαστικές παραδοχές αναφορικά με τη πρόθεση του εναγόμενου δεν αίρει το γεγονός ότι αυτός κατά την υποβολή της ανωτέρω αναφοράς και του υπομνήματος του δεν κατέθεσε και το σχετικό παράβολο της εγκλήσεως, καθόσον το αδίκημα της διάταξης του άρθρου 254 ΠΚ, δεν διώκεται κατ’έγκληση.   Τέλος, ενόψει  του ψεύδους των εν λόγω ισχυρισμών του παρέλκει η εξέταση της ένστασης του άρθρου 367 παρ.1 παρ.γ ΠΚ, που νομίμως επαναφέρει με λόγο έφεσης ο εναγόμενος, η εφαρμογή της οποίας αφορά στις περιπτώσεις της απλής δυσφήμησης, όχι, όμως και της συκοφαντικής δυσφήμησης ,όπως εν προκειμένω, κατά τα ρητώς οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 ΠΚ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι  οι ως άνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις του εναγόμενου είχαν ως συνέπεια τη δημόσια αμφισβήτηση της ηθικής, κοινωνικής και υπηρεσιακής υπόστασης του ενάγοντος, ο οποίος εκ του λόγου αυτού υπέστη σημαντική ηθική βλάβη, συνιστάμενη  στη στεναχώρια και τη ταλαιπωρία, που βίωσε, καθόσον οι ανωτέρω ψευδείς ισχυρισμοί έτρωσαν ευθέως  την ακεραιότητα  του ως δικαστικού λειτουργού και έγιναν ευρέως γνωστοί στο κοινωνικό και υπηρεσιακό του περίγυρο. Λαμβάνοντας δε υπόψη την αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγομένου, τη βαρύτητα των εκ μέρους του καταγγελλομένων σε βάρος του ενάγοντος,  το γεγονός ότι οι ψευδείς αυτοί ισχυρισμοί εκφράστηκαν κατ’επανάληψη και απέκτησαν δημοσιότητα περιερχόμενοι σε γνώση ικανού αριθμού ατόμων (Εισαγγελέων, Δικαστών, Γραμματέων, Προϊστάμενων του ενάγοντος), αλλά και την οικονομικοκοινωνική κατάσταση των διαδίκων (ο εναγόμενος από το έτος 2014 έχει απολέσει τη δικηγορική ιδιότητα, αλλά δεν έχει ακόμη συνταξιοδοτηθεί και ο ενάγων  κατά τον χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής ήταν Πρόεδρος Εφετών) το Δικαστήριο  κρίνει ότι το ποσό, που πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, ανέρχεται  στο ποσό των 10.000 ευρώ, που κρίνεται ως εύλογο  και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 9/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, που, με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, δεχόμενο την εκ μέρους του εναγόμενου προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος και τη συνακόλουθη πρόκληση σε αυτόν ηθικής βλάβης και επιδίκασε στον τελευταίο  ως χρηματική ικανοποίηση για το λόγο αυτό  το ανωτέρω ποσό, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και δεν εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις, και οι σχετικοί λόγοι των συνεκδικαζομενων αντίθετων εφέσεων με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα (ο ενάγων, ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης), πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Τέλος, ο εναγόμενος πρωτοδίκως με τις προτάσεις του προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ) ισχυριζόμενος ότι ο ενάγων  έλαβε μέρος στην εκδίκαση τεσσάρων υποθέσεων του, στις  οποίες ψήφισε  δύο φορές υπέρ της ενοχής του, μια φορά απέρριψε αίτηση του στο Συμβούλιο Εφετών Πειραιά και μια φορά δήλωσε αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του, ότι ο ίδιος (εναγόμενος) προέβη στη υποβολή της αναφοράς και του σχετικού επ΄αυτής υπομνήματος σε εκτέλεση νομίμου δικαιώματός του και ότι ο ενάγων είναι ο μόνος που κινήθηκε δικαστικά εναντίον του και ζητεί χρηματική ικανοποίηση. Tα ανωτέρω όμως  και αληθή υποτιθέμενα δεν στοιχειοθετούν τον κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση της αγωγής σε βάρος του εναγόμενου. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε μη νόμιμη την ένσταση αυτή και την απέρριψε ως τέτοια δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της πρώτης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

IV.Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 178 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, το δικαστήριο έχει δικαίωμα και υποχρέωση να κατανέμει τα δικαστικά έξοδα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα προκαταβλητέα τέλη (δικαστικό ένσημο, χαρτόσημο, χαρτόσημο προτάσεων), ανάλογα με την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων (Βερνάρδος ΠολΔικ 1972, σελ. 54,50), εφόσον, εννοείται, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των άρθρων 179, 184, 185 ΚΠολΔ. Για τον υπολογισμό των εξόδων, στα οποία υπεβλήθη κάθε διάδικος, με βάση την έκταση της νίκης και της ήττας εκάστου, ο δικαστής θα στηριχθεί στον υποβληθέντα από το διάδικο κατάλογο. Αν δεν έχει υποβληθεί τέτοιος κατάλογος, θα υπολογίσει τα έξοδα που έχει κάνει κάθε διάδικος με βάση τα στοιχεία, που έχει ο φάκελος της δικογραφίας (αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου για σύνταξη αγωγής, προτάσεων, παράσταση, έξοδα επιδόσεως, δακτυλογραφήσεις κ.τλ.). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να προσδιορίζει τα υπέρ του διαδίκου που εν μέρει νικά, και συνακόλουθα, εν μέρει ηττάται δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τις προβλέψεις του Δικηγορικού Κώδικα, ακόμη και αν έχει υποβληθεί ο κατά το άρθρο 178 ΚΠολΔ, κατάλογος δαπανών και αμοιβών, και ο δικαστής έχει την ευχέρεια να επιδικάσει σε κάθε διάδικο μεγαλύτερα ποσά και όχι τα κατώτερα προβλεπόμενα όρια δικηγορικής αμοιβής ή να επιδικάσει στον διάδικο που π.χ. έκανε πιο εμπεριστατωμένες προτάσεις, μεγαλύτερη αμοιβή από τον αντίδικό του (βλ. Ι.Χ. Κοροτζή, “Συμψηφισμός και κατανομή των δικαστικών εξόδων 1” Δ 14,131 και για τον τρόπο της κατανομής των δικαστικών εξόδων βλ. τον ίδιο “Συμψηφισμός και κατανομή των δικαστικών εξόδων 2” Δ 14,273, ΑΠ 375/1981 ΝοΒ 29,1546, ΕφΠειρ 786/2014, ΕφΔυτ. Μακ 63/2013, ΕφΠειρ 295/2003). Στην προκείμενη περίπτωση με σχετικό   λόγο της έφεσής του ο εκκαλών, στη πρώτη έφεση, εναγόμενος, παραπονείται για εσφαλμένο προσδιορισμό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των σε βάρος του επιβληθέντων δικαστικών εξόδων του ενάγοντος στο ποσό των 800 ευρώ  .Ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός και  νόμιμος, καθόσον : α) η εκκαλούμενη απόφαση είναι δεκτική προσβολής με ένδικο μέσο, β) προσβάλλεται μ` αυτήν ταυτόχρονα και η ουσία της υπόθεσης και γ) το ένδικο μέσο ως προς την ουσία της υπόθεσης κρίθηκε  παραδεκτό (ΕφΠειρ 786/2014, ΕφΠειρ 39/2009, Εφ Πειρ 295/2003  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πλην όμως, πρέπει να απορριφθεί  ως ουσιαστικά  αβάσιμος, διότι, εάν ληφθεί υπόψη η έκταση της νίκης και της ήττας κάθε διάδικου (το συνολικώς υποβληθέν με την αγωγή αίτημα και τελικώς γενόμενο αποδεκτό), τα έξοδα, στα οποία υπεβλήθη κάθε διάδικος, το ότι ο ενάγων υπεβλήθη σε σαφώς μεγαλύτερα έξοδα (σύνταξη αγωγής, δακτυλογράφηση, επίδοση, χαρτοσήμανση, καταβολη δικαστικού ενσήμου κ.τλ.) και το ότι υπερασπίστηκε την αγωγή του με επιμελείς και εμπεριστατωμένες προτάσεις, το ως άνω επιβληθέν ποσό δικαστικών εξόδων κρίνεται ότι ανταποκρίνεται στην έκταση της νίκης και της ήττας κάθε διαδίκου κατά την πρωτοβάθμια δίκη. Τέλος, απορριπτέο κρίνεται,  το κατ΄άρθρο 250 ΚΠολΔ υποβληθέν αίτημα του εκκαλούντος στη πρώτη έφεση, καθόσον, τα ανωτέρω αποδειχθέντα γεγονότα οδηγούν σε πλήρη δικανική πεποίθηση και δεν συντρέχει λόγος αναστολής της προκειμένης συζήτησης, για το λόγο ότι  η υπόθεση κατά το ποινικό της σκέλος  ακόμη εκκρεμεί προς εκδίκαση. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες, επειδή δεν ευδοκίμησε κάποιος από τους λόγους τους, τα δε παράβολα  που προκατατέθηκαν  για το παραδεκτό τους να εισαχθούν στο Δημόσιο Ταμείο κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ.  Τα δικαστικά έξοδα των εκατέρωθεν εφεσιβλήτων σε κάθε έφεση, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν, αντιστοίχως κατόπιν σχετικού αιτήματος, εις βάρος των εκκαλούντων,  (άρθ. 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης     …./2017 έφεση, το υπ’ αριθμόν εκθέσεως καταθέσεως …../2017  ιδιαίτερο δικόγραφο προσθέτων λόγων αυτής  και την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης     …./2017 αντίθετη έφεση κατά της  κατά της   με αριθμό 2028/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  με την παρουσία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …../2017 έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του  υπ’αριθμ. …… /2017 ηλεκτρονικού παραβόλου, ποσού 100 ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα  στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού τετρακοσίων  (400) ευρώ

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και   ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία της τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ……/2017 έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο  των υπ’αριθμ. …. παράβολων ΤΑΧΔΙΚ, και ………   Ελληνικού Δημοσίου

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα  στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 26 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ