Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 108/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 108/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου,Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Δ .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2785/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ.1, 615 επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015 που καταλαμβάνει τις αγωγές και τις εφέσεις που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως στην προκειμένη περίπτωση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι  η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα –εναγόμενο στις 26-6-2017, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση πάνω στο σώμα αντιγράφου αυτής, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ….. και η κατάθεση της ένδικης έφεσης  ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου έλαβε χώρα στις 10-7-2017,όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19,522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), καθώς έχει κατατεθεί εκ μέρους του εκκαλούντος το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.αΚΠολΔ, παράβολο, όπως επίσης προκύπτει από την σχετική έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτωθεν της έφεσης.

Η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, εξέθετε στην από 3-6-2016 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ ,,,,,,,,,,,,/2016), αγωγή της, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, ότι μεταξύ αυτής (εκμισθώτριας) και του εναγομένου- ήδη εκκαλούντος (μισθωτή), συνήφθη,  δυνάμει του από 22-10-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, σύμβαση εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, το οποίο περιγράφεται στην αγωγή, (διάρκειας 10 ετών), για να χρησιμοποιηθεί από τον τελευταίο ως κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (καφετερία –μπαρ), αντί μηνιαίου μισθώματος ύψους, αρχικά ,2.200 ευρώ και από 1-1-2012, ύψους 1.800 ευρώ, βάσει της σχετικής από 12-1-2012 τροποποίησης του ως άνω συμφωνητικού, με την οποία συμφωνήθηκε μείωση του μισθώματος. Ότι ο εναγόμενος – μισθωτής, αν και κάνει ακώλυτη χρήση αυτού, δεν της έχει καταβάλει οφειλόμενα μισθώματα για το διάστημα από Ιούλιο 2013 έως και την άσκηση της αγωγής (Ιούνιο 2016), καθώς και υπόλοιπο μισθώματος Ιουνίου 2013 ποσού 1000 ευρώ, συνολικού ύψους 65.800 ευρώ [ (36 μήνες χ 1800 ευρώ) +1000 ευρώ]. Ότι με την αγωγή αυτή κατήγγειλε τη σύμβαση μίσθωσης κι ενόψει τούτων  ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος. α) να της αποδώσει τη χρήση του μισθίου και β) να της καταβάλει, όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημά της, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού, αλλά και με τις προτάσεις της, ενόψει της, εν τω μεταξύ, καταβολής εκ μέρους του εναγομένου, των μισθωμάτων που αναφέρονται σε αυτές, το ποσό των 52.400 ευρώ που αφορά στα οφειλόμενα μισθώματα για τους μήνες Φεβρουάριο 2014 έως και Ιούνιο 2016, (29 μήνες χ 1.800 ευρώ) με το νόμιμο τόκο για έκαστο επιμέρους μίσθωμα από την παρέλευση της συμφωνηθείσης δήλης ημέρας καταβολής, άλλως από της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς επίσης και τα μισθώματα των μηνών Ιουλίου 2016 έως και Οκτωβρίου 2016, τα οποία θα έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμα έως τη συζήτηση της αγωγής, ποσού 7.200 ευρώ ( 4 μήνες χ 1.800) και ,τέλος ,να διαταχθεί η κατάπτωση της καταβληθείσας από τον μισθωτή – εναγόμενο αρχικά εγγύησης ποσού 4.200 ευρώ, ως ποινικής ρήτρας υπέρ αυτής, για την μη  τήρηση των ουσιωδών όρου της σύμβασης κατά τα οριζόμενα στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 785/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ,αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματός της περί καταβολής μισθωμάτων για το διάστημα από τη λήξη της μίσθωσης, που έλαβε χώρα ένα μήνα μετά την καταγγελία αυτής με την επίδοση της κρινόμενης αγωγής (άρθρο 597 εδ. ΑΚ),για το οποίο δεν οφείλονται μισθώματα αλλά τυχόν αποζημίωση χρήσης (601 ΑΚ), ακολούθως την έκανε εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη).

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους (δύο συνολικά), που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της μάρτυρα της ενάγουσας (ο εναγόμενος δεν εξέτασε μάρτυρα), που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν  οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .

Μεταξύ της ενάγουσας – ήδη εφεσίβλητης (εκμισθώτριας) και του εναγομένου – ήδη εκκαλούντος (μισθωτή), συνήφθη, δυνάμει του από 22-10-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, (που κατατέθηκε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ Αίγινας με αρ. ……/29.10.2010),  σύμβαση εμπορικής μίσθωσης ακινήτου και συγκεκριμένα ενός ισόγειου καταστήματος, ιδιοκτησίας της ενάγουσας, εμβαδού 80 τ.μ. περίπου, αποτελούμεvο από έvαv ενιαίο χώρο και W.C., που βρίσκεται στηv παραλία του λιμαvιού τηςΑίγιvας επί της ……….. ,ώστε να το χρησιμοποιήσει ως κατάστημα υγιεινομικού ενδιαφέροντος (καφετέρια –μπαρ και συναφών ειδών με το ανωτέρω αντικείμενο). Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε με το ως άνω συμφωνητικό δεκαετής (από 1-10-2010 έως 30-9-2020), ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε σε 2.200 ευρώ για τα δύο πρώτα έτη κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συμφωνητικό, το οποίο έπρεπε να καταβάλλεται μέσα στις τρεις πρώτες ημέρες κάθε μήvα στηv κατοικία της εκμισθώτριας. Βάσει δε της από 12-1-2012 τροποποίησης του ως άνω συμφωνητικού, συμφωνήθηκε μείωση του παραπάνω μισθώματος, το οποίο διαμορφώθηκε από 1-1-2012, σε 1.800 ευρώ. Ακόμη, βάσει του υπ‘αρ. 4 όρου του ίδιου συμφωνητικού, ο εναγόμενος κατέβαλε στην ενάγουσα ως εγγύηση το ποσό των 4.400 ευρώ για την ακριβή εκπλήρωση των όρων της μίσθωσης. Η εγγύηση αυτή, η οποία θα αναπροσαρμοζόταν σε κάθε αναπροσαρμογή του μισθώματος, ώστε να καλύπτει πάντοτε το ύψος δύο μηνιαίων μισθωμάτων, θα επιστρεφόταν μετά την εμπρόθεσμη κατά τη λήξη της μίσθωσης παράδοση του μισθίου από τον μισθωτή και την εκκαθάριση όλωv των τυχόν εκκρεμών λογαριασμών, που αφορούσαν αυτό και δεν θα συμψηφιζόταν με τα μισθώματα ή με τυχόν άλλες απαιτήσεις του μισθωτή κατά της εκμισθώτριας. Εξάλλου, σύμφωνα με τον όρο 16 του συμφωνητικού, η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθώματος, ως και κάθε άλλη σχετική με τη μίσθωση δαπάνη ή η παράβαση, οιουδήποτε όρου του αvωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, οι οποίοι συμφωνήθηκαν όλοι ως ουσιώδεις ή του vόμου από το μισθωτή, δίνει το δικαίωμα στην εκμισθώτρια, να καταγγείλει και να λύσει τη μίσθωση και να ζητήσει τηv απόδοση του μισθίου, οπότε η εγγύηση καταπίπτει υπέρ της τελευταίας (εκμισθώτριας), ως αποζημίωση λόγω ποινικής ρήτρας. Περαιτέρω, προέκυψε ότι  αν και ο εναγόμενος παρέλαβε το μίσθιο την 1η-10-2010 και έκτοτε κάνει ακώλυτη χρήση αυτού, έως και την άσκηση της αγωγής, αλλά και μέχρι και σήμερα, παραταύτα, δεν έχει καταβάλει μισθώματα για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2014 έως και Ιούνιο 2016 συνολικού ύψους 52.200 ευρώ ( ήτοι 29 μήνες χ 1800 ευρώ), καθώς, ενόψει των καταβολών συνολικού ύψους 13.600 ευρώ στις οποίες προέβη ο εναγόμενος μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, ήτοι στις 3 Νοεµβρίου 2016 κατέβαλε ποσό 10.000 ευρώ (όπως προκύπτει από το µοναδικό τραπεζικό γραµµάτιο είσπραξης  της τράπεζας Πειραιώς με ημερομηνία 3-11-2016, που προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστήριο, όπως αναφέρεται στην εκκαλουμένη), στις 4 Νοεµβρίου 2016 κατέβαλε ποσό 1.800 ευρώ και στις 2 Δεκεµβρίου 2016 κατέβαλε ποσό επίσης 1.800 ευρώ, οπότε η ενάγουσα συνομολογώντας και λαμβάνοντας υπόψη τις ως άνω καταβολές, που αφορούσαν τους μήνες Ιούλιο 2013 έως Ιανουάριο 2014 καθώς και υπόλοιπο 1000 ευρώ του Ιουνίου 2013, από το αιτούμενο με την αγωγή διάστημα [(ήτοι 7 μήνες χ1800 ευρώ)=12.600 ευρώ +1000 ευρώ =13.600 ευρώ], παραδεκτά περιόρισε την αγωγή της µε τις προτάσεις της και µε δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά τα προαναφερθέντα, αφαιρώντας το παραπάνω ποσό (13.600 ευρώ) ,πράγμα που λήφθηκε δε υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο όταν αναφέρει στην εκκαλουμένη ότι ΄΄αυτή η καταβολή αφορά σε χρέος προγενέστερο, για το οποίο η ενάγουσα, ενόψει αυτής της καταβολής, περιόρισε την αγωγή της΄΄, είναι προφανές ότι εννοεί τους προαναφερθέντες μήνες, ήτοι υπόλοιπο Ιουνίου 2013 και Ιούλιο 2013 έως Ιανουάριο 2014, όπως εκτίθεται ρητά σε άλλο σημείο αυτής, στους οποίους οι εν λόγω καταβολές καταλογίστηκαν και οι οποίοι είναι, βέβαια, οι πρώτοι από το αρχικά οφειλόμενο και αιτούμενο με την αγωγή διάστημα. Δεν προέκυψε δε ότι ο εναγόμενος προέβη σε περαιτέρω καταβολές -πλην των ως άνω που αφαιρέθηκαν – προβάλλοντας ένσταση μερικής εξόφλησης με τις πρωτόδικες προτάσεις του, διότι, ενώ επικαλείται με τις τελευταίες ( με αρ. σχετικών 1α, 1β και 1γ) τραπεζικά εμβάσματα, που αφορούν, κατά τους ισχυρισμούς του, καταβολές για μισθώματα των ετών 2013, 2014 και 2015 ποσού 10.000 ευρώ, 14.000 ευρώ και 9.000 ευρώ αντίστοιχα, (χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει συγκεκριμένες ημερομηνίες καταβολών και ποιούς μισθωτικούς μήνες αφορούν),  εντούτοις δεν τα προσκόμισε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ούτε ενώπιον του παρόντος, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύονται αυτές. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών –εναγόμενος παραπονείται ότι εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι η καταβολή του ποσού των 13.600 ευρώ αφορά προγενέστερο του ένδικου χρέους και ότι δεν ελήφθησαν προσηκόντως υπόψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οι επικαλούμενες από αυτόν καταβολές και τα σχετικά τραπεζικά εμβάσματα της Τράπεζας Πειραιώς, που συνιστούσαν μερική εξόφληση των επίδικων μισθωμάτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά τα αναλυτικά παραπάνω αναφερθέντα.

Περαιτέρω , προέκυψε ότι λόγω των ως άνω οφειλομένων μισθωμάτων από τον εναγόμενο -μισθωτή, η ενάγουσα προέβη στην καταγγελία της επίμαχης μίσθωσης με την ένδικη αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στον εναγόµενο στις 8 Ιουλίου 2016 (όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. έκθεση επίδοσης ……/8-7-2016 του δικαστικού επιµελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά …………), μετά την πάροδο ενός μηνός από την οποία  έληξε η  µίσθωση, σύµφωνα µε το άρθρο 597 εδ. α του ΑΚ, δεδοµένου ότι επρόκειτο για µίσθωση µε διάρκεια µεγαλύτερη του έτους. Επομένως, εφόσον έληξε η μίσθωση και δεν υφίστατο τέτοια πλέον από την 9η Αυγούστου 2016, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του μισθίου στην ενάγουσα εκ μέρους του εναγομένου, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της αγωγής κι ως ουσιαστικά βάσιµου, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο επίσης ορθά υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω ποσό των οφειλομένων μισθωμάτων Φεβρουαρίου  2014 έως και Ιουνίου 2016, που κατατέθηκε η αγωγή  (52.200 ευρώ),µε το νόµιµο τόκο υπερηµερίας από την τέταρτη ηµέρα κάθε µισθωτικού µήνα και µε το νόµιµο τόκο επιδικίας από την εποµένη της επίδοσης της κρινόµενης αγωγής (9-7-2016). Πέραν τούτων, η ενάγουσα δικαιούται και τα µισθώµατα από 1η  Ιουλίου 2016 µέχρι και την 8η Αυγούστου 2016, που έληξε η µίσθωση, τα οποία δεν είχαν καταστεί ληξιπρόθεσµα µέχρι την κατάθεση της κρινόµενης αγωγής, πλην όµως έγιναν ληξιπρόθεσµα στη συνέχεια και πριν τη συζήτηση αυτής, δηλαδή το ποσό των 1.800 ευρώ ως µίσθωµα Ιουλίου 2016, µε το νόµιµο τόκο υπερημερίαςαπό 4-7-2016 και µε το νόµιµο τόκο επιδικίας από την εποµένη της επίδοσης της κρινόµενης αγωγής (9-7-2016), και το ποσό των (1.800 χ 8 : 31) 464 ευρώ, ως αναλογούν μίσθωμα για τις ηµέρες της µίσθωσης του, Αυγούστου 2016, µε το νόµιµο τόκο επιδικίας από 4-8-2016. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται και ο εναγόμενος υποχρεούται να της καταβάλει για τις ως άνω αιτίες το ποσό των (52.200 + 1.800 + 464) 54.464 ευρώ, με το νόμιμο τόκο σύµφωνα µε τα προεκτεθέντα, όπως ορθά έκρινε κι  η εκκαλουμένη. Τέλος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον όρο 16 του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης ,όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, συντρέχει περίπτωση αναγνώρισης  της κατάπτωσης της εγγύησης υπέρ της ενάγουσας ως ποινικής ρήτρας  και εις βάρος του εναγομένου,  η οποία ,όμως, εφόσον συμφωνήθηκε να καλύπτει πάντοτε δύο μισθώματα, ενόψει ότι από 1-1-2012, το αρχικό συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα των 2.200 ευρώ, μειώθηκε, με την επίσης προαναφερθείσα τροποποίηση του αρχικού συμφωνητικού σε 1800 ευρώ μηνιαίως  διαμορφώνεται σε 3.600 ευρώ (1.800 ευρώ χ 2) και όχι σε 4.200 ευρώ που ζητούσε η ενάγουσα, το οποίο είχε καταβληθεί ως εγγύηση αρχικά από τον εναγόμενο, όπως επίσης ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη.

Ο εναγόμενος –εκκαλών υποστηρίζει με τον έτερο (πρώτο) λόγο της έφεσής του ότι κακώς η εκκαλουμένη απέρριψε την προβληθείσα πρωτοδίκως ένστασή του περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, διότι, όπως ισχυρίζεται, αυτός προέβη σε εκτεταμένες επισκευές επί του μισθίου, που δεν ήταν σε καλή κατάσταση όταν το παρέλαβε και το οποίο μίσθωσε λόγω της προνομιακής θέσης του επί της παραλιακής λεωφόρου της Αίγινας, πλην όμως λόγω της τέντας που είχε τοποθετήσει όμορος ιδιοκτήτης, συναφούς με τη δική του, επιχείρησης, μειωνόταν η χρήση του στη πλατεία σε ποσοστό 20-25% επί του συνόλου της επιφάνειάς της, όταν ζήτησε δε, από την ενάγουσα, τη μείωση του τιμήματος για τον λόγο αυτό, η τελευταία δεν του απάντησε, αλλά άσκησε την ένδικη αγωγή.  Κι αυτός, όμως, ο λόγος της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, πέραν του ότι, αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα από αυτόν γεγονότα, ήτοι, αφενός μεν των διενεργηθεισών από αυτόν επισκευών στο μίσθιο, (το είδος και το κόστος των οποίων, σημειωτέον, δεν αναφέρει ούτε καν ως συνολικό ποσό), αφετέρου δε της μείωσης της χρήσης της πλατείας  εξαιτίας της ως άνω ΄΄τέντας΄΄, δεν στοιχειοθετούν την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, από πλευράς της ενάγουσας, δεδομένου ότι η εκτέλεση εργασιών από τον μισθωτή στο μίσθιο, που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για εμπορική χρήση, πράγμα άλλωστε σύνηθες, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του εκμισθωτή να απαιτήσει το μίσθωμα, το οποίο  δεν καταβάλλει, παρά τα συμφωνηθέντα, ο μισθωτής. Σε κάθε δε περίπτωση, η εν λόγω προβληθείσα ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιστατικό που να μπορεί να αποδώσει καταχρηστικότητα στη συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, συναίνεσε, όπως προκύπτει από την αναφερθείσα παραπάνω τροποποίηση του αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού, σε μείωση του μισθώματος, ανέχθηκε δε τη μη καταβολή εκ μέρους του εναγόμενου των οφειλομένων μισθωμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πριν την άσκησης της ένδικης αγωγής. Αντίθετα, αν κάποιος από τους διαδίκους θεωρηθεί ότι επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά, αυτός είναι ο εναγόμενος, ο οποίος δεν κατέβαλε όχι μόνο το συμφωνηθέν μίσθωμα αλλά ούτε καν μέρος αυτού, για όλο το προαναφερθέν διάστημα, συνεχίζει δε να παραμένει στο μίσθιο κατάστημα και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, καθώς αυτή δεν κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, χωρίς να καταβάλει κανένα ποσό για τη χρήση αυτού, όπως αναφέρει η εφεσίβλητη στις προτάσεις της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και δεν υπάρχει διαφορετικός ισχυρισμός από το εκκαλούντα –εναγόμενο ούτε προσκομίζεται κάποια απόδειξη από την οποία να προκύπτει κάποια περαιτέρω καταβολή εκ μέρους του.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που  με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε την αγωγή εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η δε δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθεί, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος του ηττηθέντος και στην εκκλητή δίκη εκκαλούντος (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ),όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό, ενώ επίσης θα διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο των παραβόλων, που κατέθεσε ο εκκαλών κατ΄άρθρο495 παρ. 3 εδ.ε ΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την έφεση κατά της υπ’αρ. 2785/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση .

 Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

 Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή το Δημόσιο ταμείο των κατατεθέντων από τον εκκαλούντα παραβόλων .

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 9 Φεβρουαρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

   Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         H  ΓPAMMATEAΣ