Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 190/2018

Αριθμός   190/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ.Π

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη προσφυγή κατά της με αριθμό 2458/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας χωρίς κλήτευση της προσφεύγουσας και κήρυξε, κατά τις διατάξεις του Κανονι­σμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, εκτελεστή στην Ελλάδα την με αριθμό 774/2007 απόφαση του Εφετείου της Περούτζια της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεχόμενο τη σχετική αίτηση του καθού η προσφυγή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 43 παρ. 1, 2 και 5 του παραπάνω Κανονισμού). Ειδικότερα η προαναφερόμενη με αριθμό 2458/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε νόμιμα στην προ­σφεύγουσα στις 3-9-2015 (η δε προσφυγή της ασκήθηκε εντός μηνός δια της καταθέσεως της στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 30-9-2015 και διά της επιδόσεως αντιγράφου της στις 12-10-2015 στους πληρεξουσίους δικηγόρους του καθού η προσφυγή (βλ. υπ. αριθμ. ……./2-10-2015 και ………./2-10-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….) ως προς την άσκη­ση της προσφυγής κατά τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η ανακοπή και διά της καταθέσεως της στη γραμματεία του αρμοδίου για την εκδίκαση της Εφετείου: (βλ. ΑΠ 1024/2001 ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει, συνεπώς, η προσφυγή να ερευνηθεί κατά την τακτική διαδικα­σία της αμφισβητούμενης πλέον δικαιοδοσίας [άρθρ. 43 παρ. 3 Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου] ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

Κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 905 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των παρ. 1 έως 3 εφαρμόζονται και για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου που αφορά την προσωπική κατάσταση. Για την αναγνώριση του δεδικασμένου αυτού πρέπει η απόφαση να μην είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη και επί πλέον να συντρέχουν και οι όροι του άρθρου 323 αριθ. 2 έως 5 (παρ/φοι 2 και 3 του άρθρου 905). Οι όροι αυτοί είναι: 1) Η υπόθεση κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου να υπαγόταν στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, 2) Ο διάδικος που νικήθηκε να μη στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και γενικά της συμμετοχής στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη που ισχύει και για τους υπηκόους του κράτους στο οποίο ανήκει το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση.. 3) Η απόφαση να μην είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου. Και 4) η απόφαση να μην είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προς τη δημόσια τάξη. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για την αναγνώριση δεδικασμένου από απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου απαιτείται, εκτός των άλλων, και η απόφαση αυτή να μην είναι αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η αλλοδαπή απόφαση. Η ύπαρξη αντίθετης απόφασης ημεδαπού δικαστηρίου αποτελεί δικονομικό λόγο που εμποδίζει την ανάπτυξη δεδικασμένου της αλλοδαπής απόφασης. Η εκκρεμής όμως αγωγή ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου δεν συνιστά εμπόδιο για την αναγνώριση αλλοδαπού δεδικασμένου (ΑΠ 108/2001 ΕλλΔνη 2001. 684). Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 45 παρ. 1 του Κανονισμού Ευρω­παϊκών Κοινοτήτων αριθμ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου του 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την ανα­γνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπο­ρικές υποθέσεις», «Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκή­θηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 43 ή 44, δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα άρθρα 34 και 35». Σύμφωνα με το άρθρο 34 του ίδιου Κανονι­σμού «Απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 1) αν η αναγνώριση αντί­κειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσε­ως, 2) αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει, 3) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκ­δοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως, 4) αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέ­στερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώριση της στο κράτος αναγνωρίσεως. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 35 του ως άνω Κανονισμού: 1) Απόφαση δεν αναγνωρίζεται επίσης αν έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των τμημάτων 3,4 και 6 του κεφαλαίου II καθώς και στις περιπτώσεις του άρθρου 72. 2) Κατά τον έλεγχο των βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, η αρχή ενώπιον της οποίας ζητείται η αναγνώριση δεσμεύεται από τις πραγματικές διαπιστώσεις στις οποίες το δικαστήριο του κράτους μέλους προελεύσεως έχει θεμελιώσει τη διεθνή δι­καιοδοσία του. 3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της πρώ­της παραγράφου, δεν ερευνάται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του κράτους μέλους προελεύσεως. Οι σχετικοί με τη διεθνή δικαιοδοσία κανόνες δεν αφορούν τη δημόσια τάξη υπό την έννοια του άρθρου 34 σημείο 1. Τέλος κατά το άρθρο 36 του εν λόγω Κανονισμού «Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως». Μόνο το γεγονός ότι το ελληνικό δίκαιο αγνοεί ορισμένο θεσμό ή ορι­σμένη ρύθμιση που προβλέπεται στο αλλοδαπό δίκαιο και εφαρμόσθηκε από την απόφαση, ή ότι στο Ελληνικό Δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντί­κειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Δεν επιτρέπεται όμως να εκτελεσθεί στην Ελλάδα απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, όταν από την εκτέλεση της πρόκειται, λόγω της αντίθεσης που ενυπάρχει σ αυτήν προς τις θεμελιώδεις ως άνω αντι­λήψεις, να διαταραχθεί ο έννομος ρυθμός που κρατεί στη χώρα (ΟλΑΠ 17/1999 Δνη 40.1288, ΕφΛαρ 484/2011 Αρμ 2013.765, Εφ.Πειρ. 711/2004 Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της με αριθμό 2458/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας κηρύχθηκε εκτελεστή στην Ελλάδα η με αριθμό 774/2007 απόφαση του Εφετείου της Περούτζια (Τομέας Εργατικών Διαφορών) της Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία επικύρωσε την από 1-2-1999 απόφαση του Πρωτοδικείου της Ρώμης που υποχρέωσε την προσφεύγουσα να καταβάλει στον καθού τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά. Όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης η οποία κηρύχθηκε εκτελεστή και προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα η προαναφερόμενη απόφαση του Ιταλικού Δικαστηρίου δημοσιεύτηκε στις 24-10-2007 ενώ όπως προκύπτει από την από 20-3-2014 βεβαίωση του Γραμματέα του ως άνω Δικαστηρίου κατά της παραπάνω απόφασης δεν ασκήθηκαν ένδικα μέσα δεδομένου ότι ούτε η προσφεύγουσα ισχυρίζεται το αντίθετο για τον μεταγενέστερο της παραπάνω βεβαίωσης χρόνο. Συνεπώς ενόψει του ότι η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου της Ρώμης δεν αποτελεί πριν την επικύρωσή της, ενόψει άσκησης ενδίκου μέσου, εκτελεστό τίτλο αλλά αντίθετα αποτελεί εκτελεστό τίτλο η απόφαση του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου που την επικυρώνει, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την κήρυξη της απόφασης του Εφετείου της Περούτζια ως εκτελεστής στην Ελλάδα απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης προσφυγής. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Ιταλικού Δικαστηρίου σε συνδυασμό με το διατακτικό της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που την κήρυξε εκτελεστή στην ελληνική επικράτεια δεν αποδεικνύεται η επικαλούμενη διάσταση των επιδικασθέντων ποσών και ο προβαλλόμενος λόγος προσφυγής είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επιπλέον ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί εκκρεμούς δίκης με το ίδιο αντικείμενο ενώπιον των ελληνικών Δικαστηρίων είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η επικαλούμενη εκκρεμοδικία δεν εμποδίζει την κήρυξη εκτελεστότητας της αλλοδαπής απόφασης παρά μόνο η αντίθετη προς απόφαση ελληνικού δικαστηρίου που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου. Τέλος, οι λόγοι της προσφυγής που αφορούν την παραγραφή της απαίτησης και την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος από τον καθού, ανάγονται στην επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως που απαγορεύεται δεδομένου ότι μόνο το γεγονός ότι στο Ελληνικό Δίκαιο κρατεί αντίθετος κανόνας, δεν σημαίνει ότι η απόφαση αντί­κειται στην εγχώρια δημόσια τάξη. Ενόψει των παραπάνω το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο κήρυξε εκτελεστή την με αριθμό 774/2007 απόφαση του Εφετείου της Περούτζια (Τομέας Εργατικών Διαφορών) της Ιταλικής Δημοκρατίας η οποία επικύρωσε την από 1-2-1999 απόφαση του Πρωτοδικείου της Ρώμης δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να απορριφθεί ως αβάσιμη ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ.). Επίσης, λόγω της ήττας της προσφεύγουσας και της απόρριψης της προσφυγής, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση των κατατεθέντων από την προσφεύγουσα κατά την κατάθεση της προσφυγής της παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 21-9-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2015) προσφυγή.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την προσφυγή.

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Διατάσσει την κατάπτωση των κατατεθέντων από την προσφεύγουσα, κατά την κατάθεση της προσφυγής της, των παραβόλων, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  15 Μαρτίου  2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ