Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 153/2018

Αριθμός  153/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Δ,Π,

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη, από 29.7.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ.  …../ 23.8.2016) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας ανακόπτουσας εταιρίας κατά των καθ΄ων η ανακοπή – εφεσιβλήτων και της υπ΄αριθ. 439/8.2.2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών), που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε την από 14.7.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2015) ανακοπή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ) δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν προσκομίζουν ούτε επικαλούνται κοινοποίηση της εκκαλουμένης. Πρέπει δε να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία των άρθρων 643 παρ. 1 και 648 ΚΠολΔ, (642 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την εισαγωγή του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 2  ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η έφεση κατατέθηκε μετά την 1.1.2016), καθόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει καταβληθεί το παράβολο έφεσης (495 ΚΠολΔ),όπως φαίνεται από τα προσκομιζόμενα υπ΄αριθ. ……../2016 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και ………./2016 παράβολα Δημοσίου.

Με την από 14.7.2015 ως άνω ανακοπή της η εκκαλούσα ζητούσε να ακυρωθούν α) η υπ΄αριθ. …/2015 διαταγή απόδοσης μισθίου ακινήτου και διαταγή πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β) η αρξαμένη σε βάρος της διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση την από 26.6.2015 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο από το πρώτο απόγραφο της ως άνω διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλει στους καθ΄ων η ανακοπή – εκμισθωτές το ποσό των 29.000 € συνολικά, ήτοι 14.500 € στον κάθε έναν από αυτούς πλέον τόκων και εξόδων, ποσό που αντιστοιχεί σε καθυστερούμενα μισθώματα από τον Ιανουάριο 2013 μέχρι τον Ιούνιο 2015, καθώς και να επιβληθεί στους καθ΄ων η δικαστική της δαπάνη. Ειδικότερα, η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι οι καθ΄ων η ανακοπή – εκμισθωτές της είχαν μισθώσει αλλότριο ακίνητο και μάλιστα δημόσιο κτήμα και ως εκ τούτου η επίδικη μίσθωση ήταν άκυρη καθώς και ότι η ανακοπτόμενη διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων ήταν άκυρη για το λόγο ότι δεν περιγραφόταν με ακρίβεια το μίσθιο και ιδίως η θέση αυτού. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, επέβαλε δε τη δικαστική δαπάνη των καθ΄ων η ανακοπή, από 1.200 €, στην ανακόπτουσα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί όπως, αφού γίνει δεκτή η έφεσή της και εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, γίνει δεκτή η ως άνω ανακοπή της και ακυρωθεί, τόσο η διαταγή απόδοσης μισθίου και καταβολής μισθωμάτων, όσο και η αρξαμένη δια της από 26.6.2015 ως άνω επιταγής, αναγκαστική εκτέλεση.

Από την διάταξη του άρθρου 575 ΑΚ, κατά την οποία, με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, συνάγεται ότι, κατά κανόνα, κάθε μίσθωση είναι έγκυρη έστω και αν το μίσθιο είναι αλλότριο, δηλαδή δεν ανήκει κατά κυριότητα στον εκμισθωτή, κατά τον χρόνο της συνάψεώς της, διότι είναι σύμβαση ενοχική και όχι εμπράγματη και επομένως η κυριότητα δεν είναι αναγκαίο στοιχείο του κύρους της. Όμως, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, κατά την οποία “επί των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησε επ` αυτών πράξιν νομής…”, σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του ίδιου νόμου, συνάγεται ότι, κατ` εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, η μίσθωση δημοσίου κτήματος είναι άκυρη (κατ` αρ. 180 Α.Κ.) όταν συναφθεί από τρίτο μη κύριο και όχι το Δημόσιο. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί εκμισθώσεως, από τρίτον μη κύριο, ακινήτων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 31/1968 “Περί Προστασίας της Περιουσίας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και ρυθμίσεως ετέρων τινών θεμάτων”, κατά την οποία οι διατάξεις των άρθρων 1-24 του Α.Ν. 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, διά την προστασία των κτημάτων αυτών,(ΑΠ 1177/2010 ΧΡΙΔ 2011/425, Δ/ΝΗ 2011/1043, ΝΟΜΟΣ). Έτσι, καίτοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, στην αγωγή απόδοσης του μισθίου δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο η ύπαρξη κυριότητας του εκμισθωτή, στις περιπτώσεις που η έλλειψη κυριότητας έχει επίδραση στο κύρος της μίσθωσης, το ζήτημα της κυριότητας είναι στοιχείο της αγωγής και αν λείπει, η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη και απορρίπτεται. Περαιτέρω, στην άσκηση αγωγής απόδοσης του μισθίου νομιμοποιείται μόνον ο εκμισθωτής, ακόμη και αν δεν είναι κύριος, εκτός αν η έλλειψη κυριότητας επιφέρει ακυρότητα της μίσθωσης, οπότε ο εκμισθωτής δεν νομιμοποιείται και η αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά αβάσιμη. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο ισχυρισμός ότι ο εκμισθωτής δεν είναι κύριος είναι αλυσιτελής σε κάθε περίπτωση, με εξαίρεση, την περίπτωση κατά την οποία η έλλειψη  κυριότητας επιδρά στο κύρος της μίσθωσης, οπότε ο σχετικός ισχυρισμός προβάλλεται με τη μορφή της ένστασης ακυρότητας της σύμβασης λόγω έλλειψης κυριότητας και αν κριθεί και ουσιαστικά βάσιμος, επάγεται την απόρριψη της αγωγής.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφικές απεικονίσεις των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε και τα οποία χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………», που εδρεύει στο …. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία συστάθηκε το έτος 1999, έχει σαν αντικείμενο δραστηριότητας τη διενέργεια εθνικών και ειδικών μεταφορών, τη μεταφορά πάσης φύσεως εμπορευμάτων και κινητών εν γένει πραγμάτων με αυτοκίνητα φορτηγά κάθε κατηγορίας Δημοσίας χρήσεως, ρυμουλκά ή μη ρυμουλκούμενα και γενικά κάθε είδους οχήματα αυτοκινήτων κατάλληλα για τέτοιου είδους μεταφορές επί καταβολή κομίστρου, (βλ. υπ΄αριθ. …/25.11.2016 τροποποίηση – κωδικοποίηση καταστατικού αυτής της συμβολαιογράφου Αθηνών ……..).Δυνάμει του από 1.2.2002 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, οι εφεσίβλητοι – καθ΄ων η ανακοπή εξεμίσθωσαν προς την εκκαλούσα, «…ένα αγροτεμάχιο που βρίσκεται στη ……… στη θέση μεταξύ του σημείου Ξ και Ν όπως φαίνεται στο σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα…», εκτάσεως περίπου 4 στρεμμάτων και με τους λοιπούς όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στο συμφωνητικό, προκειμένου η μισθώτρια να χρησιμοποιεί το μίσθιο για τη στάθμευση και συντήρηση των αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης που χρησιμοποιεί.  Η συμβατική διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε για 2 έτη. Με το από 10.1.2004 τροποποιητικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων παρατάθηκε η διάρκεια της μίσθωσης για δύο έτη, ήτοι μέχρι την 31.12.2005. Τέλος, στις 28.12.2005, με νέα τροποποίηση, οι συμβαλλόμενοι όρισαν, μεταξύ άλλων ότι α) τα όρια του μισθίου «…θα καθορισθούν με νέα επιμέτρηση και τοποθέτηση πασσάλων. …» και β) «…Σε περίπτωση διεκδίκησης των μισθωμάτων του παρόντος μισθωτηρίου, αλλά και όσων έχουν ήδη καταβληθεί από τον μισθωτή προς τους εκμισθωτάς, από το Δήμο Πειραιά, αλλά και από οποιαδήποτε άλλη Δημόσια Αρχή ή τρίτον, η απόδοσή τους θα είναι ευθύνη αποκλειστικά των εκμισθωτών. …», (άρθρο 2 του τροποποιητικού συμφωνητικού). Παρά τις συμβατικές παρατάσεις της επίδικης μίσθωσης, αυτή ίσχυε μέχρι και το 2016, δεδομένου του εμπορικού χαρακτήρα της  και της έλλειψης συμφωνίας των μερών για λήξη αυτής, (5 παρ. 1 και 61 περ. δ  πδ 34/1995). Η εκκαλούσα, παρά το γεγονός ότι ποιούσε ανενόχλητη χρήση του μισθίου, από δυστροπία έπαυσε να καταβάλει μισθώματα από τον Ιανουάριο του 2013, μέχρι και τον Ιούνιο του 2015, (500 € μηνιαίως σε καθέναν από τους εκμισθωτές  Χ 29 μήνες, σύμφωνα με το τελευταίο ως άνω μισθωτήριο), έτσι με αίτηση των εφεσιβλήτων εξεδόθη η υπ΄αριθ. ………/2015 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας διετάχθη η απόδοση της χρήσης του μισθίου στους εκμισθωτές και η καταβολή του ποσού των 14.500 € σε καθέναν από τους εκμισθωτές, πλέον τόκων, εξόδων, κλπ., με βάση την οποία οι εφεσίβλητοι επέσπευσαν την αποβολή της εκκαλούσας, στις 16.12.2015, (βλ. την υπ΄αριθ. …. έκθεση αποβολής από ακίνητο του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών ………). Ο λόγος για την ενσωμάτωση των ανωτέρω όρων στο ως άνω από 28.12.2005 συμφωνητικό τροποποίησης της μίσθωσης, ήταν ότι ήδη, δυνάμει της υπ΄αριθ. …../14.2.2005 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης της Δικαστικής Επιμελήτριας Πειραιώς …., σε εκτέλεση του υπ΄αριθ. πρωτ. ……./3.12.2004 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής του Δημάρχου Πειραιά, ο 1ος των εφεσιβλήτων, ……., αποβλήθηκε από τμήμα έκτασης 6.820,45 τμ, το οποίο βρίσκεται εντός του δημοτικού Κτήματος Σχιστού, εντός των ορίων του Δήμου Κερατσινίου, στα όρια των Δήμων Κερατσινίου και Περάματος. Μετά την αποβολή, το ανωτέρω δημοτικό κτήμα οριοθετήθηκε με πασσάλους, (βλ. σελ. 3 της ανωτέρω έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης). Έτσι, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας, πληροφορηθείς την αποβολή του 1ου εφεσιβλήτου, θέλησε να κατοχυρώσει τη θέση της εκκαλούσας ως μισθώτριας και την αποφυγή τυχόν υποχρεώσεων επιπλέον καταβολής μισθώματος προς τρίτους, σε περίπτωση τυχόν διεκδίκησης του μισθίου από τρίτους, ιδίως δε από το Δημόσιο, δεδομένου ότι η ανακοπή που άσκησε ο 1ος εφεσίβλητος κατά του ως άνω πρωτοκόλλου, καθώς και η έφεση κατά της επ΄αυτής απόφασης, απερρίφθησαν, δυνάμει των υπ΄αριθ. 37/2005 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και 2025/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντίστοιχα. Κατά την διενέργεια της αποβολής του 1ουεφεσιβλήτου, ως άνω, μέσα στο ακίνητο βρέθηκαν, χωρίς να κατέχουν συγκεκριμένο τμήμα του ακινήτου καθώς δεν υπήρχαν οριοθετημένα τμήματα, οι έλκοντες από τον αποβληθέντα δικαιώματα, βάσει ισάριθμων συμβάσεων μίσθωσης που είχαν καταρτίσει με αυτόν μισθωτές, ….., η εταιρία «……..» και η εταιρία «……..». Επίσης, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……../15.6.2006 πρωτοκόλλου Διοικητικής Αποβολής του Δημάρχου Πειραιά, αποβλήθηκαν και οι ως άνω μισθωτές, (δυνάμει της υπ΄αριθ. …./29.5.2008 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης της ίδιας ως άνω Δικαστικής Επιμελήτριας), δυνάμει δε των υπ΄αριθ. 762/2008, 763/2008 και 764/2008 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς απερρίφθησαν τελεσίδικα οι σχετικές ανακοπές των τελευταίων, (βλ. προσκομιζόμενες υπ΄αριθ. 762/2008 και 763/2008 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και 58/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά). Επίσης, την ίδια περίοδο, με άλλα πρωτόκολλα ο Δήμος Πειραιά απέβαλε και άλλους, όπως, δυνάμει του υπ΄ αριθ. ……./3.12.2004 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής τον ……, από έκταση 5.594,94 τμ, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……./3.12.2004 πρωτοκόλλου, απέβαλε την εταιρία «……..», από έκταση 7.466,92 τμ, και δυνάμει της υπ΄αριθ. 138/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά απέβαλε το ΥΠΕΧΩΔΕ από έκταση 36 στρεμμάτων. Ωστόσο, στην παρούσα δίκη, δεν αποδείχθηκε ότι το ένδικο μίσθιο δεν ανήκει στην κυριότητα των εφεσιβλήτων – εκμισθωτών και δη ότι ανήκει στο Δημόσιο, ή στο Δήμο Πειραιά, με συνέπεια την ακυρότητα της ένδικης μίσθωσης όπως εκτέθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας και ισχυρίζεται η ανακόπτουσα με τον 1ο λόγο της ανακοπής της. Ειδικότερα, ο μάρτυρας της εκκαλούσας κατέθεσε στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι εξαιτίας του θορύβου από τις αποβολές των ανωτέρω μισθωτών και λόγω της αδράνειας των εφεσιβλήτων εκμισθωτών να οριοθετήσουν με ακρίβεια το μίσθιο και να τους επιδείξουν τίτλους ιδιοκτησίας,  αν και τους όχλησε σχετικώς προφορικά, έπαυσε την καταβολή μισθωμάτων από το τέλος του έτους  2008, δηλαδή πολύ πριν από τον ένδικο χρόνο, (από τον Ιανουάριο 2013 έως και τον Ιούνιο 2015). Επίσης, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε με την ως άνω ανακοπή της επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη  ότι έκτοτε, (τέλος του 2008 – αρχές του 2009), προέβη στη μετεγκατάστασή της σε όμορο χώρο, «κάτωθεν» του μισθίου και δεν οφείλει μισθώματα διότι οι εφεσίβλητοι εκμισθωτές δεν είναι κύριοι του μισθίου, αλλά αυτό εμπίπτει σε ευρύτερη περιοχή που ανήκει στο Δήμο Πειραιά, μετά από απαλλοτρίωση. Από την από 29.7.1996 έκθεση κτηματογράφησης που συνέταξε η τοπογράφος μηχανικός ………., σε εκτέλεση της απόφασης κτηματογράφησης του Νομάρχη Πειραιά, με αριθμό 1133094/3.6.1993, σχετικά με ακίνητα έκτασης 27.095 τμ, (6 ιδιοκτησίες), που απαλλοτριώθηκαν για την κατασκευή του κόμβου της Λεωφόρου  Σχιστού με τη Λεωφόρο Ικονίου, προκύπτει ότι οι φερόμενοι ιδιοκτήτες είναι α) για την ιδιοκτησία με κτηματολογικό αριθμό 1, που περιλαμβάνει τμήμα του ρέμματος Ικονίου και τμήμα της Λεωφόρου Σχιστού, το ελληνικό Δημόσιο, β) για την ιδιοκτησία με αριθμό 2, ο Δήμος Πειραιά, δοθέντος ότι από προηγούμενη (από το 1954) αναγκαστική απαλλοτρίωση μείζονος έκτασης 162.850 τμ υπέρ του Δ. Πειραιά, για την απόθεση απορριμμάτων, το τοπογραφικό διάγραμμα δεν βρέθηκε, αλλά χρησιμοποιήθηκαν αυτά που υπέβαλε ο τελευταίος, γ) για την ιδιοκτησία με αριθμό 3, εκτάσεως 1375,7 τμ, ο Δήμος Πειραιά, δοθέντος ότι αποτελεί τμήμα της ανωτέρω μείζονος απαλλοτριωθείσας έκτασης, ενώ ο 1ος εφεσίβλητος, μεταξύ άλλων διεκδικητών τμήματος αυτής 367,1 τμ, δεν προσκόμισε στοιχεία ώστε να βρει έρεισμα η διεκδίκησή του, σε κάθε δε περίπτωση, το διεκδικούμενο από αυτόν τμήμα εμπεριέχεται στη ζώνη απαλλοτρίωσης που αφορά στην ιδιοκτησία με αριθμό 1, για δε τις λοιπές ιδιοκτησίες, αναγράφονται ως ιδιοκτήτες τρίτοι και το Ελληνικό Δημόσιο. Το γεγονός ότι υπέρ του Δ. Πειραιά, όπως προεκτέθηκε, απαλλοτριώθηκε έκταση 162.850 τμ για εναπόθεση απορριμμάτων, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι και το μίσθιο εμπίπτει εντός αυτής και ότι, συνεπώς, ανήκει στο Δ. Πειραιώς και όχι στους εφεσίβλητους, με περαιτέρω συνέπεια την ακυρότητα της μίσθωσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 νδ 31/1968, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, καθώς η έκταση αυτή δεν περιγράφεται και δεν οριοθετείται. Περαιτέρω προκύπτει ότι στην κυριότητα του 1ουεφεσιβλήτου αντιστοιχούν δύο αρχικές εγγραφές στο κτηματολόγιο και δη οι υπ΄αριθ. ΚΑΕΚ ………. και ………., ακινήτων με έκταση 1.715 τμ και 18.745 τμ, αντίστοιχα, με αιτία κτήσης «χρησικτησία», (βλ. αντίστοιχα ΚΑΕΚ), ενώ για το  2ο εφεσίβλητο δεν υφίστανται σχετικές εγγραφές, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. …………/17.12.2015 πιστοποιητικό κτηματολογικών εγγραφών του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς). Η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι από τις αρχές του 2009, μετεγκαταστάθηκε σε όμορο του μισθίου ακίνητο και δη σε τμήμα του υπ΄αριθ. ΚΑΕΚ ………, εκτάσεως 18.490 τμ, ιδιοκτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία το απέκτησε με παραχώρηση από Δημόσιο φορέα, (βλ. προσκομιζόμενο ΚΑΕΚ).Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι στην πρωτοβάθμια δίκη η εκκαλούσα είχε ισχυριστεί ότι το μίσθιο από το οποίο αποβλήθηκε ανήκε στο Δήμο Πειραιά και ότι η ίδια από το 2009 μετεγκαταστάθηκε σε όμορο ακίνητο που επίσης ανήκε στο Δήμο Πειραιά, ενώ στην παρούσα δίκη υποστηρίζει ότι ανήκει στην Εκκλησία της Ελλάδος. Ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά, διότι η εκκαλούσα προσκομίζει τα απαραίτητα για την επίρρωση του ισχυρισμού της έγγραφα, σχετικά με την κυριότητα του ως άνω εκκλησιαστικού ακινήτου (ΚΠολΔ 527,  ΑΠ 1143/2015). Ωστόσο, από το από 20.3.2017 συμφωνητικό μίσθωσης, προκύπτει ότι η εκκαλούσα και η Εκκλησία της Ελλάδος, δια των νομίμων εκπροσώπων τους, συνομολόγησαν μίσθωση του εν λόγω ακινήτου, αρχομένη από 1.4.2017, δηλαδή πολύ αργότερα από τον αναφερόμενο από την εκκαλούσα χρόνο αλλά και από την αποβολή της από το ένδικο μίσθιο, που έλαβε χώρα στις 16.12.2015, ως άνω. Πέραν δε της κατάθεσης του μάρτυρα της εκκαλούσας στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναφέρει ότι από τη μετεγκατάστασή τους στο όμορο ακίνητο δεν ξαναπλήρωσαν κανένα μίσθωμα στους εφεσιβλήτους, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι πάντως, η εκκαλούσα κατέβαλλε μίσθωμα στην Εκκλησία της Ελλάδος για τη χρήση του ως άνω ακινήτου της από το χρόνο εκείνο, (2009), (απόδειξη καταβολής, εγγραφή στα βιβλία εξόδων της εκκαλούσας, κλπ.), ή ότι πράγματι μετεγκαταστάθηκε από τότε. Άλλωστε, το από 20.3.2017 μισθωτήριο με την Εκκλησία της Ελλάδος καταρτίστηκε μετά από τις από 20.5.2016 και 7.6.2016 (υπ΄αριθ. πρωτ. …. και ….., αντίστοιχα), σχετικές αιτήσεις της εκκαλούσας προς την Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών, ήτοι  μετά την αποβολή της από το μίσθιο που έλαβε χώρα το έτος 2015.Περαιτέρω, στο προσκομιζόμενο από Ιουνίου 2016 τοπογραφικό διάγραμμα των πολιτικού μηχανικού …… και τοπογράφου μηχανικού …….. που επισυνάπτεται στο από 20.3.2017 ως άνω μισθωτήριο με την Εκκλησία της Ελλάδος και συνετάγη με εντολή του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας, αποτυπώνονται τα όμορα ακίνητα, μεταξύ των οποίων και το υπ΄αριθ. ΚΑΕΚ …….. του 1ουεφεσιβλήτου, πλην όμως, ενώ για τα λοιπά όμορα σημαίνονται τα ΚΑΕΚ και αναφέρεται για κάθε ένα από αυτά ότι αποτελούν ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, ως προς το ανωτέρω εγγεγραμμένο ως ανήκον στον 1ο εφεσίβλητο, δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο, ενώ θ΄αναφερόταν εάν πράγματι η κυριότητα αυτού ανήκε σε άλλον πλην των εφεσιβλήτων, με συνέπεια την ακυρότητα της μίσθωσης. Επίσης, στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, περιλαμβάνονται  δύο αποσπάσματα ορθοφωτοχάρτη Ε.Κ.ΧΑ, με φωτοληψία του έτους  2009, στο οποίο απεικονίζεται πλήρωση με σταθμευμένες νταλίκες και άλλα μεγάλου μεγέθους οχήματα και αντικείμενα, όπως άλλωστε περιγράφεται και στην ως άνω υπ΄αριθ. …./2015 έκθεση αποβολής της εκκαλούσας, τόσο του μισθωμένου από την Εκκλησία τμήματος με ΚΑΕΚ ……., όσο και του ομόρου αυτού με ΚΑΕΚ ……., (στη φωτοληψία του 2009), πράγμα που σημαίνει ότι κατά το έτος 2009, η εκκαλούσα βρισκόταν ακόμη στο μίσθιο και δεν το εγκατέλειψε από τότε  όπως ισχυρίζεται. Μάλιστα, στις 5.9.2013, κατέβαλε στους εφεσιβλήτους το ποσό των 1.000 € ως μίσθωμα για το μήνα Δεκέμβριο 2012, (βλ. προσκομιζόμενη απόδειξη), ενώ στις 4.12.2013, στην υπ΄αριθ. …../2013 δήλωση τρίτου κατ΄΄ άρθρ. 985 ΚΠολΔ, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας δήλωσε ότι αποδέχεται να καταβάλει το μίσθωμα των 500 € μηνιαίως που αντιστοιχεί στο 2ο των εφεσιβλήτων στην αρμόδια  Δ.Ο.Υ, τέλος δε,  στις 22.7.2016, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εκκαλούσας, δήλωσε προς το Αστυνομικό Τμήμα Περάματος που τον όχλησε μετά από εισαγγελική παραγγελία που εκδόθηκε λόγω παραπόνων των εκμισθωτών, ότι τα ογκώδη αντικείμενα που έχει αφήσει στο μίσθιο θα τα παραλάβει όταν ανεύρει γερανό για την αποκομιδή τους, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. ………..– α΄ από 22.7.2016 αντίγραφο συμβάντος), παρά το γεγονός ότι με το από 20.5.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η εκκαλούσα ανέλαβε την υποχρέωση να παραλάβει τα εναπομείναντα στο μίσθιο κινητά πράγματά της. Εν όψει όλων των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ένδικη μίσθωση ήταν άκυρη εξαιτίας της κυριότητας του Δήμου Πειραιά ή τρίτου φορέα του Δημοσίου επί του μισθίου και όχι των εκμισθωτών – εφεσιβλήτων, ούτε ότι η εκκαλούσα είχε εγκαταλείψει το μίσθιο από τις αρχές του έτους 2009, απ΄όπου και αποβλήθηκε σε εκτέλεση της υπ΄αριθ. …../2015 ως άνω διαταγής απόδοσης. Συνεπώς, μετά την υπερημερία τη εκκαλούσας ως προς την καταβολή των μισθωμάτων,  νομίμως οι εφεσίβλητοι ζήτησαν, ως συνεκμισθωτές, την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) με την παρούσα, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις  διατάξεις του άρθρου 662 Γ παρ. 1 και 2  ΚΠολΔ, «Αρθρο 662 Γ. 1. Η διάταξη του άρθρου 626 παρ. 1 εφαρμόζεται αναλόγως.2. Η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 117 ή 118 και εκείνα του άρθρου 119 παρ. 1, καθώς και: α)αίτημα να εκδοθεί διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και μνεία του τόπου όπου βρίσκεται με περιγραφή του, β) επίκληση του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, γ) επίκληση της κατά το άρθρο 662 Α περίπτωσης σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου με μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης.» εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 662 Δ ΚΠολΔ, «Άρθρο 662 Δ.  1. Αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα σε κάθε περίπτωση περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ` ου να αποδώσει στον αιτούντα τη χρήση του μισθίου, και τον καταδικάζει στα Δικαστικά έξοδα.  2. Η διαταγή καταρτίζεται εγγράφως και περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, β) το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και κατοικία του αιτούντος και του καθ` ου η αίτηση, γ) περιγραφή του μισθίου, δ) την αιτία της απόδοσης με έκθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης επίδοσης της όχλησης, ε) διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, στ) υπόμνηση στον καθ`ου ότι μετά την πάροδο  [δύο μηνών] από την προς αυτόν επίδοση η διαταγή θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ότι δικαιούται να ασκήσει κατ` αυτής ανακοπή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από της επιδόσεως και ζ) υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η περιγραφή και η αναφορά του τόπου όπου βρίσκεται το μίσθιο ακίνητο στην αίτηση και τη διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, είναι απαραίτητες προκειμένου να πληρωθεί η προϋπόθεση της δεκτικότητας αναγκαστικής εκτέλεσης του τίτλου, καθόσον για να εκτελεστεί η διαταγή απόδοσης μισθίου απαιτείται να προκύπτει η ταυτότητα του μισθίου και να μη δημιουργείται αμφιβολία γι΄αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, στην από 5.6.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../26.6.2015) αίτηση για έκδοση διαταγής απόδοσης μισθίου και πληρωμής  οφειλομένων μισθωμάτων που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι και στην υπ΄αριθ. …../2015 επ΄ αυτής εκδοθείσα διαταγή του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το μίσθιο ακίνητο περιγράφεται όπως ακριβώς και στο μισθωτήριο συμφωνητικό, ήτοι κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία για την ταυτότητά του. Εξάλλου, συντελέστηκε και η εκτέλεση του ως άνω εκτελεστού τίτλου, όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. 230/2015 ως άνω έκθεση, δυνάμει της οποίας η εκκαλούσα αποβλήθηκε από το μίσθιο, ενώ τα ισχυριζόμενα από αυτήν ότι η αναγκαστικής εκτέλεση έλαβε χώρα επί άλλου ακινήτου (του εκκλησιαστικού κτήματος) και όχι  επί του επίδικου μισθίου, αποδείχθηκαν αβάσιμα, σύμφωνα με τ΄ανωτέρω, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι κατά την αποβολή της από το μίσθιο (2015), η εκκαλούσα βρισκόταν στο ως άνω εκκλησιαστικό κτήμα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ατελή αιτιολογία η οποία παραδεκτά (ΚΠολΔ 534) συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο, (495 ΚΠολΔ). Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 29.7.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../2016) έφεση και απορρίπτει αυτήν στην ουσία.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα ευρώ (750 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ