Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 109/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     109/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου ,Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Δ.Π.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 3710/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς , που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663επ. ΚΠολΔ), όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές και τα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016 ,όπως η ένδικη έφεση ( άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ.495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης.

Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄υλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς ( άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους των εκκαλούντων των προβλεπομένων ,από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς ,σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου ,από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι εργατικές διαφορές , όπως εν προκειμένω.

               Σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ «αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού». Από τη διάταξη αυτή. που αποτελεί ειδικότερη ρύθμιση σε σχέση προς τις γενικές περί υπερημερίας δανειστή διατάξεις των άρθρων 349 έως 360 ΑΚ τις οποίες συμπληρώνει και τροποποιεί, συνάγονται δύο ειδικότερες περιπτώσεις αξιώσεων του εργαζομένου προς καταβολή των αποδοχών του αν και δεν παρασχέθηκε από αυτόν εργασία. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της «υπερημερίας του εργοδότη» ως προς την αποδοχή της εργασίας του μισθωτού και η δεύτερη είναι αυτή της «αδυναμίας αποδοχής της εργασίας» από λόγους που αφορούν τον ίδιον τον εργοδότη, εφόσον όμως η αδυναμία αυτή δεν οφείλεται σε γεγονός που θα είχε τα χαρακτηριστικά της «ανώτερης βίας» (ΑΠ 148/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Λαναρά «Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, εκδ. 20]4, σελ. 107, Μ. Λεοντάρη «Εργατικό Δίκαιο», εκδ, 2014, σελ.353, Ι. Ληξουριώτη, «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις», εκδ.2010, σ. 332, Δ). Ανωτέρη βία δε, με τη συνδρομή της οποίας ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας στον εργαζόμενο, κατ` άρθρο 656 Α.Κ. ,συνιστά κάθε απρόβλεπτο και τυχαίο γεγονός που δεν μπορεί να αποτραπεί ακόμη και αν ληφθούν μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης. Με βάση τα παραπάνω ανώτερη βία δεν συντρέχει στην περίπτωση που τα επικαλούμενα από τον εργοδότη περιστατικά ανάγονται στον κύκλο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου αυτού, αφού αυτά θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ως ενδεχόμενα κατά την κοινή πείρα και συνεπώς να αντιμετωπισθούν.(ΑΠ 1301/2013, ΑΠ 19/2004, Εφ.Δυτ.Στερ. 83/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το ως άνω δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως, υπόκειται, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση συντρέχει και στην περίπτωση αντιφατικής συμπεριφοράς του μισθωτού ιδίως όταν αυτή συνιστά προσχεδιασμένο τέχνασμα για την επίτευξη πρόσθετου οικονομικού οφέλους (Ολ.ΑΠ 8/2001). Περαιτέρω, όταν η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνολικώς εκτιμώμενα, προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί “πράγμα” που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 Κ.Πολ.Δ, Συνεπώς, η άσκηση αυτού πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίσθηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 790/2014, ΑΠ 1342/2014, ΑΠ 1502/2010, ΑΠ 2251/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) .Τέλος ,κατά το άρθρο 871 ΑΚ, με τη σύμβαση του συμβιβασμού, οι συμβαλλόμενοι διαλύουν, με αμοιβαίες υποχωρήσεις, μια έριδα τους ή μια αβεβαιότητα, για κάποια έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, η εν λόγω σύμβαση θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ), Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση, ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζόμενου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό, ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό όπου, όμως, υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται αυτές, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν θεωρείται ότι αντιβαίνει ο συμβιβασμός στα άρθρα 871 ΑΚ, 8 Ν.2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 Ν,Δ, 4020/1959. 2 και 5 παρ. 3 Ν. 3198/1955 και επομένως είναι έγκυρος, διότι, έτσι, αποφεύγει ο εργαζόμενος να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα αβέβαιης διάρκειας και έκτασης. Όταν, όμως, δεν υπάρχει πραγματική, αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν δεν είναι αµοιβαίες οι υποχωρήσεις και γίνονται µόνο από τον εργαζόµενο, τότε δεν υπάρχει συµβιβασµός µε την ανωτέρω έννοια, αλλά, ενδεχοµένως, άλλη σχέση (άφεση χρέους ή αναγνώριση αξιώσεως), είναι δε αδιάφορο το γεγονός, ότι οι συµβαλλόµενοι χαρακτήρισαν την µεταξύ τους σχέση ως συµβιβασµό και η σχετική σύµβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζοµένου από νόµιµες αξιώσεις του, η οποία είναι άκυρη (ΑΠ 754/2014, ΑΠ 376/2012, ΑΠ 1306/2010, ΑΠ 54712007, ΑΠ 1408/2005, όλες δηµοσιευµένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ),

Στην προκειμένη περίπτωση , η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη , εξέθετε στην από 15-7-2014 και με αριθμό εκθ. κατάθεσης …./2014  αγωγή της, κατ΄ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ,ότι προσελήφθη στον Πειραιά την 1-12-2006 από τον δεύτερο εναγόµενο, ο οποίος ενεργούσε τόσο ατοµικά, όσο και ως νόµιµος εκπρόσωπος της πρώτης εναγοµένης ετερόρρυθμης εταιρίας δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να απασχοληθεί ως λαντζιέρα στην ψαροταβέρνα «……….» ,που οι εναγόµενοι εκμεταλεύονταν στον Πειραιά . Ότι ήταν κάτοχος του απαιτούμενου από το νόμο βιβλιαρίου υγείας καθώς επίσης ενημέρωσε τον εναγόμενο ότι ήταν έγγαμη και μητέρα δύο ενήλικων τέκνων . Ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστηµα εργαζόταν έξι ηµέρες την εβδοµάδα, µε ρεπό κάθε Δευτέρα,  και ο συµφωνηµένος µηνιαίος µισθός της  ανέρχονταν στο ποσό των 1.073 ευρώ µικτά και 820 ευρώ καθαρά, ενώ είχε συµφωνηθεί τα επιδόµατα εορτών, καθώς και τα επιδόµατα και οι αποδοχές αδείας να καταβάλλονται επιπλέον του ανωτέρω µισθού. Ότι από το µήνα Σεπτέµβριο του έτους 2012 έως και το µήνα Μάρτιο του έτους 2014 δεν καταβλήθηκε σε αυτήν µέρος των δεδουλευµένων αποδοχών της, ενώ δεν της καταβλήθηκαν επίσης το επίδοµα εορτών Χριστουγέννων έτους 2012 και τα επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα έτους 2013, αποδοχές αδείας και επίδοµα αδείας έτους 2013 και αποδοχές αδείας έτους 2014 ,όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή. Ότι στις 30-04-2014 οι εναγόµενοι της ανακοίνωσαν προφορικά την απόλυσή της χωρίς να της καταβάλουν την αποζηµίωση απόλυσης, η οποία, εξ αυτών των λόγων ,είναι άκυρη, καθώς επίσης παράνοµη και καταχρηστική, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν .Ακόμη, εξέθετε ότι αν και προσέφερε στους εναγόµενους πραγµατικά και προσηκόντως τις υπηρεσίες της, εντούτοις ,αυτοί αρνιόνταν την αποδοχή τους. Ότι η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων και η µη καταβολή των ανωτέρω αποδοχών της, προξένησε σ’ αυτήν και ηθική βλάβη. Ζητούσε δε ,όπως παραδεκτά περιόρισε το αίτημα της αγωγής, µε προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της (αρθρ. 223,295 παρ. 1, 297,591 παρ.1 ΚΠολΔ) : α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της που έγινε στις 30-4-2014, β) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι να αποδέχονται στο µέλλον τις προσηκόντως και νοµίµως προσφερόµενες υπηρεσίες της, απειλουμένης κατ’ αυτών χρηµατικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ηµέρα µη συµµόρφωσής τους, γ) να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, ο καθένας εις ολόκληρον, να της καταβάλλουν το συνολικό ποσό των 18.937 ευρώ, ήτοι ποσό 7.134 ευρώ που αντιστοιχεί στους δεδουλευµένους µισθούς, ποσό 2.682,50 ευρώ για τα επιδόµατα εορτών, 1.609,50 ευρώ για το επίδοµα και τις αποδοχές αδείας έτους 2013 και 7.511 ευρώ για τους µισθούς υπερηµερίας για το χρονικό διάστηµα από 1-5-2014 έως 30-11-2014 και δ) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 11.438 ευρώ, ήτοι ποσό 5.365 ευρώ που αντιστοιχεί στους µισθούς υπερηµερίας χρονικού διαστήµατος από 1-12-2014 έως 30-4-2015, ποσό 1.073 ευρώ για τις αποδοχές αδείας έτους 2014 και 5.000 ευρώ για τη χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη .Επικουρικά σε περίπτωση που κριθεί νόµιµη η καταγγελία της σύµβασης εργασίας της, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι, εις ολόκληρον ευθυνόµενοι, να της καταβάλουν το ποσό των 1.502,20 ευρώ για αποζηµίωση απόλυσης. Όλα δε τα παραπάνω ποσά, (ζητούσε) να επιδικαστούν µε το νόµιµο τόκο από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την ηµέρα καταγγελίας της σύµβασης εργασίας της ( 30-4-2014), άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητούσε  να απαγγελθεί κατά του δεύτερου των εναγοµένων προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους λόγω της αδικοπραξίας και ως µέσο εκτελέσεως της εκδοθησοµένης αποφάσεως και να καταδικασθούν οι εναγόµενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Οτι επικουρικά, σε περίπτωση που η προαναφερόµενη σύµβαση εργασίας της κριθεί άκυρη, τα παραπάνω ποσά οφείλονται σε αυτήν σύµφωνα µε τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού, αφού απορρέουν από ακύρως παρασχεθείσα εργασία και αντιστοιχούν στην ωφέλεια που αποκόµισαν οι εναγόµενοι, η οποία συνίσταται στις αποδοχές που θα κατέβαλαν σε άλλον εργαζόμενο που θα απασχολούσαν με έγκυρη σύμβαση εργασίας, υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας (ειδικότητα, καθήκοντα) με εκείνες της ενάγουσας.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 3710/2015) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς ,αφού ορθώς έκρινε την αγωγή παραδεκτή και ορισμένη , παρά των περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων ,τους οποίους επαναλαμβάνουν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους , καθώς αναφέρονται σε αυτήν όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, ήτοι ο χρόνος κατάρτισης της επίδικης σύμβασης, το είδος και οι όροι παροχής  της εργασίας της , ο συμφωνηθείς μισθός, οι οφειλόμενες αποδοχές και τα επιδόματα ανά κονδύλι, ενώ επίσης αναφέρεται αναλυτικά ανά μήνα το οφειλόμενο ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών , αφαιρουμένου επίσης ανά μήνα του καταβληθέντος ποσού αυτών, αλλά και το ότι είναι κάτοχος του νομίμου βιβλιάριου υγείας, θεωρημένου από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών και δεν χρειάζεται ,για το ορισμένο της αγωγής ,να μνημονεύεται ο χρόνος θεώρησης και η διάρκεια ισχύος του  ,παρά τα όσα αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι-εκκαλούντες με τον ως άνω λόγο της έφεσής τους  , ο οποίος είναι απορριπτέος , διότι δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην αγωγή ούτε καν η ύπαρξη βιβλιαρίου υγείας, η έλλειψη του οποίου αποτελεί ένσταση του εναγομένου περί ακυρότητας της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 1029/1995, Εφ.Πατρ. 446/2004, Εφ.Θεσ.102/2001, όλες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) .Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή νόμιμη, (πλην του αιτήματός της περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο λόγω μη υπάρξεως αδικοπραξίας, όπως ειδικότερα αναλύεται σε αυτήν και συνακόλουθα και το αίτημά της περί προσωπικής κράτησης του δεύτερου εναγομένου ως μέσον αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί , το οποίο προϋποθέτει αδικοπρακτική συμπεριφορά κι ως προς αυτά δε τα σημεία της , η εκκαλουμένη, δεν προσβάλλεται με την ένδικη έφεση) και στη συνέχεια την έκανε εν μέρει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτήν .

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι εναγόμενοι –ήδη εκκαλούντες , με την κρινόμενη έφεσή τους ,για  τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν, πέραν του ως άνω απαντηθέντος,  και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων , ζητούν δε την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή της αντιδίκου τους .

Από την εκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα απόδειξης και της ανωµοτί εξετασης του δευτέρου εναγοµένου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασης αυτού, όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, καθώς επίσης της υπ’ αρ.  ….   /2-10-2014 ένορκης βεβαίωσης της…….. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκοµίζει και επικαλείται η ενάγουσα, η οποία ελήφθη µετά από νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση των εναγοµένων, καθώς η γνωστοποίηση εξέτασης των µαρτύρων, περιλαµβάνεται στο δικόγραφο της αγωγής, η οποία επιδόθηκε στις 24-07-2014 (βλ.υπ’ αρ. ……./24-07-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) και των υπ’ αρ. ………5/25-05-2015 ενόρκων βεβαιώσεων των …., ……. και ……, αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που προσκοµίζουν και επικαλούνται οι εναγόµενοι και λήφθηκαν ύστερα από προηγούµενηνόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση της αντιδίκου τους (βλ. υπ’αρ. …. /19-05-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά:

Η ενάγουσα προσελήφθη στον Πειραιά την 1-12-2006 από τον δεύτερο εναγόµενο, ο οποίος ενεργούσε ως διαχειριστής κι ομόρρυθμος εταίρος της πρώτης εναγοµένης ετερόρρυθμης εταιρίας, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να απασχοληθεί ως λαντζιέρα στην ψαροταβέρνα «………….» ,που οι εναγόµενοι διατηρούν στον Πειραιά και εργάσθηκε υπό την ανωτέρω ειδικότητα έως τις 30-4-2014, οπότε οι εναγόµενοι κατήγγειλαν τη σύµβαση εργασίας της. Η σύμβαση αυτή εργασίας ήταν έγκυρη , απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού περί του αντιθέτου δεύτερου λόγου της ένδικης έφεσης, καθώς προσκομίζεται από την ενάγουσα το απαιτούμενο από το νόμο βιβλιάριο υγείας της (ΑΜ ……..) ,ενώ δεδομένου ότι αυτή είναι Ελληνίδα υπήκοος , δεν απαιτείται να λάβει άδεια εργασίας την οποία θα πρέπει να έχουν οι αλλοδαποί που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης , κατ΄άρθρον 23 παρ. 1 Ν. 1975/1991 , το οποίο επικαλούνται οι εναγόμενοι –εκκαλούντες στον ως άνω λόγο τηw έφεσης. Ειδικότερα ,από την 1-12-2006 και έως τις 30-6-2009, η ενάγουσα εργαζόταν επί πέντε ηµέρες την εβδοµάδα, µε δύο ρεπό, ενώ από 1-7-2009 το ωράριο εργασίας της ήταν 17-24 επί έξι ηµέρες την εβδοµάδα, πλην της Δευτέρας που είχε ρεπό. Ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός της ενάγουσας , η οποία είχε  γνωστοποιήσει στους εναγόµενους κατά την πρόσληψή της ότι ήταν έγγαµη και µητέρα δύο ενηλίκων τέκνων , ανέρχονταν για το επίδικο διάστημα σε 1.073 ευρώ µικτά και 820 ευρώ καθαρά, ενώ τα επιδόµατα εορτών, καθώς και τα επιδόµατα και οι αποδοχές αδείας θα καταβάλλονταν επιπλέον του ανωτέρω µισθού . Η καταβολή των δεδουλευµένων αποδοχών της ενάγουσας γινόταν κανονικά έως και τον Αύγουστο του έτους 2012, ενώ από το Σεπτέµβριο του ιδίου έτους, δεν της καταβαλλόταν το σύνολο του µισθού της, αλλά µέρος αυτού, ενώ δεν της είχαν καταβληθεί τα επιδόµατα εορτών Χριστουγέννων έτους 2012 και 2013, καθώς και το επίδοµα και οι αποδοχές αδείας έτους 2013. Για το λόγο αυτό η ενάγουσα προσέφυγε στις 26-2-2014 στην Επιθεώρηση Εργασίας και κατήγγειλε τους εναγόµενους ζητώντας την καταβολή των οφειλοµένων σε αυτή ύψους 10.889,50 ευρώ . Στις 28-3-2014 συζητήθηκε ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας η διαφορά αυτή κι ο δεύτερος εναγόµενος, ως εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, παραδέχθηκε ότι το ποσό του µηνιαίου µισθού της ενάγουσας ήταν 820 ευρώ καθαρά, που περιελάµβανε αµοιβή για την εργασία της τις καθηµερινές και τις αργίες, κι επίσης ότι υπήρχε οφειλή δεδουλευµένων µισθών από τον Σεπτέµβριο του έτους 2012, καθώς και επιδοµάτων και αποδοχών αδείας, χωρίς όµως να προσδιορίσει το ακριβές ποσό. Στη συζήτηση που επαναλήφθηκε στην Επιθεώρηση Εργασίας στις 8-4-2014, οι διάδικοι συµβιβάστηκαν ως προς το ύψος των διαφορών τους, συµφωνώντας ότι το ποσό της οφειλής ανέρχεται σε 6.000 ευρώ, τα οποία ο δεύτερος εναγόµενος, εκπροσωπώντας την πρώτη εναγοµένη ετερόρυθμη εταιρίας, αλλά κι ευθυνόμενος ατομικά ως ομόρρυθμος εταίρος της , συµφώνησε να καταβάλει στην ενάγουσα τµηµατικά σε µηνιαίες δόσεις των 350 ευρώ, η πρώτη δόση δε ορίστηκε να καταβληθεί στις 10-5-2014. Ακόμη, ο δεύτερος εναγόµενος δήλωσε ότι η ενάγουσα, όπως και όλοι οι εργαζόµενοι, βρισκόταν σε κανονική άδεια λόγω κλεισίµατος της επιχείρησης, κι ότι στο τέλος της άδειας, που θα ήταν περίπου την 1η Μαΐου, θα γινόταν η απόλυσή της και η καταβολή της αποζηµίωσης απόλυσης. Επίσης ότι θα καταβάλλονταν στην ενάγουσα – εργαζοµένη, ο µισθός του Απριλίου (αποδοχές αδείας), καθώς και το Δώρο Πάσχα, κι ότι τα τελευταία δεν περιλαµβάνονταν στον διακανονισµό. Τόσο η ενάγουσα όσο και οι εναγόμενοι αποδέχθηκαν τον ανωτέρω διακανονισµό. Ο εξώδικος αυτός συµβιβασµός, εν όψει και όσων εκτέθηκαν στη µείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως, είναι έγκυρος, αφού η ενάγουσα -µισθωτή περιόρισε τις εργατικές της αξιώσεις µε αντάλλαγµα την αποδοχή τους από τους εναγόµενους- εργοδότες και την εντεύθεν δυνατότητα αποφυγής του δικαστικού αγώνα, του οποίου το αποτέλεσµα θα µπορούσε να αποβεί και σε βάρος της µισθωτής (ενάγουσας) µε δεδοµένη την αποδεικνυόµενη από τα πράγµατα συνδροµή σοβαρής αµφιβολίας και αβεβαιότητας ως προς την ουσιαστική θεµελίωση των ένδικων αξιώσεων, όπως έκρινε και η εκκαλουμένη .Ενόψει λοιπόν του ότι το ποσό που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους ότι οφείλεται από τους εναγόμενους στην ενάγουσα, με βάση τον ως άνω ισχύοντα συμβιβασμό, τον οποίο άλλωστε δεν αμφισβητούν οι εκκαλούντες, αντίθετα μάλιστα αυτοί τον είχαν προτείνει κατ΄ένσταση στο πρωτόδικο δικαστήριο, ανέρχεται σε 6.000 ευρώ ,ανεξαρτήτως του αρχικού ύψους των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών – επιδομάτων στην εργαζόμενη –ενάγουσα, εφόσον οι εναγόμενοι συμφώνησαν να καταβάλουν το παραπάνω ποσό, είναι άνευ αντικειμένου οι ισχυρισμοί τους περί μερικής εξόφλησης των αρχικά οφειλομένων και συμψηφισμού ποσού 90 ευρώ , που προβάλλουν με τον όγδοο και ένατο λόγο της έφεσής τους, οι οποίοι ,έτσι, τυγχάνουν απορριπτέοι .  Ο  ανωτέρω συµβιβασµός, παρότι δεν τηρήθηκε από τους εναγοµένους, παραµένει έγκυρος, αφού δεν προσβλήθηκε για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 872 ΑΚ, µόνη δε η µη καταβολή των συµφωνηθεισών δόσεων δεν επιφέρει την ακύρωσή του. Λόγω της σύναψης του συµβιβασµού, οι αξιώσεις της ενάγουσας που είχαν προβληθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας και είχαν αποτελέσει αντικείμενο του συμβιβασμού, ήτοι οι διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών από τον Σεπτέμβριο του 2012 έως και τον Μάρτιο του έτους 2014, οι μη καταβληθείσες αποδοχές και το επίδομα αδείας έτους 2013, καθώς και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων ετών 2012 και 2013, έχουν περιοριστεί στο ποσό των 6.000 ευρώ, όπως προαναφέρθηκε  οπότε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς δέχθηκε ότι η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά το ποσό αυτό, σύμφωνα με το περιεχόμενο του συμβιβασμού, όσον αφορά στα ως άνω κονδύλια που αφορά,  απορριπτομένου του επιπλέον -πέραν του συμβιβασμού- αιτουμένου, από την ενάγουσα, ποσού των 4.889,50 ευρώ, ως ουσία αβάσιμου, δεκτής γενομένης της καταλυτικής των ανωτέρω δικαιωμάτων ένστασης που υπέβαλαν οι εναγόμενοι, ως προς το σημείο αυτό,  άλλωστε, δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη με την κρινόμενη έφεση, όπως και για το μέρος αυτής που δέχθηκε ότι η ενάγουσα έχει λάβει την αμοιβή της για το Δώρο Πάσχα έτους 2013, με βάση την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους η από 30-4-2013 απόδειξη πληρωμής αποδοχών υπογεγραμμένη από την ενάγουσα  κι απέρριψε το σχετικό κονδύλιο ως ουσιαστικά αβάσιμο.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα από 1-4-2014 έως 30-4-2014 είχε λάβει την άδεια αναψυχής της, πλην όμως δεν καταβλήθηκαν σε αυτή οι αποδοχές αδείας που δικαιούτο, που δεν περιλαμβάνονταν στον ως άνω συμβιβασμό και οι οποίες σύμφωνα με τη δήλωση του δευτέρου εναγομένου στην Επιθεώρηση Εργασίας είχαν συμφωνηθεί να της καταβληθούν στο τέλος της άδειάς της, πλην όμως δεν καταβλήθηκαν τελικά. Από το βιβλίο δε αδειών που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, στο οποίο υπέγραψε η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι η τελευταία έλαβε την άδειά της κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, όχι όμως κι ότι καταβλήθηκε σε αυτήν το επίδομα αδείας και οι αποδοχές αδείας. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται τις αποδοχές αδείας έτους 2014, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 1.073 ευρώ μικτά, το οποίο οφείλουν να της καταβάλουν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δεκτού γενομένου ως ουσία βάσιμου του σχετικού κονδυλίου ,όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Ακόμη, προέκυψε ότι από τα μέσα του έτους 2012, η επιχείρηση των εναγομένων άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, να καταβάλει στους εργαζόμενους, μεταξύ αυτών και στην ενάγουσα, μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών. Επειδή δεν διαφαινόταν ανάκαμψη (της επιχείρησης), αποφασίσθηκε να εκμισθωθεί το ακίνητο που στεγαζόταν αυτή, το οποίο ανήκε στον δεύτερο εναγόμενο, για επαγγελματική χρήση. Πράγματι, αρχές Απριλίου έτους 2014 το ακίνητο εκμισθώθηκε σε νέο επιχειρηματία, γι αυτό και δόθηκαν άδειες αναψυχής σε όλο το προσωπικό. Εν συνεχεία, με το από 19-5-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της πρώτης εναγομένης εταιρίας, αυτή ετέθη σε εκκαθάριση και ορίστηκε εκκαθαριστής αυτής ο δεύτερος εναγόμενος. Στις 30-4-2014 ο δεύτερος εναγόμενος, ανακοίνωσε στην ενάγουσα την απόλυσή της, η οποία υπέγραψε το σχετικό έντυπο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, χωρίς να της καταβάλει την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης. Δεν αποδείχθηκε δε ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα με τον ανωτέρω εξωδικαστικό συμβιβασμό αναγνώρισε την καταγγελία της σύμβασής της ως έγκυρη, απρόσβλητη και ισχυρή, παραιτούμενη ρητώς από το δικαίωμα να προσβάλει αυτή και την άσκηση των δικαιωμάτων της εξ αυτής, καθώς στο περιεχόμενο του από 8-4-2014 συμβιβασμού, όπως αυτό αναφέρθηκε παραπάνω, δεν περιλαμβάνεται, τουλάχιστον σαφώς και ρητώς, τέτοια παραίτηση. Οπότε, οι σχετικοί περί του αντιθέτου τρίτος και πέμπτος λόγοι της έφεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι . Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί η λύση της εναγομένης εταιρίας, η διακοπή των εργασιών της και η θέση αυτής σε εκκαθάριση ως περιστατικό,  που συνιστά ανώτερη βία η οποία αίρει την υποχρέωσή της ως προς την  καταβολή των μισθών υπερημερίας της ενάγουσας, καθώς το γεγονός αυτό εντάσσεται στα όρια του επιχειρηματικού κινδύνου του εργοδότη, την ευθύνη του οποίου φέρει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένων των όσων αντιθέτως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι –εκκαλούντες με τον έβδομο λόγο της έφεσής τους .

Όμως,  πέραν των ανωτέρω και ενόψει ότι όπως προαναφέρθηκε και στη μείζονα σκέψη, το πιο πάνω δικαίωμα για τους μισθούς υπερημερίας (όπως κάθε δικαίωμα) απαγορεύεται να ασκείται καταχρηστικά, ήτοι καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του (άρθρο 281 ΑΚ), το παρόν δικαστήριο κρίνει,  από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά που εξ αυτών αποδείχθηκαν, ότι το δικαίωμα της ενάγουσας να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της και την καταβολή μισθών υπερημερίας, ασκείται καταχρηστικά από αυτήν για τους εξής λόγους. α) Η λειτουργία της επιχείρησης των εναγομένων όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία και συνομολογείται κι από την ενάγουσα , σταμάτησε από τέλος Απριλίου 2014 , η πρώτη εναγομένη εταιρία τέθηκε σε εκκαθάριση και το ακίνητο στο οποίο έδρευε ,όπως προαναφέρθηκε ,εκμισθώθηκε σε τρίτους ,οπότε οι εργοδότες – εναγόμενοι, από την 1η-5-2014, δεν  μπορούσαν για  ανεξάρτητους της θελήσεώς τους λόγους ,οι οποίοι δεν φτάνουν στο σημείο ,όπως προεκτέθηκε μεν να συνιστούν ανωτέρα βία , αλλά σε κάθε περίπτωση δεν οφείλονται σε κακοβουλία και δυστροπία τους, να αποδέχονται την εργασία που τους προσέφερε η ενάγουσα από την ως άνω ημερομηνία και εντεύθεν .Ας σημειωθεί στο σημείο αυτό δε ότι η ίδια η εκκαλουμένη απορρίπτει το αίτημα της αγωγής περί επιβολής χρηματικής ποινής εις βάρος των εναγομένων για κάθε ημέρα άρνησης εκ μέρους  τους να αποδέχονται την προσφερόμενη εργασία της ενάγουσας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι δέχεται ότι, εφόσον το κατάστημα τους δεν υφίσταται πλέον και έχει εκμισθωθεί σε τρίτα πρόσωπα , υπάρχει αντικειμενική αδυναμία απασχόλησής της, β) ο δεύτερος εναγόμενος εργάζεται ήδη ως ιδιωτικός υπάλληλος με περιορισμένα οικονομικά μέσα, γ) μέχρι το έτος 2012 η εναγομένη εταιρία ήταν απόλυτα συνεπής στην καταβολή των αποδοχών στους εργαζόμενους, άρχισε δε έκτοτε και έως το 2014, που αναγκάστηκε να διακόψει οριστικά τη λειτουργία της, να καταβάλλει μέρος των αποδοχών  του προσωπικού λόγω των έντονων προβλημάτων που αντιμετώπιζε, λόγω και της εξαιρετικά σοβαρής  οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα τα τελευταία επτά και πλέον έτη, δ) όπως αναφέρει στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του ο …………, έτερος εργαζόμενος στην επιχείρηση, συμφωνήθηκε με όλους τους εργαζομένους , λόγω της οικονομικής αδυναμίας των εναγομένων, να καταβληθεί και η αποζημίωση απόλυσής τους με δόσεις, πράγμα που αργότερα αρνήθηκε η ενάγουσα. Aυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η ενάγουσα υπέγραψε αφενός μεν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, παρόλο που δεν της καταβλήθηκε συγχρόνως η αποζημίωση απόλυσης, αφετέρου δε το ως άνω έγγραφο του συμβιβασμού, στο οποίο περιλαμβανόταν και η δήλωση του δεύτερου εναγομένου ότι  ΄΄στο τέλος της αδείας της (περίπου 1η Μαΐου), θα γίνει απόλυσή της και καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως΄΄, από το οποίο δεν προκύπτει μεν ρητή αναγνώριση εκ μέρους της ότι αποδέχεται την καταγγελία σύμβασης ως έγκυρη αλλά συνάγεται ότι διεκδικεί την αποζημίωση απόλυσης και όχι μισθούς υπερημερίας. Ακόμη, κατόπιν του ως άνω συμβιβασμού (8-4-2014) και ενόψει του ότι δεν της είχε καταβληθεί η αποζημίωση απόλυσης και οι ως άνω αποδοχές αδείας της του έτους 2014, η ενάγουσα προσφεύγει εκ νέου στην Επιθεώρηση Εργασίας συνοδευόμενη από τον δικηγόρο της, συντάσσεται δε το από 3-6-2014 δελτίο εργατικής διαφοράς , όπου αναφέρεται ότι αυτή αξιώνει τις ως άνω αποδοχές αδείας καθώς και ΄΄αποζημίωση λόγω καταγγελίας σύμβασης εργασίας την 30η-4-2014 ΄΄, χωρίς να αναφέρει κάτι για διεκδίκηση εκ μέρους της μισθών υπερημερίας, δημιουργώντας με βάση τα  παραπάνω, την εύλογη εντύπωση τους εναγομένους –εργοδότες της ότι δεν πρόκειται να αξιώσει τέτοιους μισθούς (δεδομένου δε ότι δεν υπήρχε πλέον  επιχείρηση ώστε να προσφέρει προσηκόντως και πραγματικά την εργασία της), κατά τα προαναφερθέντα, αλλά μόνο την αποζημίωσή της. Η συμπεριφορά αυτή της ενάγουσας, που, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, έδωσε την ως άνω εντύπωση στους εναγόμενους, ανεξάρτητα αν δεν μεσολάβησε ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα αδράνειάς της, και σε σχέση με τις επαχθείς γι αυτούς συνέπειες (λόγω της πολύ δύσκολης οικονομικής κατάστασης στην οποία έχουν περιέλθει), που επιφέρει η άσκησή του, καθώς θα πρέπει να καταβάλουν μισθούς υπερημερίας για μεγάλο χρονικό μάλιστα διάστημα χωρίς να υπάρχει καν επιχείρηση, βρίσκεται εκτός των ορίων της καλής πίστης και υπερβαίνει τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος με αποτέλεσμα η άσκησή του να είναι καταχρηστική και ως τέτοια παράνομη και να μην παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερους τους εργοδότες –εναγόμενους (βλ.σχετ. και ΑΠ 940/2015, ΑΠ 2251/2009, ΑΠ 114/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς, κατά τα προαναφερθέντα δεν οφείλονται εκ μέρους των εκκαλούντων –εναγομένων μισθοί υπερημερίας στην ενάγουσα –εφεσίβλητη –εργαζόμενη για το διάστημα από 1-5-2014 έως 30-4-2015, συνολικού ποσού 12.876 ευρώ (12 µήνες Χ 1.073 ευρώ) τους οποίους μη ορθώς επιδίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκτιμώντας εσφαλμένα ότι δεν υφίσταται καταχρηστική άσκηση του σχετικού ένδικου δικαιώματος της ενάγουσας ,οπότε το σχετικό αίτημα της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο , γενομένου δεκτού του σχετικού τέταρτου λόγου της ένδικης έφεσης. Παρέλκει δε, δεδομένου ότι το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας στην ενάγουσα, η εξέταση της επικουρικά προβαλλόμενης ένστασης των εναγομένων την οποία επαναφέρουν με τον έκτο λόγο της έφεσής τους περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας σε συνδυασμό με το άρθρο 656 παρ. 2 ΑΚ περί κακόβουλης μη ανεύρεσης εργασίας εκ μέρους της.  Συνεχίζει ,όμως, να οφείλεται σε αυτήν, γενομένου δεκτού του επικουρικού σχετικού αιτήματος της αγωγής της, η αποζημίωση απόλυσής της από τους εναγομένους, τον καθένα εις ολόκληρον,  ύψους 1502,20 ευρώ ήτοι 42,92 ευρώ το ημερομίσθιο της ενάγουσας (1.073 ευρώ μηνιαίoς μισθός διά 25) επί 30 ημερομίσθια καθώς είχε επτά έτη υπηρεσίας ήτοι 1287,6 ευρώ συν 1/6, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν προέκυψε ότι αυτή εντάσσεται στον ως άνω συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων, ούτε ότι της έχει καταβληθεί, ούτε, βέβαια, ότι, σχετικά με την αξίωσή της αυτή, ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμά της, κατά τα εκτενώς ανωτέρω αναφερθέντα.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά το βάσιμο περί τούτου ως άνω λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί.  Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν κι αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ουσίαν, (πρέπει) να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, ο καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλλουν στην ενάγουσα-εφεσίβλητη για τις ως άνω αιτίες τα προαναφερθέντα ποσά,  ήτοι 6.000 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές , 1.502,20 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης (και συνολικά 7.502,20 ευρώ), με το νόμιμο τόκο για το μεν ποσό των 6.000 ευρώ (που καθορίστηκε κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα με το συμβιβασμό) από την επίδοσης της αγωγής, για το δε ποσό των 1.502,20 ευρώ από την επομένη της ημερομηνίας απόλυσής της δηλ. από 1-5-2014, έως την εξόφληση, καθώς επίσης να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν, ο καθένας εις ολόκληρον σε αυτήν (ενάγουσα) ως αποδοχές αδείας του έτους 2014, το ποσό των 1.073 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 1-5-2014 έως την εξόφληση. Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ,όπως αβασίμως ζητούν οι εναγόμενοι- εκκαλούντες  με τις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου προτάσεις τους, και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί η ενάγουσα να τους επιστρέψει το ποσό για το οποίο κηρύχθηκε η πρωτόδικη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και μέρος των επιδικασθέντων πρωτοδίκως εις βάρος τους δικαστικών εξόδων ,το οποίο έχουν ήδη καταβάλει σε αυτήν (6.500 ευρώ), καθώς τα επιδικασθέντα και από το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως άνω ποσά στην ενάγουσα, σε κάθε περίπτωση υπερβαίνουν το παραπάνω ήδη καταβληθέν .

Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων  και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρ.178, 183 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας –εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της , εις βάρος των εναγομένων –εκκαλούντων, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 3710/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγόμενους –εκκαλούντες να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, στην ενάγουσα -εφεσίβλητη, το ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και είκοσι λεπτών (7.502,20 ευρώ ), με το νόμιμο τόκο ,για μεν το ποσό των 6.000 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ,για δε το ποσό των 1502,20 ευρώ από την 1η -5-2014, έως την εξόφληση. .

Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι -εκκαλούντες οφείλουν ,ο καθένας εις ολόκληρον, να καταβάλουν στην ενάγουσα-εφεσίβλητη, το ποσό των χιλίων εβδομήντα τριών (1.073) ευρώ ,με το νόμιμο τόκο από την 1η -5-2014, έως την εξόφληση.

Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας –εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος των εναγομένων –εκκαλούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων πενήντα (950) ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 9 Φεβρουαρίου 2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

    Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      H  ΓPAMMATEAΣ