Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 166/2018

Αριθμός   166  /2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρεται προς συζήτηση η από 24-11-2014 (αριθμ. εκθ. κατάθ……/2014) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄αριθμ. 1883/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ).

Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, από την οποία να αφετηριάζεται η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης. Επομένως συνάγεται ότι η έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ., 511 επ. του ΚΠολΔ., είναι και εμπρόθεσμη, κατά την διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ίδιου κώδικα, ως ασκηθείσα προ πάσης επιδόσεως, και πρέπει εξ αυτού του λόγου να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ( άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ. ), με την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρ. 524 παρ. 1 και 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).

Επειδή  από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 652 ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθ. 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν` ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ` αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι, δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η παράλειψη του εργοδότη να τον ασφαλίσει στο ΙΚΑ (ΑΠ 608/2014, 2105/2013) κλπ.  (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ602/2017, ΑΠ 171/2016, 608/2014, 2242/2013). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, που ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου είναι το ότι οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα και όχι σ` αυτή καθ` εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την επίτευξή του. Αντικείμενο της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Τέλος, ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως σχέσης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίδεται σε αυτή από τους συμβαλλόμενους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την περί αυτού κρίση από το σύνολο των περιστατικών που αποδεικνύονται σε συγκεκριμένη περίπτωση (ΟλΑΠ19/2007, ΑΠ433/2011).

Επειδή η καταγγελία της αόριστης διάρκειας εργασιακής σχέσης ελέγχεται από το Δικαστήριο, όχι μόνο ως προς την ύπαρξη των διατυπώσεων του άρθρου 5 του ν.3198/1955 ή των περιορισμών του δικαιώματος καταγγελίας του εργοδότη από ειδικές διατάξεις νόμου, αλλά και ως προς την τυχόν καταχρηστική άσκηση του εργοδοτικού δικαιώματος σύμφωνα με το άρθρο 281ΑΚ. Για να ελεγχθεί από το Δικαστήριο η καταχρηστική άσκηση της απόλυσης πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί και αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατ’άρθρ.281ΑΚ έννοια της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, είτε καθ’υποφοράν με την αγωγή του, είτε κατ’αντέσταση κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής του, σε απόκρουση της ένστασης του εναγόμενου εργοδότη του περί λύσης της εργασιακής σχέσης λόγω της καταγγελίας (ΟλΑΠ 237/1956ΕΕΔ15,537). Το βάρος της απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την αόριστη νομική έννοια της καταχρηστικής άσκησης της καταγγελίας φέρει ο εργαζόμενος ενάγων, εφόσον η καταγγελία συνιστά αναιτιώδη μονομερή δικαιοπραξία και έχει το τεκμήριο της εγκυρότητας (ΑΠ 1259/1987 εεδ 47, 1139, ΑΠ 1268/1974 ΕΕΔ 34,1161). Ο δικαστικός έλεγχος της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος γίνεται με αντικειμενικά και όχι με υποκειμενικά κριτήρια, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο των εργοδοτικών συμφερόντων, αλλά εκείνα και των μισθωτών, που ως μοναδικό μέσο συντήρησής τους έχουν την εργασία τους. Τούτο συνάγεται και από το άρθρο 22παρ.1 του Συντάγματος κατά το οποίο το Κράτος οφείλει να λαμβάνει μέτρα για την προστασία της εργασία και της δημιουργίας θέσεων εργασίας. Αλλά και από το άρθρο 281ΑΚ το οποίο υποχρεώνει το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος (βλ.Λ.Ντάσιο, “Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο”, έκδ.Ε΄, παρ.471 και 472). Περαιτέρω, αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει την προβλεπόμενη από τον α.ν.539/1945 άδεια ανάπαυσης στον συμφωνηθέντα ή προγραμματισθέντα χρόνο ή μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ο μισθωτός δικαιούται ν’ασκήσει αγωγή, με την οποία να ζητά να αναγνωρισθεί το δικαίωμά του και να υποχρεωθεί ο εργοδότης στη χορήγηση αυτούσιας της άδειας και στην καταβολή των αποδοχών και του επιδόματος αυτής. Αν όμως ο εργοδότης δεν χορήγησε την άδεια έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο μισθωτός δικαιούται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ.3 ν.δ.3755/1957, ν’αξιώσει την πληρωμή της αποζημίωσης, ίσης προς το διπλάσιο των αποδοχών της άδειας, καθώς και το επίδομα άδεις, έστω και αν ο μισθωτός δεν υπέβαλε σχετική αίτηση. Η διάταξη απαιτεί προηγούμενη διαπίστωση της παράλειψης το εργοδότη από το αρμόδιο όργανο του Υπουργείου Εργασίας. Η διοικητική αυτή ενέργεια δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση του δικαιώματος περί διπλασιασμού των αποδοχών άδειας, αλλ’αποδεικτικό στοιχείο της παράλειψης του εργοδότη, η οποία μπορεί ν’αποδειχθεί και μ’άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί και στοιχείο της αγωγής. Για τη θεμελίωση της αξίωσης του διπλασιασμού των απόδοχών της άδειας δεν αρκεί η μη χορήγηση της άδειας, έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε(ΑΠ1554/1997ΔΕΝ54,687, ΑΠ889/1989ΕΕΔ 49, 686, Λ. Ντάσιου “Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο”, έκδ.Ε΄, σελ. 540επ.).΄Ετσι, όταν ζητούνται αποδοχές αδειών παρελθόντων ετών στο διπλάσιο, πρέπει ν’αναφέρεται στην αγωγή ότι οι άδειες δεν χορηγήθηκαν από υπαιτιότητα του εργοδότη, παρόλο, που ο ενάγων τις ζήτησε. Η παράλειψη του στοιχείου τούτου καθιστά την αγωγή αόριστη, ως προς το αίτημα διπλασιασμού των αποδοχών (ΑΠ 96/1977 ΕΕΔ36,398, ΕφΑθ 4290/1973 ΕΕΔ 33,82). Πταίσμα του εργοδότη δεν υπάρχει όταν ο μισθωτός δεν έκανε χρήση της χορηγηθείσης άδειας ή σκόπιμα απέφυγε να τη ζητήσει (ΑΠ 1224/1976 ΕΕΔ36,224, ΕφΘεσ 578/1989 ΕΕΔ8, 747). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 του ΚΠολΔ με σαφήνεια συνάγεται ότι τόσο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εκτός των άλλων στοιχείων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων, που κατά το νόμο είναι αναγκαία προς στήριξη του αξιουμένου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής ή της λήψης ασφαλιστικών μέτρων από τον ενάγοντα/ αιτούντα κατά του εναγομένου η αίτηση (βλ. ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 1981.296). Η αναγραφή των πραγματικών περιστατικών είναι απαραίτητη για να μπορέσει τόσο ο αμυνόμενος να αμυνθεί όσο και το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής και να διατάξει τις επιβαλλόμενες αποδείξεις (βλ. ΑΠ 560/1979 ΝοΒ 1979.1599, Κ. Κεραμέα, Αστ.Δικ.Δίκαιο, 1986, παρ. 75, σελ. 204, 205). Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επάγεται την ακυρότητα του δικογράφου λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1078/1978 ΕΕργΔ 38.131, ΑΠ 531/1973 ΝοΒ 21.1428, ΕφΑΘ 2639/1978 Αρμ 32.561, ΕφΑΘ 2822/1986 Δ 17.479, ΕφΑΘ 6435/ 1987 ΝοΒ 36.364), η οποία (αοριστία) δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις έγγραφες προτάσεις, ούτε με παραπομπή στα υπάρχοντα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων και ερευνάται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης, διότι αναφέρεται στην έλλειψη προδικασίας, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (βλ. ΕφΑΘ 11631/1987, ΑρχΝ 39.256, ΕφΑΘ 1308/1987, ΕλλΔνη 29.524, ΕφΑΘ 2465/1985, Δ 15.726).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 29-10-2013 αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής παραδεκτά διορθώθηκε, κατ’άρθρο 224 ΚΠολΔ, ο ενάγων ιστορούσε ότι την 1-11-2005 προσλήφθηκε από την εναγόμενη, νόμιμα εκπροσωπούμενη, ως ραδιοφωνικός παραγωγός, με αντικείμενο την παραγωγή και παρουσίαση ραδιοφωνικής (μουσικής και δημοσιογραφικής) εκπομπής στο ραδιοφωνικό σταθμό «………», που εκμεταλλεύεται αυτή. Ότι απασχολήθηκε δυνάμει συμβάσεων έργου, αρχής γενομένης με τις από 1-11-2005, 1-9-2007 και 1-11-2011 άτυπες συμβάσεις και στη συνέχεια δυνάμει της από 2-1-2012 έγγραφης σύμβασης αόριστης διάρκειας και της από 1-1-2013 έγγραφης τροποποίησης αυτής, έναντι των εκάστοτε αναφερόμενων στην αγωγή συμφωνηθεισών μηνιαίων αποδοχών. Ότι δυνάμει των παραπάνω αναφερόμενων διαδοχικών συμβάσεων από την πρόσληψή του, μέχρι την καταγγελία της τελευταίας από αυτές από την εναγόμενη, στις 31-7-2013, παρείχε ανελλιπώς την εργασία του, η οποία συνίστατο στην ευθύνη παραγωγής και παρουσίασης ραδιοφωνικής εκπομπής, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, επί δύο ή τρεις ώρες ημερησίως, σε ώρες εκπομπών που καθορίζονταν, κατά, τις αναφερόμενες στην αγωγή χρονικές περιόδους, από την εναγόμενη, χρησιμοποιώντας τα τεχνολογικά μέσα που η ίδια του παρείχε, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτής, υποκείμενος στις εντολές και τις οδηγίες των εκπροσώπων της, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, κατά τρόπο ώστε η συμβατική σχέση που τον συνέδεε με την τελευταία να είναι εκείνη της εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι, όπως κατ’ επίφαση αναφερόταν, της σύμβασης έργου. Ότι ακολούθως η εναγόμενη, στις 31-7-2013, κατήγγειλε την παραπάνω περιγραφόμενη σύμβαση εργασίας του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, με βάσει τις αποδοχές του, κατά τον κρίσιμο χρόνο, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 1.276 ευρώ μηνιαίως. Ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η εναγόμενη ουδέποτε του κατέβαλε επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, ενώ δεν του κατέβαλε αποδοχές αδείας για το έτος 2013, τις οποίες οφείλει να του καταβάλει προσαυξημένες κατά 100%. Ότι περαιτέρω, η αναίτια και καταχρηστική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από την εναγόμενη, μετά από οκτώ έτη αδιάλειπτης και επιτυχούς απασχόλησής του στον παραπάνω ραδιοφωνικό σταθμό της, προσέβαλε παρανόμως την προσωπικότητά της, επιφέροντας ηθική και επαγγελματική του μείωση. Με βάση τα προεκτεθέντα, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής  (άρθρα 224, 294, 295 και 297 ΚΠολΔ), κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ο ενάγων ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των 25.872,16 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, για οφειλόμενα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων των ετών 2008 έως 2013 και Πάσχα των ετών 2009 έως 2013, επιδόματα αδείας των ετών 2008 έως 2013, αποδοχών αδείας έτους 2013, προσαυξημένων κατά 100% και οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, επικουρικά, δε, ζητούσε το ανωτέρω ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η εναγόμενη κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του και ο πλουτισμός σώζεται στο πρόσωπο της μέχρι σήμερα και β) το ποσό των 10.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που έχει υποστεί από την προαναφερόμενη αναίτια και καταχρηστική καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης.

Επειδή σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 61 του Ν.4194/2013, «Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητα τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης… υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα III, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (Α` 109), όπου ισχύει.», σύμφωνα, δε, με την παρ.4 του ίδιου άρθρου «Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράσταση του κατά τη συζήτηση των ανωτέρων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη”.

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, κατά την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (10-12-2013), η εναγόμενη, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά, παραστάθηκε, εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, ….., ο οποίος κατέθεσε εμπρόθεσμα (2-11-2016) έγγραφες προτάσεις. Ωστόσο, από το προσκομιζόμενο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης  υπ’αριθμ. …../16-12-2013 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών, αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν το κατέθεσε στο δικαστήριο την 10-12-2013, ημερομηνία της συζήτησης της αγωγής, αλλά μεταγενέστερα, την 16-12-2013. Το γεγονός, ωστόσο, της καθυστερημένης κατάθεσης του σχετικού γραμματίου δεν καθιστά απαράδεκτη τη διαδικαστική πράξη της παράστασης της εναγόμενης, καθώς ουδόλως, προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ. 1 και παρ.4 του Ν.4194/2013 το ακριβές χρονικό σημείο που πρέπει να γίνει η κατάθεση αυτή, αλλά μόνον ορίζεται ότι εάν ουδόλως κατατεθεί το εν λόγω γραμμάτιο επέρχεται απαράδεκτο. ΄Αλλωστε, το αληθές νόημα του νόμου είναι η έκδοση του σχετικού γραμματίου, για κάθε διαδικαστική πράξη και ουχί οι λεπτομέρειες του χρόνου και τρόπου κατάθεσής του, κρίση που ενισχύεται και από το ότι, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 61 του Ν.4194/2013, που προστέθηκε μετά το πρώτο εδάφιο αυτής, με το άρθρο 31 Ν.4509/2017,ΦΕΚ Α 201/22.12.2017, «Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη, η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο». Ορθά και νόμιμα, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε κατ’αντιμωλία των διαδίκων και όχι ερήμην της εναγόμενης και, ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης πρέπει ως νόμω αβάσιμος, να απορριφθεί.

Η κρινομένη αγωγή πάσχει αοριστίας κατ’ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., ήτις αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, η οποία ελλείπουσα στο δικόγραφο καθιστά αυτήν ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, μη δυνάμενη να συμπληρωθεί δια των προτάσεων (Α.Π.915/80, ΝοΒ 1981, 296), δεδομένου ότι αναφορικά με το αίτημα επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, παρέλειψε να αναφέρει οποιοδήποτε περιστατικό, που συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της εναγόμενης , ενόψει του ότι προσβολή προσωπικότητας δεν συντρέχει με μόνη την άκυρη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ομοίως, απαράδεκτη λόγω αοριστίας είναι και αξίωση του ενάγοντος να του επιδικαστεί προσαύξηση 100% λόγω μη  χορήγησης της άδειας ανάπαυσης για τα αναφερόμενα στην αγωγή έτη, καθώς για την επιδίκαση του σχετικού κονδυλίου δεν αρκεί η μη χορήγηση της άδειας, έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, αλλά χρειάζεται και υπαιτιότητα του εργοδότη για τη μη χορήγησή της, παρά την αίτηση του ενάγοντος προς τούτο, περιστατικό που δεν επικαλείται ο ενάγων. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε ως αόριστα τα αιτήματα της αγωγής α)περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω της καταγγελίας της επικαλούμενης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και περί επιδίκασης προσαύξησης 100% επί των αιτούμενων αποδοχών άδειας, ορθά το νόμο εφάρμοσε και οι περί του αντιθέτου δεύτερος και τρίτος λόγοι της έφεσης, αντίστοιχα, ως αβάσιμοι να απορριφθούν.

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ` όλα ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προτάσεις τους (βλ. και ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 9/2000 Δημ. ΝΟΜΟΣ), είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ 3, 339, 395, 591 παρ. 1 και 529 ΚΠολΔ), έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η νόμιμα προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα με αριθμό …../6-12-2013 ένορκη βεβαίωση του …….., η οποία λήφθηκε με πρωτοβουλία του, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ……., μετά από νόμιμη πριν από 24 ώρες κλήτευση της εναγομένης, κατ’ άρθρο 671 παρ.1 εδ τελευταίο ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό …./4-12-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο, κατά την προκειμένη διαδικασία, μπορεί να λάβει υπόψη του (άρθρα 671 παρ. 1 και 681 A ΚΠολΔ)        και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στον Πειραιά και νομίμως εκπροσωπούμενη, εναγόμενη εταιρεία εκμεταλλεύεται ραδιοφωνικό σταθμό τοπικής εμβέλειας στο νομό Αττικής, ποικίλου προγράμματος, υπό τον διακριτικό τίτλο “………”.Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων που καταρτίστηκαν αρχικά ατύπως (προφορικά) την 1-11-2005, 1-9-2007 και 1-1-2011, κατόπιν, δε, εγγράφως στις 2-1-2012, ανάμεσα σε αυτή και τον ενάγοντα, ο τελευταίος ανέλαβε την παραγωγή και παρουσίαση μουσικής και δημοσιογραφικής εκπομπής, η οποία μεταδιδόταν καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή και ειδικότερα: α) για το χρονικό διάστημα από 1-11-2005 έως 31-8-2007 από ώρα 15.00 έως 18.00, β) για το χρονικό διάστημα από 1-9- 2007 έως 7-6-2012 από ώρα 07.00 έως 10.00, γ) για το χρονικό διάστημα από 10-6-2012 έως 12-9-2012 από ώρα 15.00 έως 18.00 και δ) για το χρονικό διάστημα από 15-9-2012 έως 31-7-2013, οπότε και καταγγέλθηκε από την εναγομένη η μεταξύ τους σύμβαση, από ώρα 10.00 έως 12.00.  Καθ’ όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, κύρια επαγγελματική απασχόληση του ενάγοντος, ο οποίος είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με δυνατότητα παράστασης στον Άρειο Πάγο, ήταν η άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, προς τούτο, δε, διατηρούσε επαγγελματική έδρα στην Αθήνα, επί της οδού …… Αναφορικά με την παραπάνω δικηγορική ιδιότητα του ενάγοντος, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι ασυμβίβαστη προς αυτήν η ανάληψη οποιασδήποτε άλλης, εκτός από τις αναφερόμενες στον Κώδικα Δικηγόρων, έμμισθη υπηρεσία, είτε σε φυσικό είτε σε νομικό πρόσωπο, όχι όμως και η άσκηση δημοσιογραφικής εργασίας, καθώς η εν λόγω εργασία δεν προσδίδει στον ενεργούντα αυτή δικηγόρο την ιδιότητα του δημοσιογράφου, για την απόκτηση της οποίας, άλλωστε, απαιτούνταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 3 του ισχύσαντος μέχρι την 6.6.1978 (N. 780/78) N.Δ. 1004/1971 “περί δημοσιογραφικού επαγγέλματος”, η κατά κύριο και σύνηθες επάγγελμα ενασχόληση με την έκδοση και σύνταξη εφημερίδος ή περιοδικού, προϋποθέσεις, που δεν υφίστανται προκειμένου περί εν ενεργεία δικηγόρου (ΑΠ57/1994ΕΕργΔ1996,28) και συνεπώς, στην υπό κρίση περίπτωση, η δικηγορική ιδιότητα δεν αποτελούσε ασυμβίβαστο ως προς την παραγωγή και παρουσίαση της συμφωνηθείσας ραδιοφωνικής εκπομπής. Την παραπάνω ιδιότητα του ενάγοντος, μάλιστα, γνώριζε η εναγόμενη και προς διασφάλιση της απρόσκοπτης άσκησης του δικηγορικού του λειτουργήματος, ρητά συνομολογήθηκε με τον όρο 10 της παραπάνω από 2-1-2012 έγγραφης σύμβασης, ότι η εναγόμενη αναγνωρίζει ότι ο ενάγων ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και ως εκ τούτου αυτός αναλαμβάνει να παρέχει το συμφωνημένο έργο, ανεξάρτητα της κύριας απασχόλησής του και σε διαφορετικό χρόνο από αυτή. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της παραπάνω σύμβασης, ρητά συμφωνήθηκε στο άρθρο 1 αυτής, ότι κατά την παραγωγή και παρουσίαση της ραδιοφωνικής εκπομπής του, ο ενάγων θα διατηρεί πλήρη ελευθερία ενεργειών και κατά το άρθρο 11, ότι δεν θα λαμβάνει μισθούς και επιδόματα και δεν θα υπόκειται σε κρατήσεις κοινωνικής ασφάλισης, ενώ κατά το άρθρο 4, ότι θα λαμβάνει ετήσιο εργολαβικό αντάλλαγμα συνολικού ποσού 17.016 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό των 1.418 ευρώ, για κάθε μήνα παροχής του έργου. Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3 και 6 της ως άνω σύμβασης, η επιλογή των θεμάτων, ο χρόνος και ο χώρος προετοιμασίας, καθώς και η παρουσία ή όχι του ενάγοντος στις εγκαταστάσεις της εναγομένης θα γινόταν με δική του επιλογή, με τους περιορισμούς: α) ότι η εκπομπή θα ήταν έτοιμη προς μετάδοση στον προγραμματισμένο χρόνο, ή ότι ο ίδιος θα βρισκόταν στο στούντιο του σταθμού την προγραμματισμένη ώρα μετάδοσής της, η οποία όπως και ο τίτλος της θα καθοριζόταν από την εναγόμενη και β) ότι η εκπομπή δεν θα περιείχε στοιχεία ή αναφορές, που τυχόν αντιβαίνουν σε διατάξεις ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου ή σε κανόνες δεοντολογίας των ραδιοφωνικών προγραμμάτων ή οποιοδήποτε στοιχείο που κατατείνει στην άμεση ή έμμεση προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών ή αναφορές που θα μπορούσαν να βλάψουν τη φήμη, την αξιοπιστία και το κύρος της εναγόμενης, δημιουργώντας αστική ή ποινική ευθύνη της. Οι παραπάνω περιορισμοί, αφ’ενός ως προς τον τόπο και τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας του ενάγοντος, υπό την έννοια της μετάδοσης της εκπομπής κατά τον καθοριζόμενο από την εναγόμενη χρόνο, αφ’ετέρου ως προς το περιεχόμενό της, το οποίο δεν έπρεπε να αντιβαίνει στους υφιστάμενους κανόνες δικαίου και να γεννά αστική ευθύνη της εναγόμενης ή ποινική ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων της, άπτονται άμεσα τόσο με τον επιχειρηματικό στόχο της εναγόμενης για την επίτευξη υψηλής ακροαματικότητας, όσο και με την πρόληψη επιλήψιμων αναφορών που θα επέσυραν την αστική ή ποινική ευθύνη της, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να δύνανται να κριθούν ως δεσμευτικές εντολές και οδηγίες κατά την παροχή εργασίας του ενάγοντος ή ως άσκηση εποπτείας σε αυτόν, κατά τρόπο ώστε να υφίσταται σχέση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των μερών (πρβλ. ΑΠ 10/2008 και ΑΠ 964/2007 αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η συμβατική σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν εκείνη της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και αποσκοπούσε στο παρεχόμενο έργο (παραγωγή και παρουσίαση ραδιοφωνικής εκπομπής), καθόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ενάγων δεν δεσμευόταν ως προς τον τόπο και τον χρόνο προετοιμασίας της εκπομπής και η εποπτεία της εναγόμενης δεν στερούσε από αυτόν την πρωτοβουλία ελεύθερης διαμόρφωσης του περιεχομένου της εκπομπής, εντός βεβαίως των ορίων της νομιμότητας, ενώ ο ίδιος, αφ’ενός, μεν, δεν ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται καθημερινά στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, αφού του παρεχόταν και η δυνατότητα να αποστείλει ακόμα και μαγνητοσκοπημένες τις εκπομπές του, αφετέρου, δε, δεν παρείχε οποιουδήποτε άλλου είδους εργασία σε αυτή, πλην της παραγωγής και παρουσίασης της εκπομπής του, κατά το εκάστοτε καθοριζόμενο δίωρο ή τρίωρο, ασκώντας κατά τα λοιπά ως κύριο επάγγελμα εκείνο του δικηγόρου, διατηρώντας δική του επαγγελματική στέγη, ως δικηγόρος, για την εξυπηρέτηση πελατών του, κατά την άσκηση της δικηγορικού λειτουργήματος, ενώ ακόμη και οι απ’αυτόν εκδιδόμενες αποδείξεις καταβολής της αμοιβής του από την εναγόμενη, εκδίδονταν υπό την ιδιότητά του, ως δικηγόρου με την ασαφή αιτιολογία «για συνεργασία» – τέλος, δε, σύμφωνα με τον όρο 7 της έγγραφης σύμβασης, ο ενάγων μεταβίβασε στην εναγόμενη κάθε δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας απορρέον από την παραπάνω εκπομπή, γεγονός που συντείνει στο ότι επρόκειτο για προσωπικό του έργο, διακρινόμενο από πρωτοτυπία, ως προς το περιεχόμενο και το ύφος του, το οποίο αποσκοπούσε η εναγόμενη να εντάξει στο πρόγραμμα του ραδιοφωνικού σταθμού της. Το γεγονός ότι, όπως καταθέτει ο μάρτυρας απόδειξης, άλλοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί είχαν συνάψει συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ελάμβαναν επιδόματα εορτών και αδείας, δεν είναι ικανό να ανατρέψει την παραπάνω κρίση, δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός κάθε σύμβασης ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας, συναρτάται με τις εκάστοτε συνθήκες παροχής της εργασίας, το είδος και τη φύση της και κρίνεται κατά περίπτωση, όπως εν προκειμένω. Ούτε όμως και η με αριθμό ……/2013 ένορκη βεβαίωση του εξετασθέντος …….., μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό πόρισμα, αφού ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο του επίδικου και αφορά τη συνεργασία του ενάγοντος με έτερο ραδιοφωνικό σταθμό. Επιπλέον, ενόψει του ότι σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο ενάγων είχε εκπομπή υψηλής ακροαματικότητας και ελάμβανε πολλά σχόλια από τον κόσμο, κρίνεται, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι εάν ο ενάγων δεν ανέπτυσσε πρωτοβουλία και δεν εκδήλωνε ελευθερία λόγου, τότε δεν θα ετύγχανε της αποδοχής του κοινού, ούτε θα ξεχώριζε, ώστε να διακρίνεται και η εναγόμενη, σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα είχε επιχειρηματικό κίνητρο να συνεργαστεί μαζί του, αλλά θα μπορούσε να επιλέξει έναν άλλο συνεργάτη, αντί χαμηλότερης αμοιβής, για να καλύψει, απλώς, δύο ώρες προγράμματος, κάτι που, στην υπό κρίση περίπτωση, δεν ανταποκρινόταν στο σκοπό της, καθώς επιθυμούσε να συνεργαστεί με έναν καλό μουσικό παραγωγό και όχι με το να καλύψει δύο ώρες προγράμματος, κάτι, που αν επιθυμούσε, θα μπορούσε να επιτευχθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, μόνο, με μετάδοση μουσικής, χωρίς λόγο. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της από 2-1-2012 έγγραφης σύμβασης των διαδίκων μερών, στην οποία γίνεται λόγος για παροχή έργου, έναντι εργολαβικού ανταλλάγματος, με ταυτόχρονη απαλλαγή της εναγόμενης από την υποχρέωση καταβολής επιδομάτων και πρόβλεψη καταγγελίας της οικείας σύμβασης, οποτεδήποτε, χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου και την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι ο ενάγων ως δικηγόρος  γνωρίζει την έννοια και τις έννομες συνέπειες των παραπάνω νομικών όρων και κυρίως του ασυμβίβαστου της άσκησης δικηγορίας και της σύμβασης μισθωτών υπηρεσιών, στον ως άνω ραδιοφωνικό σταθμό της εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας, λόγο για τον οποίο και ουδέποτε κατά το παρελθόν ήγειρε οποιαδήποτε αξίωση, δικαστικώς ή εξωδίκως, για καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας, επιρρωνύουν το παραπάνω αποδεικτικό πόρισμα ότι μεταξύ των μερών, ήδη από την 1-11-2005, υφίστατο σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε τα ίδια και χαρακτήρισε τις καταρτισθείσες συμβάσεις, ως συμβάσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ορθά το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει ως κατ’ουσίαν αβάσιμος να απορριφθεί, όπως και, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, η έφεση στο σύνολό της και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς στην ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου(άρθρ.186  και 178 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1883/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  5 Μαρτίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ