Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 157/2018

Αριθμός     157/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η από 27-2-2014 και με αριθμ. κατάθεσης …./2014 έφεση των εκκαλούντων-εναγόντων κατά του εφεσίβλητου-εναγόμενου και της υπ` αριθμ. 325/2014 οριστικής απόφασης του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την  ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών(άρθρ.663επ.ΚΠολΔ) και απέρριψε την από 26-7-2013 και με αριθμ.κατάθεσης …../2013 αγωγή των πρώτων κατά του δεύτερου.

Από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, από την οποία να αφετηριάζεται η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης. Επομένως συνάγεται ότι η έφεση, η οποία έχει ασκηθεί νομότυπα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 επ., 511 επ. του ΚΠολΔ., είναι και εμπρόθεσμη, κατά την διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ίδιου κώδικα, ως ασκηθείσα προ πάσης επιδόσεως, και πρέπει εξ αυτού του λόγου να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ.), με την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη – μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001, ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ολ.ΑΠ 18/2006).

Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν δε από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α` 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ολ. ΑΠ 7/2011).

Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ.2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ.3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α` 85/18.4.2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου.

Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ` της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18.4.2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ` αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (ΑΠ 602/2014). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ. 3 και ήδη 249 παρ. 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος – μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι` αυτό απευθύνονται, κατ` ανάγκην, όχι απ` ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη – μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος – μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους – μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους – μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει “εθνικό δίκαιο” και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ολΑΠ 31/2009, 19,20/2007). Την 10.7.1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία – πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18.3.1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη – μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10.7.2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10.7.2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι οι συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους – μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη – μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη – μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη – μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ` όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό (“όταν χρειάζεται”).

Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας – πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι “η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων”, καθώς και από την υπ` αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι “η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη – μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος – μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης”. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2.4.2003 και 19.7.2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης, γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19.7.2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ` εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος (19.7.2004) του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο ανανέωσης απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α` να έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Ενώ με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α` της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του ΠΔ 164/2004 απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα(Ολ. Α.Π. 7/2011 και 8/2011, ΑΠ422/2017, ΑΠ107/2017).

Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 26-7-2013  αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εκθέτουν ότι ο πρώτος απ’αυτούς, ………, προσλήφθηκε από τον εναγόμενο Δήμο, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, στις 31-5-2001, με χρονική διάρκεια απασχόλησης από 1-6-2001 έως 31-1-2002, για να εργασθεί ως εργάτης καθαριότητας, υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, αντίστοιχο των μονίμων εργαζομένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. ΄Οτι έκτοτε συνήψε εγγράφως με τον εναγόμενο διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με το ίδιο, όπως παραπάνω, αντικείμενο απασχόλησης, για τα χρονικά διαστήματα από 20-8-2002 έως 19-4-2003, από 19-11-2003 έως 20-7-2004, από 11-4-2005 έως 11-12-2005, από 10-8-2006 έως 15-7-2007, από 17-7-2007 έως 16-8-2007, από 12-3-2010 έως 30-10-2010 και από 25-1-2012 έως 25-3-2012, ενώ, κατά τα χρονικά διαστήματα, που μεσολάβησαν μεταξύ των παραπάνω συμβάσεων παρείχε την εργασία του στον εναγόμενο εθελοντικά. ΄Οτι στις 25-3-2012, ο εναγόμενος Δήμος έπαυσε να τον απασχολεί, αλλά υποχρεώθηκε έκτοτε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, δυνάμει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου αυτού, σε εκτέλεση της οποίας εξακολούθησε να απασχολείται μέχρι την άσκηση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. ΄Οτι η δεύτερη απ’τους ενάγοντες, …….., προσλήφθηκε από τον εναγόμενο Δήμο, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, αρχής γενομένης, στις 24-1-2002, με χρονική διάρκεια απασχόλησης από 24-1-2002 έως 30-9-2002, για να εργασθεί ως εργάτης καθαριότητας, υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, εργαζόμενη με πλήρες ωράριο, αντίστοιχο των μονίμων εργαζομένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. ΄Οτι έκτοτε συνήψε εγγράφως με τον εναγόμενο διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου με το ίδιο, όπως παραπάνω αντικείμενο απασχόλησης, για τα χρονικά διαστήματα από 31-3-2003 έως 8-1-2004, από 14-7-2004 έως 20-3-2005, από 9-12-2005 έως 14-8-2006, από 22-11-2007 έως 25-5-2009, από 2-5-2011 έως 3-11-2011 και από 25-1-2012 έως 25-3-2012, ενώ κατά τα χρονικά διαστήματα, που μεσολάβησαν μεταξύ των παραπάνω συμβάσεων παρείχε την εργασία της στον εναγόμενο εθελοντικά. ΄Οτι στις 25-3-2012, ο εναγόμενος Δήμος έπαυσε να την απασχολεί, αλλά υποχρεώθηκε έκτοτε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της, δυνάμει απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Δικαστηρίου αυτού, σε εκτέλεση της οποίας εξακολούθησε να απασχολείται μέχρι την άσκηση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. ΄Οτι οι παραπάνω συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που συνήψαν με τον εναγόμενο Δήμο, φέρονταν, μεν, ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ωστόσο η επαναπροσλαμβανόμενη πρόσληψή τους κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, αμφότεροι, δε, οι ενάγοντες  ζητούσαν, επικαλούμενοιο άμεσο έννομο συμφέρον, να αναγνωρισθεί ότι οι παραπάνω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας τους με τον εναγόμενο, αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να υποχρεωθεί ο τελευταίος να αποδέχεται στο μέλλον τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, καταβάλλοντας σ’αυτούς τις νόμιμες αποδοχές τους, με απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής, ύψους 500 ευρώ, για κάθε ημέρα άρνησης συμμόρφωσής τους με το διατακτικό της εκδοθησομένης απόφασης.

Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η αγωγή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη δεν είναι νόμιμη, αφού κατά τα εκτιθέμενα, η αρχική σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, για τον κάθε ενάγοντα καταρτίστηκε, για τον πρώτο ενάγοντα, στις 31-5-2001 και για τη δεύτερη ενάγουσα, στις 24-1-2002, δηλαδή, μετά την ισχύ των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (18-4-2001) που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και, απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση των ως άνω προσλαμβανομένων ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου ακόμη και σε περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εφεσιβλήτου, χωρίς να τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 8 παρ.3 του Ν.2112/1920 και, να καταλείπεται, έτσι, πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων του Συντάγματος δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Ωστόσο, αναφορικά με τη δεύτερη απ’τους ενάγοντες, ενόψει του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, απασχολήθηκε, αρχικά, από 24-1-2002 έως 30-9-2002 και στη συνέχεια, από 31-3-2003 έως 8-1-2004, από 14-7-2004 έως 20-3-2005, από 9-12-2005 έως 14-8-2006, από 22-11-2007 έως 25-5-2009, από 2-5-2011 έως 3-11-2011 και από 25-1-2012 έως 25-3-2012,  ούτε οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 π.δ.164/2004, τυγχάνουν εφαρμογής, καθώς η ίδια δεν πληρεί την, μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νομοθετήματος(19-7-2004), την απαιτούμενη προϋπόθεση της συνολικής χρονικής διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών, ούτε την εναλλακτικά προβλεπόμενη προϋπόθεση των τριών τουλάχιστον ανανεώσεων πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του π.δ/τος αυτού  με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, ούτε περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι τηρήθηκε η διαδικασία των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου του ως άνω π.δ/τος. Ωστόσο, αναφορικά με τον πρώτο απ’τους ενάγοντες, ο οποίος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, απασχολήθηκε στον εναγόμενο Δήμο, αρχικά, από  1-6-2001 έως 31-1-2002 και στη συνέχεια, από 20-8-2002 έως 19-4-2003, από 19-11-2003 έως 20-7-2004, από 11-4-2005 έως 11-12-2005, από 10-8-2006 έως 15-7-2007, από 17-7-2007 έως 16-8-2007, από 12-3-2010 έως 30-10-2010 και από 25-1-2012 έως 25-3-2012 και μέχρι την έναρξη ισχύος του επίμαχου π.δ/τος (19-7-2004), είχε συμπληρώσει την απαιτούμενη προϋπόθεση της συνολικής χρονικής διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων, των 24 μηνών, με παροχή υπηρεσίας κατά πλήρες ωράριο εργασίας, στον ίδιο φορέα, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας και με δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονταν ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, η αγωγή είναι νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων  648 και 649 ΑΚ, 5 και 11 του Π.Δ/τος 164/2004 και 70 και 946 παρ.1 ΚΠολΔ.

Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή, αναφορικά με την δεύτερη απ’τους ενάγοντες, αν και με διαφορετική αιτιολογία, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου ένας και μοναδικός λόγος της έφεσης, πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, να απορριφθεί, ενώ, αναφορικά με τον πρώτο απ’ τους ενάγοντες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων  5 και 11 του Π.Δ/τος 164/2004.Πρέπει, επομένως, να γίνει εν μέρει δεκτός ο σχετικός λόγος της έφεσης και να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη, κατ’άρθρ. 535 ΚΠολΔ και να κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ουσίαν.

Από την εκτίμηση και αξιολόγηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και η κατάθεσή του περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απ` όλα ανεξαιρέτως, τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ 3, 339, 395, 591 παρ. 1 και 529 ΚΠολΔ),σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε ανάμεσα στον πρώτο απ’τους ενάγοντες και τον εναγόμενο, Δήμο …, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. …./31-5-2001 απόφαση του Δημάρχου, ο πρώτος προσλήφθηκε, για να εργασθεί, επί 8μηνο, ως εργάτης καθαριότητας και, υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, απασχολήθηκε στην Υπηρεσία Καθαριότητας, από 1-6-2001 έως 31-1-2002, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. …./2086/9-8-2001 απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, επί 8μηνο, για να εργασθεί, ως εργάτης Κήπων και απασχολήθηκε, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 20-8-3003 μέχρι 19-4-2003, όπου και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ…../2518/19-11-2003 απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, επί 8μηνο, για να εργασθεί, ως εργάτης Καθαριότητας και απασχολήθηκε, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 21-11-2003 μέχρι 20-7-2004, όπου και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ…../11-4-2005  απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, επί 8μηνο, για να εργασθεί, ως εργάτης Καθαριότητας και απασχολήθηκε, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 12-4-2005 μέχρι 11-12-2005, όπου και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ… /10-8-2006  απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, επί 8μηνο, για να εργασθεί, ως εργάτης Καθαριότητας και απασχολήθηκε, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 16-8-2006 μέχρι 15-4-2007, όπου και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ……./17-7-2007  απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να εργασθεί, ως εργάτης Κήπων και απασχολήθηκε, για ένα μήνα, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 17-7-2007 μέχρι 16-8-2007, όπου και απολύθηκε. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την υπ’αριθμ…/../12-3-2010  απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να εργασθεί, ως εργάτης Καθαριότητας και απασχολήθηκε, επί 7μηνο, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, πάντα υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από  1-4-2010 μέχρι 30-10-2010, όπου και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια και τέλος, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. ../25-1-2012 απόφαση του Δημάρχου, επαναπροσλήφθηκε, με νέα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να εργασθεί, ως εργάτης Καθαριότητας και απασχολήθηκε, επί δίμηνο, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο,  υπό τις οδηγίες και εντολές του εναγόμενου, για το διάστημα από 26-1-2012 μέχρι 25-3-2012, όπου και και λύθηκε η σύμβασή του αυτοδίκαια (βλ.προσκομιζόμενη απ’τον πρώτο ενάγοντα με αριθμ.πρωτ…../2-10-2012 βεβαίωση του εναγόμενου). Από τις ως άνω ημερομηνίες πρόσληψής του ο πρώτος ενάγων παρείχε σταθερά την εργασία του στην Υπηρεσία Καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, στον τομέα της καθαριότητας και η παρουσία του ήταν απαραίτητη για την κάλυψη των αναγκών του Δήμου, εξακολουθεί, δε και μετά την 25-3-2012 να παρέχει στον εναγόμενο την εργασία του, με βάση την με αριθμ.1794/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία επιτάσσεται ο εναγόμενος να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί της ένδικης αγωγής του. Ειδικότερα, ο πρώτος ενάγων παρείχε την εργασία του, απασχολούμενος σε καθημερινή βάση επί 8ωρο, προσερχόμενος στην εργασία του και αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του, από ώρα 07.00΄έως ώρα 3.00 και ο συμφωνημένος μισθός ανερχόταν στο ποσό των 864,35 ευρώ. Η εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών εκ μέρους του εναγόμενου εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος ουδόλως αμφισβητείται από τον εναγόμενο και θεωρείται σιωπηρώς ομολογημένο απ’αυτόν (άρθρ.261 ΚΠολΔ) και σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο απ’τον πρώτο ενάγοντα, με αριθμ.πρωτ……../14-10-2016 έγγραφο του εναγόμενου Δήμου, σε συνδυασμό και με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ……….

Οι παραπάνω διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που είχαν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του  π.δ/τος 164/2004 (19-7-2004) και ήταν ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν  σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι ο πρώτος απ’τους ενάγοντες είχε συμπληρώσει έως την έναρξη ισχύος του την από το άρθρο 11 παρ.1 του ως άνω διατάγματος, απαιτούμενη προϋπόθεση της συνολικής χρονικής διάρκειας των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, των 24 μηνών, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων,  ο συνολικός  χρόνος υπηρεσίας του έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, δηλαδή τον εναγόμενο δήμο, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας, όπως αναφέρεται στην αρχική σύμβαση, το αντικείμενο της σύμβασης αφορούσε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγόμενου, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο εναγόμενος Ο.Τ.Α. και ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας παρασχέθηκε κατά πλήρες  ωράριο εργασίας και καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Ενόψει αυτών πρέπει να γίνει μετατροπή των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή, αναφορικά με τη δεύτερη απ’τους ενάγοντες, αν και με διαφορετική από την προεκτεθείσα αιτιολογία, ορθά το νόμο εφάρμοσε και ο περί του αντιθέτου ένας και μοναδικός λόγος της έφεσης, πρέπει, ως κατ’ουσίαν αβάσιμος, όπως και η έφεση, ως προς την πρώτη απ’τους ενάγοντες, να απορριφθεί, ενώ, αναφορικά με τον πρώτο απ’ τους ενάγοντες, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε μη νόμιμη την αγωγή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και δη τις διατάξεις των άρθρων  5 και 11 του Π.Δ/τος 164/2004. Πρέπει, επομένως, να γίνει  δεκτός, ως κατ’ουσίαν βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης, όπως και η έφεση στο σύνολό της, αναφορικά με τον πρώτο απ’τους εκκαλούντες και να εξαφανιστεί εν μέρει, ως προς  αυτόν, η εκκαλουμένη, κατ’άρθρ. 535 ΚΠολΔ, να  κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ουσίαν και γίνει δεκτή η αγωγή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται στο μέλλον  την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του πρώτου απ’τους ενάγοντες, στη  θέση και  με την ειδικότητα,  μ’αυτήν που απασχολείτο στον εναγόμενο την ημερομηνία που έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, την 25-3-2012, με την ταυτόχρονη καταβολή σ’αυτόν από τον εναγόμενο του νόμιμου μισθού του. Πρέπει, επίσης, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του εναγόμενου προς την παραπάνω υποχρέωσή του, να καταδικαστεί σε χρηματική ποινή εκατό ευρώ(100€), για κάθε ημέρα, που δεν θα αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την δεύτερη απ’τους εκκαλούντες και τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, αναφορικά με τον πρώτο απ’τους εκκαλούντες-πρώτο ενάγοντα,  να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ιδιαίτερα δυσχερούς στην ερμηνεία του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου (άρθρ.191 παρ.2, 183 και 179 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν,αναφορικά με την δεύτερη απ’τους ενάγοντες και

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση, κατ’ουσίαν, αναφορικά με τον πρώτο απ’τους ενάγοντες.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ μερικά, ως προς τον πρώτο απ’τους ενάγοντες την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή,ως προς τον προς πρώτο απ’τους ενάγοντες.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να αποδέχεται στο μέλλον  την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του πρώτου απ’τους ενάγοντες, στη  θέση και  με την ειδικότητα,  μ’αυτήν που απασχολείτο στον εναγόμενο την ημερομηνία που έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, την 25-3-2012, με την ταυτόχρονη καταβολή σ’αυτόν από τον εναγόμενο του νόμιμου μισθού του.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του  προς την ως άνω υποχρέωσή του, σε χρηματική ποινή εκατό ευρώ(100€), για κάθε ημέρα, που δεν θα αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ  τα  δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, αναφορικά με την δεύτερη απ’τους εκκαλούντες και τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, αναφορικά με τον πρώτο απ’τους εκκαλούντες-πρώτο ενάγοντα.,  να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων,

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 28 Φεβρουαρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ