Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 508/2018

Αριθμός απόφασης   508/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική Διαδικασία

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Θεοκτή Νικολαΐδου, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και τη γραμματέα Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18-5-2017 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως …………. και ορισμού δικασίμου στο παρόν Δικαστήριο ………..) έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας  κατά της υπ΄αριθμ. 1615/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων και με αυτή απορρίφθηκε ανακοπή μεταρρύθμισης πίνακα κατάταξης, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρ. 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα ήτοι εντός της προβλεπομένης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθρ. 495§1, 511, 513, 516, 517 και 518§1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης έλαβε χώρα στις 3-5-2017 (βλ. σχετ. την από 3-5-2017 επισημείωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή ……………. επί επικυρωμένου αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης) και η υπό κρίση έφεση στη γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατατέθηκε στις 26-5-2017 (βλ. σχετ. την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά) ενώ για το παραδεκτό της καταβλήθηκε κατά την κατάθεση της το προβλεπόμενο παράβολο. Επομένως πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 522, 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  (τακτική διαδικασία) ασκήθηκε η από 7-3-2013 και υπ΄ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ……….. ανακοπή της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ‘…………., με την οποία η ανακόπτουσα για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρει σε αυτή, ζήτησε να μεταρρυθμιστεί ο υπ΄αριθμ. ……… πίνακας κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. αποβαλλομένης από αυτόν της απαίτησης του καθού η ανακοπή για το εκεί αναφερόμενο ποσό και να καταταχθεί η ίδια σε αυτό. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία απέρριψε την ως άνω ανακοπή. Κατά της απόφασης παραπονείται με την υπό κρίση έφεση της η εκκαλούσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την κατά παραδοχή αυτής εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ανακοπή της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 979§1 ΚΠολΔ εντός τριών εργασίμων ημερών αφότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον, υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον, κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση καθώς και τους δανειστές, που αναγγέλθηκαν για να λάβουν γνώση του πίνακα. Κατά την §2 του ίδιου άρθρου εντός δώδεκα (12) εργασίμων ημερών αφότου επιδοθεί η πρόσκληση της §1, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. του ίδιου Κώδικα. Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται εντός της ίδιας προθεσμίας και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών, των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το απαράδεκτο της ανακοπής λόγω έλλειψης κάποιας από τις τυπικές προϋποθέσεις της εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, όταν ασκηθεί έφεση ανεξαρτήτως αν υποβάλλεται με αυτή σχετικό παράπονο (ΕφΑθ 267/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτώς καθόσον ασκήθηκε εντός της προβλεπομένης προθεσμίας των 12 εργασίμων ημερών χωρίς να υπολογίζεται η ημέρα του Σαββάτου (άρθρ. 144§3 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 ν. 3994/2011). Τούτο διότι η επίδοση του προσβαλλομένου πίνακα στην ανακόπτουσα έλαβε χώρα στις 26-2-2013 (βλ. την από 26-2-2013 σημείωση περί κοινοποίησης του προσβαλλομένου πίνακα με σχετική κλήση όπως λάβει γνώση προς την ανακόπτουσα από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή) και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στο καθού η ανακοπή στις 12-3-2013 (βλ. προσκ.  τις υπ΄αριθμ. ………… και ………. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….. προς το Διοικητή του καθού η ανακοπή και το Διευθυντή του Α’ Ταμείου Είσπραξης Εσόδων του ΙΚΑ ΕΤΑΜ αντίστοιχα).

Από τη διάταξη του άρθρου 972§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι δανειστές εκείνου, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτηση τους με έγγραφη αναγγελία, που επιδίδεται το αργότερο εντός 15 ημερών από τον πλειστηριασμό στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον, κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει: α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου του τόπου εκτέλεσης, αν ο δανειστής, που αναγγέλλει την απαίτηση του, δεν κατοικεί εντός της περιφέρειας αυτής, β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή, που αναγγέλλεται. Η αναγγελία ως πράξη, που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησης του από αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολΔ. Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της κατάταξης η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή και στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους κατ΄ άρθρο 974 ΚΠολΔ αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές, που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή την απόρριψη της απαίτησης, που αναγγέλθηκε. Συνεπώς το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να είναι σε θέση να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα, που στηρίζουν την απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι έτσι άκυρο κατ΄ άρθρο 159 αριθμ. 3 ΚΠολΔ λόγω αοριστίας της αναφερομένης σε αυτό απαίτησης όταν η αοριστία προκαλεί σε αυτόν, που την προτείνει βλάβη, που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσο ελλιπής, ώστε να μην μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισης τους κατ΄ άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξη της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό, που αυτή απαιτείται κατ΄ άρθρο 216§1 ιδίου Κώδικα, όταν πρόκειται για αγωγή ή ανακοπή διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 307/2016, ΑΠ 1411/2015, ΑΠ 1580/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1087/2013 ΧρΙΔ 2014 38), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, δε γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξη του βούλησης του αναγγελλομένου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα, αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών, στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρ. 974 ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεων τους, γι΄ αυτό και η κατάταξη τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπομένη στο άρθρο 979 ΚΠολΔ ανακοπή κατά του  πίνακα (ολΑΠ 1/2010 ΕφΑΔ 2010 468). Για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλομένης απαίτησης αρκεί η μορφολογική εξατομίκευση της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξης της, μπορεί δε να συμπληρώνεται με παραπομπή σε άλλο, συνυποβαλλόμενο έγγραφο (ΑΠ 949/2011 ΕΠολΔ 2012 120). Η αναγγελία ειδικότερα του Δημοσίου σε πλειστηριασμό επισπευδόμενο από τρίτο γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55§1 ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974), το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 27§3 ν. 1846/1951 εφαρμόζεται και για το ΙΚΑ, κατά τις οποίες ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη ΔΟΥ χρέη του καθού ο πλειστηριασμός με αναγγελία, που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη, περιλαμβάνει δε ο πίνακας αυτός το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος, στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσης τους καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 1087/2013 όπ.π.π.). Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει επίσης ότι η περιγραφή της απαίτησης, που περιέχεται στην αναγγελία του Δημοσίου ή του ΙΚΑ κατά τα προεκτεθέντα, και του προνομίου της μπορεί να συμπληρωθεί νομίμως από δημόσιο έγγραφο, που είναι κατατεθειμένο στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους και από το οποίο αποδεικνύεται αυτή και το προνόμιο της και κατ΄ απώτατο σημείο μπορεί να συμπληρωθεί και από τα έγγραφα, τα οποία προσκομίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δεδομένου ότι σε περίπτωση μη προσκομιδής τους ενώπιον του υπαλλήλου του  πλειστηριασμού εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 972§1 ΚΠολΔ προθεσμίας δεν υπάρχει έκπτωση από το δικαίωμα προσαγωγής των εγγράφων αυτών ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1640/2002 ΕλλΔνη 2003 744).

Στην υπό κρίση περίπτωση από όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στο Ειρηνοδικείο Πειραιά στις 16-1-2013 ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …………. με επίσπευση της ανακόπτουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και ήδη εκκαλούσας σε ικανοποίηση απαίτησης σε βάρος της οφειλέτιδας καθής η εκτέλεση ………… και της ………….. ύψους κατά κεφάλαιο 441.119,40 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων με εκτελεστό τίτλο την υπ΄ αριθμ. ……….. διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κατόπιν σύνταξης της υπ΄αριθμ. …../9-11-2012 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….. εκπλειστηριάστηκαν: α) μία ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του τετάρτου (Δ’) ορόφου πάνω από ισόγειο –πυλωτή με τα στοιχεία Δ1, στο οποίο ανήκει κατ΄ αποκλειστική χρήση η υπό στοιχεία Ρ-7 θέση στάθμευσης του ισογείου ορόφου (πυλωτής) και β) μία ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου ορόφου με τα στοιχεία Υαπ1, οι οποίες βρίσκονται σε πολυκατοικία επί της οδού ………. στη Δραπετσώνα και ήταν της αποκλειστικής κυριότητας της καθής η εκτέλεση. Ημερομηνία πλειστηριασμού ορίστηκε η 16η Ιανουαρίου 2013, κατά την οποία τα ακίνητα κατακυρώθηκαν στην πλειοδότρια ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία  έναντι του ποσού των 90.720 ευρώ. Λόγω ανεπάρκειας του επιτευχθέντος εκπλειστηριάσματος η υπάλληλος του πλειστηριασμού -συμβολαιογράφος Αθηνών …………. συνέταξε τον ανακοπτόμενο υπ΄αριθμ. ……/25-2-2013 πίνακα κατάταξης, στον οποίο αφού έλαβε χώρα προαφαίρεση του συνολικού ποσού των 7.921,34 ευρώ, στο εναπομείναν εκπλειστηρίασμα ποσού 82.798,66 ευρώ κατατάχθηκαν: α) προνομιακά και οριστικά το ν.π.δ.δ. ‘’ΙΚΑ ΕΤΑΜ’’ για το σύνολο της αναγγελθείσας απαίτησης του ποσού 27.121,01 ευρώ κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 41§1 ν.3863/2010, β) προνομιακά και οριστικά η αναγγελθείσα ΔΟΥ Παλαιού Φαλήρου για μέρος της απαίτησης της ποσού 18.559,22 ευρώ, γ) προνομιακά και τυχαία (υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης) η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα για μέρος της απαίτησης της ποσού 37.118,43 ευρώ. Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της αρνήθηκε την ύπαρξη και το ύψος των απαιτήσεων του καταταγέντος καθού η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216§1, 585,933 και 979§2 ΚΠολΔ ο λόγος της ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής προς το σκοπό της αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατάταξης μπορεί να συνίσταται και σε μόνη την απλή αμφισβήτηση και άρνηση της απαίτησης του καταταγέντος ή του προνομιακού χαρακτήρα αυτής (ΑΠ 14/1995 ΕλλΔνη 1996 108). Εν όψει της αμφισβήτησης των απαιτήσεων του καθού από την ανακόπτουσα, σε αυτό ανήκει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξης των παραγωγικών των απαιτήσεων του και των προνομίων τους πραγματικών γεγονότων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1907/2011 ΕλλΔνη 2012 80, ΑΠ 1668/2011 ΕφΑΔ 2012 414, ΑΠ 60/2011 ΕλλΔνη 2011 772, ΑΠ 1501/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1297/2005 ΕΝαυτΔ 2006 13, ΑΠ 1843/2005 ΕλλΔνη 2006 473, ΑΠ 1052/2005 ΕλλΔνη 2005 1086). Το καθού ν.π.δ.δ. και ήδη εφεσίβλητο προσκόμισε με επίκληση: 1) την υπ΄αριθμ. πρωτ. ………./25-1-2013 αναγγελία του ιδίου κατά της οφειλέτιδας ……….. με την ιδιότητα της κατά νόμο υπεύθυνης κατ΄ άρθρο 69 ν. 2676/1999 ομορρύθμου εταίρου της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ‘……………, 2) τον από 25-1-2013 πίνακα ληξιπροθέσμων χρεών της ως άνω οφειλέτιδας ομόρρυθμης εταιρίας συνολικού ποσού 27.121,01 ευρώ, στους οποίους αναφέρονται αναλυτικά τα οφειλόμενα ποσά, οι χρονικές περίοδοι της οφειλής, οι πράξεις επιβολής εισφορών κλπ., 3) τις υπ΄αριθμ. ……./2009 και …../2010 Πράξεις Επιβολής Εισφορών (ΠΕΕ) του ΙΚΑ (υποκατάστημα Αμφιθέας), 4) έγγραφο του ιδίου περί της υποχρέωσης των εργοδοτών για απογραφή και δήλωση μεταβολής των στοιχείων τους, 5) την υπ΄αριθμ. πρωτ. …./27-11-2012 ανακοίνωση του ΓΕΜΗ περί καταχώρησης στις 27-11-2012 με ΚΑΚ …. του από 13-11-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας, 6) το υπ΄ αριθμ. πρωτ. …./2016 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα εταιριών-σωματείων) περί σύστασης και τροποποιήσεων της εν λόγω εταιρίας, 7) το από 15-3-2004 (αριθμ. κατάθεσης ……/2004) συμφωνητικό σύστασης –καταστατικό της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρίας, την από 14-2-2012 (αριθμ. κατάθεσης ……/2012) τροποποίηση του καταστατικού αυτής και το από 13-11-2012 συμφωνητικό λύσης της εταιρίας με αριθμό κατάθεσης ……/2012. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου το καθού με την προσκομιδή όλων των ανωτέρω εγγράφων ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης των απαιτήσεων του  καθώς αυτά επαρκούν για τη θεμελίωση της απαίτησης του από ασφαλιστικές εισφορές (υποχρέωση καταβολής εισφορών, ύψος των οφειλομένων ποσών, χρονικές περίοδοι, που αυτές αφορούν κλπ.). Περαιτέρω η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της ανακοπής ισχυρίστηκε ότι είναι αόριστη η αναγγελία του εν λόγω ασφαλιστικού οργανισμού διότι δεν αναφέρονται τα γεγονότα, που θεμελιώνουν τις απαιτήσεις και το προνόμιο τους, η καταλογιστική πράξη, η κοινοποίηση αυτής στην καθής η εκτέλεση, η άσκηση ή μη προσφυγής, η άσκηση ή μη αίτησης αναστολής κλπ. ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος των απαιτήσεων (π.χ. σε ό,τι αφορά το βέβαιο, εκκαθαρισμένο και το ληξιπρόθεσμο των απαιτήσεων) και η προβολή άμυνας από την ίδια. Από την προσκομιζόμενη νόμιμα με επίκληση υπ΄αριθμ. πρωτ. ……../25-1-2013 αναγγελία του καθού, η οποία επιδόθηκε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού,  αποδεικνύεται ότι αυτή περιέχει πίνακα με τα στοιχεία της καθής η εκτέλεση …………., την ιδιότητα της, το είδος και το ποσό των χρεών προς το καθού, τη χρονολογία βεβαίωσης τους ενώ το προνόμιο της συγκεκριμένης απαίτησης αποτελεί άμεση απόρροια του είδους τους (άρθρ. 975 περίπτωση 6, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 16 ν. 2972/2001 και αναριθμήθηκε με την §1 του άρθρου 41 ν. 3863. Επομένως η εν λόγω αναγγελία είναι πλήρως ορισμένη καθώς περιέχει   όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία (άρθρ. 972 ΚΠολΔ, 55 ΚΕΔΕ) λαμβανομένου μάλιστα υπ΄ όψει του γεγονότος ότι στην αναγγελία δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση της περιγραφής της απαίτησης και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της, στο βαθμό που απαιτείται επί ανακοπής (άρθρ. 216§1 και 585 ΚΠολΔ) για τον αναγγελθέντα δικαιούχο της απαίτησης ανεξαρτήτως της δικονομικής του θέσης στη δίκη της ανακοπής. Τούτο διότι σύμφωνα και με τα όσα ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω, αφενός μεν ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν διατάσσει αποδείξεις ως προς την περιεχόμενη στην αναγγελία απαίτηση, αφετέρου δε το αναγγελτήριο δεν απαιτεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για δικαστική προστασία κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 949/2011 ΕΠολΔ 2012 120, ΑΠ 119/2003 ΕλλΔνη 2003 1315). Η αναγγελία είναι άκυρη λόγω αοριστίας της περιγραφομένης σε αυτή απαίτησης μόνο όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσο ελλιπής ώστε να μην είναι σε θέση ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος υπεράσπισης τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη (ΑΠ 949/2011 όπ.π.π., ΑΠ 195/2003 ΕλλΔνη 2004 436, ΑΠ 119/2003 όπ.π.π.), περίπτωση που δε συντρέχει εν προκειμένω.

Περαιτέρω σύμφωνα με το οικείο χωρίο της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 3863/2010 σχετικά με το άρθρο 41 αυτού, κατά το άρθρο 975 αρ. 6 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 ν. 2972/2001 οι απαιτήσεις των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον προέκυψαν μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης κατατάσσονται προνομιακά στην έκτη τάξη των προνομίων του ανωτέρω άρθρου. Από την παραπάνω σειρά κατάταξης όμως δημιουργούνται πολλά οικονομικά προβλήματα στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, των οποίων κύρια πηγή εσόδων αποτελούν οι εισφορές των εργαζομένων και εργοδοτών με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις τους ικανοποιούνται σπανίως, εφόσον προηγούνται οι απαιτήσεις των υπολοίπων προνομιούχων δανειστών. Η αποστέρηση των ασφαλιστικών εισφορών από τους οικείους φορείς έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται ιδιαίτερα δυσχερής η πληρωμή των προβλεπομένων από τη νομοθεσία τους παροχών (ασθενείας και σύνταξης) στους ασφαλισμένους και συνταξιούχους τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, του μεγαλύτερου ασφαλιστικού φορέα μισθωτών της χώρας, όπου σύμφωνα με τη νομοθεσία που το διέπει, οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν προέκταση του μισθού, του κοινωνικού καλούμενου μισθού και ως εκ τούτου πρέπει να καταβάλλονται υπέρ του ιδρύματος μαζί με το μισθό. Η αρχή αυτή διατυπώνεται στην εισηγητική έκθεση του α.ν. 1861/1951 και διαπνέει το σύνολο των διατάξεων του, που επιβάλλουν αυστηρές κυρώσεις σε όσου καθυστερούν την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών. Η κατάταξη των απαιτήσεων του ΙΚΑ ΕΤΑΜ (όπως και των λοιπών ασφαλιστικών οργανισμών) στην 6η θέση των προνομίων έχει ως αποτέλεσμα να ικανοποιούνται σπανίως οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η εκπλήρωση της αποστολής του ιδρύματος με δεδομένο ότι κατά ρητή επιταγή του νόμου (άρθρ. 26§7 του ως άνω νόμου) η μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη δε συνεπάγεται για τον ασφαλισμένο στέρηση ή μείωση των δικαιωμάτων του σε εισφορές. Για το λόγο αυτό προτάθηκε η υπαγωγή στην 3η τάξη των προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ δηλ. μαζί με τις απαιτήσεις, που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας καθώς και των αποζημιώσεων λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας και των απαιτήσεων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, ώστε αυτές να ικανοποιούνται συμμέτρως με τις απαιτήσεις των εργαζομένων. Υφίσταται επομένως έντονο δημόσιο συμφέρον για την ικανοποίηση των ληξιπροθέσμων απαιτήσεων από ασφαλιστικές εισφορές, που αποτελούν θεμέλιο του συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος, και όχι απλό ταμειακό συμφέρον του ΙΚΑ. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 22 του Συντάγματος δεν παρέχεται εγγύηση στο δανειστή σχετικά με τη φερεγγυότητα του οφειλέτη του. Άλλωστε οι νόμοι, που ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποίησης των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν τις ίδιες τις απαιτήσεις αλλά συνιστούν ρύθμιση δικονομικού δικαίου, ανεξάρτητη από εκείνη, που αφορά την ουσία της απαίτησης. Έτσι η ρύθμιση των προνομίων θεωρείται ότι δεν οδηγεί σε ανατροπή εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων και ως εκ τούτου δεν προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 17 και 22 του Συντάγματος (βλ. σχετ. ΕφΑθ 2280/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με την ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία θεσπίζεται από τη διάταξη του άρθρου 25§1 του Συντάγματος δεδομένου, ότι, όπως συνάγεται σαφώς από την ανωτέρω αιτιολογική έκθεση, το ηπιότερο μέτρο της κατάταξης των απαιτήσεων του ΙΚΑ στην 6η θέση των προνομίων έχει αποδειχθεί ανεπαρκές αφού κατά τα προεκτεθέντα, κατ΄ αυτόν τον τρόπο αυτές ικανοποιούνται σπανίως και δυσχεραίνεται η εκπλήρωση της αποστολής του Ιδρύματος, ενώ λόγω της αναβάθμισης του προνομίου του, δεν διαταράσσεται σε σοβαρό βαθμό το υφιστάμενο καθεστώς των λοιπών προνομίων κατάταξης, λόγω και της μείζονος απαξίας της μη καταβολής των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών. Παρεπομένως η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει ούτε και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και ορίζει ότι η περιουσία κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου είναι σεβαστή, καθώς σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα, είναι επιτρεπτή μείωση της περιουσίας (ολΑΠ 7/2016, ολΣτΕ 2401/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), στην έννοια της οποίας εμπίπτουν όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα ανεξαιρέτως τα δικαιώματα ‘’περιουσιακής φύσεως’’ και τα κεκτημένα ‘’οικονομικά συμφέροντα’’ δηλ. η προστατευτική εμβέλεια της εν λόγω ρύθμισης εκτείνεται και στα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα σε απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον –έως την προσφυγή στο Δικαστήριο-δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Και τούτο διότι προϋπόθεση, που πληρούται στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά τα αμέσως ανωτέρω εκτεθέντα, αποτελεί η σχετική ρύθμιση να συνιστά έκφραση μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών (ολΣτΕ 2564/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επιπροσθέτως ουδεμία παραβίαση επέρχεται με την ανωτέρω ρύθμιση, η οποία ουδόλως σχετίζεται ούτε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 του Συντάγματος (δικαίωμα αναφοράς στις αρχές) και του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997) της εγγυημένης από το άρθρο 5§1 του Συντάγματος οικονομικής ελευθερίας.

Με τον εκτιμώμενο ως τρίτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το λόγο ανακοπής, με τον οποίο ισχυρίστηκε ότι το εφεσίβλητο ν.π.δ.δ. δεν έπρεπε να καταταγεί προνομιακά και οριστικά κατά το ποσό των 27.121,01 ευρώ διότι η ανωτέρω διάταξη (άρθρ. 41 ν. 3863/2010), που αναβαθμίζει το προνόμιο των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης από την 6η στην 3η σειρά του άρθρου 975 ΚΠολΔ, με αποτέλεσμα η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά κατ΄ άρθρο 977 ιδίου Κώδικα να γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξης αυτής, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 5,10, 17 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος και 1§1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αλλά και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Ότι η ρύθμιση αυτή αποδυναμώνει πλήρως τις απαιτήσεις των εμπραγμάτως ασφαλισμένων δανειστών, όπως η ίδια, προσκρούει δε στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος αφού ουδεμία παραβίαση των ως άνω διατάξεων συνεπάγεται η διάταξη του άρθρου 41 ν. 3863/2010, με την οποία αναβαθμίστηκε το προνόμιο του εφεσιβλήτου.

Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο ομοίως έκρινε και απέρριψε την ανακοπή με πιο συνοπτική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις, όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τους σχετικούς λόγους έφεσης κρίνονται απορριπτέα. Επομένως αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ ουσία αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495§3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστούν στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ) όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει ουσιαστικά την έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 14  Αυγούστου 2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ