Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 745/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:       745    /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1392/20180 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλομένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 12/4/2018 (υπ’ αριθμ. …./12.4.2018 έκθεση επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ……….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 7/5/2018, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e-Παράβολο με κωδικό ….., το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην τράπεζα ALPHA BANK με αριθμό συναλλαγής …..), το οποίο επισυνάπτεται στην από 7/5/2018 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο αρχικός ενάγων, ΑΜ, κάτοικος εν ζωή ……………… Δήμου Τροιζήνας, ο οποίος απεβίωσε την 6/10/2014 (υπ’ αριθμ. …./…/2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου που συνέταξε ο Ληξίαρχος του Δήμου Χαϊδαρίου) και κατέλειψε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγο του (ήδη πρώτη εφεσίβλητη) και τα τέκνα του (ήδη δεύτερη και τρίτο εφεσίβλητους) (υπ’ αριθμ. πρωτ. …./13.5.2015 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Τροιζηνίας – Μεθάνων), στην από 29/12/2011 αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πόρου, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 48/2013 απόφαση του έκρινε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, ενώπιον του οποίου η υπόθεση εισήχθη με την από 6/12/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 κλήση του αρχικού ενάγοντος, ισχυρίστηκε, ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. …../1961 δημόσιας διαθήκης του ο αποβιώσας την 28/7/1962 πατέρας του ίδιου και του εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, ΕΜ, εγκατέστησε αυτόν και τον εναγόμενο ως κληρονόμους του σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον καθένα στα περιγραφόμενα στην αγωγή τρία ακίνητα που βρίσκονται στις θέσεις «…..» ………………, «…» … ……………… και «….» αντίστοιχα, ότι την κληρονομία αποδέχθηκαν με τις υπ’ αριθμ. …/1987 και …./1973 αντίστοιχα δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., νομίμως μεταγραμμένων, ότι από το έτος 1982 προέβησαν στην άτυπη διανομή τόσο των ακινήτων αυτών όσο και έτερου ακινήτου, ευρισκόμενου στη θέση «….», δυνάμει της οποίας αυτός (ο ενάγων) έλαβε στην αποκλειστική νομή του το ακίνητο στη θέση «….», το ανατολικό τμήμα του ακινήτου στη θέση «….» και το δυτικό τμήμα του ακινήτου στη θέση «….», όπως αυτά περιγράφονται στην αγωγή, ότι από τότε κατείχε και νεμόταν αυτά με καλή πίστη διανοία κυρίου ασκώντας τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους πράξεις νομής εν γνώσει του εναγόμενου, έχοντας αποκτήσει την κυριότητά τους με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας και ότι ο εναγόμενος, που ασκούσε επίσης τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη διανοία κυρίου στα ακίνητα που περιήλθαν σε αυτόν από τη διανομή, αμφισβητεί την αποκλειστική κυριότητά του στα πιο πάνω επίδικα. Ζητούσε, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί ότι έχει αποκτήσει την κυριότητα των επίδικων ακινήτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση του δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ΕΜ, πατέρας του αρχικού ενάγοντος, ΑΜ και του εναγόμενου, ΠΜ, απεβίωσε την 28/7/1962 και κατέλειψε την υπ’ αριθμ. ……/1.11.1961 δημόσια διαθήκη, που συνέταξε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κρανιδίου ……… και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου με τα υπ’ αριθμ. 86/23/8/1962 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του. Με τη διαθήκη αυτή ο διαθέτης εγκατέστησε τους δυο ως άνω υιούς του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, ως κληρονόμους του μεταξύ άλλων στα ακόλουθα ακίνητα: α) σ’ ένα αγρό, που περιέχει 200 ελαιόδεντρα, βρίσκεται στην ειδική θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ……………… Τροιζηνίας έκτασης 20 περίπου στρεμμάτων και συνορεύει με ιδιοκτησίες …………..και ρέμα, 2) σ’ ένα αγρό, που περιέχει 6 ελαιόδεντρα, βρίσκεται στην ειδική θέση «………….» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ……………… Τροιζηνίας, έκτασης περίπου 3 στρεμμάτων και συνορεύει με ιδιοκτησία …….. και ρέμα και γ) σ’ ένα αγρό, που περιέχει πέντε ελαιόδεντρα, βρίσκεται στην ειδική θέση «…. – …» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ……………… Τροιζηνίας έκτασης 4 στρεμμάτων περίπου και συνορεύει με ιδιοκτησίες ……….. Την κληρονομία αποδέχθηκαν ο ΑΜ με την υπ’ αριθμ. …./7.4.1987 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Καλαυρίας ……… και ο εναγόμενος με την υπ’ αριθμ. …./14.5.1973 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, οι οποίες έχουν νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στον τόμο … με αύξοντα αριθμό … και στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής … αντίστοιχα. Επίσης με την ίδια δημόσια διαθήκη ο διαθέτης εγκατέστησε ως κληρονόμο του τη σύζυγό του, ………., σε αγρό που βρίσκεται στη θέση «……..» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας ……………… Τροιζηνίας και περιέχει 70 περίπου ελαιόδεντρα, έκτασης 8 περίπου στρεμμάτων, την οποία υποχρέωσε να το μεταβιβάσει, είτε εν ζωή, είτε λόγω θανάτου, μόνο στα τέκνα τους, Α. και ΠΜ  στη νομή των οποίων αυτός πράγματι περιήλθε με τον επισυμβάντα την 5/8/1986  θάνατο της μητέρας τους. Το έτος 1982 οι Α και ΠΜ προέβησαν σε άτυπη διανομή μεταξύ τους των πιο πάνω αποκτηθέντων τεσσάρων ακινήτων ως εξής: 1) Ο ΑΜ έλαβε στην αποκλειστική νομή του α) το αγροτεμάχιο στη θέση «….», όπως αυτό αποτυπώνεται στο με χρονολογία Σεπτέμβριος 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικού μηχανικού ………., εμβαδού 4.556,03 τ.μ., που συνορεύει με ρέμα και με ιδιοκτησίες ………., β) από το ακίνητο στη θέση «….», όπως αποτυπώνεται στο με χρονολογία Μάρτιος 2010 τοπογραφικό διάγραμμα της ίδιας πολιτικού μηχανικού, συνολικού εμβαδού 8.794,01 τ.μ., το ανατολικό τμήμα του, εκτάσεως τούτου 4.723,44 τ.μ., όπως εμφαίνεται στο εν λόγω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία …… και γ) από το αγροτεμάχιο στη θέση «…..», συνολικής εκτάσεως 57.334,06 τ.μ., όπως τούτο εμφαίνεται στο από Μάρτιος 2010 τοπογραφικό διάγραμμα της ίδιας πολιτικού μηχανικού, το δυτικό τμήμα του, εμβαδού τούτου 32.447,43 τ.μ., το οποίο αποτυπώνεται στο από Σεπτέμβριος 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της ιδίας μηχανικού με τα στοιχεία  ……….  2) Ο εναγόμενος έλαβε στην αποκλειστική νομή του το ακίνητο στη θέση «…..», β) από το ακίνητο στη θέση «….» το δυτικό τμήμα του, εμβαδού τούτου 4.070,57 τ.μ., όπως αυτό αποτυπώνεται στο με χρονολογία Μάρτιος 2009 τοπογραφικό διάγραμμα της ανωτέρω πολιτικού μηχανικού με στοιχεία ………. και γ) από το ακίνητο στη θέση «…» το ανατολικό τμήμα του, εμβαδού τούτου 24.886,73 τ.μ., το οποίο διαχωρίζεται από το ανατολικό τμήμα που έλαβε ο ΑΜ με ρέμα. Από το έτος 1982 ο ΑΜ ασκούσε στα ακίνητο στη θέση «…….» και στα τμήματα των άλλων δυο ακινήτων με καλή πίστη και διανοία κυρίου και εν γνώσει του εναγόμενου, τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους πράξεις νομής και συγκεκριμένα φύτεψε δέντρα, όπως ελαιόδεντρα, καστανιές, καρυδιές, τοποθέτησε δεξαμενές για την άρδευση των δέντρων, τα ξεχορτάριαζε, αγόραζε λίπασμα και σπόρους συνεχώς και αδιατάρακτα για χρονικό διάστημα πλέον των 20 ετών, έχοντας έτσι αποκτήσει την αποκλειστική κυριότητά τους με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας. Αντίστοιχες πράξεις νομής με καλή πίστη και διανοία κυρίου και εν γνώσει του ΑΜ ασκούσε και ο εναγόμενος στα ακίνητα που περιήλθαν στη νομή του, επίσης για χρονικό διάστημα πλέον των 20 ετών, έχοντας αποκτήσει την αποκλειστική κυριότητά τους με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας. Η ως άνω άτυπη διανομή αποδεικνύεται πρωτίστως από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υιού του έτερου αδελφού των αρχικών διαδίκων, ΓΜ, ο οποίος κατέθεσε συγκεκριμένα ποια ακίνητα εξ ολοκλήρου και ποια τμήματα των υπολοίπων ακινήτων έλαβαν οι αρχικοί διάδικοι στην αποκλειστική νομή τους, σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, υιού του εναγόμενου, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος κατάθεσε επί λέξει ότι: «Το κτήμα στη θέση ‟…..” το Ανατολικό το έχει ο Π. και το Δυτικό ο Α.», ενώ βεβαίωσε ότι το κτήμα στη θέση «….» τέμνεται από χαντάκι σε δυο τμήματα το ένα 24 τ.μ. (προφανώς εννοείται στρέμματα) και το άλλο 32 τ.μ. (προφανώς εννοείται στρέμματα). Επιβεβαιώνεται όμως και από την υπ’ αριθμ. …/30.7.2009 ένορκη βεβαίωση της αδελφής των αρχικών διαδίκων, ………., η οποία κατέθεσε με επιμέλεια του εναγόμενου ενώπιον της Ειρηνοδίκης Πόρου, για να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο σε άλλη δίκη μεταξύ του ίδιου και του αδελφού του Γ, με αντικείμενο άλλα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας του πατέρας τους. Στη ένορκη αυτή βεβαίωση η ανωτέρω κατέθεσε τα εξής: «Πεθαίνοντας ο πατέρας μας το έτος 1962 άφησε μία διαθήκη με την οποία μοίρασε την περιουσία του στην μητέρα μας και σε όλους εμάς τα παιδιά του. Στον αδερφό μου Γ ό,τι του άφησε ήταν αποκλειστικά δικό του ενώ στον Α και στον Π ό,τι τους άφησε, αν θυμάμαι καλά, ήταν όλα τα χωράφια μισακά, δηλαδή εξ αδιαιρέτου και ακολούθως αυτοί τα μοίρασαν μεταξύ τους και δεν είχε προκύψει από αυτές τις μοιρασιές κανένα πρόβλημα. Όσον αφορά το αχούρι για το οποίο ο αδερφός μου Γ έχει κάνει αγωγή και το διεκδικεί από τον αδερφό μου Π γνωρίζω τα εξής. Το αχούρι αυτό ο πατέρας μου με την διαθήκη του το είχε αφήσει το μισό στον Γ και το άλλο μισό στον Α και τον. . . Το 1987 περίπου τα αδέρφια μου Π και Α για να μην έχουν μπλεξίματα συμφώνησαν όπως το πατρογονικό σπίτι και το μισό αχούρι να το κρατήσει ο Π και ο Α να πάρει το διπλανό οικόπεδο . . .». Από την κατάθεση αυτή αποδεικνύεται εναργώς, ότι οι αρχικοί διάδικοι είχαν άτυπα διανείμει την αγροτική περιουσία τους, δηλ. τα ανωτέρω τέσσερα επίδικα αγροτικά ακίνητα, γεγονός που ήταν γνωστό στην οικογένειά τους και μάλιστα, ότι από τη διανομή αυτή δεν είχε ανακύψει οποιαδήποτε διαφωνία, όπως προέκυψε το έτος 1987 με τη διανομή του αχουρίου. Σε αρμονία των ανωτέρω βρίσκεται το γεγονός ότι ο ΑΜ τουλάχιστον από το έτος 1997 δήλωνε όλα τα ανωτέρω ακίνητα στις φορολογικές δηλώσεις του, αλλά και το περιεχόμενο της από 5/2/2010 εξώδικης όχλησης του ΑΜ προς τον εναγόμενο αδελφό του, με την οποία, αφού του υπενθύμιζε ότι με το υπ’ αριθμ. ……/8.4.1987 διανεμητήριο συμβόλαιο έχουν προβεί στη διανομή δυο κοινών ακινήτων τους (μη επίδικων), τον καλούσε να προβούν σε διανομή και των υπόλοιπων κοινών περιουσιακών στοιχείων, τα οποία ήδη έχουν δια λόγου διανείμει. Ο εναγόμενος αρνούμενος την ιστορική βάση της αγωγής ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έγινε μεταξύ αυτού και του Α άτυπη διανομή των ως άνω κοινών αγροτικών ακινήτων, αλλά πάντα και οι δυο από κοινού καλλιεργούσαν αυτά και ανέκαθεν ανήκαν και στους δυο εξ αδιαιρέτου, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Ως κύριο αποδεικτικό στοιχείο του ισχυρισμού του ο εναγόμενος επικαλείται την υπ’ αριθμ. 43/2009 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, την υπ’ αριθμ. 3/2012 απόφαση του ίδιου Ειρηνοδικείου και την υπ’ αριθμ. 4064/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες εκδόθηκαν στα πλαίσια της αντιδικίας του με τον αδελφό του Γ και στις οποίες τα ανωτέρω Δικαστήρια δέχθηκαν ότι οι συγκληρονόμοι Α, Π και ΓΜ προέβαιναν στις μεταξύ τους ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις της πατρικής περιουσίας με τη σύνταξη πάντοτε συμβολαιογραφικών εγγράφων και ποτέ άτυπα. Με βάση το σκεπτικό των αποφάσεων αυτών ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι και στην προκείμενη περίπτωση η έλλειψη συμβολαιογραφικής διανομής των επιδίκων αποδεικνύει την ανυπαρξία της διανομής τους και της παραμονής τους στη συγκυριότητα του ίδιου και του αδελφού του, Α. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Οι πιο πάνω αποφάσεις εκδόθηκαν στα πλαίσια της αντιδικίας του εναγόμενου με τον αδελφό του Γ με αντικείμενο ένα παλαιό οικίσκο (αχούρι), αποτελούμενο από δυο δωμάτια. Ο οικίσκος αυτός ανήκε στον πατέρα τους, ο οποίος με την πιο πάνω δημόσια διαθήκη του εγκατέστησε ως κληρονόμο του το ΓΜ στο δυτικό δωμάτιό του, εμβαδού 21 τ.μ., με το έμπροσθεν αυτού οικόπεδο, εμβαδού 141 τ.μ., ενώ τους Α και ΠΜ εγκατέστησε ως κληρονόμους του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον κάθε ένα, στο ανατολικό δωμάτιό του, εμβαδού 21 τ.μ., με το έμπροσθεν αυτού οικόπεδο, εμβαδού 11 τ.μ. Ο ΑΜ με το υπ’ αριθμ. …./2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………, νομίμως μεταγεγραμμένο, μεταβίβασε λόγω δωρεάς στον αδελφό του Γ το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του ως άνω ανατολικού δωματίου και του έμπροσθεν αυτού οικοπέδου, συνολικού εμβαδού 32 τ.μ. Ακολούθως, ο ΓΜ άσκησε κατά του νυν εναγόμενου αγωγή διανομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, με την οποία ζητούσε τη διανομή του κοινού ακινήτου εμβαδού 32 τ.μ. με τη δια πλειστηριασμού πώλησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 43/2009 απόφαση του ανωτέρω Ειρηνοδικείου με την οποία διέταξε την πώληση του επικοίνου με πλειστηριασμό, ώστε κάθε ένας να λάβει το 1/2 από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα. Ο εναγόμενος, μην επιθυμώντας την πώληση του ακινήτου αυτού, από το Μάιο του έτους 2011 τοποθετούσε μπάζα και άλλα άχρηστα αντικείμενα σε αυτό, διαταράσσοντας τη νομή του αδελφού του Γεωργίου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να ασκήσει την 13/9/2011 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 3/2012 απόφαση του Ειρηνοδικείου, κατά της οποίας ο εναγόμενος άσκησε την από 15/12/2012 έφεσή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το Δικαστήριο αυτό δικάζοντας ως Εφετείο απέρριψε την έφεση. Καθ’ όλη την αντιδικία αυτή ο εναγόμενος, ΠΜ, ισχυριζόταν ότι ήδη από το έτος 1963 είχε αγοράσει άτυπα από τον ΑΜ το ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του ανατολικού διαμερίσματος και του οικοπέδου του, νεμόμενος έκτοτε αυτό με καλή πίστη και διανοία κυρίου και απέκτησε έτσι την αποκλειστική κυριότητά του με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας, πριν να συνταχθεί το πιο πάνω δωρητήριο συμβόλαιο και συνεπώς ο Γ ουδέποτε απέκτησε τη συγκυριότητά του. Τα ανωτέρω Δικαστήρια με τις ειρημένες αποφάσεις τους απέρριψαν τον εν λόγω ισχυρισμό, διότι έλαβαν υπόψη τους α) το υπ’ αριθμ. …./28.12.1976 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καλαυρίας …….., νομίμως μεταγεγραμμένο, με το οποίο ο ΓΜ πώλησε στον αδελφό του Π ένα ακίνητο εμβαδού 5 στρεμμάτων με 30 ελαιόδεντρα, ευρισκόμενο στη θέση «…..», την κυριότητα του οποίου απέκτησε ο πωλητής δυνάμει της ως άνω δημόσιας διαθήκης του πατέρα τους, ΕΜ, β) το υπ’ αριθμ. …../8.4.1987 συμβόλαιο του πιο πάνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, με το οποίο οι Α και ΠΜ  διένειμαν μεταξύ τους την ανήκουσα και στους δυο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου παλαιά ισόγεια οικία εμβαδού 57,30 τ.μ., ευρισκόμενη εντός του οικισμού ………………, που απέκτησαν δυνάμει της ίδιας δημόσιας διαθήκης του πατέρα τους και την επίσης ανήκουσα και στους δυο κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ισόγειας κατοικίας εμβαδού 68,20 τ.μ, ευρισκόμενης εντός του ίδιου οικισμού, που απέκτησαν δυνάμει του υπ’ αριθμ. …./1957 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Καλαυρίας ………. και γ) το ως άνω αναφερόμενο υπ’ αριθμ. …./17.10.2008 δωρητήριο συμβόλαιο. Με βάση αυτά κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι συγκληρονόμοι προέβαιναν στις μεταξύ τους ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις της κληρονομίας του πατέρα τους με τη σύνταξη πάντοτε συμβολαιογραφικών πράξεων και όχι άτυπα». Η κρίση αυτή όμως των εν λόγω Δικαστηρίων, τα οποία έκριναν επί της συγκεκριμένης αντιδικίας μεταξύ του Γ και του ΠΜ, δεν μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο για την παρούσα δίκη, έστω και ως δικαστικό τεκμήριο και να στηρίξει τον ισχυρισμό του εναγόμενου ότι η έλλειψη διανεμητηρίου συμβολαίου και για τα επίδικα αποδεικνύει τη μηδέποτε διανομή τους. Τούτο αφενός μεν διότι η τελεσίδικη διάγνωση του τρόπου διανομής των κληρονομιαίων ακινήτων αφορά μόνο τους τότε διαδίκους και δεν δεσμεύει, σε βάρος των συμφερόντων του και τον ΑΜ, ο οποίος ως τρίτος δεν συμμετείχε στην ανωτέρω δίκη (ΑΠ 129/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 270/2012 ΝΟΜΟΣ) και αφετέρου διότι στην δικαιοδοτική κρίση των ως άνω δικαστηρίων τέθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς μόνο του ακινήτου εμβαδού 32 τ.μ., του οποίου η συγκυριότητα μεταβιβάστηκε με το ως άνω δωρητήριο συμβόλαιο και παρεμπιπτόντως και των περιγραφόμενων ακινήτων στα άλλα δυο συμβόλαια και όχι και των νυν επιδίκων, για τα οποία κανείς από τους τότε διαδίκους έκανε αναφορά. Μάλιστα την ανωτέρω ορθότητα των παραδοχών αυτών ο εναγόμενος ρητά αμφισβήτησε με την έφεση του κατά της υπ’ αριθμ. 3/2012 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας στην οποία τόνιζε ότι: «Στο σημείο δε αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η εκκαλουμένη έσφαλε και ως προς το διατακτικό της ότι δήθεν προβαίναμε εμείς οι συγκληρονόμοι για τις μεταξύ μας ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις της κληρονομιάς του πατέρα μας με τη σύνταξη πάντοτε συμβολαιογραφικών πράξεων και όχι άτυπα. Πράγματι η κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι παντελώς αβάσιμη, αφού η σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων ήτο ελαχίστη και ο κανόνας ήταν η άτυπη μεταξύ μας συμφωνία, τακτοποίηση των κληρονομιαίων περιουσιακών μας στοιχείων. Περίτρανη απόδειξη του γεγονότος αυτού αποτελεί και η από 29 Δεκεμβρίου 2012 αγωγή του αδελφού μου, ΑΜ, που δικάζεται στις 29 Μαΐου 2012 ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πόρου, στην οποία ο ενάγων αδερφός μου ομολογεί ότι από το έτος 1982 και οι δύο είχαμε προβεί σε άτυπη διανομή περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς και ο καθένας μας έγινε έκτοτε αποκλειστικός νομέας αυτών εν γνώσει του άλλου», χωρίς να δίδει σαφή και πειστική εξήγηση για την, στα πλαίσια της παρούσας δίκης, εκ διαμέτρου στάση του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι έχει γίνει η άτυπη διανομή των επιδίκων και ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του την κρίση των ανωτέρω Δικαστηρίων, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη αξιολόγηση των ενώπιον του ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για τη δικαιοδοτική κρίση του ότι ο ενάγων δήλωνε στο έντυπο Ε9 της φορολογικής του δήλωσης τα επίδικα ακίνητα και ότι ο ίδιος δεν τα δήλωνε είναι ουσιαστικά αβάσιμοι.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α΄ και β΄ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων), λαμβάνονται υπόψη τόσο αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, όσο και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, τα οποία, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ΚΠολΔ, δηλαδή μόνο εφόσον είναι επιτρεπτή η εμμάρτυρη απόδειξη, εκτιμώνται και αξιολογούνται ελεύθερα, όχι απλώς επικουρικά, αλλά παράλληλα με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, αφού αυτή είναι η πραγματική έννοια του όρου «συμπληρωματικά» στην παρ. 2 εδάφ. β΄ του αμέσως πιο πάνω άρθρου 270 (το ίδιο νόημα απηχεί και η ήδη ισχύουσα διάταξη του άρθρου 340 παρ. 1 εδ. β΄ του ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «[το δικαστήριο] Λαμβάνει επίσης υπόψη και εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394»). Έτσι, στην τακτική διαδικασία λαμβάνονται υπόψη αδιακρίτως και έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, καθώς και ιδιωτικά ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους, γενικά δε κάθε είδους έγγραφα. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων και ένορκες βεβαιώσεις για τις οποίες δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη νόμιμη διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 εδάφ. γ΄ του ΚΠολΔ, όπως τότε ίσχυε) (ΑΠ 1349/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 398/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 29/2018 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικαιοδοτικής κρίσης του αχρονολόγητη και επομένως άκυρη ιδιόγραφη διαθήκη του αρχικού ενάγοντος, ΑΜ, στην οποία ο τελευταίος αφού εγκαθιστά τους πιο πάνω κληρονόμους του (ήδη εφεσίβλητους) στην κληρονομιαία περιουσία του αναφέρει ότι: ««Εγώ και ο Π αδερφός τα κληρονομήσαμε από το πατέρα µας και κάναμε µοιρασιά το έτος 1981 Απρίλιος ή Μάιος, δεν θυμάμαι καλά µε µάρτυρα τον Γ . . . εγώ το καλλιέργησα και έχω χαλάσει περίπου 6 εκατοµµύρια δραχμές, είναι φυτεμένο µε ελιές, δέντρα και ακόμα βρίσκεται ημιτελές». Ο εκκαλών με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του την πιο πάνω διαθήκη, διότι αυτή είναι άκυρη και σε κάθε περίπτωση αποτυπώνει γνωστές απόψεις του ενάγοντος. Ο λόγος αυτός όμως είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι από το περιεχόμενο της εκκαλουμένης συνάγεται ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο νομίμως έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε την εν λόγω διαθήκη ως αχρονολόγητο και επομένως άκυρο έγγραφο υπέρ του εκδότη του και επομένως ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό στοιχείο, σωρευτικά και παράλληλα με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία και επομένως δεν έσφαλε.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, ποσού 100 ευρώ, που ο εκκαλών κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης, λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 1392/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας  τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  23   Δεκεμβρίου 2019.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και τούτου μετετεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου