Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 741/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αοριστία της αγωγής σε περίπτωση περιορισμού του αιτήματος εν μέρει σε αναγνωριστικό-απόρριψη της αγωγής ως αόριστης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο-προσύμφωνο μεταβίβασης ακινήτου-ματαίωση της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης από υπαιτιότητα ενός εκ των συμβαλλομένων-αναζήτηση δαπανών για προσθήκες και επισκευές στο ακίνητο, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού.

 

Αριθμός απόφασης 741/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών, και από τη Γραμματέα, E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 – Φ Ε.Κ. Α` 165/25.07.2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου), οι : Α) από 13-4-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2018), υπό στοιχ. Α΄ έφεση του ενάγοντος και Β) από  21-6-2018 (υπ’αριθμ εκθ καταθ. ………../2018), υπό στοιχ. Β΄ έφεση της ενάγουσας, ως ολικά ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 5792/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κατά της προηγηθείσας υπ’αριθμ. 3345/2014 μη οριστικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, που θεωρείται ότι έχει προσβληθεί μαζί με αυτήν, παρ’ότι οι ένδικες εφέσεις δεν στρέφονται και κατ’αυτής (άρθρο 513 § 2 του ΚΠολΔ), κατά την τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκαν εξ ολοκλήρου η από 2-4-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2012) αγωγή περί αποδόσεως αρραβώνα, καταβολής ποινικής ρήτρας και αδικαιολογήτου πλουτισμού, και η από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή περί αποζημιώσεως, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246, 524 § 1 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495 § 1 εδ.α΄, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ), και, συγκεκριμένα, προ πάσης επιδόσεως, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄ έφεση του ενάγοντος και πριν την παρέλευση μηνός από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης προς την εκκαλούσα στις 31-5-2018, σύμφωνα με τη σχετική, κατ΄άρθρο 139 § 3 του ΚΠολΔ, επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας Αθηνών, ………. επί προσκομιζόμενου αντιγράφου της, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄  έφεση, που ασκήθηκε στις 21-6-2018, ενώ δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου και έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο για το παραδεκτό τους (υπ’αριθμ. ……. παράβολα του Δημοσίου και υπ’αριθμ. …. παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ, όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄ έφεση και υπ’αριθμ. …….. e-παράβολο και από 25-6-2018 αποδεικτικό εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄έφεση). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και  να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει, προτού ακόμη εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, εφόσον ο εκκαλών παραπονείται για άλλο λόγο (λ.χ. για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων), ως προς την αγωγή για ζητήματα αυτής, όπως ιδίως για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο αυτής και χωρίς ειδικό παράπονο να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, αόριστη ή μη νόμιμη (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΔωδ 73/2014, ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 6601/2011, ΕλλΔνη 2013.189). Στην περίπτωση αυτή, επειδή κατά το άρθρο 534 του ίδιου κώδικα δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό, εξαφανίζεται αυτή και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 173/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στην περίπτωση ειδικότερα που η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά της απόφασης παραπονιέται ο ενάγων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίνοντας αυτεπαγγέλτως ότι αυτή ήταν αόριστη, με νόμιμη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για έναν από τους παραπάνω λόγους, εφόσον μια τέτοια απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα και δεν αρκεί απλή αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας, κατ’αρθρο 534 ΚΠολΔ (ΑΠ 92/2015 όπ, ΑΠ 963/1999, ΕλλΔνη 2000.52, ΕφΠειρ 351/2015 αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 577/2008, ΑΧΑΝΟΜ 2009.346).

Ο ενάγων εξέθετε στην από 2-4-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή του, ότι με το υπ’αριθμ. 3519/2009 προσύμφωνο πώλησης ακινήτου και σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., προσυμφώνησε με την εναγομένη, ιδιοκτήτρια του ειδικότερα περιγραφόμενου ακινήτου, την προς αυτόν πώληση τμήματος αυτού, επί του οποίου συνεστήθη κάθετη ιδιοκτησία, αντί του τιμήματος των 155.000 ευρώ, έναντι του οποίου της κατέβαλε ως αρραβώνα  το ποσό των 15.500 ευρώ. Ότι το οριστικό συμβόλαιο θα καταρτιζόταν όταν θα ολοκληρωνόταν η διόρθωση της μέχρι τότε εγγραφής του  στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, ώστε να εμφαίνεται ως ιδιοκτήτρια αυτού η εναγομένη, και μέχρι τότε του παραχωρήθηκε άνευ ανταλλάγματος η χρήση του ήδη υπάρχοντος επ’αυτού κτίσματος. Ότι η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε τελικά μόλις στις 19-7-2011 από υπαιτιότητα της εναγομένης, η οποία καθυστέρησε αδικαιολόγητα να προβεί στις απαραίτητες νομικές ενέργειες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα. Τελικώς και ενώ παρέμενε σε εκκρεμότητα η προσάρτιση στην υπ’αριθμ. …/2011 πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………., υπεύθυνης δήλωσης της εναγομένης ιδιοκτήτριας και βεβαίωσης μηχανικού, που αφορούσαν το υπάρχον στο ακίνητο κτίσμα, απέστειλε προς αυτήν εξώδικη διαμαρτυρία με πρόσκληση, με την οποία της πρότεινε την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, αντί του εύλογου πλέον τιμήματος των 95.000 ευρώ, λόγω της εν τω μεταξύ οικονομικής κρίσης και της συνακόλουθης μείωσης της ζήτησης ακινήτων, ιδιαίτερα σε περιφερειακές περιοχές, όπως εκείνη του επιδίκου, αλλά και της μειωμένης πλέον ευχέρειας λήψης δανείων από τράπεζες, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών των ακινήτων γενικά και του επιδίκου ειδικότερα. Ότι στη συνέχεια, από έλεγχο που πραγματοποίησε, διαπίστωσε την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί του ακινήτου υπέρ της …. Τράπεζας στις 3-1-2012, για το ποσό των 4.363,44 ευρώ, με βάση την υπ’αριθμ. …./2006 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, αν και η εναγομένη είχε υποσχεθεί το ακίνητο ελεύθερο παντός βάρους, και επιπλέον αυτό, ως κάθετη ιδιοκτησία, δεν είχε λάβει ακόμη κτηματολογικό αριθμό, που ήταν απαραίτητος για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Ότι κατόπιν αυτών, με την από 28-12-2011 εξώδικη διαμαρτυρία με πρόσκλησή του της δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σύναψή της, καλώντας την αφενός να του επιστρέψει το ποσό του αρραβώνα και αφετέρου να υπογράψουν πράξη κατάργησης του προσυμφώνου, πλην όμως εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, συνταχθείσας συναφώς της υπ’αριθμ. …../2012 πράξης μη εμφάνισης και δηλώσεων του ως άνω συμβολαιογράφου Πειραιώς. Ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της παραδόσεως του ακινήτου στην εναγομένη, ανέθεσε τον έλεγχό του σε πολιτικό μηχανικό, ο οποίος διαπίστωσε τα μνημονευόμενα κατασκευαστικά προβλήματα σε τμήμα του κτίσματος, κατ’απόκλιση όσων προέβλεπε η υπ’αριθμ. …./1993 οικοδομική του άδεια,  ήτοι πραγματικό ελάττωμα που η εναγομένη γνώριζε και του είχε αποκρύψει, με αποτέλεσμα το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς να είναι υψηλότερο του πραγματικού και για τον λόγο αυτό. Ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του και ενόψει της μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου στον ίδιο, προέβη σε προσθήκες και επισκευές του, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, το κόστος των οποίων ανέρχεται στο ποσό των 14.980 ευρώ, και ότι, λαμβάνοντας υπόψη και την αξία των προσθηκών που αφαίρεσε κατά την αποχώρησή του, η αξία αυτών που παρέμειναν στο ακίνητο και προς όφελός του, ανέρχονται στο ποσό των 7.780 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ακολούθως, επικαλούμενος την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από το προσύμφωνο, λόγω της ύπαρξης του προαναφερθέντος πραγματικού ελαττώματος και δηλώνοντας ότι παραιτείται από το δικόγραφο της προγενέστερης από 12-3-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής του, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να του καταβάλει το ποσό των 15.500 ευρώ που της κατέβαλε ως αρραβώνα,  το ίδιο ποσό ως ποινική ρήτρα και το ποσό των 269,50 ευρώ, που κατέβαλε ως συμβολαιογραφική αμοιβή για την κατάρτιση του προσυμφώνου, επιπλέον δε, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό των 7.780 ευρώ, που δαπάνησε για προσθήκες και επισκευές του ακινήτου, οι οποίες παρέμειναν προς όφελός του, δηλαδή συνολικά το ποσό των 39.049,50 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα. Έχοντας αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή ορθώς κρίθηκε ως ορισμένη, παρά τις αντίθετες αιτιάσεις της εναγομένης, τυγχάνει, ωστόσο, μη νόμιμη, ως προς το επιμέρους κονδύλιο των 269,50 ευρώ, διότι επί αθέτησης των εκ προσυμφώνου υποχρεώσεων των μερών, οφείλεται-σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή  ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης είτε ζητηθεί μόνον αποζημίωση- θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 AK, τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος, που αποτελούν υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 568/2014,  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή σε αυτά περιλαμβάνεται ό,τι θα είχε ο δανειστής αν είχε εκπληρωθεί η σύμβαση, το παραπάνω δε ποσό θα είχε δαπανηθεί ακόμη και στην περίπτωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την υπ’αριθμ. 3345/2014 συνεκκαλουμένη και στη συνέχεια την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε αυτήν ως ορισμένη, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και πρέπει αφού εξαφανιστούν αμφότερες κατά τούτο, σύμφωνα και με τη σχετική σκέψη περί του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να κρατηθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο.

Η ενάγουσα, επίσης, αναφερόμενη και αυτή στην από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2012) αντίθετη αγωγή της, όπως το περιεχόμενό της εκτιμάται από το Δικαστήριο, στην κατάρτιση του προσυμφώνου πώλησης, ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή του οριστικού συμβολαίου ματαιώθηκε από υπαιτιότητα του εναγομένου, ο οποίος  επικαλέστηκε προσχηματικούς λόγους, και ότι μετά την αποχώρησή του διαπίστωσε ότι αυτός είχε προβεί σε διάφορες προσθήκες και μεταβολές στο ακίνητο, χωρίς τη συναίνεση ή έγκρισή της, για την επαναφορά του δε στην αρχική του κατάσταση απαιτείται δαπάνη ύψους 11.460 ευρώ συνολικά, όπως ειδικότερα αναλύεται. Ότι, επιπλέον, ζημιώθηκε κατά το ποσό των 139.500 ευρώ, δηλαδή το υπόλοιπο-πέραν του καταβληθέντος αρραβώνα-του τιμήματος, το οποίο μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη των πραγμάτων πορεία θα εισέπραττε από την πώληση του ακινήτου είτε προς τον  εναγόμενο, αν δεν είχε μεσολαβήσει η αντισυμβατική συμπεριφορά του, είτε προς τρίτον. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτού περιορισμού του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 15.960 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι της οφείλει επιπλέον το ποσό των 135.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά της έξοδα.

Επί των αγωγών αυτών, όπως ήδη εκτέθηκε, εκδόθηκε αρχικά η υπ’αριθμ. 3345/2014 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου και στη συνέχεια, μετά την ολοκλήρωση της πραγματογνωμοσύνης που αυτό διέταξε, η εκκαλουμένη, με την οποία απορρίφθηκαν αμφότερες οι αγωγές ως ουσιαστικά αβάσιμες.

Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται αμφότεροι οι διάδικοι με τις υπό κρίσεις εφέσεις τους και για τους ειδικότερους λόγους αυτών που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή τους, να εξαφανιστεί αυτή, και ακολούθως να γίνει δεκτή η αγωγή, ενός εκάστου,  καθ’όλα τα αιτήματά της και να επιβληθούν σε βάρος των αντιδίκων τους τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφό της κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε (ΟλΑΠ 30/2007, Νοβ 2007.2388, ΑΠ 1299/2018, ΧΡΙΔ 2019.213, ΑΠ 1314/2009, αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Με την παραίτηση, βέβαια, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, η οποία εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση (ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 1299/2018, ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 351/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 2/2014 ΕλλΔνη 2015.166). Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτώς μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποιά κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται, έτσι, αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 1299/2018 όπ, ΑΠ 1675/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τούτο διότι, αν δεν διευκρινίζεται ποιών αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιών η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω ή ουσία αβάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιές να επιδικασθούν στον ενάγοντα (ΑΠ 1299/2018, ΕφΠειρ (Μον) 351/2016 όπ). Στην κρινόμενη περίπτωση, η ενάγουσα της από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγής, ζητούσε, όπως ήδη εκτέθηκε, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για τη θετική και αποθετική ζημία που υπέστη συνεπεία της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του, το ποσό των 11.460 και των 139.500 ευρώ, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, όμως, κατά τη συζήτησή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, με δήλωση του στο ακροατήριο, κατ’άρθρο 223 του ΚΠολΔ, περιόρισε μερικά το αρχικά καταψηφιστικό αίτημά της, εν μέρει σε καταψηφιστικό και εν μέρει σε αναγνωριστικό και συγκεκριμένα από το συνολικά αιτούμενο ποσό των 150.960 ευρώ, μετέτρεψε σ` αναγνωριστικό το ποσό των 135.000 ευρώ και ζήτησε την καταψήφιση του υπολοίπου των  15.900 ευρώ. Δεν προσδιόρισε, όμως, ούτε με τη σχετική δήλωσή  του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση, ούτε με τις προτάσεις αλλά ούτε και με την προσθήκη-αντίκρουση αυτών, σε ποιό ή ποιά ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός, από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, ούτε καθένα από το καταψηφιστικό και αναγνωριστικό αίτημα συμπίπτει κατά ποσό με τις επιμέρους αξιώσεις του. Έτσι, το αίτημα της αγωγής, μετά τον περιορισμό αυτό, συνεπεία του οποίου ζητείται πλέον η αναγνώριση και η επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από τη σχετική δήλωση και τις πρωτόδικες προτάσεις της ενάγουσας ότι περιορίζονται ανάλογα τα επί μέρους κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, είναι αόριστο στο σύνολό του, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο, ανεξαρτήτως του ότι δεν υποβλήθηκε ειδικό παράπονο από την άνω ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, η οποία παραπονείται για την κατ’ουσίαν απόρριψη της αγωγής της, σύμφωνα με τις σχετικές σκέψεις που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν. Και τούτο διότι, αφού δεν διευκρινίζεται ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατό να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμο ή ουσία αβάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασισθεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθεί και ποιές να επιδικασθούν στην ενάγουσα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του έκρινε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη, καίτοι η ενάγουσα δεν προσδιόρισε σε ποιές από τις επί μέρους αξιώσεις της περιόριζε την καταψήφιση και σε ποιές την αναγνώριση, και στη συνέχεια, μετά περαιτέρω κατ’ ουσίαν έρευνα, απέρριψε αυτήν ως κατ`ουσίαν αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ακολούθως, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης της ενάγουσας, να εξαφανιστούν αυτές, κατά το αντίστοιχο μέρος, εφόσον απλή αντικατάσταση της αιτιολογίας τους δεν αρκεί, να ερευνηθεί η αγωγή και να απορριφθεί αυτή εν τέλει ως αόριστη. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των λόγων της περί εσφαλμένης απόρριψης των αγωγικών κονδυλίων ως ουσιαστικά αβάσιμων.

Από τη διάταξη του άρθρου 166 του ΑΚ, κατά την οποία το προσύμφωνο είναι σύμβαση, με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, προκύπτει ότι το προσύμφωνο- εφόσον τηρήθηκε γι’αυτό ο απαιτούμενος για την κύρια σύμβαση τύπος (ΑΠ 1397/2017, ΑΠ 514/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνιστάμενη στην κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, αποτελεί ενοχική – υποσχετική σύμβαση (ΑΠ 297/2016, ΕφΔωδ 82/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), και γεννά τέλεια ενοχή (ΕφΠειρ 476/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 472/2011, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2012.156, ΕφΔωδ 82/2014 ό.π). Τα μέρη ευθύνονται το καθένα απέναντι στο άλλο, για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης αυτής της βασικής ενοχικής υποχρέωσής τους, σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη μη εκπλήρωση των ενοχικών υποχρεώσεων επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΑΠ 642/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 514/2016  ό.π).

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 του ΑΚ, προκύπτει ότι ο αρραβώνας που δίνεται κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, όπως και αυτός που δίνεται προς εξασφάλιση προσυμφώνου, μπορεί ανάλογα με τον επιδιωκόμενο από τα μέρη με τη σύμβαση σκοπό, είτε να είναι επιβεβαιωτικός της κατάρτισης της συμβάσεως, είτε να έχει την έννοια του επιτιμίου μεταμέλειας, που παρέχει στο συμβαλλόμενο ή στους συμβαλλομένους δικαίωμα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντάς τον διπλάσιο, είτε να έχει την έννοια της ποινής και να δίνεται για να λειτουργήσει σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της συμβάσεως κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν της ποινικής ρήτρας.  Ο αρραβώνας μεταμέλειας, αυτός δηλαδή που δίνεται με τη συμφωνία ότι αυτός που δίνει ή αυτός που τον λαμβάνει μπορούν να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντας τον διπλάσιο, είναι διαφορετικός από τον επιβεβαιωτικό, διότι ο τελευταίος δίνεται προς ενίσχυση της συμβάσεως, ενώ ο πρώτος (μεταμέλειας) προς εξασθένηση και ανατροπή της τετελεσμένης συμβάσεως, γι` αυτό και απαιτείται για τον χαρακτηρισμό αυτού ως αρραβώνα μεταμέλειας να έχει συμφωνηθεί ρητά ή να συνάγεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να έχουν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, χάνοντας τον αρραβώνα ή αποδίδοντας αυτόν διπλάσιο (ΕφΠειρ 476/2014, ΕφΠειρ 472/2011 ό.π).  Επίσης, κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, το είδος του αρραβώνα εξαρτάται από τη βούληση των μερών. Με τη διάταξη του άρθρου 402 του ΑΚ τίθεται ερμηνευτικός κανόνας, κατά τον οποίο σε περίπτωση αμφιβολίας, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο αρραβώνας θεωρείται ότι δόθηκε προς κάλυψη της ζημιάς από τη μη εκτέλεση της συμβάσεως, δηλαδή θεωρείται αυτός μόνον ποινικός, που λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 403 του ΑΚ, κατά τρόπο παρόμοιο προς τη λειτουργία της ποινικής ρήτρας (ΕφΠειρ 501/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 476/2014, ΕφΠειρ 472/2011 ό.π).. Εξάλλου, η διοίκηση αλλότριων, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 του ΑΚ, είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως εκ του νόμου μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλότριων δίδεται από τη διάταξη της ΑΚ  730, και αφορά την περίπτωση κατά την οποία κάποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση, έχοντας υποχρέωση να την διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, ενώ αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η γνήσια διοίκηση αλλότριων έχει δύο ειδικότερες μορφές, τη θεμιτή (ΑΚ 736) και την αθέμιτη (ΑΚ 737) με διάφορες έννομες συνέπειες για την κάθε μία των μορφών τούτων (ΑΠ 355/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).  Επιπλέον, κατά την ΑΚ 739 εδ. α`, όποιος γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση τη διοικεί σαν δική του, με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλότριων. Μη γνήσια ή νόθος, επομένως, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, είναι η διαχείριση ξένης υπόθεσης από κάποιον (διοικητή) με τη γνώση ότι είναι ξένη, σαν δική του. Στην περίπτωση αυτή κατά την ΑΚ 739 εδ. β`, ο διοικητής έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως και εκείνος της γνήσιας πλην αθέμιτης διοίκησης αλλότριων κατά την ΑΚ 737 εδ. β`. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με την ΑΚ 904 § 1 εδ. α`, κατά την οποία, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υπόχρεου σε «βάρος» της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που “επιβάλλεται” στον λήπτη χωρίς τη θέληση του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ` αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντα του. Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλότριων μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοίκησης (ΑΚ 737 εδ. β`) ή της μη γνήσιας (ΑΚ 739 εδ. β`), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 355/2015 όπ, ΑΠ 668/2007 ΔΕΕ 2007.831, ΑΠ 784/2005, ΕλλΔνη 2005.1085). Στις παραπάνω περιπτώσεις, ο αδικαιολογήτως πλουτίσας θα υποχρεωθεί να επιστρέψει τον πλουτισμό, μόνον αν και στην έκταση που αυτός είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, μπορεί δε να αξιοποιηθεί και στο μέλλον, αυξάνοντας την αγοραία ή και τη μισθωτική αξία του πράγματος (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ», τόμος IV, σελ. 596-597, αρ. 8).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων, ………. και …………., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την συνεκκαλουμένη υπ’αριθμ. 3345/2012 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, των εκτιμώμενων ελεύθερα, αφενός μεν, κατ’άρθρο 387 του ΚΠολΔ, της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος με την υπ’αριθμ. 3345/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονα, ………., και αφετέρου, κατ’άρθρο 390 του ΚΠολΔ, της από 18-2-2012 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, του πολιτικού μηχανικού, ………., και της από 10-5-2012 τεχνικής έκθεσης αυτοψίας του πολιτικού μηχανικού ………., αντίστοιχα, που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, ως εκ της ιδιότητάς τους, καθώς και της υπ’αριθμ……./14-11-2018, ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα, ……., όχι όμως και της υπ’αριθμ. ……./14-11-2018 ένορκης βεβαίωσης της …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, που ελήφθησαν με επιμέλεια του εκκαλούντος-εφεσίβλητου, καθώς η πρώτη ελήφθη μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη-προ δύο τουλάχιστον εργασίμων ημερών, κατ’άρθρο 422 § 1 του ΚΠολΔ- κλήτευση της ενάγουσας-που δεν παρέστη (υπ’αριθμ. ….. ./9-11-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………), και είναι παραδεκτή ως νέο αποδεικτικό μέσο ενώπιον του εφετείου ( ΑΠ 779/2019, ΑΠ 702/2019,αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ όσον αφορά στη δεύτερη, στη σχετική κλήση δεν αναγράφεται το τυχόν επάγγελμά της, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου [άρθρα 422 § 1 και 424 του ΚΠολΔ, όπως επαναφέρθηκαν με το άρθρο δεύτερο του ν.4335/2015, παρ’ότι προτείνεται η συσταλτική ερμηνεία τους στις περιπτώσεις των παρατυπιών ήσσονος σημασίας, που επιτυγχάνεται ο σκοπός στον οποίο αποβλέπουν οι συγκεκριμένες διατάξεις (σχετ. Π.Μαντή  «Τροποποιήσεις του ν.4335/2015 στο δίκαιο της απόδειξης. Οι νέες διατάξεις για τη διαταγή πληρωμής. Διαχρονικό δίκαιο», ΕλλΔνη 2017.σελ. 1025 επ., Π.Γιαννόπουλος-Χρ.Τριανταφυλλίδης «Οι τροποποιήσεις στου ν.4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της απόδειξης», σελ. 665 επ)], αφού ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Με το υπ’αριθμ. ………./27-7-2009 προσύμφωνο σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας και αγοραπωλησίας ακινήτου, που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, η αντενάγουσα-εναγομένη (στο εξής αντενάγουσα) και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη, ………., ιδιοκτήτρια μείζονος οικοπέδου, εκτάσεως, κατά νεώτερη καταμέτρηση, 796,78 τμ, μετά της επ’αυτού ισόγειας οικίας, επιφάνειας 78,30 τμ, κειμένου στη θέση «……….» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας … Σαλαμίνας, εντός σχεδίου πόλεως και επί των οδών ……..,  ανέλαβε την υποχρέωση να συστήσει επ’αυτού δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες, κάθετες ιδιοκτησίες, κατά την έννοια και τις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ. Η μία από αυτές, με τα στοιχεία Ε-2 περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο, εκτάσεως 463,93 τμ, που αποτυπώνεται υπό τα αλφαβητικά στοιχεία  Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Γ  στο από Ιουλίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του προαναφερθέντος μηχανικού, ………., το οποίο προσαρτάται στο προσύμφωνο, στο οποίο γίνεται λεπτομερής περιγραφή του, κατά θέση, έκταση και όρια, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του μείζονος ακινήτου 582,26/1000. Την ιδιοκτησία αυτή, μετά του δικαιώματος ανοικοδομήσεώς της, η αντενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να την πωλήσει και μεταβιβάσει στον ενάγοντα-αντεναγόμενο (στο εξής ενάγοντα) και ήδη εκκαλούντα-εφεσίβλητο, αντί του τιμήματος των 155.000 ευρώ, εκ του οποίου, κατά την υπογραφή του προσυμφώνου, καταβλήθηκε στην πωλήτρια το ποσό των 15.500 ευρώ, ως αρραβώνας, με όλες τις προβλεπόμενες από τον νόμο συνέπειες για την περίπτωση της υπαίτιας αθετήσεως ή αδυναμίας εκπληρώσεως των εκ του προσυμφώνου υποχρεώσεων αμφοτέρων των διαδίκων, ή μεταμελείας τους για οποιοδήποτε λόγο. Έτσι, αν ο λόγος της ματαίωσης της υπογραφής αφορούσε την πωλήτρια, όπως για παράδειγμα αν αυτή παραβίαζε την υποχρέωσή της για προηγούμενη σύνταξη και υπογραφή της πράξης σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, η ίδια όφειλε να αποδώσει το ποσό του αρραβώνα εις διπλούν πλέον ποινικής ρήτρας ύψους 15.500 ευρώ, ενώ αν ο αγοραστής δεν προσερχόταν από λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητά του, θα έχανε το ποσό του αρραβώνα. Με βάση, επομένως, και τη σχετική περί αρραβώνα σκέψη που προεκτέθηκε, τα μέρη δεν διαφοροποίησαν μεν τις οριζόμενες από τις ενδοτικού δικαίου ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 402 και 403 του ΑΚ συνέπειές του, στο πλαίσιο όμως της ελευθερίας των συμβάσεων, όρισαν, με ρητή δήλωσή τους, η οποία δεν δημιουργεί αμφιβολία ούτε εμφανίζει ασάφεια ή κενά, ώστε να ανακύπτει ζήτημα προσφυγής στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ότι ο αρραβώνας αυτός θα λειτουργούσε διττά, δηλαδή και ως επιτίμιο μεταμέλειας, αλλά και ως ποινικός, στην περίπτωση της ματαίωσης και, επομένως, της υπαίτιας μη εκτέλεσης της σύμβασης δηλαδή της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Τέλος, η αντενάγουσα υποσχέθηκε ότι οποτεδήποτε και αν υπογραφόταν το οριστικό συμβόλαιο, η παραπάνω κάθετη ιδιοκτησία θα ήταν ελεύθερη βαρών, χρεών, υποθηκών και προσημειώσεων, και γενικά από κάθε πραγματικό και νομικό ελάττωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού κώδικα, με ρητή πρόβλεψη, ότι η ίδια όφειλε να εξαλείψει με δαπάνες και επιμέλειά της, τα τυχόν υφιστάμενα βάρη κατά την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Αναφορικά με το τίμημα, συμφωνήθηκε ότι το υπόλοιπο ποσό θα καταβαλλόταν στην πωλήτρια, εντός δύο (2) μηνών από την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, είτε εξ ιδίων χρημάτων είτε με χρήματα προερχόμενα από τραπεζικό δανεισμό. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι όταν καταρτίστηκε το προσύμφωνο, το μείζον ακίνητο της αντενάγουσας είχε εγγραφεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας και η διόρθωση της σχετικής εγγραφής, με επιμέλειά της, ώστε να φαίνεται η ίδια ως ιδιοκτήτριά του,  τέθηκε  ως προϋπόθεση για την κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Ειδικότερα, η αντενάγουσα όφειλε να γνωστοποιήσει εγγράφως στον ενάγοντα την τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα επί της ήδη ασκηθείσας υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2009 αίτησής της για την εκδίκαση της οποίας είχε οριστεί δικάσιμος η 26-10-2011 ή οποιαδήποτε άλλη τυχόν οριζόταν νωρίτερα, ή μετ’αναβολή. Ρητώς, επίσης, συμφωνήθηκε ότι η αντενάγουσα υποχρεούτο να προβεί στη συζήτηση της άνω αιτήσεως, κατά την ορισθείσα δικάσιμο, εκτός αν συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας, όπως αυτή εξειδικευόταν, οπότε όφειλε να την επαναφέρει προς συζήτηση, με κλήση, εντός δεκαπέντε ημερών, προβλεπόμενου, επίσης, ότι σε περίπτωση που η  αίτηση απορρίπτετο, η τελευταία όφειλε να επιστρέψει στον αγοραστή τον καταβληθέντα αρραβώνα. Το οριστικό συμβόλαιο επρόκειτο να υπογραφεί εντός δεκαπέντε ημερών από τη γνωστοποίηση της τελεσιδικίας, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι θα έχει καταχωρηθεί η τελεσίδικη απόφαση και στο Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας. Την ίδια ημέρα, παράλληλα με την υπογραφή του προσυμφώνου, με την από 27-7-2009 έγγραφη συμφωνία των διαδίκων η αντενάγουσα παραχώρησε στον ενάγοντα τη χρήση της οικίας που βρισκόταν στο τμήμα του οικοπέδου που θα αποκτούσε, άνευ ανταλλάγματος. Παρ’ότι η αρχική αίτηση διόρθωσης της κτηματολογικής εγγραφής έπασχε δικονομικού απαραδέκτου και τελικώς η συζήτησή της ματαιώθηκε, διότι δεν είχε κοινοποιηθεί προς το Ελληνικό Δημόσιο, εντός της ορισθείσας προθεσμίας κατ’άρθρο 6 § 3 του ν.2664/1998, όπως αυτή αντικαταστάθηκε διαδοχικά από το άρθρο 2 § 3 του ν.3127/2003 και 2 § 2 του ν.3481/2006, και επακολούθησε απόρριψη της δεύτερης κατά σειρά υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/15-7-2010 αίτησης, με την υπ’αριθμ. 5844/2010 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, για να διαταχθεί τελικώς η διόρθωση της εγγραφής με την υπ’αριθμ. 2332/30-3-2011 απόφαση του άνω Δικαστηρίου με άλλη, την τρίτη κατά σειρά, αίτηση, η διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του μείζονος ακινήτου έλαβε χώρα στις 19-7-2011. Επομένως, παρ’ότι η αρχική αίτηση δεν συζητήθηκε, κατ’αποτέλεσμα η αντενάγουσα ανταποκρίθηκε στη σχετική συμβατική της υποχρέωση, χωρίς μάλιστα χρονική υπέρβαση της προθεσμίας που είχε οριστεί από τα μέρη, αφού η καταχώριση προηγείται χρονικά και αυτής ακόμη της ημερομηνίας που είχε οριστεί για τη συζήτηση της αίτησης αυτής (26-10-2011). Σημειώνεται ότι ο ενάγων, με την από 30-7-2010 απευθυνόμενη προς την αντενάγουσα εξώδικη διαμαρτυρία και πρόσκλησή του, η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν (σχετ. η υπ’αριθμ. …………./30-7-2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……), είχε ήδη διαμαρτυρηθεί σε αυτήν για τη δικονομική πορεία της αρχικής αιτήσεως, προτείνοντάς της μάλιστα να αναλάβει ο πληρεξούσιος δικηγόρος του τη διεκπεραίωση της διόρθωσης, ενώ σε αυτήν γινόταν αναφορά στις εκτεταμένες εργασίες συντήρησης, επισκευής και ανακαίνισης, στις οποίες είχε προβεί, χωρίς ειδικότερη αναφορά σε αυτές, γεγονός για το οποίο η αντενάγουσα δεν αποδεικνύεται ότι ζήτησε διευκρινίσεις ούτε ότι διαμαρτυρήθηκε. Ο ακριβής χρόνος ενημέρωσης του ενάγοντος περί της τελεσιδικίας της απόφασης περί διόρθωσης της κτηματολογικής εγγραφής δεν αποδεικνύεται, πλην όμως, λόγω του ικανού χρονικού διαστήματος που παρήλθε μετά τη δημοσίευσή της δεν καταλείπεται αμφιβολία, με βάση και τα διδάγματα της λογικής, ότι υπήρξε τέτοια ενημέρωση και μάλιστα το αργότερο μέχρι την καταχώριση της διόρθωσης στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, αφού η αντενάγουσα είχε κάθε λόγο να το πράξει ώστε να προχωρήσει η διαδικασία, να υπογραφεί το οριστικό συμβόλαιο και να εισπράξει το τίμημα. Παρ’ότι, όμως, παρήλθε άπρακτη η προθεσμία για τη σύναψη της συμβάσεως, το προσύμφωνο δεν ανετράπη ούτε έπαυσαν οι εξ αυτού έννομες συνέπειες, εφόσον δεν είχε οριστεί το αντίθετο, ρητώς ή σιωπηρώς από τους συμβληθέντες. Ως εκ τούτου, τα αυτά δεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στην κρίση ότι δεν στοιχειοθετείτο εκ της δικονομικής πορείας της αίτησης που υποβλήθηκε εκ μέρους της αντενάγουσας, υπαιτιότητά της ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα δικαίωμα υπαναχώρησης από την επίδικη σύμβαση, ορθά κατ’αποτέλεσμα έκρινε, και πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α’ έφεσης, κατά το σκέλος του με το οποίο ο εκκαλών διατείνεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει στην κρίση ότι στη διαδικασία υποβολής αιτήσεως διόρθωσης της κτηματολογικής εγγραφής του ακινήτου εμφιλοχώρησαν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις και σκόπιμες παρατυπίες από την πλευρά της αντενάγουσας, γεγονός που συνιστά υπαίτια συμπεριφορά της περί την εκπλήρωση της εκ του προσυμφώνου υποχρέωσής της για κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ακολούθως, η αντενάγουσα  επιχείρησε να υλοποιήσει τη δεύτερη εκ του προσυμφώνου συμβατική της υποχρέωση, προβαίνοντας στις 23-9-2011 στη σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας επί του οικοπέδου της, δυνάμει της  υπ’αριθμ. …./2011 σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ……….., πλην όμως η πράξη αυτή δεν έγινε δεκτή από το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας και δεν καταχωρήθηκε, ενόψει και των προβλεπόμενων συνεπειών (άρθρο 23 § 5 του ν.4014/2011) διότι δεν είχε επισυναφθεί σε αυτήν υπεύθυνη δήλωση της ιδιοκτήτριας και βεβαίωση μηχανικού, με τις οποίες έπρεπε να δηλωθεί ότι δεν είχαν εκτελεστεί αυθαίρετες κατασκευές που να επηρεάζουν την επιφάνεια και το ύψος της ιδιοκτησίας, τη δόμηση, την κάλυψη κλπ, όπως προέβλεπε το άρθρο 23 § 4 του δημοσιευθέντος δύο μόλις ημέρες πριν (ΦΕΚ Α΄ 209/21.09.2011), ν.4014/2011. Ο ενάγων πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό και της απέστειλε την από 14-12-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-με πρόσκληση και δήλωσή του, που της επιδόθηκε αυθημερόν, με την οποία, παραθέτοντας εκ νέου το ιστορικό των αιτήσεων που υποβλήθηκαν για τη διόρθωση της κτηματολογικής εγγραφής και αναφερόμενος στην άρνηση καταχώρισης της πράξης σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, κατά τα άνω, απέδιδε στην αντενάγουσα υπαιτιότητα για την καθυστέρηση σύναψης της οριστικής σύμβασης και, επικαλούμενος εν τω μεταξύ μείωση της εμπορικής αξίας του επιδίκου στο ποσό των 95.000 ευρώ, λόγω της οικονομικής κρίσης, την κάλεσε να του δηλώσει εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κοινοποίησή της, που έλαβε χώρα επίσης αυθημερόν, εάν αποδέχεται ως τίμημα το ποσό αυτό, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι, σε περίπτωση άρνησής της, θα προσέβαλε το προσύμφωνο. Σε απάντηση αυτού, η αντενάγουσα του κοινοποίησε στις 22-12-2011 την από 21-12-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκλησή της, με την οποία δήλωνε ότι έχει ανταποκριθεί πλήρως στις συμβατικές της υποχρεώσεις, ότι η καθυστέρηση λήψης βεβαίωσης από πολιτικό μηχανικό, κατά τα προεκτεθέντα, προκειμένου να επισυναφθεί στην πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας οφείλεται στην άρνησή του να επιτρέψει στον ορισθέντα από την ίδια μηχανικό να ελέγξει το υφιστάμενο κτίσμα, λόγω των αυθαίρετων κατασκευών στις οποίες είχε εν τω μεταξύ προβεί, ενώ αρνήθηκε τη μείωση της εμπορικής αξίας του ακινήτου και την ανάγκη επισκευών σε αυτό, η οποία σε κάθε περίπτωση είχε γίνει χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή της, και τον καλούσε όπως εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών προσέλθει για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Επακολούθησε, η προς αυτήν αποστολή της από 28-12-2011 εξώδικης διαμαρτυρίας με πρόσκληση και δήλωση του ενάγοντος, στην οποία αυτός, αναφερόμενος εκ νέου σε όσα είχε ήδη διαλάβει στο αμέσως προηγούμενο εξώδικο του, αντικρούει κατ’αρχήν την άρνηση ελέγχου της οικίας από πολιτικό μηχανικό, εμμένει στο νομικό κώλυμα υπογραφής του οριστικού συμβολαίου για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης, λόγω της έλλειψης δυνατότητας καταχώρισης της συστατικής της κάθετης ιδιοκτησίας πράξης στο οικείο κτηματολογικό φύλλο καθώς και στον ισχυρισμό του για μείωση της εμπορικής αξίας του ακινήτου, επισυνάπτοντας σε αυτήν υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας του πωλούμενου οικοπέδου στο ποσό των 27.678 ευρώ.  Καταλήγοντας, της δηλώνει ότι υπαναχωρεί από το προσύμφωνο για όλους του προαναφερόμενους λόγους, που ανάγονται σε υπαιτιότητά της και την καλεί να προσέλθει εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την επίδοσή της να συνυπογράψουν πράξη ακύρωσής του, με  ταυτόχρονη απόδοση του αρραβώνα και του ίδιου ποσού ως ποινικής ρήτρας και την προς αυτήν παράδοση της οικίας της.

Επισημαίνεται ότι, τελικώς, στις 4-1-2012 συντάχθηκε εκ νέου πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, η υπ’αριθμ. ………../4-1-2012 της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, …….., στην οποία επισυνάφθηκε βεβαίωση του πολιτικού μηχανικού …… ότι το κτίσμα που υπήρχε στην Ε-2 κάθετη ιδιοκτησία είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με την οικοδομική άδεια και δεν υπήρχαν αυθαίρετες κατασκευές και χρήσεις αλλά και σχετική υπεύθυνη δήλωση της ιδιοκτήτριας αντενάγουσας, με αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η καταχώρισή της αυθημερόν στο οικείο Κτηματολογικό Γραφείο, να αποκτήσει η επίδικη ιδιοκτησία κτηματολογικό αριθμό και να είναι, επομένως, δυνατή η σύνταξη οριστικού συμβολαίου. Επίσης, σε χρόνο μεταγενέστερο, και συγκεκριμένα στις 3-2-2012, ο ενάγων ανέθεσε τον έλεγχο της υπάρχουσας στην Ε-2 ιδιοκτησία οικίας, στον προαναφερθέντα πολιτικό μηχανικό …………., ο οποίος αφού πραγματοποίησε αυτοψία και διαπίστωσε ότι η ανέγερσή της, έγινε με βάση την υπ’αριθμ. …../1964 και η προσθήκη αυτής-που δεν διευκρινίζεται ως επιφάνεια-με βάση την υπ’αριθμ. …../1993 οικοδομική άδεια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εμπορική του αξία ήταν μειωμένη, διότι το κτίσμα είχε κατασκευαστεί κατ’απόκλιση της εγκεκριμένης αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης, αφού ο φέρων οργανισμός του  πιθανότατα δεν είχε κατασκευαστεί από οπλισμένο σκυρόδεμα, δεν υπήρχε εσωτερικά θερμομόνωση ούτε υποστυλώματα στις γωνίες του κτίσματος, ενώ δεν υπήρχαν αναμονές σίδερων στην οροφή από τις οποίες να προκύπτει η ύπαρξη και οι διαστάσεις των υποστυλωμάτων. Η κατάσταση αυτή του κτίσματος απαιτούσε κατά την εκτίμησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται στην από 18-2-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εργασίες επισκευαστικές ώστε να ανταποκρίνεται στις παραπάνω μελέτες, και δεδομένων των οικονομικών συνθηκών, της δυσκολίας πρόσβασης σε αυτό και της δυσχέρειας τραπεζικού δανεισμού, προσδιόρισε την αξία του σε 95.000 ευρώ. Αντίστοιχα είναι τα συμπεράσματα και του ορισθέντος πραγματογνώμονα, ο οποίος διαπίστωσε ότι η στατική μελέτη που προβλεπόταν από την άδεια οικοδομής δεν είχε εφαρμοστεί καθόλου και δεν υπήρχε θερμομόνωση στο κτίριο, γεγονός που παραδέχθηκε η ίδια η αντενάγουσα, θεωρώντας ότι αμφότερες οι ελλείψεις αποτελούσαν σημαντικά ελαττώματα. Επιπλέον, με βάση την υπ’αριθμ. ……./31-10-2006 διαταγή πληρωμής ενεγράφη επί του μείζονος ακινήτου προσημείωση υποθήκης υπέρ της … Τράπεζας, για το ποσό των 4.363,44 ευρώ. Στα εξώδικά του προς την αντενάγουσα, ωστόσο, δεν γίνεται επίκληση των περιστατικών αυτών ούτε η δήλωση υπαναχώρησής του θεμελιώθηκε στην ύπαρξη των συγκεκριμένων ελαττωμάτων. Συνεπώς, η τυχόν δυνατότητα γνώσης αυτών εκ μέρους του ενάγοντος  και η γνώση και τυχόν δόλια απόκρυψή τους εκ μέρους της αντενάγουσας, ουδεμία ασκούν επιρροή, δοθέντος μάλιστα ότι μετά τον ν.3043/2002, και συγκεκριμένα μετά την αντικατάσταση των άρθρων 536 και 537 του ΑΚ από το άρθρο 1 § 1 του ν. 3043/2002, η τυχόν γνώση του αγοραστή ή η εκ βαρείας αμέλειας άγνοιά του δεν αίρει την ευθύνη του πωλητή, ενώ και η τυχόν δόλια απόκρυψη του ελαττώματος εκ μέρους του πωλητή αποτελούσε κατά το ήδη καταργηθέν άρθρο 538 του ΑΚ λόγο αποδέσμευσης του αγοραστή από τυχόν συμφωνία αποκλείουσα ή περιορίζουσα την ευθύνη του πωλητή. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διατυπώνοντας σχετικές κρίσεις για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ουδέν δικαίωμα αναγνωρίζεται στον ενάγοντα από τα τυχόν υφιστάμενα πραγματικά αυτά ελαττώματα του ακινήτου,  έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει ο σχετικός λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν, κατά το συγκεκριμένο σκέλος του.

Τέλος, η αντενάγουσα αν και κλήθηκε προς τούτο από τον ενάγοντα με την από 17-2-2012 πρόσκληση και δήλωσή του που της επιδόθηκε αυθημερόν (σχετ. η υπ’αριθμ. ……../17-2-2012 έκθεση επίδοσης της άνω δικαστικής επιμελήτριας, …… .) δεν προσήλθε να συνυπογράψει πράξη κατάργησης του προσυμφώνου κατά την ορισθείσα προς τούτο ημέρα, σύμφωνα με τη συναφώς συνταχθείσα υπ’αριθμ. ……/22-2-2012 πράξη μη εμφάνισης και δηλώσεων του συμβολαιογράφου Πειραιά, ………..

Αναφορικά με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν λεκτέα τυγχάνουν τα ακόλουθα : Στις 14-12-2011 που επιδόθηκε η πρώτη εξώδικη δήλωση του ενάγοντος προς την αντενάγουσα, το προσύμφωνο ήταν ακόμη σε ισχύ και υπήρχε δυνατότητα κατάρτισης νέας πράξης σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, κατά τα ιστορούμενα από τον εναγόμενο, αφού το μόνο πρόβλημα που φαίνεται να υπήρχε ήταν ο έλεγχος και βεβαίωση από πολιτικό μηχανικό, η οποία μπορούσε να χορηγηθεί παρά την κατασκευή αυθαίρετου λεβητοστασίου εκ μέρους του (ενν. εναγομένου) αφού ο ίδιος δηλώνει προθυμία καθαίρεσής του ανά πάσα στιγμή, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο, και η υπεύθυνη δήλωση της ιδιοκτήτριας, ανεξαρτήτως του προβλήματος της στατικής επάρκειας του κτιρίου και της έλλειψης θερμομόνωσης, την οποία αυτός ούτε γνώριζε ούτε επικαλέστηκε. Επίσης, με βάση τις αναλυτικές παρατηρήσεις που αποτυπώνονται και στην έκθεση του πραγματογνώμονα, με αναφορά στις οικονομικές συνθήκες και την πτωτική τάση στις τιμές των ακινήτων από το 2007 και εντεύθεν, η εμπορική αξία του επιδίκου τον Δεκέμβριο του 2011 ανερχόταν στο ποσό των 110.000 ευρώ, χωρίς συνυπολογισμό της μείωσης που συνεπάγονταν τα προαναφερθέντα ελαττώματα, τα οποία, όπως προεκτέθηκε, ο ενάγων δεν επικαλέστηκε στα εξώδικά του. Επομένως, εφόσον είχε μεσολαβήσει σημαντική μεταβολή των οικονομικών συνθηκών από την κατάρτιση του προσυμφώνου με αντίκτυπο και στις τιμές των ακινήτων, που εμφάνιζαν πτωτική τάση, η αντενάγουσα όφειλε, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που επέβαλαν αλλοίωση της συμφωνίας των διαδίκων ως προς την παροχή του ενάγοντος (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος «αστικός κώδιξ» τόμος ΙΙ, άρθρο 288 σελ. 24 επ και ιδίως σελ. 28-29, αρ. 14-18, σελ. 38, αρ.50), να αποδεχθεί την προτεινόμενη μείωση του τιμήματος στο παραπάνω ποσό. Έτσι, η συγκεκριμένη συμπεριφορά της αντενάγουσας, η οποία ούτε αρνήθηκε κατ’αρχήν την κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου ούτε την καθυστέρησε,  στοιχειοθετεί υπαίτια –σοβαρή και οριστική-άρνηση εκ μέρους της να εκπληρώσει την εκ του προσυμφώνου υποχρέωσή της για κατάρτιση της οριστικής σύμβασης, ήτοι πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, με αποτέλεσμα την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί υπαίτιας αδυναμίας παροχής ή υπερημερίας εκπληρώσεως (Α.Γεωργιάδης-Μ.Σταθόπουλος ό.π, σελ. 217, αρ. 25). Έτσι, η άρνησή της αυτή είχε εν τέλει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της κατάρτισης της οριστικής σύμβασης, εφόσον ο ενάγων δεν προσήλθε εξ αυτού του λόγου εντός της ταχθείσας από αυτήν προθεσμίας για την υπογραφή της οριστικής σύμβασης. Επομένως, ο ενάγων υπαναχώρησε νόμιμα από το προσύμφωνο, εφόσον μάλιστα έταξε στην αντενάγουσα εύλογη προθεσμία, δηλώνοντάς της ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής θα υπαναχωρήσει από αυτό και η προθεσμία αυτή παρήλθε άπρακτη. Έτσι,  έπαυσαν αυτοδικαίως και αναδρομικώς  να ισχύουν οι εξ αυτού έννομες συνέπειες, η δε μεταγενέστερη ολοκλήρωση της σύστασης της κάθετης ιδιοκτησίας ουδεμία ασκεί επιρροή, διότι, αφότου περιήλθε η δήλωση υπαναχώρησης στην αντενάγουσα, καταργήθηκε αναδρομικά η εκ του προσυμφώνου σύμβαση, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ότι η τελευταία ανταποκρίθηκε πλήρως στις συμβατικές της υποχρεώσεις και ότι η υπαναχώρηση του ενάγοντος δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της αντενάγουσας, προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και πρέπει ο πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του,  να γίνει δεκτός, ως βάσιμος και κατ’ουσίαν. Το γεγονός ότι ο ενάγων θεμελίωσε επιπροσθέτως την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης και στην αδυναμία σύστασης της κάθετης ιδιοκτησίας, η οποία κατέστη τελικώς δυνατή, στερείται εννόμων συνεπειών, με αποτέλεσμα ο λόγος της έφεσης, με τον οποίο αποδίδεται πλημμέλεια στην εκκαλουμένη για τον λόγο ότι δέχθηκε δική του υπαιτιότητα ως προς την ολοκλήρωση του ελέγχου του κτίσματος από πολιτικό μηχανικό ώστε να συνταχθεί η αναγκαία βεβαίωση και να επισυναφθεί αυτή στην συστατική της κάθετης ιδιοκτησίας πράξη, ελέγχεται ως αλυσιτελής. Σημειώνεται ότι ο επανυποβληθείς με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ισχυρισμός της αντενάγουσας, προς απόκρουση της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης, περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος του εκκαλούντος, προτείνεται απαραδέκτως, καθώς, αφενός μεν οι ως άνω προτάσεις της δεν περιέχουν τον ισχυρισμό σε σύντομη περίληψη, αφετέρου δε πρωτόδικες προτάσεις της επί της αγωγής, που φέρονται ότι περιέχουν τον συγκεκριμένο ισχυρισμό,  δεν προσκομίζονται (ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1420/2015, ΑΠ 145/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)

Κατ’ακολουθίαν, επομένως, των ανωτέρω ο ενάγων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προσύμφωνο, τα οποία δεν θίγονται από τη δήλωση υπαναχώρησης, αλλά και τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 του ΑΚ που αυτό παραπέμπει, δικαιούται να αξιώσει εκτός από το ποσό του αρραβώνα και τη συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα, ύψους 31.000 (15.500 Χ 2) ευρώ συνολικά.

Πλέον αυτών, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, υπό την προοπτική της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου, το οποίο προτίθετο να χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία του, προέβη στις ακόλουθες επισκευές και προσθήκες, σαν να ήταν ήδη δικό του, εκ των οποίων αναλυτική περιγραφή και εκτίμηση της σχετικής δαπάνης από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα έγινε μόνον για τις κάτωθι υπ’αριθμ. 1 έως και 4. Αντιθέτως, για την υγρομόνωση και θερμομόνωση της ταράτσας, το καπέλο της καμινάδας, την υδραυλική και ηλεκτρολογική εγκατάσταση δεν ήταν σε θέση να γνωμοδοτήσει, για τους λόγους που αναφέρει (έλλειψη πρόσβασης και ελέγχου στο σημείο, έλλειψη γνώσης περί του ποιός είχε προβεί στην εκάστοτε κατασκευή και της προτέρας κατάστασης), ενώ αναφορικά με τις εργασίες στην περίφραξη και τα κυγκλιδώματα, τον αύλειο χώρο και τα εξωτερικά κουφώματα διατύπωσε την άποψη ότι η σχετική δαπάνη έπρεπε να επιβαρύνει τον ενάγοντα, που χρησιμοποιούσε το ακίνητο, και αρνήθηκε να την προσδιορίσει, δεχόμενος, όμως, εμμέσως πλην σαφώς ότι αυτές πραγματοποιήθηκαν. Έτσι, οι παραπάνω εργασίες, πλην των κάτωθι μνημονευόμενων εξαιρέσεων, αποδεικνύονται στην πλειονότητά τους πρωτίστως από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του …………., ο οποίος προέβη σε αυτοψία του επιδίκου, κατόπιν εντολής του ενάγοντος, με βάση και τις σχετικές φωτογραφίες που έχει ενσωματώσει σε αυτήν. Μετά και τις ανωτέρω επισημάνσεις αποδεικνύεται ότι ο ενάγων : 1) Στον εξωτερικό χώρο και σε επαφή με την οικία, κατασκεύασε λεβητοστάσιο, επιφάνειας 9 τμ. με φέροντα οργανισμό από φέρουσα τοιχοποιία, σοβατισμένο, χρωματισμένο με εξωτερικά κουφώματα αλουμινίου με διπλούς υαλοπίνακες, σκεπή από ξύλινα δοκάρια και επικάλυψη από ελενίτ. Εντός αυτού είχε τοποθετηθεί λέβητας και ο συναφής μηχανολογικός εξοπλισμός, τον οποίο και αφαίρεσε κατά την αποχώρησή του. Κατά τον πραγματογνώμονα, πέραν του αυθαίρετου χαρακτήρα της κατασκευής αυτής, η ποιότητα αυτής χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική, με εξαίρεση τη σκεπή της, με την επισήμανση ότι η θέση της είναι ακατάλληλη λόγω της επαφής της με κτίριο αλλά και με το πλάγιο όριο της κάθετης ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να καταργείται η ενότητα του ακάλυπτου χώρου.  2) Τοποθέτησε εγκατάσταση θέρμανσης δισωληνίου καλοριφέρ, με θερμομονωμένους σωλήνες περιμετρικά της οικίας, οι οποίοι είναι εμφανείς, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της γενικής αισθητικής του χώρου, και εκτεθειμένοι στα καιρικά στοιχεία, ενώ τμήμα αυτών βρίσκεται επάνω στο σκαλοπάτι της οπίσθιας πόρτας της οικίας. Η ποιότητα κατασκευής χαρακτηρίζεται ως κάτω του μετρίου.  3) Αντικατέστησε την εξωτερική πόρτα της οικίας που οδηγεί στον πίσω ακάλυπτο χώρο, με νέα πόρτα αλουμινίου. 4) Τοποθέτησε  ηλιακό θερμοσίφωνα, από τις εγκαταστάσεις του οποίου παραμένουν μόνον οι απαραίτητες σωληνώσεις, καθώς αφαίρεσε τον ηλιακό θερμοσίφωνα. Η συγκεκριμένη προσθήκη, ωστόσο, δεν συνδέεται με αντίστοιχο αγωγικό αίτημα. 5) Προέβη σε επισκευή και επένδυση του υπάρχοντος τζακιού. 6) Στην ταράτσα κατασκεύασε τσιμεντοκονία για τις ρήσεις και προέβη σε διάστρωση με ειδικό εποξειδικό χρώμα για θερμομόνωση και υγρομόνωση της οροφής του κτίσματος. Μνημονεύεται, επίσης, τόσο στην αγωγή όσο και στην έκθεση του ……., η τοποθέτηση καπέλου στην υπάρχουσα καμινάδα, χωρίς όμως υπολογισμό της σχετικής δαπάνης ούτε και αντίστοιχο αίτημα.  7) Σοβάντισε την περιμετρική μάντρα του οικοπέδου, τμήμα του στηθαίου της βεράντας και προέβη και σε χρωματισμό των κιγκλιδωμάτων. Σημειώνεται ότι οι διαστάσεις της μάντρας, των κιγκλιδωμάτων και του στηθαίου της βεράντας, δεν διευκρινίζονται μεν από τον …….., αποδεικνύονται, όμως, κατά προσέγγιση,  από τις φωτογραφίες που έχει ενσωματώσει στην έκθεσή του. 8) Άλλαξε τους μεντεσέδες και τις κλειδαριές των συνολικά επτά εξωτερικών κουφωμάτων της κατοικίας, 9) Προέβη σε χρωματισμό και τοποθέτηση πόμολων σε ντουλάπα που προϋπήρχε σε ένα από τα δύο υπνοδωμάτια. Αντιθέτως, ο καθαρισμός των χόρτων  δεν αποτελεί δαπάνη, στην οποία η αντενάγουσα θα προέβαινε ούτως ή άλλως, ούτε συνεπάγεται μόνιμο όφελος για το ακίνητο, εφόσον αυτά, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αναπτύσσονται εκ νέου. Επίσης, δεν αποδεικνύεται το τμήμα της οροφής της κουζίνας, που σοβαντίστηκε, ώστε να προσδιοριστεί το σχετικό κόστος, ούτε ο άνω μηχανικός διευκρινίζει τον τρόπο υπολογισμού της σχετικής δαπάνης, ενώ για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί να εκτιμηθεί το κόστος επισκευής στα εξωτερικά κουφώματα της κατοικίας (πλην της αλλαγής μεντεσέδων και κλειδαριών), αφού δεν προσδιορίζεται το είδος και η έκτασή τους. Δεν αποδεικνύονται επίσης οι επισκευές στην ηλεκτρολογική και υδραυλική εγκατάσταση και αποχέτευση της οικίας, υπό την έννοια ότι δεν προσδιορίζεται ούτε και από τον παραπάνω τεχνικό το είδος και η έκτασή τους.  Το κόστος κατασκευής ή επισκευής κατά περίπτωση, και, επομένως, η εξοικονομηθείσα δαπάνη και συνακόλουθα το όφελος που αποκόμισε η αντενάγουσα από αυτές, ανέρχεται στα κάτωθι ποσά, αφού επισημανθεί, ειδικώς για το λεβητοστάσιο, η δαπάνη κατασκευής του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 1.500 ευρώ, ότι η νομιμοποίησή του απαιτεί δαπάνη 1.200 ευρώ, κατά τον πραγματογνώμονα, και, επομένως, το όφελος που στην πραγματικότητα απομένει στην αντενάγουσα είναι της τάξεως των 300 (1.500-1.200) ευρώ : α) των 1.500 ευρώ για το σύστημα θέρμανσης (2), β) των 450 ευρώ για την νέα θύρα εισόδου (3), γ) των 500 ευρώ για το τζάκι (5), ε) των 500 ευρώ για την θερμομόνωση-υγρομόνωση της ταράτσας (6), δ)  των 300 ευρώ, για τις επισκευές στους εξωτερικούς χώρους (7), στ) των 150 ευρώ, που ανταποκρίνεται στο σύνηθες κόστος αγοράς και τοποθέτησης των μεντεσέδων και κλειδαριών στα επτά εξωτερικά κουφώματα (8), ζ) των 280 ευρώ για την ανακαίνιση της ντουλάπας (9). Αντιθέτως, από τη γενικότητα της διατύπωσης στο αγωγικό δικόγραφο, δεν μπορεί να αξιολογηθεί το κόστος του μπαζώματος σε ορισμένα σημεία του αύλειου χώρου, στοιχεία τα οποία δεν διευκρινίζονται ούτε και στην έκθεση του ………. Επομένως, το συνολικό όφελος της ενάγουσας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.980 (300 + 1.500 + 450 + 500 + 500 + 300 + 150 + 280) ευρώ.

Κατόπιν όσων προεκτέθηκαν, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει  να γίνουν δεκτές αμφότερες οι εφέσεις, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π), με αποτέλεσμα ο σχετικός  λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθούν  κατ’ουσίαν οι ένδικες αγωγές, πρέπει να απορριφθεί η από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή της ενάγουσας ως αόριστη, όπως ήδη εκτέθηκε, και να γίνει δεκτή η από 2-4-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή του ενάγοντος, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, στη συνέχεια δε, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 34.980 (31.000 + 3.980) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί, κατ’αρθρο 495 § 3 εδ.ε΄ του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 2 του ν. 4055/2012, η επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατέθεσε ο εκκαλών αλλά και η εκκαλούσα κατά την άσκησή τους, λόγω της ολικής νίκης τους, και να κατανεμηθούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ αυτών,  κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 106, 176, 183, 189 § 1 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § § 1 και 2,  69 §1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 13-4-2018 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2018), υπό στοιχ. Α΄ έφεση του ενάγοντος και την από 21-6-2018 (υπ’αριθμ εκθ καταθ. ………./2018)  υπό στοιχ. Β΄  έφεση της ενάγουσας, κατά της υπ’αριθμ. 5792/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτές τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη και την συνεκκαλουμένη υπ’αριθμ.3345/2014 μη οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, ως προς το σκέλος τους με το οποίο κρίθηκε ορισμένη η από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2012) αγωγή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παραβόλου που κατέθεσαν κατά την άσκηση των εφέσεων.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει τις από 2-4-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …./2012) αγωγή του ενάγοντος και την από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. ……/2012) αγωγή της ενάγουσας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23-7-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή της ενάγουσας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του αντεναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων της αντενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 2-4-2012 (υπ’αριθμ. εκθ. καταθ. …../2012) αγωγή του ενάγοντος.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων, εννιακοσίων ογδόντα (34.980) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται  οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 20 -12 -2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ