Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 726/2019

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   726/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Η υπό κρίση έφεση  του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’ αρ. 158/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία επί της από 21-7-2015 (αρ. κατά. ………………/2015) αγωγής των ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 21-2-2018, ήτοι εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης,  που έλαβε χώρα στις 26-1-2018 (βλ. από 26-1-2018 σημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιώς ………., επί του επιδοτέου αντιγράφου της απόφασης), αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως,  η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 522, 533 ΚΠολΔ).

            Με την ένδικη αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγουσες, ήδη εφεσίβλητες, ισχυρίστηκαν ότι με τις αναφερόμενες συμβολαιογραφικές πράξεις, που μεταγράφηκαν νόμιμα, άλλως γιατί νέμονται με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από το 1800 κατά προσμέτρηση και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, έχουν γίνει συγκύριες, συννομείς και συγκάτοχοι κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία ενός ακινήτου εκτάσεως 2.249,90 τμ., που βρίσκεται στην θέση «……» Σπετσών, όπως περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή με παραπομπή και σε τοπογραφικό διάγραμμα, που είναι ενσωματωμένο σε αυτήν. Ότι ο απώτατος δικαιοπάροχός τους, …….., είχε αποκτήσει τμήμα του ανωτέρω ακινήτου περί το έτος 1800 με αγορά από τον ……, διατηρώντας το δικαίωμα κυριότητας του επ’ αυτού και μετά την Ελληνική Επανάσταση με βάση τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, ενώ ο διάδοχος του με κληρονομική διαδοχή, ………., είχε αποκτήσει με αγορά περί το έτος 1883 όμορο προς βορρά τμήμα ενοποιώντας τα σε ενιαίο ακίνητο. Ότι το ενιαίο αυτό ακίνητο νέμονταν με καλή πίστη οι ανωτέρω δικαιοπάροχοι τους, αλλά και οι διάδοχοι αυτών, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής μέχρι και την 11-9-1915, καθιστάμενοι κύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Ότι μετά την ημερομηνία αυτή οι μετέπειτα δικαιοπάροχοι τους κατέστησαν κύριοι του ανωτέρω ακινήτου με τους αναφερόμενους νόμιμους τίτλους, που έχουν μεταγραφεί, άλλως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς εξακολούθησαν με τον ίδιο τρόπο να νέμονται το παραπάνω ενιαίο ακίνητο, από δε το 1937 και έκτοτε τη νομή ασκούσαν και σε τρίτο εδαφικό τμήμα, έκτασης περίπου 500 τμ., που ενσωματώθηκε  στο ενιαίο ακίνητο. Ότι το Ελληνικό Δημόσιο δια των οργάνων του αμφισβήτησε το  δικαίωμα κυριότητας τους σε εδαφικά τμήματα του μείζονος ακινήτου, συνολικής εκτάσεως 133 τμ., τα οποία τμήματα περιγράφονται στην αγωγή κατά θέση και όρια, περιλαμβάνοντας αυτά στη ζώνη του αιγιαλού, όπως αυτή καθορίστηκε με την υπ’ αρ. 701194/1986 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά. Ότι, συγκεκριμένα, εκδόθηκαν εναντίον τους το με αρ. ./……../214 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης και το υπ’ αρ. …………/30-1-2014 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, τα οποία προσέβαλαν με αντίστοιχες ανακοπές και έχουν εκδοθεί ήδη η με αρ. 1861/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η υπ’ αρ. 30/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπετσών, που τις έκαναν δεκτές. Ότι για το παραδεκτό της ανακοπής τους κατά του πρωτοκόλλου αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης κατέβαλαν το ποσό των 2.371 ευρώ, πλην όμως, μετά την αμετάκλητη ακύρωσή του, εξέλιπε ο νόμιμος λόγος καταβολής του. Ζητούσαν δε να αναγνωρισθούν συγκύριες κατά το προαναφερόμενο ποσοστό η καθεμία επί των επίδικων τμημάτων του μείζονος ακινήτου τους, που χαρακτηρίστηκαν  αιγιαλός, να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να τους καταβάλλει το ποσό των 1.185 ευρώ σε εκάστη εξ αυτών, που αντιστοιχεί στο ποσό, που κατέβαλαν για το παραδεκτό της ασκήσεως της ανωτέρω ανακοπής, και τέλος να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε ως απαραδέκτως ασκηθέν το αίτημα της αγωγής για καταβολή του ποσού των 1.185 ευρώ σε εκάστη ενάγουσα, δέχτηκε κατά τα λοιπά την αγωγή ως ουσία βάσιμη και αναγνώρισε τις ενάγουσες συγκυρίες κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου την καθεμία του επίδικου τμήματος των 133 τμ. Κατά της απόφασης αυτής, και κατά το μεταβιβαζόμενο στο Δικαστήριο αυτό μέρος, παραπονείται το εναγόμενο  με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής του, που συνίσταται σε πλημμελή εφαρμογή του νόμου  και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά το άρθρο 967 ΑΚ μεταξύ των κοινής χρήσεως πραγμάτων περιλαμβάνεται και ο αιγιαλός. Είναι δε αιγιαλός, κατά τον ορισμό που δίνει το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2971/2001 «η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της». Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι ο αιγιαλός είναι τμήμα της γης, που περιβάλλει τη θάλασσα με όριο προς την ξηρά το σημείο εκείνο, μέχρι το οποίο φθάνουν τα συνήθως μεγαλύτερα κύματα, όχι όμως και από τις έκτακτες πλημμύρες.  Έτσι, ακόμη και οι βράχοι, καθώς και οι απόκρημνες ή όχι ακτές αποτελούν μέρος του αιγιαλού, όπως, επίσης, αιγιαλό αποτελεί και το τμήμα αυτού που προστατεύεται με κρηπίδωμα, έτσι, ώστε να μη φθάνει μέχρι το τελευταίο, όπως προηγουμένως, το συνήθως μεγαλύτερο κύμα (ΑΠ 815/2013 ΝΟΜΟΣ). Αν ο αιγιαλός μετατοπιστεί είτε από φυσικά αίτια (προσχώσεις) είτε από τεχνικά (επιχωματώσεις) και παύσει να περιβρέχεται από τις μεγαλύτερες αναβάσεις του χειμέριου κύματος, η ζώνη της ξηράς, που προέκυψε από τη μετακίνηση της οριογραμμής προς τη θάλασσα και προσδιορίζεται από τη νέα γραμμή αιγιαλού και το όριο του παλιότερα υφιστάμενου αιγιαλού, ονομάζεται παλαιός αιγιαλός (βλ. άρθρο 1 § 3 του Ν. 2971/2001). Επομένως ο αιγιαλός που χαρακτηρίζεται και από τις διατάξεις των άρθρων 967 και 968 ΑΚ ως κοινόχρηστο δημόσιο κτήμα, αποτελεί φυσική δημόσια κτήση, δηλαδή σε αντίθεση με τα τεχνητά κατασκευάσματα δεν απαιτείται για την ένταξή του στη δημόσια κτήση διοικητική πράξη, αλλά λόγω της ίδιας της φύσης του, είναι δημόσιο κτήμα σύμφωνα με γενική και αφηρημένη επιταγή του νόμου. Μόνος δε ο καθορισμός του ορίου του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού από τη διοικητική επιτροπή, που προβλέπεται στα άρθρα 3 και 5 του Ν. 2971/2001, με απόφαση της, με τη σύνταξη του εκεί αναγραφόμενου τοπογραφικού και υψομετρικού διαγράμματος, που συνοδεύεται από σχετική έκθεση, δεν είναι ικανός να προσδώσει την ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού σε τμήμα γης, το οποίο στερείται τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Και αυτό διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, ο κύριος του εδάφους, που κατά πλάνη περιλήφθηκε στα όρια του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού θα έχανε την ιδιοκτησία του με απλή πράξη της διοίκησης, κατά παράβαση των προστατευτικών αυτής συνταγματικών ορισμών. Έτσι, η ιδιότητα του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού προκύπτει από φυσικά και μόνο φαινόμενα και δεν δημιουργείται με πράξη της Πολιτείας και σε κάθε τοπική περίπτωση ο καθορισμός της έκτασης ως αιγιαλού ή  παλαιού αιγιαλού, όταν δημιουργείται νέος αιγιαλός δια προσχώσεως, ανήκει στην εκτίμηση, όχι της διοίκησης, αλλά του τακτικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν δεσμεύεται από την έκθεση και το διάγραμμα της επιτροπής καθορισμού του αιγιαλού ή του παλαιού αιγιαλού, τα οποία και εκτιμά ως δικαστικά τεκμήρια. Εξάλλου, ο αιγιαλός ανήκει κατά νομική επιταγή στο Ελληνικό Δημόσιο (άρθρα 968 ΑΚ και 2 §  1 του Ν. 2971/2001). Η κυριότητα στην οποία ο ΑΚ υπάγει τα δημόσια κτήματα είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και όταν αυτά (δημόσια κτήματα) παύσουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 971 ΑΚ, να υπηρετούν την κοινή χρήση, παύσουν, δηλαδή, τα κοινής χρήσης πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Ο ισχυρισμός ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα αιγιαλού και ότι επομένως δεν μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα ιδιώτη συνιστά ένσταση καταλυτική της αγωγής, η οποία είναι ορισμένη με μόνη την επίκληση ότι το διεκδικούμενο είναι αιγιαλός (ΑΠ 116/2018, ΑΠ 643/2017, ΑΠ 598/2016, ΑΠ 301/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προκειμένου περί ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου, όπως είναι και ο αιγιαλός, σύμφωνα με τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου των ν. 8 παρ. 1 (Κωδ. 7.39), ν. 9 παρ. 1 Βασ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41-4), ν.6 Πανδ. (44.3), ν.76 Πανδ. (18.1), ν. 73 παρ. 3 Πανδ. (23.3), μη τροποποιηθείσες από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21-6/3-7-1837  «Περί διακρίσεως κτημάτων», οι οποίες έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, εξαιρούνταν της τακτικής όχι όμως και της έκτακτης χρησικτησίας. Επομένως, μπορούσε, επί ακινήτου του Ελληνικού Δημοσίου, να αποκτηθεί η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής, ήτοι εμφανών και συνεχών πράξεων, που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως καλλιέργεια, εκμίσθωση, εποπτεία, φύλαξη και άλλες προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, ενώ εκείνος που χρησιδέσποζε μπορούσε, κατά τις διατάξεις του ν. 2 παρ. 20 πανδ. (41.4), ν. 6 πανδ. (44. 3), ν. 76 παρ. 1 πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3, πανδ. (23.3), να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον, όμως, είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Όπως προκύπτει δε από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), ν. 25, πανδ. (24.1), ν.27 πανδ.(18.1), ν. 10, 13 παρ. 1, 17, 48, πανδ. (41.3), ν.5, πανδ. (41.7), ν.3, πανδ.(41.10), ν.7 παρ.6, πανδ. (41.4),ν. 199, και πανδ. (50.16), καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου και τη συνδρομή αυτής, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα (ΑΠ 279/2019 ΝΟΜΟΣ). Οι διατάξεις αυτές του βυζαντινορωμαικού δικαίου δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο νόμο της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίστηκε ότι, «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις», επομένως, και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαικού δικαίου. Από τον συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21-6/3-7-1837 συνάγεται ότι, η έκτακτη χρησικτησία από ιδιώτη, σε αντίθεση με την τακτική, ήταν επιτρεπτή, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί δημόσιων κτημάτων,  εφόσον, όμως, η τριακονταετής νομή είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11- 9-1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις, αφενός του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1015 έως 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/26-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων» και διατηρήθηκαν σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 του ΕισΝ αυτού, με τις οποίες (διατάξεις) αναστάλθηκε κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των εμπράγματων δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του και, συνακόλουθα η χρησικτησία πάνω σε αυτά (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 279/2019, ΑΠ 815/2013, ΑΠ 1416/2010 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω,  με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίσθηκε, σε συνδυασμό με την από 9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης «Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων», ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3-2-1830) και είχε δημεύσει κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και εκείνων, τα οποία, κατά τον χρόνο υπογραφής των Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, που είχαν αποχωρήσει και δεν εξουσιάζονταν πλέον απ’ αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7-1837 «Περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων», περιερχόμενα, κατά το άρθρο 16 του νόμου αυτού, στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές, το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά, με τη γενομένη δήμευση, διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo «δικαιώματι πολέμου», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τα οποία ή κατέλαβε κατά τη διάρκεια του πολέμου ή, ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατέχονταν πλέον απ’ αυτούς. Για τα νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των οποίων και τα νησιά του Αργοσαρωνικού (Σαλαμίνα, Αίγινα, Πόρος, Ύδρα και Σπέτσες) λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερο νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς. Επειδή τα νησιά αυτά δεν υπήρξαν δορυάλωτα, δεν κατακτήθηκαν δηλαδή από τους Οθωμανούς με τα όπλα, το σύνολο  των γαιών των νήσων αυτών χαρακτηρίστηκαν από τον Σουλτάνο ως ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) μη εξουσιαζόμενες από αυτόν. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ για εκτάσεις που αφορούσαν τα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπήγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους διά των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε προσδιορίστηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο ελληνικό κράτος χωρίς καμιά αποζημίωση (ΟλΑΠ 1/2013 ΝοΒ 2013.701, ΑΠ 27/2019 ΝΟΜΟΣ, Γιαννιός Ε.-Χαϊνταρλής Μ., Ζητήματα δημόσιας δασικής ιδιοκτησίας -Ιστορικό, ανάλυση, προοπτικές, δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα «Χωροδικαιοσύνη»).

            Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, από την υπ’ αρ. …../13-1-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ………… ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών …………, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγουσών  μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση του εναγομένου (βλ. υπ’ αρ. ……./21-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά ………..), από τις υπ’ αρ. …… και ……./5-5-2014 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……. και ……… ενώπιον του συμβολαιογράφου Σπετσών ………., που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου τους στα πλαίσια δίκης ασφαλιστικών μέτρων και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που το πρώτον προσκομίζονται στην παρούσα δίκη (άρθρο 529 ΚΠολΔ), όπως και οι φωτογραφίες που η γνησιότητά τους δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγουσες δυνάμει των κάτωθι αναφερόμενων τίτλων έγιναν συγκύριες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία ενός ακινήτου εκτάσεως 2.249,49 τμ., που βρίσκεται στην θέση «…….» της νήσου  Σπετσών, μετά των επ’ αυτού κτισμάτων, ήτοι μίας διόροφης οικίας αποτελούμενης από ισόγειο όροφο εμβαδού 172 τμ. και Α’ όροφο εμβαδού 152 τμ. και ενός πεπαλαιωμένου ισογείου οικήματος εμβαδού 68 τμ., και συνορεύει βόρεια με ανώνυμη δημοτική οδό ……, βορειοανατολικά και ανατολικά με αιγιαλό, νότια και νοτιοανατολικά με πρώην ιδιοκτησία …… και ήδη …………. και δυτικά και νοτιοδυτικά με δημοτική οδό Σπετσών (οδός …..), όπως το ακίνητο αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Α στο από Ιουλίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……….. Το ακίνητο αυτό η πρώτη ενάγουσα, ………., απέκτησε με την υπ’ αρ. …./20-12-1972 πράξη δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …, αυξ. αρ. ….),  από κληρονομία του πατέρα της, …….., ο οποίος απεβίωσε στις 26-7-1960 και κατέλειπε την από 2-4-1952 ιδιόγραφη διαθήκη του, η οποία δημοσιεύτηκε και κηρύχθηκε κυρία με το υπ’ αρ. 4831/1-8-1960 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών.  Με την ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη ο κληρονομούμενος εγκατέστησε κληρονόμο του σε ολόκληρη την περιουσία του την πρώτη ενάγουσα, θυγατέρα του, συστήνοντας ταυτόχρονα κληροδοσία υπέρ της αναδεκτής του, …………, συνισταμένης στο 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας του. Παράλληλα, ο ανωτέρω διαθέτης όρισε ότι η οικία ………. μετά του οικοπέδου αυτής (πρόκειται για το προαναφερόμενο ακίνητο)  θα αποτελεί οικογενειακό καταπίστευμα υπέρ των ως άνω κληρονόμου και κληροδόχου και των κατιόντων τους, απαγορευομένης κάθε διαιρέσεως και πωλήσεως αυτής, σε περίπτωση δε που οι ως άνω κληρονόμος και κληροδόχος δεν αποκτήσουν τέκνα, το ακίνητο και οι πίνακες, που βρίσκονται σε αυτό, θα περιέλθουν μετά το θάνατό τους στην «………….». Δυνάμει της με αρ. …../20-12-1972 πράξης παραδόσεως-παραλαβής κληροδοτηθέντων του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …., αύξ. αρ. ….), η πρώτη ενάγουσα, βεβαρυμένη με την ως άνω κληροδοσία, παρέδωσε αυτήν, συμπεριλαμβανομένου και του 1/2 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ακινήτου στην τετιμημένη με την κληροδοσία. Η τελευταία, δυνάμει της με αρ. …./20-12-1972 πράξης δήλωσης αποδοχής κληροδοσίας του ιδίου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία (τ. …, αύξ. αρ. ….) αποδέχτηκε την κληροδοσία.  Η κληροδόχος απεβίωσε, χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 7-9-1978 και κληρονομήθηκε ως προς την οικία στις Σπέτσες (το καταπίστευμα) από τις θυγατέρες της, ήτοι την δεύτερη ενάγουσα, ……….., και την ……….., οι οποίες αποδέχτηκαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομία, δυνάμει της με αρ. …/7-5-1979 πράξης δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία του Δήμου Σπετσών (τ. …., αύξ. αρ. …). Στη συνέχεια, η …………, δυνάμει του με αρ. …/10-2-1982 δωρητηρίου συμβολαίου του ιδίου ανωτέρω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ίδια βιβλία (τ. …, αύξ. αρ. …), μεταβίβασε το 1/4 εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητάς της επί του ανωτέρω ακινήτου στην δεύτερη ενάγουσα. Έτσι οι ενάγουσες κατέστησαν με παράγωγο τρόπο συγκύριες του παραπάνω ακινήτου κατά ποσοστό 50%  εξ αδιαιρέτου η καθεμία.  Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν αυτοψίας, που διενήργησαν υπάλληλοι  της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά στις 16-5-2013 στο προπεριγραφόμενο  ακίνητο των εναγουσών, εκδόθηκαν σε βάρος  τους από τον Προϊστάμενο της ως άνω υπηρεσίας το υπ’ αρ. ……/30-1-2014 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής και το υπ’ αρ. ……/30-1-2014 πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης δημοσίου κτήματος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής οι ενάγουσες αποβλήθηκαν από καταληφθείσα έκταση αιγιαλού, όπως αυτός είχε καθοριστεί διοικητικά με την υπ’ αρ. 701194/29-7-1987 απόφαση του Νομάρχη Πειραιά (ΦΕΚ Δ’ 937/7-10-1986), στη θέση «….» Σπετσών, εμβαδού 133 τμ. Με βάση δε την τεχνική έκθεση, που συντάχθηκε από τους υπαλλήλους της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, διαπιστώθηκε ότι στην ζώνη αιγιαλού, έμπροσθεν της ως άνω ιδιοκτησίας των εναγουσών, υπήρχαν οι εξής κατασκευές, 1) μάντρα μήκους 20,2 μέτρων, πλάτους 0,50 μέτρων και εμβαδού (μάντρας και προβόλου αυτής στο έδαφος) 16 τμ., 2)αύλειος χώρος εμβαδού 29 τμ., 3) σκάλα από μπετόν εμβαδού 8 τμ. 4) επιφάνεια από μπετόν εμβαδού 2,8 τμ., και 5) πλακοσκεπές ισόγειο κτίριο εμβαδού 80 τμ., ήτοι συνολικής έκτασης 133 τμ., χωρίς να προσμετράται η επιφάνεια από μπετόν, όπως οι κατασκευές αυτές απεικονίζονται στο από 6-6-2013 τοπογραφικό διάγραμμα των τοπογράφων …………  Τα εδαφικά αυτά τμήματα αποτυπώνονται στο από Ιουλίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………. με τα στοιχεία Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Α32-Α31-Δ και συνορεύουν βορειοανατολικά με τμήμα καθορισθέντος αιγιαλού, ανατολικά με τμήμα καθορισθέντος αιγιαλού, νοτιοανατολικά με τμήμα καθορισθέντος αιγιαλού, νότια με ιδιοκτησία ….. και ήδη … ….. και δυτικά με υπόλοιπο ακίνητο των εναγουσών. Κατά των πρωτοκόλλων αυτών οι ενάγουσες άσκησαν αντίστοιχες ανακοπές, επί των οποίων εκδόθηκαν η υπ’ αρ. 1861/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που ακύρωσε το πρωτόκολλο καθορισμού αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, καταστάσα  αμετάκλητη, και η υπ’ αρ. 30/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σπετσών, που ακύρωσε το πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής, εκκρεμούσας της ασκηθείσας από το εναγόμενο από 8-10-2015 έφεσης. Ακολούθως, οι ενάγουσες άσκησαν την ένδικη αγωγή τους, προκειμένου να αρθεί η προκύψασα αμφισβήτηση περί του δικαιώματος συγκυριότητάς τους στο ανωτέρω τμήμα του ακινήτου τους (των 133 τμ.), που είναι και το επίδικο. Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο κατά τη διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αρνήθηκε το δικαίωμα συγκυριότητας των εναγουσών στο υπόλοιπο ακίνητο, πλην όμως προέβαλε ένσταση ιδίας κυριότητας, ισχυριζόμενο ότι  η επίδικη έκταση αποτελεί ενεργό αιγιαλό και άρα κοινόχρηστο πράγμα ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο, ανεπίδεκτο συναλλαγής και χρησικτησίας, ακόμη και αν περιλαμβάνεται στους τίτλους των εναγουσών. Οι ενάγουσες, ήδη καθ’ υποφοράν στο αγωγικό δικόγραφο τους, είχαν προβάλλει αντένσταση κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου από τους δικαιοπαρόχους τους, οι οποίοι το νέμονταν με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου μέχρι 11-9-1915 και έτσι κατέστησαν κύριοι αυτού. Σχετικά με τους ανωτέρω ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν τα κάτωθι. Καταρχήν, με την υπ’ αρ. 47973/3558/16-6-2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης (ΦΕΚ Δ’ 227/14-9-2016) επανακαθορίστηκε η οριογραμμή του αιγιαλού στη θέση «…….» Σπετσών και κατόπιν αυτής εξακολουθούν να εμπίπτουν στη ζώνη του αιγιαλού μόνο τα εξής τμήματα της επίδικης έκτασης, 1) η σκάλα από μπετόν εμβαδού 8 τμ., 2) η επιφάνεια από μπετόν εμβαδού 2,8 τμ. και 3) το ισόγειο πλακοσκεπές κτίριο εμβαδού 80 τμ., συνολικής έκτασης 90,8 τμ. (βλ. με αρ. πρωτ. ………/9-5-2017 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Περιουσίας/Γενική Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας και Κοινωφελών Περιουσιών του Υπουργείου Οικονομικών), γεγονός που ομολογεί και το ίδιο το εναγόμενο, μην αμφισβητώντας πλέον την συγκυριότητα των εναγουσών επί των λοιπών τμημάτων της επίδικης έκτασης, ήτοι της μάνδρας και του αύλειου χώρου. Οι ενάγουσες, λοιπόν, είναι συγκύριες  των δύο επίδικων τμημάτων κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η καθεμία, έχοντας αποκτήσει τη συγκυριότητα επ’ αυτών με παράγωγο τρόπο, ήτοι με τους προαναφερόμενους τίτλους, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα. Από τα άλλα τρία τμήματα, η επιφάνεια από μπετόν δεν είναι διεκδικούμενη από τις ενάγουσες (βλ. σελ. 5 των κατατεθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεων τους), καθόσον αυτή δεν συμπεριλήφθηκε στα προαναφερόμενα πρωτόκολλα ως τμήμα αιγιαλού καταληφθέν από αυτές (βλ. και από 30-5-2017 τεχνική έκθεση πολιτικού μηχανικού ………..). Τα απομένοντα δύο τμήματα, η σκάλα και το ισόγειο κτίριο, βρίσκονται στην ανατολική πλευρά του προπεριγραφόμενου ακινήτου των εναγουσών, σε συνέχεια το ένα με το άλλο, όπως αποτυπώνονται με τα στοιχεία  Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Α31-Δ στο από Ιουλίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ………. και  η απόσταση του ανατολικού ορίου τους, που εφάπτεται σε παραλία με βότσαλα, από τη θάλασσα κυμαίνεται σε 3-5 μέτρα. Τούτο καθίσταται φανερό και από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από τις ενάγουσες φωτογραφιών, κάποιες από τις οποίες ανάγονται στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου η σκάλα αποτυπώνεται να εισέρχεται στην παραλία συνδέοντας αυτήν με τη βεράντα της οικίας, που βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο από αυτό της παραλίας περί τα 3 μέτρα. Εξάλλου, αναφορικά με το κτίσμα, όπως διευκρινίζεται και με το υπ’ αρ. πρωτ. …./6-2-2014 έγγραφο του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά, πρόκειται στην πραγματικότητα για κλειστό χώρο με περιμετρικό πέτρινο τοιχίο, στο βόρειο και νότιο τμήμα του οποίου υπάρχουν πέτρινοι τοίχοι ύψους περίπου 3 μέτρων και μήκους περίπου 4,5 μέτρων έκαστος. Όπως μάλιστα φαίνεται σε προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες φωτογραφία, η ταράτσα του χώρου αυτού αποτελεί τμήμα της βεράντας της οικίας, το δάπεδο της οποίας είναι επιστρωμένο με βότσαλα σχηματίζοντας παραδοσιακό τεχνούργημα των Σπετσών. Τα τμήματα αυτά  έχουν την ιδιότητα του αιγιαλού υπό τη φυσική του έννοια, αφού κατακλύζονται από τις μέγιστες αναβάσεις των χειμέριων κυμάτων, που ανέρχονται στα 7 μέτρα περίπου, όπως προκύπτει από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του εναγομένου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ από την πλευρά των εναγουσών δεν προσκομίζεται κάποια τεχνική έκθεση, που να βεβαιώνει  ότι η έκταση εισχώρησης του κύματος προς τη στεριά είναι μικρότερη του μεγέθους που προαναφέρθηκε. Εξάλλου, η με αρ. 47973/3558/6-7-2016 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, με την οποία επανακαθορίστηκαν διοικητικά τα όρια του αιγιαλού και της παραλίας στη συγκεκριμένη θέση και βάσει της οποίας τα ως άνω δύο επίδικα εδαφικά τμήματα περιλαμβάνονται στον αιγιαλό, προκειμένου για τον καθορισμό των ορίων αυτών, έλαβε, επίσης, υπόψη της και φωτογραφικό υλικό από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους/Τοπικό Αρχείο Σπετσών, που απεικονίζει την θέση «…..» προ του 1925, πλησιόχρονο των φωτογραφιών, που προσκομίζουν και οι ίδιες οι ενάγουσες απεικονίζουσες το ακίνητο τους, στην ίδια μορφή που βρίσκεται και σήμερα, σχεδόν σε επαφή με τη θάλασσα. Ομοίως και ο από Δεκεμβρίου 1975 τοπογραφικός χάρτης της υπηρεσίας Τοπογραφήσεων και Κτηματολογίου του Υπουργείου Δημοσίων Έργων εμφανίζει ολόκληρο το ακίνητο των εναγουσών, συμπεριλαμβανομένων των ως άνω δύο τμημάτων, να είναι σε επαφή με τη θάλασσα. Το γεγονός ότι από την πλευρά της θάλασσας το όλο ακίνητο φέρει μαντρότοιχο ύψους, κατά τις εκτιμήσεις των ενόρκως βεβαιωθέντων μαρτύρων, 7,5 μέτρων δεν είναι ικανό να αναιρέσει την ιδιότητα του αιγιαλού από τα προαναφερόμενα δύο εδαφικά τμήματα, καθώς ο μαντρότοιχος χτίστηκε μεταξύ άλλων και για να  ανακόπτει την ανάβαση των κυμάτων. Εξάλλου, η από 30-5-2017 τεχνική έκθεση του πολιτικού μηχανικού ………., που προσκομίζουν οι ενάγουσες, δεν διατυπώνει διαφορετική άποψη σχετικά με την έκταση της εισχώρησης του κύματος προς τη στεριά, ώστε  να αντικρούονται οι διαπιστώσεις της αρμόδιας για το διοικητικό καθορισμό του αιγιαλού επιτροπής σχετικά με τη διαχρονική έκταση εισχώρησης του χειμέριου κύματος στη στεριά στην θέση «……» Σπετσών.  Εφόσον, λοιπόν, τα άνω τρία επίδικα τμήματα βρέχονται πράγματι από τις μέγιστες, πλην συνήθεις, αναβάσεις του χειμερίου κύματος, βρίσκονται εντός των ορίων του αιγιαλού, που υπάρχει στο συγκεκριμένο σημείο ως δημιούργημα της φύσης και που καθορίστηκε διοικητικά το έτος 2016 με την προαναφερόμενη απόφαση. Ως περιλαμβανόμενα, συνεπώς, εντός του αιγιαλού, που κατά τα άρθρα 966 και 968 ΑΚ αποτελεί κοινής χρήσεως πράγμα, ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι το 1830 ο ……… (απώτατος δικαιοπάροχος των εναγουσών) αγόρασε από τον ……..με ιδιωτικό έγγραφο ένα ακίνητο ευρισκόμενο στη θέση «… ….» Σπετσών, συνορευόμενο γύρωθεν με θάλασσα, ιδιοκτησίες ……….., το οποίο αποτελεί τμήμα του σημερινού ακινήτου των εναγουσών, που περιγράφηκε αρχικά (έκτασης 2.249,90 τμ.). Επ’ αυτού ανήγειρε με δαπάνες του διόροφη οικία, μαγαζί και λοιπά παραρτήματα, περιτοιχίζοντας το με μάνδρα και διαμορφώνοντας στον περιβάλλοντα χώρο κήπο και βεράντα (πρόκειται για την ταράτσα του επίδικου ισόγειου κτίσματος). Ο ……….. όντας πλοιοκτήτης και έμπορος  μετέφερε τα εμπορεύματα του στο προαναφερόμενο μαγαζί μέσω πέτρινης σκάλας, που είχε διαμορφώσει από την πλευρά της θάλασσας και η οποία συνέδεε την παραλία με ακάλυπτο χώρο του ακινήτου, πρόκειται δε για την επίδικη σκάλα. Αυτός χρησιμοποιούσε την ανωτέρω οικία ως κατοικία του μέχρι που μετακόμισε στην Αθήνα, πλην όμως, εξακολούθησε να την διατηρεί και να την επισκέπτεται ως παραθεριστική κατοικία με την οικογένειά του. Μετά τον θάνατο του ……. το 1858, το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε ως κληρονομία, δυνάμει της υπ’ αρ. 1178/7-10-1855 δημόσιας διαθήκης του συνταχθείσας ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών ………, στην σύζυγό του ……… και στον υιό του …….. κατ’ ισομοιρίαν. Επειδή, όμως, το ιδιωτικό έγγραφο, με το οποίο ο ……….ρης αγόρασε το παραπάνω ακίνητο απωλέσθη, το έτος 1863, ο …….. και ο ……., υιός του ………, ενεργώντας ατομικά και ως πληρεξούσιος της μητέρας του, ………….., υπέγραψαν το υπ’ αρ. …../30-7-1863 συμβόλαιο ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …………, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …, αύξ. αρ. …..), για να επιβεβαιώσουν την ως άνω πώληση, όπου δήλωσαν συγκεκριμένα ότι, ο …….. κατά το έτος 1830 πώλησε στον αποβιώσαντα ……….. ένα οικόπεδο, που βρίσκεται στις Σπέτσες, στην τοποθεσία «……», το οποίο συνορεύει «προς μεν τη θάλασσα ήτοι προς τραμουντάνα από πλευράς 40 πήχεων ως έγγιστα, προς δε λεβάντε με οικία …….. από τη θάλασσα μέχρι τον δρόμο έκτασης 38 πήχεων, και με οικία ………. έκτασης 33 πήχεων από τον δρόμο μέχρι την κορυφή, προς γαρμπή με οικία …….. έκτασης 40 πήχεων και προς δύση με οικόπεδο ……….. εκτάσεως 116 πήχεων  από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή, επί του οποίου οικοπέδου διαχωρισθέντος εξ οδού οικοδόμησε επί του προς τη θάλασσα μέρους ο μακαρίτης ………..οικία, μαγαζί, μάνδρα και λοιπά παραρτήματα, μένοντας άκτιστου μέχρι τούδε του άνωθεν της οδού ετέρου τεμαχίου». Μετά τον θάνατο του ………… οι ως άνω κληρονόμοι του αναμίχθηκαν ενεργά στην κληρονομία, που τους επήχθη, ενώ  οι θυγατέρες του κληρονομούμενου, …………….., στις οποίες με την πιο πάνω δημόσια διαθήκη του κληροδότησε μόνο χρηματικά ποσά,  με τις υπ’ αρ. …/14-1-1864, …/14-1-1864 και …./11-2-1864 πράξεις του συμβολαιογράφου Αθηνών ………. αναγνώρισαν ως έγκυρη, απρόσβλητη και ισχυρή  την τελευταία  βούληση του πατέρα τους, ………, όπως αυτή εκφράστηκε με τη δημόσια διαθήκη του. Εν συνεχεία, δυνάμει των με αριθμούς …../13-10-1883 και …./17-10-1883 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Σπετσών ………., νόμιμα μεταγεγραμμένων στα οικεία βιβλία του Δήμου Σπετσών (τ. … αύξ. αρ. …. και …. αντίστοιχα), ο ………, αγόρασε από τους …………. όμορο προς τα δυτικά του προαναφερθέντος οικόπεδο, το οποίο περιγράφεται ως γήπεδο κείμενο στις Σπέτσες στη θέση «……….», παραπλεύρως της οικίας ……, συνορευόμενο  προς βορρά με θάλασσα, προς νότο με δρόμο, ανατολικά με οικία ………. και δυτικά με οικία …., έχοντος δηλαδή τα 2/3 αυτού πρόσοψη προς τη θάλασσα, μήκους 22,50 γαλλικών μέτρων και βάθος από τη θάλασσα μέχρι τον δρόμο, επεκτείνοντας έτσι το αρχικά αποκτηθέν από την πατρική κληρονομία ακίνητο. Στη συνέχεια, δυνάμει του με αριθμό …./14-8-1889 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …., αύξ. αρ. ….), η …. ……. και ο ……. μεταβίβασαν το ενοποιημένο πλέον ακίνητο στην …………., θυγατέρα του τελευταίου και εγγονή της πρώτης. Ειδικότερα, στο ανωτέρω συμβόλαιο αναφέρεται ότι μεταβιβάζεται στην ……………. μία οικία ευρισκόμενη στη θέση «…….» Σπετσών, επί της παραλίας, επί οικοπέδου εκτάσεως περίπου 3.500 τετραγωνικών πήχεων, το οποίο συνορεύει προς βορρά με θάλασσα, νότια με δρόμο, ανατολικά με οικία …., δυτικά με οικία …., συμπεριλαμβανομένου και του αγορασθέντος το 1883 από τον πατέρα της, …….., οικοπέδου. Η δε ……., δυνάμει του υπ’ αρ. …./26-8-1915 προικοσυμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……………., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …, αύξ. αρ. ….), μεταβίβασε το ακίνητο αυτό στον σύζυγό της, …… ως προίκα. Η ……., η οποία απεβίωσε στην Αθήνα την 2-11-1923 και ο σύζυγός της ………, ο οποίος απεβίωσε την 10-9-1933, μετά τον θάνατό τους κληρονομήθηκαν εξ αδιαθέτου από τον μοναδικό υιό τους, ………, στον οποίο περιήλθε το παραπάνω ακίνητο και ο οποίος αναμίχθηκε ενεργά στην κληρονομία συνεχίζοντας να ασκεί επ’ αυτού τις πράξεις νομής, που ασκούσαν και οι δικαιοπάροχοι γονείς του. Μάλιστα ο τελευταίος, δυνάμει του με αρ. …./10-11-1937 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου  του  συμβολαιογράφου Αθηνών ……., νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σπετσών (τ. …, αύξ. αρ. ….), απέκτησε με αγορά από τον …. ένα όμορο με το προαναφερόμενο  -κληρονομηθέν ακίνητο- οικόπεδο, έκτασης περίπου 500 τμ. μετά της επ’ αυτού διόροφης πεπαλαιωμένης οικίας, ευρισκόμενο, ως αναφέρεται στο πιο πάνω συμβόλαιο, στη θέση «…..» και συνορευόμενο γύρωθεν με οικία ………., οικία … και …, με θάλασσα και με δημόσιο δρόμο. Το οικόπεδο αυτό ένωσε με το υπόλοιπο ακίνητο, που κληρονόμησε από τους γονείς του και αποτελεί σήμερα το ακίνητο, που αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο από Ιουλίου 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού ……… Από την ως άνω δε διόροφη οικοδομή, που βρισκόταν στο ακίνητο, που αγόρασε ο ……….., και ήταν κτισμένη στο νοτιοδυτικό άκρο του μείζονος ακινήτου, σήμερα έχει απομείνει  μόνο ένα ερειπωμένο ισόγειο κτίσμα, καθότι το υπόλοιπο κατεδαφίστηκε.  Αποδείχθηκε, ακόμη, ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγουσών από το 1830 τουλάχιστον μέχρι και τις 11-9-1915 νέμονταν το αρχικά αποκτηθέν από τον ……. ακίνητο, στο οποίο περιλαμβάνονται και τα δύο επίδικα τμήματα αιγιαλού (η σκάλα και το ισόγειο κτίριο) με καλή πίστη, με την πεποίθηση ότι δεν βλάπτονται δικαιώματα τρίτων. Συγκεκριμένα, ο αρχικός ιδιοκτήτης αυτού, ……., έκτισε την προαναφερόμενη οικία και τα λοιπά κτίσματα, περιτοίχισε το ακίνητο με πέτρινη μάνδρα και κατασκεύασε την πέτρινη σκάλα, που οδηγούσε στην παραλία. Την σκάλα αυτή χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει, όπως προαναφέρθηκε, τα εμπορεύματα του από τα πλοία του απευθείας στο ισόγειο μαγαζί, που είχε κτίσει εντός του ακινήτου. Την οικία δε χρησιμοποιούσε ως μόνιμη κατοικία για τον ίδιο και την οικογένειά του και αργότερα ως παραθεριστική κατοικία και έτσι επέβλεπε και το όλο ακίνητό του, συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων τμημάτων. Το 1865 οι κληρονόμοι του ακινήτου, ……. και ……., προέβησαν σε ανακαίνιση της οικίας καταβάλλοντας τους αναλογούντες φόρους, ενώ το 1882 άσκησαν αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Ναυπλίου εναντίον του … …, ο οποίος επιχείρησε να καταπατήσει το τμήμα του ακινήτου τους, που βρισκόταν άνωθεν του δρόμου. Στην ανωτέρω οικία εγκαταστάθηκε περί το 1870, κατά παραχώρηση της μητέρας της … . και του αδερφού της ….. -που ήταν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του ακινήτου- η …….., η οποία έκτοτε ασκούσε για λογαριασμό τους τη νομή επί του εν λόγω ακινήτου. Αργότερα, μετά το 1889, όταν οι ανωτέρω ιδιοκτήτες του ακινήτου μεταβίβασαν αυτό στην … ……. (εγγονή της πρώτης και θυγατέρα του δεύτερου), η ……..εξακολούθησε να κατοικεί στην ίδια οικία, κατά παραχώρηση της ανιψιάς της …….., με την οποία διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις.. Μαζί της έζησε στην ίδια κατοικία η θυγατέρα της, ………, και ο υιός της, …….., γνωστός ζωγράφος της εποχής του –όπως υπήρξαν και οι γονείς του- μέχρι τον θάνατό τους (τέλη 1872 και 1878 αντίστοιχα). Γι’ αυτό και η εν λόγω οικία έμεινε έκτοτε γνωστή ως «οικία ….». Σ’ αυτήν έζησε  η …… μέχρι τον θάνατό της, στις 20-3-1900, φροντίζοντας ολόκληρη την ιδιοκτησία …, τόσο την οικία όσο και τον κήπο της, που ήταν φυτεμένος με πολλά δένδρα και φυτά, χρησιμοποιώντας και την σκάλα για να κατεβαίνει στην παραλία (βλ. έκδοση του Μουσείου Μπενάκη έτους 2011 στα πλαίσια έκθεσης με τίτλο «………………., Η ζωή και το έργο του», όπου γίνεται αναφορά σε αντικείμενα της ………, τα οποία βρέθηκαν στην οικία, μετά τον θάνατό της, μεταξύ των οποίων και πλήθος κοχυλιών). Συγκεκριμένα,  περί το 1892-1894 μερίμνησε για τη φύτευση πεύκων και την επισκευή της πέτρινης μάνδρας, ενώ το 1896 προέβη σε μικροεπισκευές της οικίας. Η οικία αυτή χρησίμευε ταυτόχρονα και ως καλοκαιρινό σπίτι των συγγενών της ακόμη και μετά τον θάνατο της, οπότε η ιδιοκτήτρια του …….. και ο σύζυγός της, ………., συνέχισαν να ασκούν τη νομή επ’ αυτού, επισκεπτόμενοι το ακίνητο, φροντίζοντας και επιβλέποντας αυτό, αλλά και τα επιμέρους τμήματά του (συμπεριλαμβανομένων των επιδίκων τμημάτων), μέχρι και τις 11-9-1915. Με τη φροντίδα μάλιστα της ……… (γιαγιά της 1η ενάγουσας)  η ευρισκόμενη στο ακίνητο οικία  διακοσμήθηκε με έργα της οικογένειας …., όσο και φωτογραφίες, αναμνηστικά αντικείμενα και έπιπλα της οικογένειας …, ώστε ο ισόγειος χώρος αυτής τα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα να χρησιμοποιείται πλέον ως ιδιωτικός χώρος εκθέσεως και να κηρυχθεί ολόκληρη το 1967 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο της χώρας (ΥΑ 10977/16-5-1967, ΦΕΚ 352/31-5-1967). Τούτο καταδεικνύει ότι οι ως άνω δικαιοπάροχοι των εναγουσών (μετά τον θάνατο της ……..) ανελλιπώς όλα τα χρόνια, μέχρι που μεταβιβάστηκε σε αυτές, επισκέπτονταν το ακίνητο και είχαν την εποπτεία και φροντίδα όλων των χώρων του. Σε προσκομιζόμενη μάλιστα από τις ενάγουσες φωτογραφία αποτυπώνεται η χρήση της βεράντας του ακινήτου (πρόκειται για το επίδικο ισόγειο κτίσμα) από τους ενοίκους της οικίας. Επίσης, χαρακτηριστικός είναι πίνακας ζωγραφικής φιλοτεχνηθείς το 1874 από τον υιό της ……..,  τον …….. – ο οποίος το καλοκαίρι εκείνου του έτους επισκέφτηκε την μητέρα του στις Σπέτσες και φιλοξενήθηκε από αυτή στο εν λόγω ακίνητο-, όπου, η προς τη θάλασσα πρόσοψη του ακινήτου, όπου και τα επίδικα τμήματα, εμφανίζονται με την ίδια μορφή όπως και σήμερα, χωρίς να υπάρχουν επεμβάσεις ή προσθήκες. Σήμερα, ο πρώτος όροφος της οικίας χρησιμοποιείται ως χώρος ενδιαίτησης των εναγουσών, ενώ στο ισόγειο λειτουργεί έκθεση πινάκων ζωγραφικής της οικογένειας …… και αντικειμένων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, ολόκληρο δε το ακίνητο, συμπεριλαμβανομένων των επίδικων τμημάτων βρίσκεται υπό την επίβλεψη και φροντίδα των εναγουσών.  Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, τα επίδικα τμήματα του αιγιαλού, δηλαδή η σκάλα και το ισόγειο πλακοσκεπές κτίσμα, ως τμήματα του μείζονος ακινήτου των εναγουσών, είχαν στη φυσική τους εξουσίαση διαδοχικά, δυνάμει των προαναφερομένων τίτλων, αλλά και με διάνοια κυρίων και καλή πίστη, με την ειλικρινή δηλαδή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής τους δεν προσβάλλεται δικαίωμα κυριότητας άλλου, ούτε και του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δεν άσκησε ποτέ (τουλάχιστον μέχρι τον διοικητικό καθορισμό των ορίων αιγιαλού) επ’ αυτού διακατοχικές πράξεις, οι δικαιοπάροχοί των εναγουσών για πάνω από τριάντα χρόνια, ήτοι από το 1830 μέχρι και τις 11-9-1915, οι οποίοι ασκούσαν τις προσήκουσες στη φύση και τον προορισμό τους τις διακατοχικές πράξεις, που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Έτσι με τη συμπλήρωση τριάντα ετών στη νομή των ανωτέρω επίδικων τμημάτων από το 1830 (μέχρι το 1860) οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγουσών, ……. και ……., και με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου τους (………….), κατέστησαν συγκύριοι των επίδικων τμημάτων –όπως και του μείζονος ακινήτου-  με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι δε διάδοχοι τους συνεχίζοντας να ασκούν επ’ αυτών τις παραπάνω αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις και με καλή πίστη απέκτησαν και αυτοί την κυριότητα τους με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στη συνέχεια η κυριότητα των  επίδικων αυτών τμημάτων μεταβιβάσθηκε νομότυπα στις ενάγουσες με κληρονομική διαδοχή, βάσει της υπ’ αρ. …/1972 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας (για την 1η ενάγουσα) και της υπ’ αρ. …/1979 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας σε συνδυασμό με το υπ’ αρ. …./1982 δωρητήριο συμβόλαιο  (για την 2η ενάγουσα), που αποτελούν νόμιμους τίτλους και έχουν μεταγραφεί νόμιμα. Έτσι, οι ενάγουσες έγιναν συγκύριες ολόκληρης της επίδικης εδαφικής έκτασης (των 133 τμ.) τόσο παραγώγως, όσο και πρωτοτύπως, δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, καθώς συνέχισαν να ασκούν τις πιο πάνω αναφερόμενες πράξεις νομής, τουλάχιστον από τον χρόνο, που απέκτησαν νόμιμους τίτλους και για πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανένα.  Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, αν και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται  από τις αιτιολογίες της παρούσας, κατέληξε στα ίδια, κρίνοντας ότι οι ενάγουσες είναι συγκύριες της επίδικης εδαφικής έκτασης εμβαδού 133 τμ., ορθώς εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί αντιθέτου λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος , όπως και η έφεση στο σύνολό της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει, μετά την υπ’ αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του Ν. 1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 14-2-2018 έφεση κατά της με αρ. 158/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις ..13-12-2019.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ αυτής, λόγω μεταθεσεως

Και αναχωρησεως, ο Προεδρος

Του Τριμελους Συμβουλιου Δ/νσης

Του Εφετείου Πειραιως, Αντωνιος

Πλακίδας, Πρόεδρος Εφετων