Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 702/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    702 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2654/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1 εδ. β΄, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες, που είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, την 28/3/2017, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 25/5/2017 και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο (e – Παράβολο με κωδικό …………..) ποσού 150 ευρώ, που καταβλήθηκε στην Εθνική Τράπεζα, το οποίο επισυνάπτεται στην από 29/5/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Το ενάγον, ήδη εφεσίβλητο, στην από 8/1/2007 αγωγή του ισχυρίστηκε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων του έτους 1817 και με τις εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του από 11/8/1834 ΚΣΤ΄ «Πράξις της Γερουσίας» και από 14/26.5.1845 Ι΄ πράξεως της Η΄ Γερουσίας όλα τα ακίνητα που δεν ανήκαν σε ιδιώτες αποτέλεσαν τη δημόσια περιουσία κάθε νήσου που ονομάστηκε επιχώριος ή εγχώριος περιουσία, ότι αν και έκτοτε εκδόθηκαν διάφοροι νόμοι με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες σε κάθε νησί, στα Κύθηρα τέτοιος νόμος δεν εκδόθηκε, με συνέπεια να εξακολουθεί να υφίσταται το πιο πάνω καθεστώς, ότι η νομοθετική ρύθμιση αυτού επικαιροποιήθηκε με το άρθρο 84 του ν. 1416/1984, σύμφωνα με το οποίο στην εγχώρια περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων περιλαμβάνονται όλες οι εκτάσεις των νησιών είτε είναι κοινόχρηστες, δασικές ή χορτολιβαδικές, είτε αγροτικά ή αστικά ή άλλης κατηγορίας ακίνητα, που δεν ανήκουν σε ιδιώτες ή βάσει νόμιμων τίτλων κτήσης κυριότητας στο δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου ή σε κατ’ ιδίαν κοινότητες, η κινητή και ακίνητη περιουσία των ιερών προσκυνημάτων της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης και του Αγίου Ιωάννου του «εν κρημνώ» και των ανηκόντων σε αυτά παρεκκλησίων και οι νησίδες που βρίσκονται γύρω από τα Κύθηρα και ότι η διαχείριση της ανωτέρω περιουσίας ανήκει αποκλειστικά σε αυτό (το ενάγον) που ως προς τη διαχείριση και την προστασία της έχει τις αρμοδιότητες, δικαιώματα και υποχρεώσεις και όλα τα μέσα έννομης προστασίας που έχει το δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για την προστασία των δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων, ότι πράγματι από το έτος 1817 έως και σήμερα ασκεί όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής στη εν λόγω περιουσία, ότι την 27/1/1981 απεβίωσε ο ……….. και κατέλειψε την από 12/12/1970 ιδιόγραφη διαθήκη του με την οποία εγκαθιστούσε ως κληρονόμους του τα τέκνα του, ……….., πρώτο εναγόμενο [ο οποίος απεβίωσε την 9/6/2012 (υπ’ αριθμ. .. Τομ. ……./5.12.2016 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Επίτιμου Γενικού Προξένου στη Βρισβάνη Αυστραλίας) και κατέλειψε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τα τέκνα του – τρεις πρώτους των εκκαλούντων – και τη σύζυγό του – τέταρτη των εκκαλούντων – (υπ’ αριθμ. ………../12.12.2016 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του ανωτέρω Επίτιμου Προξένου), οι οποίοι με δήλωση τους ενώπιον του Εφετείου αυτού στη σημερινή δικάσιμο δήλωσαν ότι συνεχίζουν τη δίκη ως καθολικοί διάδοχοί του] και ………….., ο οποίος απεβίωσε την 10/2/1990 καταλείποντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο των εναγομένων (ήδη πέμπτο, έκτο, έβδομο και όγδοο των εκκαλούντων), ότι ο πρώτος εναγόμενος αποδέχθηκε την κληρονομία με την υπ’ αριθμ. …/1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, νομίμως μεταγεγραμμένης και οι υπόλοιποι με την υπ’ αριθμ. …/17.7.1991 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένης, ότι σύμφωνα με αυτές στην περιουσία του αποβιώσαντος την 27/1/1981 απώτερου δικαιοπαρόχου τους, ……………, την οποία ο δικαιοπάροχός τους απέκτησε δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, περιλαμβάνονταν και τα περιγραφόμενα στην αγωγή τρία ακίνητα, ευρισκόμενα στη θέση «…..» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας ….. της νήσου Κυθήρων, εμβαδού 2.000 τ.μ., 3.000 τ.μ. περίπου και 20.000 τ.μ περίπου αντίστοιχα, ότι οι ανωτέρω εναγόμενοι το έτος 1997 προέβησαν σε συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας, συνταχθείσας της υπ’ αριθμ. …../19.9.1997 σχετικής πράξης της συμβολαιογράφου Καλλιθέας …………., νομίμως μεταγεγραμμένης, στην οποία δήλωσαν ότι κατά την αληθινή καταμέτρηση των ακινήτων αυτών, το πρώτο έχει εμβαδόν 20.071 τ.μ., το δεύτερο 3.459,38 τ.μ, και το τρίτο 382.034 τ.μ., ότι όσο αφορά το τελευταίο ακίνητο, το οποίο στην αγωγή περιγράφεται κατ’ έκταση, θέση και όμορους ιδιοκτήτες, οι εναγόμενοι υπέβαλαν στη τότε κοινότητα ….. αίτηση να βεβαιώσει ότι δεν διεκδικεί δικαίωμα σε αυτή, αιτήσεις στο Δασαρχείο Πειραιά για τον χαρακτηρισμό τμημάτων της έκτασης και δυο διαδοχικές αιτήσεις προς αυτό (το ενάγον) με το οποίο ζήτησαν να βεβαιώσει ότι δεν διεκδικεί δικαίωμα επί του ακινήτου αυτού, ενώ με το υπ’ αριθμ. …./2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………. ο εκτός εναγόμενος (και μη εκκαλών), ………, απέκτησε την κυριότητα τμήματος της έκτασης αυτής εμβαδού 46.000 τ.μ. και ότι το ακίνητο αυτό εμβαδού 382.034 τ.μ. ανήκε ανέκαθεν στην εγχώρια περιουσία ουδέποτε ανήκε στο δικαιοπάροχο των εναγομένων ή σε οποιοδήποτε ιδιώτη και ότι με τις ως άνω ενέργειές τους οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα της εγχώριας περιουσίας επί του συγκεκριμένου ακινήτου. Ζητούσε, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, να αναγνωριστεί ότι το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο εμβαδού 382.034 τ.μ ανήκει στην εγχώρια περιουσία της νήσου Κυθήρων και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει την εγχώρια περιουσία εκτός από δυο τμήματα εντός αυτής, εμβαδού 2.635,42 τ.μ. και 4.553,03 τ.μ. αντίστοιχα, τα οποία έκρινε ότι ανήκουν στην οικογένεια των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, με την υπό κρίση έφεσή τους για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνει δεκτή η έφεσή τους ώστε να εξαφανισθεί η πρωτόδικη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Με τη συνθήκη των Παρισίων του 1815, η Επτάνησος αναγνωρίσθηκε ως ελεύθερο και ανεξάρτητο κράτος καλούμενο «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων» και περιήλθε υπό την προστασία της Αγγλίας. Το νέο κράτος είχε Γενική Διοίκηση με έδρα την Κέρκυρα και τοπικές κυβερνήσεις σε κάθε νήσο με επικεφαλής «έπαρχους» και «επαρχιακά συμβούλια». Δηλαδή κάθε μία νήσος αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, αυτοτελή μονάδα ομοσπονδιακού κράτους, η δε δημόσια περιουσία ανήκε κατά κυριότητα σε κάθε νήσο (δηλ. το τεκμήριο κυριότητας δεν ήταν, όπως είναι σήμερα, υπέρ του Δημοσίου), διοικούμενη από τους επιτόπιους άρχοντες, με υποχρέωση εισφοράς μέρους από τα αντίστοιχα εισοδήματα στο Γενικό Ταμείο της Ιονίου Πολιτείας. Η περιουσία αυτή κάθε νήσου ονομαζόταν «επιχώρια» ή «εγχώρια» περιουσία. Αυτά προκύπτουν από το «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» του έτους 1817, με το οποίο είχε παραχωρηθεί στα Ιόνια νησιά πλήρης αυτοδιοίκηση. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την ΚΣΤ΄ Πράξη της 11.8.1834 της Ε΄ Γερουσίας, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του Συντάγματος του 1817, που διέκρινε ρητώς την επιχώρια οικονομία κάθε νήσου από τη Γενική Οικονομία του κράτους, καθόρισε τα έσοδα του επιχωρίου ταμείου και αναγνώρισε την κυριότητα της τοπικής διοικήσεως κάθε νήσου επί των μη ιδιωτικών κτημάτων (άρθρα 5, 6 και Προοίμιο αυτής), καθώς επίσης και από την όμοια Ι΄ Πράξη της Η΄ Γερουσίας της 14/26.5.1845, η οποία στο άρθρο 1 περιέλαβε ανάλογη ρύθμιση. Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), με το νόμο ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας», ο οποίος (άρθρα 10 – 15) διατήρησε και αναγνώρισε ρητώς τις εγχώριες περιουσίες των Ιονίων νήσων και ανέθεσε απλώς τη διοίκηση τους (άρθρο 11) σε επιτροπή, μέχρις ότου ιδιαίτερος νόμος για κάθε μέσο ρυθμίσει τη διανομή τους «κατά δήμους». Πράγματι μετά το νόμο αυτό, εκδόθηκαν ιδιαίτεροι νόμοι για τα περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με βάση τους οποίους οι εγχώριες περιουσίες αυτών διαλύθηκαν και διανεμήθηκαν κατά δήμους και επαρχίες ανάλογα με τον πληθυσμό τους, χωρίς όμως τα επί μέρους στοιχεία των περιουσιών αυτών να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι για τη Λευκάδα, Ζάκυνθο, Κεφαλληνία και Κέρκυρα, εκδόθηκαν, αντίστοιχα, οι νόμοι ΨΞβ΄ της 27.12.1878 – ΦΕΚ 2/1879, ΥΙΓ της 27.5.1871 – ΦΕΚ 24/1871, ΨΓ της 9.11.1878 – ΦΕΚ 64/1878 και ΑΦΓ της 28.5.1887 – ΦΕΚ 142/1887. Ανάλογος όμως νόμος δεν εκδόθηκε για τα Κύθηρα, όπως και για την Ιθάκη και τους Παξούς, ίσως λόγω της περιορισμένης εκτάσεως της εγχώριας περιουσίας των νήσων αυτών. Επομένως, για τα Κύθηρα, εξακολούθησε υφιστάμενο το παραπάνω νομικό καθεστώς, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας, τις προαναφερθείσες πράξεις της Ε΄ Γερουσίας του 1834 και της Η΄ Γερουσίας του 1845 και αναγνωρίσθηκε και διατηρήθηκε, στη συνέχεια, με το v. PN/1866. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Σόντης – Γεωργιάδης στη γνωμοδότηση τους της 14.12.70 (σχετικής με τον . . . . . .  φορέα των μη ιδιωτικών δασωδών εκτάσεων των Κυθήρων), αποτελεί, η νήσος Κύθηρα, «μίαν των ελαχίστων περιπτώσεων, ένθα διατηρείται αναλλοίωτον το ιδιοκτησιακόν καθεστώς της πάλαι ποτέ Ιονίου Πολιτείας». Η άποψη αυτή ενισχύεται, κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό, από το γεγονός ότι μεταγενέστεροι του ν. ΡΝ/1866 νόμοι, ερρύθμισαν ειδικώς τα της διαχειρίσεως της εγχώριας περιουσίας της νήσου Κυθήρων. Είναι ο ν. 2355/1920, που ανέθεσε τη διαχείριση της εγχώριας περιουσίας Κυθήρων σε επιτροπή με έδρα τα Κύθηρα, Πρόεδρο τον Ειρηνοδίκη Κυθήρων ή το νόμιμο αναπληρωτή του και μέλη 4 λαϊκούς, καταγόμενους ανά 2 από κάθε ένα των πρώην δήμων Κυθηρίων και Ποταμίων και εκλεγόμενους σύμφωνα με ορισμένη διαδικασία, το ν.δ. 617/1941, το οποίο ανέθεσε τη διαχείριση της ίδιας περιουσίας σε διμελή Επιτροπή με πρόεδρο το Μητροπολίτη Γυθείου, Οιτύλων και Κυθήρων και μέλη 7 λαϊκούς στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και ο Ειρηνοδίκης, ο Γυμνασιάρχης και ο Οικον. Έφορος Κυθήρων και ο ν. 514/1943, που, με το άρθρο 15, επανέφερε σε ισχύ το ν. 2355/1920, με τη διαφορά, ότι την προεδρία της επιτροπής διαχειρίσεως ανέθεσε στο Μητροπολίτη Κυθήρων, και κατήργησε το ν.δ. 617/1941. Όλοι όμως οι νόμοι αυτοί, σε τίποτε δεν αλλοίωσαν το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της εγχώριας περιουσίας των Κυθήρων, περιορίσθηκαν δε απλώς στο να ρυθμίζουν, κάθε φορά, θέματα σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας αυτής, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της οποίας θεωρούσαν δεδομένο. Τελική νομοθετική ρύθμιση για την εγχώρια περιουσία της νήσου Κυθήρων είναι το άρθρο 84 του ν. 1416/1984 σύμφωνα με το οποίο «1. Η  «εγχώρια περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων» αποτελεί διακοινοτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων και Αντικυθήρων. Η περιουσία αυτή περιλαμβάνει: α) Όλες τις εκτάσεις των νησιών είτε είναι κοινόχρηστες δασικές ή χορτολιβαδικές είτε αγροτικά ή αστικά ή άλλης κατηγορίας ακίνητα, που δεν ανήκουν σε ιδιώτες ή βάσει νόμιμων τίτλων κτήσης κυριότητας στο δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου ή σε κατ’ ιδίαν κοινότητες. β) Την κινητή και ακίνητη περιουσία των ιερών προσκυνημάτων της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, της Αγίας Μόνης και του Αγίου Ιωάννου του «εν κρημνώ» και των ανηκόντων σ’ αυτά παρεκκλησίων και γ) Τις νησίδες που βρίσκονται γύρω από τα Κύθηρα. 2. Η διαχείριση της περιουσίας της προηγούμενης παραγράφου ανήκει αποκλειστικά στην «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας», που αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Κοινότητα Κυθήρων και υπόκειται στην εποπτεία του κράτους, που υπόκεινται και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης του νησιού. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, η διαχείριση της παραπάνω περιουσίας μπορεί να ανατεθεί σε αναπτυξιακό σύνδεσμο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. 3. Η επιτροπή όσον αφορά τη διαχείριση της «εγχώριας περιουσίας» έχει, χωρίς εξαίρεση, όλες τις αρμοδιότητες, δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για τη διαχείριση της δημοτικής και κοινοτικής περιουσίας, καθώς και όλα τα δικαιώματα, δυνατότητες και απαλλαγές που παρέχει η νομοθεσία στους οργανισμούς αυτούς. Έχει επίσης όλα τα μέσα έννομης προστασίας της «εγχώριας περιουσίας»  που έχει το δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης για την προστασία των δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων». Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εξεδόθη το π.δ. 272/1985 «Οργάνωση και αρμοδιότητες του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Επιτροπή Εγχώριας Περιουσίας Κυθήρων και Αντικυθήρων», που τροποποιήθηκε με το π.δ. 138/2004 «Προσαρμογή διατάξεων του π.δ. 272/1985 σε αυτές του ν. 2539/1997 κλπ». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εγχώρια περιουσία των νήσων Κυθήρων και Αντικυθήρων αποτελεί διακοινοτική περιουσία, ανήκουσα κατά κυριότητα στο σύνολο των Δήμων και Κοινοτήτων της νήσου (ήδη μόνο στο Δήμο Κυθήρων, που απέμεινε μετά την κατάργηση των λοιπών Κοινοτήτων, κατ’ άρθρο 1 § 2 περ. 5.2 Α.4 του ν. 3852/2010) και η Επιτροπή του ν. ΡΝ/1866, του ν. 2355/1920 κλπ περιορίζεται απλώς στη διαχείριση και προστασία της, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι κανένας από τους νόμους αυτούς δεν προικοδότησε με ίδια περιουσία την εν λόγω Επιτροπή (ΣτΕ 1956/1986 ΝοΒ 35, 419). Κατά ρητή πρόβλεψη του προμνησθέντος άρθρου 84 παρ. 3 του ν. 1416/1984, αλλά και κατά λογική ακολουθία όσων προαναφέρθηκαν, για την προστασία της εγχώριας περιουσίας εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις περί προστασίας της περιουσίας των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, δηλ. οι διατάξεις του ν.δ. 31/1968 (ΦΕΚ Α’ 281). Κατά την αρχική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ/τος αυτού, η ισχύς του οποίου κατ’ άρθρο 7 άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημ. της Κυβερνήσεως, δηλ. από 2/12/1968, «Αι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 24 του Α.Ν. 1539/1938 ‟περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων”, ως αύται ισχύουν εκάστοτε και αι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, δια την προστασίαν των κτημάτων αυτών». Αλλά και μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 62 του ν. 1416/1984 η διάταξη έχει ως εξής: «Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αναγκαστικού νόμου 1539/1938 (ΦΕΚ Α’ 488)». Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 4 του άνω α.ν. «τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται παραγραφήν. Παραγραφή δικαιώματος του δημοσίου επί ακινήτου κτήματος, αρξαμένη προ της ισχύος του παρόντος νόμου, ουδεμίαν νόμιμον συνέπειαν έχει, αν αύτη δεν συνεπληρώθη μέχρι τούδε κατά τους προϊσχύσαντας νόμους». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας μπορούσε να συμπληρωθεί μόνο μέχρι την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος ν.δ/τος 31/1968, δηλ. μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968. Κατά συνέπεια επί των ακινήτων αυτών ήταν επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, κατά μεν τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ανεπίληπτη νομή επί τριάντα (30) έτη, κατά δε το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, συνεχής νομή επί είκοσι (20) έτη, με την προϋπόθεση ότι ο χρόνος χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί μέχρι 2/12/1968, οπότε άρχισε η ισχύς του ν.δ/τoς 31/1968 (ΑΠ 473/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1005/2009 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της χωρίς όρκο κατάθεσης του νόμιμου εκπροσώπου του ενάγοντος και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, των υπ’ αριθμ. ……….. ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………, που κατέθεσαν με επιμέλεια των εναγόμενων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κυθήρων ………, για τις οποίες το ενάγον κλήθηκε δυο εργάσιμες ημέρες πριν από αυτές κατ’ άρθρο 422 παρ. 2 του ΚΠολΔ (υπ’ αριθμ. …./20.10.2008 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……..), της από Μάιο 2015 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε η πραγματογνώμονας ………., Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός – Υγιεινολόγος, τη διενέργεια της οποίας διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 6129/2009 μη οριστική απόφασή του και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας Παλαιοπόλεως της Κοινότητος Μητάτων της νήσου Κυθήρων βρίσκεται εδαφική έκταση όπως αυτή αποτυπώνεται με τα στοιχεία …………….. στο από Μάρτιος 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου ………. και συνορεύει, βόρεια με αγροτική οδό ………. προς Διακόφτι και με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια με αγροτική οδό ………. που οδηγεί προς επαρχιακή οδό Παλαιοπόλεως – Αυλαίμονα και με ιδιοκτησία κληρονόμων ………, ανατολικά με λαγκάδι και δυτικά με αγροτική οδό ………, εν μέρει με ιδιοκτησία ………., εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ………και με αγροτική οδό ……. που οδηγεί προς Διακόφτι. Η εν λόγω εδαφική έκταση, η οποία σύμφωνα με το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα έχει εμβαδόν 382.034 τ.μ. και σύμφωνα με το με χρονολογία Μάιος 2015 τοπογραφικό διάγραμμα (αρ. σχεδίου 3) της πιο πάνω πραγματογνώμονα που ενσωματώνεται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, έχει εμβαδόν 381.314,64 τ.μ., δεν ανήκει βάσει νόμιμου τίτλου ιδιοκτησίας σε κάποιο ιδιώτη, στο Δημόσιο, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε κατ’ ιδία κοινότητα (ήδη Δήμο Κυθήρων), αλλά ανήκει στη διακοινοτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης των Κυθήρων (ήδη Δήμου Κυθήρων), τη διαχείριση της οποίας έχει αποκλειστικά το ενάγον ν.π.δ.δ. κατ’ άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 1416/1984. Με την υπ’ αριθμ. 17/2005 απόφαση της Α΄βάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, κατά της οποίας δεν έχουν προβληθεί αντιρρήσεις, η οποία εκδόθηκε κατόπιν των αντιρρήσεων του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής (Γ.Γ.Π.Α.) κατά της υπ’ αριθμ. ……/2000 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, τμήμα της έκτασης αυτής, εμβαδού 46.000 τ.μ., που βρίσκεται στο νότιο μέρος της έχει χαρακτηριστεί χορτολιβαδική έκταση (άρθρο 3 παρ. 6β του ν. 998/1979), διότι στο νότιο τμήμα της φέρει δασική ξυλώδη βλάστηση από ασπάλαθους, ρείκια, σχίνα σε ποσοστό κάλυψης 15 – 20% και στο βόρειο τμήμα της κύρια χορτολιβαδική βλάστηση από θυμάρια, αχινοπόδια, λαδανιές και πενιχρή βλάστηση από ασπάλαθους, ρείκια, σχίνα με ποσοστό κάλυψης κάτω του 15%. Επίσης με την υπ’ αριθμ. 34/2010 απόφασή της Β΄βάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της υπ’ αριθμ. 18/2005 απόφασης της Α΄βάθμιας Επιτροπής, η οποία είχε εκδοθεί επί των αντιρρήσεων του Γ.Γ.Π.Α. κατά της υπ’ αριθμ. …../2000 πράξης χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιά, το τμήμα της επίδικης έκτασης εμβαδού 141.697 τ.μ. που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα έχει χαρακτηριστεί ως εξής: α) Το τμήμα της Ε3, εμβαδού 8.221 τ.μ., το τμήμα της Ε4 εμβαδού 7.723 τ.μ. και το τμήμα της Ε5 εμβαδού 10.360 τ.μ., τα οποία καλύπτονται από δασικούς θάμνους κατά ποσοστό άνω του 25%, έχουν χαρακτηριστεί ως δασικές εκτάσεις, β) το τμήμα της Ε6, εμβαδού 110.940 τ.μ. έχει χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδική έκταση (άρθρο 3 παρ. 6β του ν. 998/1979), διότι καλύπτεται από φρυγανώδη – χορτολιβαδική κυρίως βλάστηση, από θυμάρι, αχινοπόδια, λαδανιές, αφάνες και διάσπαρτους δασικούς θάμνους, ρείκια, σχίνα, πουρνάρια και ασπάλαθα και γ) το τμήμα της Ε1, εμβαδού 4.553 τ.μ. έχει χαρακτηριστεί ως μη δασική (γεωργική) έκταση, όπως τα τμήματα αυτά εμφανίζονται στο με χρονολογία Μάιος 2015 τοπογραφικό διάγραμμα (αρ. σχεδίου 4) της ως άνω πραγματογνωμοσύνης. Το υπόλοιπο μη χαρακτηρισμένο τμήμα της επίδικης έκτασης καλύπτεται από δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις με όμοια ως άνω δασική και χορτολιβαδική βλάστηση. Όπως άλλες παρόμοιες εκτάσεις η επίδικη έκταση υπάγεται στην εγχωρία περιουσία ήδη από την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864), διότι η κυριότητά της αποκτήθηκε πρωτοτύπως με την παραχώρηση της από τη Γενική Κυβέρνηση της Ιονίου Πολιτείας από το έτος 1817, κατά τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη της παρούσας. Στην έκταση αυτή όπως και σε όλες τις εκτάσεις που αποτελούν διακοινοτική περιουσία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, οι τελευταίοι ασκούσαν από αμνημονεύτων ετών (τουλάχιστον από το έτος 1817) συνεχώς και αδιαταράκτως τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό τους πράξεις νομής και συγκεκριμένα την επέβλεπαν, την παρακολουθούσαν, την αποτύπωσαν και την προστάτευαν από επιβουλές τρίτων. Την 3/7/1998 οι εναγόμενοι υπέβαλαν στο αρμόδιο δασαρχείο Πειραιά αιτήσεις για τον χαρακτηρισμό τμημάτων της έκτασης αυτής ως μη δασικών, επί των οποίων εν τέλει εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πειραιά, ενώ την 10/6/2002 και την 21/7/2005 υπέβαλαν διαδοχικές αιτήσεις στο ενάγον για την έκδοση βεβαίωσης περί μη διεκδικήσεως και μη υποβολής δικαιωμάτων εκ μέρους του επί της ανωτέρω έκτασης, τις οποίες τελικά απέσυραν, ισχυριζόμενοι ότι έχουν αποκτήσει τη συγκυριότητα ολόκληρης της επίδικης έκτασης δυνάμει κληρονομικής διαδοχής ως καθολικοί διάδοχοι του απώτερου δικαιοπαρόχου τους ……….. Επί των ισχυρισμών αυτών αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 27/1/1981 απεβίωσε στην Αθήνα ο ………., ο οποίος κατέλειψε την από 12/12/1970 ιδιόγραφη διαθήκη του. Με τη διαθήκη αυτή εγκατέστησε ως κληρονόμους του τους υιούς του, ………. και ……… (1ο εναγόμενο), κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου τον κάθε ένα, στα ακίνητα που περιγράφονται στην υπ’ αριθμ. …./17.7.1991 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου ………., νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, με την οποία οι ……… (2η εναγόμενη), ……… (3ος εναγόμενος), ……….. (4ος εναγόμενος) και ………. (5ος εναγόμενος) αποδέχθηκαν την κληρονομία για λογαριασμό του αποβιώσαντος την 14/2/1990 ………. (συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών) του οποίου είναι οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και στην υπ’ αριθμ. ……/24.10.1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., νομίμως μεταγεγραμμένης στα ίδια πιο πάνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό ….., με την οποία ο ………… (1ος εναγόμενος) αποδέχθηκε την κληρονομία του πατέρα του. Μεταξύ άλλων στην κληρονομία που οι ανωτέρω εναγόμενοι αποδέχθηκαν περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα ακίνητα, όπως αυτά περιγράφονται στους ανωτέρω τίτλους: α) «Μία ερειπωμένη αγροικία, με στέρνα, που βρίσκεται στη θέση “…..” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Μητάτων της νήσου Κυθήρων που είναι κτισμένη σε χέρσο αγροτεμάχιο, επιφάνειας μέτρων τετραγωνικών δύο χιλιάδων (2.000,00) περίπου, που συνορεύει γύρω – γύρω με οικία και αγροτεμάχια κληρονόμων …….. και με ιδιοκτησία ……..», β) «ένα αγροτεμάχιο χέρσο που βρίσκεται στην θέση “…” και στην ειδικότερη τοποθεσίας “…” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Μητάτων της νήσου Κυθήρων, έκτασης μέτρων τετραγωνικών τριών χιλιάδων (3.000,00) περίπου που συνορεύει γύρω – γύρω με ιδιοκτησία ……….. και ιδιοκτησίες αγνώστων», γ) «ένα αγροτεμάχιο χέρσο που βρίσκεται στην θέση “….” και στην ειδικότερη περιοχή “….. ή ….” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Μητάτων της νήσου Κυθήρων, έκτασης είκοσι (20) στρεμμάτων περίπου, που συνορεύει γύρω – γύρω με ιδιοκτησίες ………. και ………….» και δ) «ένα αγρό χέρσο, που βρίσκεται στην θέση “….” της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Μητάτων της νήσου Κυθήρων έκτασης μέτρων τετραγωνικών χιλίων (1.000,00) περίπου, που συνορεύει γύρω – γύρω με ιδιοκτησίες αγνώστων». Ακολούθως οι εναγόμενοι με την υπ’ αριθμ. ………./19.9.1997 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Καλλιθέας ……….., νομίμως μεταγεγραμμένης, δήλωσαν ότι, λόγω άγνοιάς τους, στις ανωτέρω πράξεις αποδοχής κληρονομίας τα κληρονομιαία ακίνητα δηλώθηκαν μικρότερης έκτασης από αυτή που έχουν στην πραγματικότητα και ότι τα μεν δύο πρώτα έχουν πραγματική έκταση 20.072 τ.μ. και 3.459,39 τ.μ. αντίστοιχα, ενώ ως προς τα υπόλοιπα δύο ακίνητα, που συμπίπτουν με την επίδικη έκταση, η ορθή περιγραφή τους σύμφωνα με τη σωστή και αληθινή καταμέτρηση και εξακρίβωση της έκτασης τους είναι η ακόλουθη: «Αγροτεμάχιο, αποτελούμενο από αγροτεμάχια χέρσα, καλλιεργημένα και εφαπτόμενα, που ευρίσκεται στη θέση «…..», ονομαζόμενο «…..» της κτηματικής περιφέρειας Παλαιοπόλεως της Κοινότητος Μητάτων με τα τοπωνύμια «….», «…», «….», «….» (….),  . . .  το οποίο εμφαίνεται σήμερα, με τα στοιχεία …………στο από Μαρτίου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου …………, . . . έχει έκταση, ύστερα από νεότερη και ακριβή καταμέτρηση μέτρα τετραγωνικά τριακόσιες ογδόντα δύο χιλιάδες τριάντα τέσσερα (382.034) και συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό, βόρεια επί προσώπου ………. μέτρων εκατόν εξήντα εννιά (169.00) με αγροτική οδό ………… προς Διακόφτι και επί τεθλασμένης πλευράς ………. μέτρων τριακoσίων πενήντα εννιά και 50/οο (359,50) με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια επί προσώπου ……… μέτρων εκατόν σαράντα ενός (141.00) με αγρoτική οδό ………… που οδηγεί προς την επαρχιακή οδό Παλαιoπόλεως-Aυλέμωνα αριθμός …. και επί τεθλασμένης πλευράς ………. μέτρων διακοσίων είκοσι πέντε και 50/οο (225,50) με ιδιοκτησία κληρονόμων………, ανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς ………. μέτρων χιλίων διακοσίων είκοσι και 50/οο (1.220,50) με λαγκάδι και δυτικά επί προσώπου 4-5-6-7 μέτρων εκατόν δώδεκα (112.00) με αγρoτική οδό ……….., επί τεθλασμένης πλευράς ………. μέτρων τετρακοσίων είκοσι δύο και 60/οο (422,60) εν μέρει με ιδιοκτησία …………….., εν μέρει με ιδιωτική οδό και εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ………. (….) και τέλος επί προσώπου .-…….. μέτρων εννιακοσίων ογδόντα οκτώ και 50/οο (988,50) με αγροτική οδό …….., που οδηγεί προς Διακόφτι». Τέλος με την υπ’ αριθμ. …../7.8.1998 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, νομίμως μεταγεγραμμένης, οι εναγόμενοι συμπλήρωσαν και διόρθωσαν τις ανωτέρω πράξεις αποδοχής κληρονομίας ως προς τον τρόπο κτήσης των κληρονομιαίων από τον κληρονομούμενο. Ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων, ………., πατέρας του κληρονομούμενου, είχε αποκτήσει το σύνολο της ακίνητης περιουσίας του α) με το υπ’ αριθμ. …../27.12.1885 συμβόλαιο συστάσεως ισοβίου προσόδου του συμβολαιογράφου Κυθήρων . .., νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …., με το οποίο απέκτησε το δικαίωμα ισόβιας προσόδου μεταξύ άλλων και στα i) «χωράφια εις θέσιν …. συναπτά παλαιόπολιν ήτοι πρασά όριον της όχθης Αυλέμωνος με παρακείμενον οικίσκον αγροτικόν και λέστεκο, χωρητικότητος σίτου οκάδων πεντήκοντα συνεγγίζον με κτήματα ………… και οδόν δημοτικήν», ii) «χωράφια συναπτά εις θέσιν ….. όριον της ίδιας όχθης, χωρητικότητας σίτου οκάδων εκατόν, συνεγγίζον με κτήματα ………., ……… και ……..», iii) «ελαιόφυτον, όσον ανήκει εις τον συμβαλλόμενον …. εις Παλαιόπολιν θέσις ……, όριον της ίδιας όχθης, με τα εν αυτώ ελαιόδεντρα, συκίας και κλήματα, χωρητικότητας το έδαφος σίτου οκάδων είκοσι, συνεγγίζον με κτήματα …….., ………., με λαγκάδιν και δρόμον» και iv) «χωράφι σωχώρι εις θέσιν …. εις το βουνόν της όχθης Αυλέμωνος, χωρητικότητας σίτου οκάδων δέκα, συνεγγίζον με κτήματα ………. και ………», β) με το υπ’ αριθμ. …./24.6.1889 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων ………, νομίμως μεταγεγραμμένο στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό …, με το οποίο απέκτησε λόγω αγοράς i) «αγρόν ξηρικόν κείμενον εις θέσιν …. της περιφέρειας του δήμου Ποταμίων εκτάσεως όσης και αν είναι μετά εις αυτόν ήμερα και άγρια δέντρα του και ότι του ανήκει οσπιτοκατοικίαν παλαιάν και ότι άλλο ανήκει εις αυτόν κλειστόν συνορευόμενον γύρωθεν με όμοιους του ………… και της οδού» και ii) «αγρόν ξηρικόν κείμενον εις την ίδιαν θέσιν …. της περιφέρειας του ίδιου Δήμου εκτάσεως όσης και εάν είναι κλειστόν με ότι του ανήκει, συνορευόμενον γύρωθεν με όμοιους του ………, ………. του φρυδίου και της οδού» και γ) με το υπ’ αριθμ. …./17.6.1901 συμβόλαιο συστάσεων ισοβίου προσόδου του συμβολαιογράφου Κυθήρων ………. που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα ανωτέρω βιβλία μεταγραφών στον τόμο …. με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …, σύμφωνα με το οποίο απέκτησε το δικαίωμα ισόβιας προσόδου μεταξύ άλλων και σε «αγρούς χέρσους και καλλιεργημένους κείμενους εις θέσιν … της περιφέρειας της όχθης Αυλαίμονος όσης εκτάσεως και εάν είναι, με άγριαν ξυλείαν πλησιάζουσι με κτήματα ………., του συμβαλλόμενου ……., κληρονόμων ………. και με δρόμο». Τέλος οι εναγόμενοι επικαλούνται την υπ’ αριθμ. …../1905 δημόσια διαθήκη του ……….. (παππού του κληρονομούμενου από αυτούς), η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κυθήρων ………. και δημοσιεύθηκε με τα υπ’ αριθμ. 18/1905 πρακτικά του Πρωτοδικείου Γυθείου, στην οποία ο διαθέτης αναφέρει ότι «από τα χωράφια μου εις το βουνό Αβλέμονος αφήνω εις τας ιδίας εγγονάς μου ένα μέρος από τον μεγάλο τοίχο και πάνω και από αυτόν τον τοίχο και κάτω τα αφήνω εις τον υιόν μου ….» (. . .) από όσες μέλισσες ευρεθούν εις το βουνό Αβλέμονος να λαμβάνει τα δυο τρίτα ο υιός μου …. και το εν τρίτον αι εγγοναί μου από αυτά». Επικαλούμενοι τους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα πιο πάνω περιγραφόμενα σε αυτούς επί μέρους ακίνητα  καλύπτουν το σύνολο της επίδικης έκτασης και περιλαμβάνονται στην κληρονομιαία περιουσία του ………., που περιγράφεται στην υπ’ αριθμ. …./1997 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής και κατ’ επέκταση ότι έχουν αποκτήσει την κυριότητα της επίδικης έκτασης με νόμιμο τίτλο, ώστε να ανατραπεί το τεκμήριο ότι ανέκαθεν ανήκε στην εγχώριο περιουσία. Η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού δεν αποδείχθηκε. Καταρχάς σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους εναγόμενος με αριθμό …./1939 δημόσια διαθήκη του ……….. αποδεικνύεται ότι η κυριότητα των ακινήτων που περιγράφονται στο υπ’ αριθμ. …./1889 συμβόλαιο έχει μεταβιβαστεί με τα υπ’ αριθμ. …./7.8.1998 και …/14.12.1998 αντίστοιχα συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πειραιά ….. Οι εναγόμενοι αποδέχονται μεν ότι ο πωληθείς με το υπ’ αριθμ. …/1998 συμβόλαιο είναι ο πρώτος περιγραφόμενος στο υπ’ αριθμ. …/1889 συμβόλαιο ξηρικός αγρός, ισχυρίζονται όμως ότι με το υπ’ αριθμ. …../1998 συμβόλαιο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε όχι ο δεύτερος περιγραφόμενος ξηρικός αγρός, αλλά τα πιο πάνω αναφερόμενα «χωράφια εις την θέσιν …. . . .» που περιγράφονται στον υπ’ αριθμ. …./1885 τίτλο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, πρωτίστως διότι από την αντιπαραβολή του ως άνω συμβολαίου (…../1998) με την υπ’ αριθμ. …./1997 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας το ακίνητο αυτό ταυτίζεται απόλυτα ως προς τη θέση («…. της κτηματικής περιφέρειας Παλαιοπόλεως της κοινότητας Φριλιγκιανίκων Κυθήρων), ως προς την έκταση (3.459,38 τ.μ.) και ως προς τις όμορες ιδιοκτησίες (οι οποίες στο …../1998 συμβόλαιο είναι ανατολικά η ιδιοκτησία κληρ. ………., νότια ο αγρός ιδιοκτησίας ………., νοτιοδυτικά ο αγρός ιδιοκτησίας ……….., δυτικά ο αγρός και η ισόγεια οικία ………., βόρεια ………. – μερίδα ιδιοκτησίας ………., στη δε …../1997 πράξη αποδοχής κληρονομίας είναι ανατολικά εν μέρει η ιδιοκτησία κληρ. ………. και εν μέρει η ιδιοκτησία ………, νότια η ιδιοκτησία ………. . και δυτικά η ιδιοκτησία ………. και μερίδα ……….). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας που περιγράφονται στο υπ’ αριθμ. ……/1889 συμβόλαιο δεν περιλαμβάνονται στο ακίνητο εμβαδού 382.034 τ.μ. Εκτός τούτου η αδυναμία ταυτοποίησης των ακινήτων που οι εναγόμενοι απέκτησαν ως καθολικοί διάδοχοι του ……… και της επίδικης έκτασης προκύπτει και από τα ακόλουθα: α) Κανένα από τα ακίνητα που περιγράφονται τους πιο πάνω τίτλους ιδιοκτησίας του ………. φέρεται να συνορεύει με την «όχθη Αυλέμωνος», η οποία ταυτίζεται με το ρέμα «….», με το οποίο η επίδικη έκταση εφάπτεται ανατολικά, σχεδόν καθ’ ολοκληρία και το όριο της υλοποιείται από τη δυτική όχθη αυτού. Το μόνο ακίνητο που φέρεται να συνορεύει «με λαγκάδιον» είναι το τρίτο περιγραφόμενο στο υπ’ αριθμ. …./1885 συμβόλαιο ισόβιου προσόδου ακίνητο, δηλ. το με στοιχεία Σ1 εδαφικό τμήμα της επίδικης έκτασης, όπως αυτό εμφανίζεται στο από Μάιος 2015 τοπογραφικό διάγραμμα (αρ. σχεδίου 2) της πραγματογνωμοσύνης, το οποίο μαζί με το τέταρτο περιγραφόμενο στο ίδιο συμβόλαιο ακίνητο, δηλ. το με στοιχεία Σ2 εδαφικό τμήμα, όπως αυτό εμφανίζεται το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα, είναι τα μόνα τμήματα της επίδικης έκτασης που ανήκουν στην οικογένεια των εναγομένων κατά την ανέκκλητη κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αποδέχθηκε την αντίστοιχη εκτίμηση της πραγματογνώμονα. Τα υπόλοιπα περιγραφόμενα στο ίδιο συμβόλαιο ακίνητα βρίσκονται στη θέση … και στη θέση …. «όριον της όχθης Αυλέμονος» και το περιγραφόμενο στο υπ’ αριθμ. …./1901 συμβόλαιο ισόβιας προσόδου ακίνητο στη θέση ….. «της περιφέρειας της όχθης Αυλέμονα». Από το συνδυασμό των ανωτέρω αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι οι περιοχές στις οποίες βρίσκονται τα ακίνητα αυτά επεκτείνονται έως το ρέμα «…..», το οποίο ορίζεται ως το ανατολικό όριό τους, γεγονός που δεν σημαίνει ότι και τα επί μέρους ακίνητα επεκτείνονται έως το ρέμα αυτό, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, διότι διαφορετικά αυτό θα αναγραφόταν ως όριο τους. β) Με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλά από τα επιμέρους ακίνητα φέρονται να συνορεύουν με δρόμο (την οδό …………, η οποία διέρχεται δυτικά από την επίδικη έκταση, της οποίας το βόρειο τμήμα της οριοθετείται από αυτήν), αλλά και με άλλα ακίνητα, τα οποία φέρονται να συνορεύουν ανατολικά με «ιδιοκτησία κληρονόμων ……», αποδεικνύεται ότι τα ακίνητα που απέκτησαν οι εναγόμενοι βρίσκονται πλησίον της εν λόγω οδού, η οποία απέχει 340 μ. περίπου από το ρέμα. γ) Είναι πρόδηλη η αναντιστοιχία της έκτασης του ακίνητου στη θέση «….», εμβαδού 20.000 τ.μ. και του ακινήτου στη θέση «….», εμβαδού 1.000 τ.μ., που περιγράφονται στις από …./1991 και …./1995 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας ακινήτων και της επίδικης έκτασης, που κατά την υπ’ αριθμ. …./1997 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας αποτελεί ορθότερη κατ’ έκταση και περιγραφή αποτύπωση των ίδιων αυτών ακίνητων, στην οποία την αναγάγουν σε 382.034 τ.μ. Η διαφορετική αυτή καταμέτρηση όχι μόνο δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αλλά και η απόκλιση κατά 1.719% περίπου δεν δικαιολογείται από οποιαδήποτε εσφαλμένη εντύπωση ως προς την έκταση των κληρονομιαίων ακινήτων, όπως οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, λαμβανομένης υπόψη και της μη αναγραφής του ρέματος «…..» ως όριο οποιουδήποτε επί μέρους ακινήτου. δ) Τα «χωράφια εις θεσιν ….. συναπτά παλιόπολιν» και τα «χωράφια συναπτά εις θεσιν ….» ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι αποτελούν δυο ομάδες συνεχόμενων χωραφιών δεν συνορεύουν μεταξύ τους, διότι δεν έχουν όμοιο όμορο ιδιοκτήτη, ούτε έχουν κοινά όρια με τα υπόλοιπα δυο ακίνητα του ίδιου συμβολαίου (…./1885) που ήδη έχει αναγνωριστεί ότι ανήκουν στην οικογένεια των εναγομένων. Σε κάθε περίπτωση αν τα ακίνητα αυτά ήταν ενιαία δεν θα περιγράφονταν το κάθε ένα μεμονωμένα, αλλά ως ένα ενιαίο ακίνητο, αφού περιγράφονται στο ίδιο συμβόλαιο. Το ίδιο συμβαίνει και με το δεύτερο περιγραφόμενο στο υπ’ αριθμ. …/1889 συμβόλαιο (αν ήθελε υποτεθεί ότι δεν έχει πωληθεί με το υπ’ αριθμ. …./1998 συμβόλαιο), το οποίο δεν φέρεται να συνορεύει με ιδιοκτησία ………. Μόνο οι αγροί χέρσοι και καλλιεργημένοι που αναφέρονται στο υπ’ αριθμ. ……/1901 συμβόλαιο σύστασης ισόβιας προσόδου είναι πιθανόν να γειτνιάζουν με τα χωράφια στη θέση «…….» και προέρχονται από τον ίδιο αντισυμβαλλόμενο του …….. (το ……….), πλην όμως ελλείψει άλλων στοιχείων και κυρίως της ακριβούς έκτασης των αγρών αυτών, δεν μπορούν να εντοπιστούν σε κάποιο τμήμα της επίδικης έκτασης. ε) Το «όριον της όχθης Αυλέμωνος» δεν ταυτίζεται με το «βουνό της όχθης Αυλέμωνος», όπως οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, διότι το «όριον» δηλώνει το όριο της θέσης στην οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο ακίνητο, το δε «βουνό» υποδηλώνει το ορεινό τμήμα της περιοχής. στ) Τα λοιπά ακίνητα που ο ……… απέκτησε λόγω κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του ……… και βρίσκονται στο «………» ουδεμιά σχέση έχουν με την περιοχή που βρίσκεται η επίδικη έκταση, διότι είναι προφανές ότι για τους απλούς ανθρώπους της εποχής εκείνης ως βουνό δεν νοείτο τίποτα άλλο παρά η περιοχή του λόφου επάνω από τον Αυλέμωνα, η οποία απέχει περί τα 1.300 μέτρα από το ανατολικό όριο του ρεύματος «…..». Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι οι εναγόμενοι, που φέρουν το βάρος της απόδειξης δεν απέδειξαν ότι η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας των δικαιοπαρόχων τους ούτε ότι αυτοί νέμονταν τη συγκριμένη επίδικη έκταση στο σύνολο της επί 100 και πλέον έτη, καθόσον τα όσα κατέθεσαν ο μάρτυρας ανταπόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι μάρτυρες, οι καταθέσεις των οποίων περιλαμβάνονται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις, περί χρήσης ή εκμίσθωσης σε τρίτους τμημάτων της επίδικης έκτασης ως χώρος βοσκής, εκτροφής μελισσών κ.λ.π. είναι αόριστα, διότι δεν συγκεκριμενοποιούν σε ποιο ακριβώς τμήμα της πολύ μεγάλης έκτασης γίνονταν οι ενέργειες αυτές. Κατόπιν τούτων η προβαλλόμενη από τους εναγόμενους ένσταση ιδίας κυριότητας της επίδικης έκτασης είναι απορριπτέα ως ουσιαστική αβάσιμη. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι σε αυτό εμφανίζονται παλιά ίχνη καλλιέργειας, όπως περιμαντρώσεις με ξηρολιθοδομές χαμηλού ύψους, ερειπωμένη ασκεπή αγροικία, ερειπωμένο αλώνι κ.λ.π., από τα οποία καταδεικνύεται παλαιά ιδιωτική χρήση τμημάτων της επίδικης έκτασης, διότι σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν στην εγχώρια περιουσία περιλαμβάνονται και ακίνητα αγροτικά, τα οποία δεν ανήκουν με νόμιμο τίτλο σε ιδιώτες, το δημόσιο ή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι πρόκειται για πρώην ιδιωτικά ακίνητα, των οποίων οι ιδιοκτήτες εγκατέλειψαν μετά το έτος 1864, αφού δεν αποδεικνύεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει καταλάβει αυτά τηρώντας τη διαδικασία της διάταξης του άρθρου 34 του α.ν  1539/1938. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε δεν έσφαλε και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες – εναγόμενοι παραπονούνται ότι σε κανέναν από τα προσκομισθέντα συμβόλαια των ίδιων ή των όμορων ιδιοκτητών δεν αναφέρεται ως όμορη ιδιοκτησία η εγχώρια περιουσία, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του αφενός μεν τη διαφοροποίηση του εμβαδού των κληρονομιαίων ακινήτων μεταξύ των αρχικών δηλώσεων και της υπ’ αριθμ. ……/1997 συμπληρωματικής δήλωσης αποδοχής κληρονομίας, την οποία θεώρησε αδύνατη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι η διαφοροποίηση αυτή δεν επηρεάζει την ταυτότητα των ακίνητων και αφετέρου την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αν και το σκεπτικό και το συμπέρασμά της είναι εσφαλμένο, χωρίς όμως να προβάλουν ειδικό παράπονο ότι απορρίφθηκε το αίτημα τους για τη διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης (η απόφαση για τη διεξαγωγή της οποίας, σε κάθε περίπτωση, υπόκειτο στην ανέλεγκτη αναιρετικά διακριτική ευχέρεια του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου – ΑΠ 306/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 187/2018 ΝΟΜΟΣ), ο τρίτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης ότι η επίδικη έκταση δεν αποτελεί ενιαία ιδιοκτησία και επομένως ότι δεν μπορεί να εντάσσεσαι στο σύνολό της στην εγχώρια περιουσία, ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο παραπονούνται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ότι απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου και με τις διατάξεις της έκτακτης χρησικτησίας και ο έκτος λόγος, με τον οποίο παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός τους περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης του ενάγοντος για την άσκηση της αγωγής, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι ως εγκαταλελειμμένη, τουλάχιστον, παλαιά αγροτική ιδιοκτησία έχει περιέλθει στο Δημόσιο, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους είχαν ισχυριστεί ότι η άσκηση από το ενάγον της ένδικης αγωγής υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, αφενός μεν διότι επί σειρά ετών, πλέον των 100, δεν διεκδίκησε οποιοδήποτε δικαίωμά του στην επίδικη έκταση, αν και οι δικαιοπάροχοί τους προέβαιναν σε εμφανείς πράξεις νομής σε αυτή, από δε την αδράνειά του αυτή συνάγεται σαφής βούληση του να εγκαταλείψει κάθε διεκδίκηση δικαιώματος επί της επίδικης έκτασης και αφετέρου διότι η Κοινότητα Μητάτων Κυθήρων, στην περιφέρεια της οποίας βρίσκεται η επίδικη έκταση, με την υπ’ αριθμ. 14/1998 απόφασή της που επικυρώθηκε από την περιφέρεια Πειραιά αναγνώρισε ότι δεν διεκδικεί οποιοδήποτε δικαίωμα στο επίδικο, με αποτέλεσμα η άσκηση της ένδικης αγωγής να έχει επαχθείς συνέπειες στα συμφέροντά τους. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά τη στηριζόμενη στο άρθρο 281 του ΑΚ ένσταση πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως διότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος να ζητήσει την αναγνώριση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επίδικης έκτασης και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στους εναγόμενους ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, πρόσθετα, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντος και των εναγόμενων, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του ενάγοντος, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται από τα διαγραφόμενα από την ανωτέρω διάταξη όρια (ΑΠ 18/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 114/2018 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις δεν αποδείχθηκαν,  χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η πιο πάνω απόφαση της Κοινότητας Μητάτων, καθόσον, όπως στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε, μόνο αρμόδιο όργανο για τη διαχείριση και την προστασία της εγχώριας περιουσίας είναι το ενάγον. Σε κάθε περίπτωση αδράνεια του ενάγοντος δεν αποδείχθηκε, διότι η αμφισβήτηση των εναγομένων ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης έκτασης εκδηλώθηκε με τρόπο φανερό και σαφή για πρώτη φορά με τις από 10/6/2002 και 21/7/2005 αιτήσεις τους προς το ενάγον για την έκδοση βεβαίωσης μη διεκδίκησης και προβολής δικαιωμάτων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία που αντικαθίσταται από την παρούσα, δεν έσφαλε και ο πέμπτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εναγόμενοι παραπονούνται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασής τους πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 193 του ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕφΠατρ 32/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3808/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 24/2016 ΝΟΜΟΣ, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ. 2015, σελ. 305). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούντες με τον σχετικό έβδομο λόγο της έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι η επιβληθείσα σε βάρος τους δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική. Ο λόγος αυτός της έφεσης που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος των εκκαλούντων δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική, η δε αναφορά ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  παραβίασε πλην άλλων και τη διάταξη του άρθρου 189 του ΚΠολΔ, δεν αρκεί για την κάλυψη της αοριστίας.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. στ΄ του ΚΠολΔ) και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2654/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της έφεσης.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτάμισι χιλιάδων (7.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  15 Ιουνίου 2019. 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

ευρισκομένης σε

αναρρωτική άδεια,

η αρχαιότερη της

συνθέσεως Εφέτης,

Χρυσούλα Πλατιά.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 2α Δεκεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση,  κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερίνης Νομικού, η οποία βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια και λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη, Ιωάννη Γερωνυμάκη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη,   Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ