Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 751/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης    751 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι κρινόμενες αντίθετες: α) από 27.9.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………../4.10.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./4.10.2018 και β) από 19.11.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./19.11.2018 και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………./19.11.2018 εφέσεις των εκκαλούντων, αφενός του ………. και αφετέρου της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής νομίμως εκπροσωπουμένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που στρέφονται κατά της υπ’αριθμ.3951/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών (άρθρα 614, 621, 622 ΚΠολΔ και 82 ΚΙΝΔ) και δέχθηκε εν μέρει, ως και ουσιαστικά βάσιμη, την από 27.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../28.12.2016 αγωγή του πρώτου κατά της δεύτερης, ασκήθηκαν  νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495, 496, 498, 499, 511, 513, 516 § 1, 517 εδαφ.α, 518 § 2 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ άρθρον ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) και 520 § 1  ΚΠολΔ,   δεδομένου ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από την δημοσίευση της, αρμοδίως δε φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, οι ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και, αφού ενωθούν και συνεκδικαστούν, με σκοπό την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 524 § 1 εδαφ. α και 591 § 1 ΚΠολΔ, να εξεταστούν περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, για να ελεγχθούν το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ. Σημειωτέον ότι, αν και οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την ισχύ του άρθρου 12 § 2 του Ν.4055/2012, δεν απαιτείται για το παραδεκτό τους η κατάθεση του παραβόλου της § 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με τον ανωτέρω νόμο, λόγω της φύσεως της διαφοράς, ως εργατικής.

ΙΙ. Ο ενάγων, ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος, στην από 27.12.2016 αγωγή του, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου και απασχολήθηκε κατά τα αναφερόμενα διαστήματα της χρονικής περιόδου από 9.7.2014 μέχρι τις 5.7.2016, που απολύθηκε, στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό ακτοπλοϊκό πλοίο «Β», πλοιοκτησίας της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης, το οποίο διενεργούσε τους αναφερόμενους πλόες, όπως αναλυτικά παρατίθενται στους πίνακες, που περιέχονται στο δικόγραφο, αντί του προβλεπομένου από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων μηνιαίου μισθού και ότι καθ’ όλη την διάρκεια της ναυτολόγησης του πραγματοποιούσε υπερωρίες, εφόσον εργαζόταν καθημερινά, ακόμη και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, επί 14 ώρες, χωρίς να λαμβάνει ολόκληρη τη νόμιμη υπερωριακή αμοιβή του, ούτε εκείνη, που κανονικά του αναλογούσε, λόγω της εκτέλεσης των αναφερομένων δρομολογίων «εξπρές», ενώ δεν έλαβε ούτε ολόκληρα τα ποσά που εδικαιούτο για αναλογία δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, μήτε του χορηγούνταν οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις. Με βάση τα περιστατικά αυτά ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων έξι ευρώ και πενήντα τεσσάρων λεπτών (27.006,54 €) για τις ανωτέρω αιτίες, όπως αναλυτικά εκτίθενται τα επιμέρους ποσά, με το νόμιμο τόκο από την απόλυση του, άλλως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής του και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή αυτή ορισμένη και νόμιμη, την έκανε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει συνολικά στον ενάγοντα το ποσό των οχτώ χιλιάδων οχτακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και ενενήντα οχτώ λεπτών (8.845,98 €) για διαφορές υπερωριακής αμοιβής, αμοιβής δρομολογίων εξπρές, αποζημίωσης διανυκτέρευσης και επιδομάτων εορτών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους αμφότεροι οι διάδικοι για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητούν την τυπική και ουσιαστική παραδοχή των εφέσεων τους, κατά τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, την εξαφάνιση, άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, την αναδίκαση της αγωγής από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή και απόρριψη της αντιστοίχως. Επιπλέον, η εκκαλούσα-εναγομένη ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που βρίσκονταν πριν την εκτέλεση της εκκαλουμένης, με την επιστροφή του ποσού των 3.000 ευρώ, κατά το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εντόκως από την καταβολή του.

Διευκρινίζεται ότι το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση είναι νόμιμο (άρθρο 914 ΚΠολΔ), πλην του παρεπομένου αιτήματος επιδίκασης τόκων από την ημερομηνία καταβολής, το οποίο είναι νόμιμο από την επίδοση της προκειμένης απόφασης, εφόσον στο μείζον αίτημα περιλαμβάνεται και το έλασσον, καθόσον πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων, δυνάμει προσωρινώς εκτελεστής απόφασης και, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της απόφασης, για να επέλθει όχληση (ΕφΑθ 490/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Από την διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την  άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η χωρίς πληρότητα αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψη της, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία  αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008/1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006/907), δεδομένου ότι επί ελλιπούς ή ασαφούς αγωγής το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει στην εκτίμηση των ισχυρισμών του ενάγοντος από νομική και ουσιαστική άποψη, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδεις ελλείψεις, οι οποίες είναι δυνατόν, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ να συμπληρωθούν, να διευκρινιστούν και να διορθωθούν με τις προτάσεις. Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, τα οποία ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και, αν αμφισβητηθούν, να αποδείξει, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από τον ενάγοντα ναυτικό της εργασίας του στον πλοιοκτήτη και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα ΣΣΝΕ. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αυτής δεν είναι, αντιθέτως, απαραίτητο να αναφέρεται το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέστηκαν, εφόσον αυτό προκύπτει από την αναφορά της ειδικότητας και του βαθμού του ενάγοντος, δεδομένου ότι το είδος και η φύση των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που αυτός εκτελεί κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες (ΑΠ 365/2005 ΕλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 Δνη 44/160, ΔΕΝ 2002/1314, ΜονΕφΠειρ 147/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝαυτΔ 2007/385, ΠειρΝομ. 2008/199, ΕφΠειρ 857/2006 ΕΝαυτΔ 2006/268, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 2005/345, ΕφΠειρ 124/2003 ΕΝαυτΔ 2003/130, Α. Βερνάρδος, Το δίκαιον της ναυτικής εργασίας, 1980, σελ. 99). Η τελευταία αυτή παραδοχή εντάσσεται ομαλά στο υιοθετούμενο από τον Έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, δ έκδοση, σελ. 24 επομ.), κατά το οποίο δεν είναι απαραίτητη η αναφορά στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο των περιστατικών εκείνων που δεν αποτελούν στοιχείο του πραγματικού του κανόνα δικαίου, που, ανάλογα με τα γεγονότα που αποτυπώνονται σ’ αυτό, καλείται εκάστοτε σε εφαρμογή, όταν τα ελλείποντα περιστατικά καθορίζονται χωρίς προϋποθέσεις, δηλαδή κατά τρόπο γενικό και ανεξαίρετο από το νόμο. Περαιτέρω, ομοίως επί αγωγής με την οποία διώκεται η επιδίκαση αμοιβής, λόγω  υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες, για το ορισμένο αυτής αρκεί να αναφέρεται, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες, η συνολική ημερήσια ή μηνιαία διάρκεια αυτής, είτε κατά μέσο όρο, το σύνολο των ημερών αυτών, που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος, καθώς και το χρονικό διάστηµα στο οποίο αντιστοιχούν, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω αναφορά στο είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών, που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού,  ούτως ώστε το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικώς με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής αυτής, να αναφέρεται ο χρόνος έναρξης και λήξης της εργασίας, η διάρκεια διακοπής της, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωριακής απασχόλησης συγκεκριμένες ημέρες, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, είτε αφορά εργασία σε μη εργάσιμες ημέρες, μήτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των ημερών με ακριβείς ημεροχρονολογίες και των ωρών της ημέρας κατά τις οποίες απασχολήθηκε ο ενάγων υπερωριακώς,  ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεση της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή, καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΑΠ 1600/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 496/2015, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008 199, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 892/2002, ΕφΠειρ 901/2002, ΕφΠειρ 1312/1997, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση δε αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι των αναγκαίων γεγονότων, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δεν δυσχεραίνουν την άσκηση ανταπόδειξης από τον εναγόμενο (ΕφΠειρ 33/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει τούτων, η ένδικη αγωγή, με την οποία ο ενάγων εκθέτει ότι ναυτολογήθηκε στο αναφερόμενο ακτοπλοϊκό πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, ως επίκουρος θαλαμηπόλος, αντί των καθοριζομένων από την ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. όρων και αποδοχών και ότι παρέσχε σε αυτό τις υπηρεσίες της ειδικότητας του, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα χρονικά διαστήματα, απασχολούμενος επί 14 ώρες ημερησίως και με την οποία  ζητεί να του καταβληθούν διαφορές από υπερωριακή εργασία έξι ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και δεκατεσσάρων ωρών κατά τα Σάββατα και τις αργίες, είναι ορισμένη και σαφής, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί αοριστίας της ένδικης αγωγής, διότι δεν εκτίθεται ποιες συγκεκριμένες ώρες εντός του 24ώρου παρείχε την εργασία του, μήτε προσδιόρισε επακριβώς το είδος και την διάρκεια των κατ’ιδίαν εργασιών, που εκτελούσε, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον δεν απαιτείται για την πληρότητα και σαφήνεια της ιστορικής βάσης της αγωγής η παράθεση τέτοιων στοιχείων.

ΙV. Με τα άρθρα 11, 12 παρ. 1 ,13 παρ.1, 2 & 5 και 18 παρ.1 της ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014) «Κύρωση Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014», που εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση,  ορίζονται τα ακόλουθα : « …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία  ώρα διακοπή. … Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανόμενων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής : Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακή αμοιβή του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%… Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες, όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλω και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς , σύμφωνα με την παραγρ. 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… α. Η 1η του Έτους, β. Η εορτή των Θεοφανείων. γ. Η Καθαρή Δευτέρα, δ. Η 25η Μαρτίου, ε. Η Μεγάλη Παρασκευή, στ. Η Δευτέρα του Πάσχα. ζ. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου, η. Η 1η Μαΐου. θ. Η ημέρα της Αναλήψεως. ι. Η 15η Αυγούστου. ια. Η 14η Οκτωβρίου, ιβ. Η 28η Οκτωβρίου, ιγ. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου. ιδ. Η ημέρα των Χριστουγέννων, ιε. Η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων…. ».

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα αμοιβών και τις σχετικές διατάξεις, περί των αποδοχών επίκουρου θαλαμηπόλου ορίζονται τα ακόλουθα : Ο βασικός μηνιαίος μισθός στο ποσό των 928,36 ευρώ, το επίδομα Κυριακής στο ποσό των 204,24 ευρώ και συνολικά  στο ποσό των 1.132,60 ευρώ, το αντίτιμο τροφής στο ποσό των 19,21 ευρώ ημερησίως (άρθρο 3), το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας  στο ποσό των 35,22  ευρώ (άρθρο 8 παρ.13), το επίδομα ιματισμού σε 56,50 ευρώ (άρθρο 5) και οι αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας σε 353,45 ευρώ, ήτοι [(928,36 + 204,24) : 22] Χ 5 ημέρες + (19,21 ευρώ το ημερήσιο αντίτιμο τροφής Χ 5 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στην  ανωτέρω υπουργική απόφαση πίνακα υπερωριακής αμοιβής κατά βαθμό και ειδικότητα με βάση το ωρομίσθιο, του άρθρου 13 παρ.6 περ.Θ, προκειμένου περί επίκουρου θαλαμηπόλου, η υπερωρία ορίστηκε αντίστοιχα σε 6,71 € (με προσαύξηση 25%) και 8,06 € (με προσαύξηση 50%). Επισημαίνεται, περαιτέρω, καθ’ όσον αφορά ειδικώς στην υπερωριακή απασχόληση κατά την ήμερα της Κυριακής, ότι η ως άνω Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας προβλέπει στο άρθρο 6 ότι «Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπον επιδόματος δια τας μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχομένη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατόν (22%) επί του μισθού ενεργείας, που προβλέπεται από το άρθρο 1 παρ. 1 της παρούσας Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας», δηλαδή το ειδικό αυτό επίδομα συνιστά ιδιαίτερη αμοιβή για την παρεχομένη εντός του βασικού οκταώρου εργασία κατά τις Κυριακές, η οποία δεν θεωρείται υπερωριακή, ενώ αντιθέτως υπερωριακή θεωρείται η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής, αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 27/2011, ΕφΠειρ 803/2009, ΕφΠειρ 529/2009, ΕφΠειρ 1128/2006, ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝΔ 34 351, ΕφΠειρ 236/2006, ΕφΠειρ 741/2005 ΕΝΔ 33.444, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33.345, ΕφΠειρ 608/2001 ΕΝΔ 29.446).

  1. V. Από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος της εναγομένης, που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου, την υπ’αριθμ………./18.10.2017 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ………., με την επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσιβλήτου, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης- εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατ’άρθρο 422παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015 (υπ’αριθ………./ 13.10.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………), την υπ’αριθμ…../8.2.2017 ένορκη βεβαίωση της …….., που συντάχθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, με την επιμέλεια της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης, κατόπιν νομότυπης, κατ’άρθρο 422 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 3 του Ν.4335/2015, κλήτευσης του ενάγοντος – εκκαλούντος – εφεσιβλήτου (υπ’αριθ……..΄/3.2.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ………….), οι οποίες εκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά το μέτρο της αξιοπιστίας και το βαθμό της γνώσεως εκάστου μάρτυρα, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις, που προσκομίζονται από τους διαδίκους και συντάχθηκαν στα πλαίσια έτερων δικών, δεκτού γενομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη, που δεν τις έλαβε υπόψη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ως ουσιαστικά βασίμου, ανεξάρτητα αν τα προσκομιζόμενα έγγραφα πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρα 340 παρ.1 και 591 παρ.1 ΚΠολΔ), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται, κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ) και της λογικής, αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει των από 9.7.2014, 2.4.2015 και 26.2.2016 διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού (Ε/Γ – Ο/Γ) πλοίου «Β», με αριθμό νηολογίου Πειραιά ….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 16172 και του ενάγοντος, ……….., απογεγραμμένου ναυτικού, αυτός ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, στο ως άνω πλοίο και παρείχε τις υπηρεσίες του από 9.7.2014 έως 30.1.2015, που απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», από 2.4.2015 έως 17.9.2015, που απολύθηκε λόγω αδείας, από 24.9.2015 έως 20.1.2016, που απολύθηκε για τον ίδιο λόγο και από 26.2.2016 έως 5.7.2016, οπότε απολύθηκε λόγω ασθενείας. Στις εργασιακές αυτές συμβάσεις ρητά συνομολογήθηκε «κλειστός» μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ανερχόμενος στο ποσό των 2.080,74 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων, όπως ρητά διευκρινίστηκε και συμφωνήθηκε, του βασικού μισθού, επιδόματος Κυριακών, επιδόματος Σαββάτων και αργιών, επιδόματος αδείας μετά τροφοδοσίας, επιδόματος υπερωριών, καθώς και όλων των διαφόρων προβλεπομένων επιδομάτων από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, καθώς επίσης την προσδιοριζόμενη απ’αυτήν ετήσια άδεια μετ’αποδοχών. Κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της πρώτης ναυτολόγησης του ενάγοντος, οι πάσης φύσεως αποδοχές ρυθμίζονταν από την ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β’ 1664/24-6-2014), σύμφωνα με την οποία αυτές παρέμειναν ως είχαν κυρωθεί με την προηγούμενη Σ.Σ.Ε. του έτους 2013, εξακολούθησαν δε να ισχύουν τα οριζόμενα σ’αυτήν και μετά την λήξη ισχύος της, μέχρι την οριστική απόλυση του, εφόσον αποτέλεσαν συμβατικούς όρους, κατά τα συνομολογηθέντα ρητά στις οικείες επίδικες εργασιακές του συμβάσεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, εκ του οποίου συνάγεται σαφώς η βούληση των συμβαλλομένων να ισχύουν τα προβλεπόμενα σ’αυτήν, λαμβανομένου υπόψη ότι και στο ναυτικό του φυλλάδιο αναφορικά με την εκάστοτε ναυτολόγηση του, ως προς τον μισθό, ρητά διαλαμβάνεται ότι ρυθμίζεται από την Συλλογική Σύμβαση (Σ.Σ.), εννοείται του έτους 2014, δεδομένου ότι εκείνη του έτους 2016 άρχισε να ισχύει μετά την οριστική απόλυση του, όπως αναλύεται κατωτέρω, το δε γεγονός ότι είχε λήξει η διάρκεια ισχύος της, δεν αναιρεί την ελεύθερη συμφωνία των συμβαλλόμενων, που περιλαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις, να διέπει τους όρους εργασίας του ενάγοντος, μέχρι την σύναψη και κύρωση νεώτερης Σ.Σ.Ν.Ε.. Άλλωστε αυτό αποτελεί πάγια ναυτιλιακή πρακτική, που ακολουθούσε και η εναγομένη εταιρεία, ώστε να υπάρχει ενιαία ρύθμιση των όρων παροχής ναυτικής εργασίας και διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, που έχουν επιτευχθεί με τις συλλογικές συμβάσεις μεταξύ των οργανώσεων των εργοδοτών εφοπλιστών και των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Επομένως, ο ισχυρισμός της εναγομένης-εκκαλούσας ότι οι από 2.4.2015 και 26.2.2016 εργασιακές συμβάσεις δεν καταλαμβάνονταν από την Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2014, κρίνεται αβάσιμος και ως εκ τούτου, απορριπτέος. Σημειωτέον ότι στην από 16.6.2016 Σ.Σ.Ν.Ε. έτους 2016, που κυρώθηκε με την ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016) αναγράφεται ότι αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την 1.1.2016, όμως ανεξαρτήτως του εάν η εναγομένη και ο ενάγων είναι μέλη των οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της, αυτή δεν εφαρμόζεται αναδρομικώς, αλλά από την ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προαναφερθείσας Υπουργικής Απόφασης (Υ.Α.), που την κύρωσε, ήτοι από 5.9.2016, διότι η κανονιστική αυτή διοικητική πράξη (Υ.Α.) δεν μπορεί να αποκτήσει αναδρομική ισχύ, λόγω ελλείψεως σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης (κατά τις διατάξεις του α.ν.3276/1944, ΑΠ 1267/1987 ΕΕργΔ 1988 1128, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008 275, ΕφΠειρ 1132/2005 2005 429, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000 895), δηλαδή κατά χρόνο που έπεται της οριστικής απόλυσης του ενάγοντος. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι εφαρμόζονται στις ένδικες εργασιακές συμβάσεις οι Σ.Σ.Ν.Ε. εργασίας των ετών 2014 και 2016, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, ως προς την πρώτη συλλογική σύμβαση, έσφαλε δε όσον αφορά την δεύτερη, που δεν τυγχάνει εφαρμοστέα, δεκτού γενομένου εν μέρει του κρινόμενου πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά βάσιμου.

Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των ως άνω ναυτολογήσεων του ενάγοντος, το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά (κυρίως κυκλικά)  δρομολόγια, από τον Πειραιά προς τα λιμάνια της Ρόδου και της Θήρας, με ενδιάμεσες καταπλεύσεις στους λιμένες της Σύρου, Πάτμου, Λέρου, Κω και ενίοτε Μυκόνου και Καρπάθου. Ειδικότερα, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, το πλοίο αυτό εκτελούσε βασικά τα ακόλουθα δρομολόγια εβδομαδιαίως, όπως αυτά εκτίθενται στους αντίστοιχους πίνακες, ως προς έκαστο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, την κάθε ημέρα της εβδομάδας, το εκάστοτε λιμάνι προσέγγισης και τον χρόνο άφιξης και αναχώρησης και συγκεκριμένα:

 

                                                1. Από 1.1.2015 έως 30.1.2015, 2.11.2015 έως 20.1.2016 

                                                                 και 26.2.2016 έως 29.2.2016

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Πειραιά 06.10 19.00 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Κως 06.35 07.05
 Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35  

 

Κως 20.05 20.35
 

 

Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος

 

23.35 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πειραιάς 08.05 19.00 Πάτμος 03.15 03.35 Ρόδος 17.00
Σύρος 22.50 23.10 Λέρος 04.35 04.55 Κως  20.05 20.35
 Κως 06.35 07.05  Λέρος 22.15 22.35
Ρόδος   10.10  Πάτμος 23.35 23.55

 

         2. Από 2.4.2015 έως 28.6.2015, 8.9.2015 έως 17.9.15 

και 24.9.15 έως 1.11.2015

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25 Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25
Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 07.45 18.00 Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 07.45 18.00
Ρόδος 09.00 16.00 Ρόδος 09.00 16.00
Κως 19.15 19.45 Κως 19.15 19.45
 

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Θήρα 00.35 00.50  Θήρα 01.10 01.25 Πειραιάς 18.00
  Κως 05.45 06.15   Πειραιάς 07.45
  Ρόδος   09.00   16.00
  Κως   19.15   19.45

 

         3. Από 29.6.2015 έως 7.9.2015

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05 Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05
Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30 Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30
Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20 Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20
Κως 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45 Κως 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45
Θήρα 23.50 Σύρος 14.35 15.00 Θήρα

 

23.50 Σύρος 14.35 15.00
Πειραιάς 18.30 21.30 Πειραιάς 18.30 21.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Θήρα 02.55 03.20  Θήρα 00.05 Πειραιάς 07.30
  Κως 07.50 08.30   Πειραιάς 05.25 Σύρος   11.00 11.20
  Ρόδος   11.10   16.00  Μύκονος 12.10 13.45
  Κως   18.50   19.20  Σύρος 14.35 15.00
 Θήρα   23.50  Πειραιάς 18.30 21.30

 

 

                                                                    4. Από 1.3.2016 έως 4.4.2016

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Σύρος 04.00 04.20 Πάτμος 03.15 03.35 Πάτμος 03.15 03.35
Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55
Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05 Σύρος 22.50 23.10 Κως 06.35 07.05
 Ρόδος 10.10 17.00 Ρόδος 10.10 17.00
Κως 20.05 20.35  

 

Κως 20.05 20.35
Λέρος

 

22.15 22.35 Λέρος 22.15 22.35
Πάτμος 23.35 23.55 Πάτμος

 

23.35 23.55

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πάτμος 03.15 03.35 Ρόδος 17.00
 Πειραιάς 08.05 19.00 Λέρος 04.35 04.55 Κως  20.05 20.35
  Σύρος   22.50    23.10  Κως 06.35 07.05  Λέρος 22.15 22.35
Ρόδος   10.10  Πάτμος 23.35 23.55

 

         5. Από 5.4.2016 έως 25.6.2016

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 02.50 03.05 Θήρα 00.35 00.50 Θήρα 01.10 01.25
Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 08.35 18.00 Κως 05.45 06.15 Πειραιάς 07.45 18.00
Ρόδος 09.00 10.30 Ρόδος 09.00 16.00
Κάρπαθος 14.00 14.20 Κως 19.15 19.45
Ρόδος 17.50 19.00  

 

Κως 21.50 22.20
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Θήρα 00.35 00.50  Θήρα 01.10 01.25 Πειραιάς 18.00
  Κως 05.45 06.15   Πειραιάς 07.45
  Ρόδος   09.00   16.00
  Κως   19.15   19.45

 

         6. Από 26.6.2016 έως 5.7.2016

 

 ΔΕΥΤΕΡΑ  ΤΡΙΤΗ  ΤΕΤΑΡΤΗ  ΠΕΜΠΤΗ
 ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ. ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞ ΑΝΑΧ ΛΙΜΑΝ ΑΦΙΞ ΑΝΑ ΛΙΜΑΝΙ  ΑΦΙΞ  ΑΝΑΧ
Θήρα 02.55 03.20 Κως 00.40 Θήρα 02.55 03.20 Θήρα 00.05
Κως 07.50 08.30 Θήρα 05.40 06.10 Κως 07.50 08.30 Πειραιάς 05.25 07.30
Ρόδος 11.10 13.00 Πειραιάς 11.15 21.30 Ρόδος 11.10 16.00 Σύρος 11.00 11.20
Κάρπαθος 16.30 16.50 Κως 18.50 19.20 Μύκονος 12.10 13.45
Ρόδος 20.20 22.00 Θήρα

 

23.50 Σύρος 14.35 15.00
Πειραιάς 18.30 21.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΛΙΜΑΝΙ | ΑΦΙΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
  Θήρα 02.55 03.20  Θήρα 00.05 Πειραιάς 07.30
  Κως 07.50 08.30   Πειραιάς 05.25 Σύρος   11.00 11.20
  Ρόδος   11.10   16.00  Μύκονος 12.10 13.45
  Κως   18.50   19.20  Σύρος 14.35 15.00
 Θήρα   23.50  Πειραιάς 18.30 21.30

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά τα ανωτέρω διαστήματα ναυτολόγησης του, απασχολούνταν καθημερινά με τα ανατεθέντα σ’ αυτόν από τον προϊστάμενο αρχιθαλαμηπόλο καθήκοντα τα συναφή με την ειδικότητα του και συγκεκριμένα εκτελούσε βραδινή βάρδια στην «ρεσεψιόν» του πλοίου επιφορτισμένος με την εξυπηρέτηση των επιβατών, αλλά και την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό των κοινοχρήστων εσωτερικών χώρων του πλοίου (διαδρόμων, σαλονιών, κλιμάκων, τουαλετών κ.λπ.), καθώς επίσης συμμετείχε με έναν θαλαμηπόλο στον καθαρισμό και την τακτοποίηση συγκεκριμένου αριθμού καμπινών του πλοίου, τόσο εν πλω, στην έκταση που κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, όσο και σε λιμένα και ιδίως στο λιμάνι του Πειραιά και της Ρόδου, όπου λάμβαναν χώρα πιο εκτεταμένες και εξειδικευμένες εργασίες καθαρισμού. Επιπλέον, απασχολείτο στην υποδοχή των επιβατών κατά την επιβίβαση τους, την τακτοποίηση αυτών στις θέσεις τους ή τις καμπίνες του πλοίου και την αποβίβαση τούτων. Ωστόσο, προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών, που προέκυπταν στο πλοίο κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πολύωρων δρομολογίων του και ιδίως λόγω των συχνών κατάπλων του στα διάφορα, ως άνω, ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων απασχολούνταν με τις προεκτιθέμενες εργασίες της ειδικότητας του καθημερινώς συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων και Κυριακών και μάλιστα πέραν της προβλεπομένης οκτάωρης διάρκειας της εργασίας του, αφού αυτή δεν επαρκούσε, λόγω της σημαντικής επιβατικής κίνησης, ένεκα της προαναφερθείσας φύσης και της διάρκειας των αλλεπάλληλων δρομολογίων, που διενεργούσε το εν λόγω πλοίο και των πολλαπλών λιμένων προσέγγισης. Έτσι, ο ενάγων πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία πέραν του κανονικού οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησης του, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκούσε απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, ενόψει της συνάρτησης τους με την ιδιαιτερότητα εξωγενών παραγόντων, συνδεομένων με την διαρκή εξυπηρέτηση των συγκεκριμένων ακτοπλοϊκών γραμμών και δεν απασχολούνταν μόνο το κανονικό του ωράριο και επιπλέον μία ώρα κατά τις περιόδους αυξημένης τουριστικής κίνησης, όπως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, προς επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν παρείχε υπερωρίες. Εξάλλου, δεν ετύγχανε ειδικής μεταχείρισης, λόγω του προβλήματος υγείας του και μερικού ακρωτηριασμού τελικής φάλαγγας ορισμένων δαχτύλων του, ως αβασίμως υποστηρίζει η εναγομένη, αλλά εκτελούσε κανονικά τα καθήκοντα του, σύμφωνα με τον ισομερή καταμερισμό των σχετικών εργασιών στο προσωπικό ενδιαιτημάτων απασχολούμενος όσες ώρες απασχολούνταν και οι υπόλοιποι της αυτής ειδικότητας. Άλλωστε είχε κριθεί ικανός για εργασία από την Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή του Πολεμικού Ναυτικού πριν την ναυτολόγηση του και παρέμεινε ικανός καθ’όλο το χρονικό διάστημα, που ήταν ναυτολογημένος, σύμφωνα με τις από 28.5.2014 και 22.9.2015 οικείες γνωματεύσεις αυτής. Σημειωτέον, ότι κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα ήταν ναυτολογημένοι στο πλοίο, ως μέλη του πληρώματος της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη οργανική του σύνθεση (άρθρο 1 π.δ.177/1974), την μεν θερινή περίοδο, 22 θαλαμηπόλοι, καθώς επίσης 14 επίκουροι, ενώ από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου, η σύνθεση των θαλαμηπόλων και επίκουρων μειώνονταν κατά το 1/3, επιπλέον υπηρετούσε ένας αρχιθαλαμηπόλος και ένας προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος. Όμως, η ανάγκη παροχής εργασίας πέραν των καθορισμένων χρονικών ορίων δεν αποκλείεται από το γεγονός ότι στο πλοίο υπήρχε πλήρης οργανική σύνθεση του πληρώματος, καθόσον αυτή η πληρότητα αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν καταδεικνύει την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εναγομένη, γεγονός άλλωστε που επιβεβαιώνεται και από το ότι κάθε μήνα καταβαλλόταν σε αυτόν ένα χρηματικό ποσό για την υπερωριακή του εργασία, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και όπως συνομολογείται  από την εναγομένη (αρθ. 352 ΚΠολΔικ) αναγνωριζομένης  εκ προοιμίου της ανάγκης  υπερωριακής εργασίας του. Για την υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος με διαφοροποίηση, ως προς την χρονική διάρκεια της, κατέθεσαν ενόρκως, αφενός ο μάρτυρας του, ……., ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, ……., συντασσομένης της υπ’αριθμ…../18.10.2017 ένορκης βεβαίωσης, που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο εν λόγω πλοίο, ως θαλαμηπόλος και αφετέρου, τόσο ο εξετασθείς ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας της εναγομένης, ………., προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος στο εν λόγω πλοίο, που εξακολουθεί να απασχολείται σ’αυτό και ο οποίος, μεταξύ άλλων, κατέθεσε μεν ότι ο ενάγων εργαζόταν 8 ώρες, πλην όμως επιπλέον κατέθεσε ότι μετά την οκτάωρη βραδινή βάρδια του στον τελικό προορισμό στον Πειραιά συνεχιζόταν η δουλειά του στο πόστο καθαρισμού, όταν δε έφταναν στην Ρόδο σχόλαγε περίπου 10.30-11.00 απασχολούμενος με τον καθαρισμό του διαμερίσματος (καμπινών), που του είχε ανατεθεί, όσο και η ενόρκως εξετασθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά μάρτυρας της, ………, συντασσομένης της υπ’αριθ υπ’αριθμ……./8.2.201 ένορκης βεβαίωσης, η οποία ομοίως καταθέτει ότι κατά την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά ή της Ρόδου ο ενάγων συμμετείχε στην καθαριότητα των καμπινών για περίπου μία ώρα. Αμφότερες οι μαρτυρίες αυτές  λαμβάνονται υπόψη κατά το μέτρο αξιοπιστίας και κατά το λόγο γνώσεως καθενός και συνεκτιμώνται ελευθέρως μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και  τους κανόνες της λογικής.

Ενόψει των προαναφερθέντων, που αφορούν τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του, σε συνδυασμό με το γεγονός της σταθερής καταβολής κάθε μήνα προς αυτόν χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, η διάρκεια της οποίας, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν μεγαλύτερη κατά τη θερινή περίοδο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, πλην όμως δεν μειώνονταν σημαντικά τη χειμερινή, λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της σύνθεσης του προσωπικού ενδιαιτημάτων και της μεταφοράς μεγάλου αριθμού προσφύγων και μεταναστών, ένεκα των συχνών μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών κατά τον κρίσιμο χρόνο, συνάγεται ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, ήταν δώδεκα (12) ώρες και όχι δεκατέσσερις (14) ώρες, όπως αυτός αβασίμως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο ενάγων παρείχε, κατά τις καθημερινές και Κυριακές τέσσερις (4) ώρες υπερωριακής εργασίας και κατά τα Σάββατα και τις αργίες δώδεκα (12) ώρες τέτοιας εργασίας, απορριπτομένων των μεν αγωγικών ισχυρισμών, ως προς το υπερβάλλον, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, του δε ισχυρισμού της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και διαλαμβάνεται στον σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης της, ότι η υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο της δεν υπερέβαινε εκείνη, που αντιστοιχούσε στην κατ’ αποκοπή αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί και ελάμβανε μηνιαίως, ως ουσιαστικά αβασίμων, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα μη δυνάμενοι να δικαιολογηθούν υπό τις εκτιθέμενες περιστάσεις. Το γεγονός ότι η παραπάνω υπερωριακή εργασία του ενάγοντος δεν αναγραφόταν στο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών του πληρώματος, το οποίο τηρούσε η εναγομένη, δια του προεστημένου οργάνου της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 157 του Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επιβατηγών πλοίων και 19 της Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και το γεγονός ότι ο ενάγων υπέγραφε το εν λόγω βιβλίο χωρίς επιφύλαξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαστικό τεκμήριο σε βάρος των συναφών αντίθετων ισχυρισμών τούτου (ΕφΠειρ 452/2010, ΕφΠειρ 768/2003, ΕφΠειρ 1/2003, ΕφΠειρ 778/2001 αδημ.). Εξάλλου ο ισχυρισμός που προβάλλεται πρωτοδίκως από την εναγομένη και επαναφέρεται με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου,  ότι καθ’ όλη την διάρκεια ναυτολόγησης του στο ανωτέρω πλοίο, ο ενάγων ουδέποτε εξέφρασε παράπονο σχετικά με την εργασία του λαμβάνοντας τις μηνιαίες αποδοχές του, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, δεν αναιρεί το αποδεικνυόμενο γεγονός ότι ο ενάγων απασχολούνταν υπερωριακώς πέραν των υπερωριών, που πληρωνόταν με την κατ’ αποκοπή συμφωνημένη αμοιβή, η δε ανεπιφύλακτη προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών λάμβανε χώρα αναγκαστικά υπό τον φόβο της απόλυσης του, αν διαμαρτυρόταν.  Άλλωστε αυτή δεν  συνιστά, ούτε συνεπάγεται παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του και σε κάθε περίπτωση είναι άνευ έννομης επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματα του, που πηγάζουν  είτε από τον νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας είναι άκυρη (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά, καθώς και τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες της επίδικης περιόδου, εξαιρουμένων των ημερών, που το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια, αφενός κατά τα χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του της περιόδου από 1 Ιανουαρίου έως 14 Ιουνίου και από 11 Σεπτεμβρίου έως 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους, επί δέκα (10) ώρες και κατά τα χρονικά διαστήματα της περιόδου από 15 Ιουνίου έως 10 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, επί δώδεκα (12) ώρες στο  ανωτέρω πλοίο, έσφαλε, ως προς το πρώτο μέρος και ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, ως προς το δεύτερο και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος και στον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης και πλήττουν τις επιδικασθείσες ώρες της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτοί, ως ουσιαστικά βάσιμοι και να απορριφθούν, ως κατ’ουσίαν αβάσιμοι, αντιστοίχως.

Υπό  τις ανωτέρω παραδοχές και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ως άνω εφαρμοζομένης Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας, ο ενάγων που εργάστηκε υπερωριακώς, όπως προεκτέθηκε, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα ναυτολόγησης του με την ειδικότητα του επίκουρου θαλαμηπόλου, δικαιούται για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 25%, για δε τα Σάββατα και τις αργίες υπερωριακή αμοιβή ίση με το 1/173 του μισθού ενεργείας προσαυξημένο κατά 50%, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι το ποσό των 6,71 € για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις καθημερινές και τις Κυριακές και το ποσό των 8,06 € αντίστοιχα για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης τις αργίες και τα Σάββατα. Κατά συνέπεια, ο ενάγων για τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του εξαιρουμένων των  κατωτέρω ημερών, που το πλοίο δεν εκτέλεσε τα προγραμματισμένα δρομολόγια, λόγω καιρού ή απεργίας της Π.Ν.Ο., οπότε είτε δεν εργάστηκε καθόλου (περιλαμβανομένων των κάτωθι αργιών), είτε δεν πραγματοποίησε υπερωρίες και συγκεκριμένα την αργία της 1ης-1-2015, στις 12-1-2015 (Δευτέρα, απαγορευτικό), 13-1-2015 (Τρίτη, απαγορευτικό), 30-1-2015 (Παρασκευή, απαγορευτικό), 9-4-2015 (Πέμπτη, απαγορευτικό), 10-4-2015 (Παρασκευή, απαγορευτικό), 1-5-2015 (Παρασκευή, απεργία Π.Ν.Ο), από 2 (Δευτέρα) έως 5-11-2015 (απεργία Π.Ν.Ο.), 25-12-2015 (αργία Χριστουγέννων), 1-1-2016 (αργία), 20-1-2016 (Τετάρτη, απεργία Π.Ν.Ο.), 29-2-2016 (Δευτέρα, απαγορευτικό), 13-3-2016 (Κυριακή) και από 8 (Κυριακή) έως 10-5-2016 (απεργία Π.Ν.Ο.), δικαιούται τα ακόλουθα ποσά: α) για υπερωριακή αμοιβή 352 καθημερινών και Κυριακών  Χ 4 ώρες υπερωρίας = 1.408 ώρες Χ 6,71 ευρώ το ωρομίσθιο = 9.447,68 ευρώ, β) για υπερωριακή αμοιβή 80 Σαββάτων και αργιών Χ 12 ώρες υπερωρίας = 960 ώρες Χ 8,06 το ωρομίσθιο = 7.737,60 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει ως υπερωριακή αμοιβή, το συνολικό ποσό των 17.185,28 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη για τα Σάββατα και τις αργίες το συνολικό ποσό των 5.341,45 ευρώ, όπως προκύπτει από τους πρoσκoμιζόμενoυς λογαριασμούς μισθοδοσίας, κατά παραδοχή μερικώς της ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που επαναφέρεται με τον συναφή τρίτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 11.843,83 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 7.333,67 ευρώ, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει του σχετικού πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος, κατά το πρώτο σκέλος, ως ουσιαστικά βασίμου.

  1. VI. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Σ.Σ.Ε.), θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη Σ.Σ.Ε. όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντίθετων συμφωνιών. Όμως, όροι ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε Σ.Σ.Ε. είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε. και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις αποδοχές που υφίστανται κατά το χρόνο της συνάψεως της ατομικής εργασιακής συμβάσεως, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής συμβάσεως. Επίσης, τα προεκτεθέντα ισχύουν και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες θεμελιώνονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη υπερωριακή εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν.δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελάχιστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας (Σ.Σ.Ν.Ε) για μερικές ειδικότητες ναυτικών, όπως, εν προκειμένω του επίκουρου θαλαμηπόλου, η οποία μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημιώσεως, αλλά πρόσθετης αμοιβής. Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Όμως, το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικίες Σ.Σ.Ν.Ε. αποδοχές, μόνον όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί του καταλογισμού αυτών στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002 1314, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012 397, ΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011 257, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 326).

Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι στις συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων, περιελήφθησαν οι με αριθμό 1 και 2 συμπληρωματικοί όροι με το εξής περιεχόμενο: ««Κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση εργασίας. Τυχόν επιδόματα της Εταιρείας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν.». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά τους μήνες ναυτολόγησης του, από 1.1.2015 μέχρι την οριστική απόλυση του στις 5.7.2016, διάφορα χρηματικά ποσά, με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», συνολικού ύψους 2.106,21 ευρώ, όπως διαλαμβάνεται στους αντίστοιχους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, που αντιστοιχούσαν σε ποσοστό επί των καθαρών εισπράξεων των εστιατορίων και των μπαρ του πλοίου και κατανέμονταν με ευθύνη του αρχιθαλαμηπόλου στα μέλη του προσωπικού ενδιαίτησης με την μισθοδοσία τους. Από το περιεχόμενο του εν λόγω συμβατικού όρου, που αφορούσε όλες τις εργασιακές του συμβάσεις, περιλαμβανομένου και του διαστήματος ναυτολόγησης του από 24.9.2015 έως 20.1.2016, κατόπιν διακοπής της παρεχομένης σ’αυτόν αδείας μέχρι 17.10.2015, δεδομένου ότι ο ενάγων επαναυτολογούνταν με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, ερμηνευομένου όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι τα συμβληθέντα μέρη συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζονται τα καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο επιπρόσθετα του μισθού του χρηματικά ποσά, με τις αξιώσεις του ενάγοντος, που απορρέουν από τις υπό κρίση συμβάσεις ναυτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων ρητά και των αξιώσεων του από πρόσθετη αμοιβή, λόγω παροχής υπερωριακής εργασίας, επιπλέον δε η ειδικότερη συμφωνία για συμψηφισμό αφορά οποιαδήποτε αξίωση του ναυτικού που απορρέει από την εκάστοτε σύμβαση. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι οι χρηματικές αυτές παροχές αφορούσαν αμοιβές για εργασίες, που εκτέλεσε στο πλοίο ο ενάγων πέραν των καθηκόντων της ειδικότητας του, τις οποίες μάλιστα ουδόλως προσδιορίζει και για τις οποίες προβλεπόταν έκτακτη αμοιβή, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται.  Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, ως προς τα εν λόγω ποσά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού τους με τις ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος για υπερωρίες και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι αυτά προέρχονταν από την μισθώτρια εταιρεία εστίασης, «……………», που είχε αναλάβει, βάσει συμφωνίας με την εναγομένη, την λειτουργία και εκμετάλλευση των μπαρ και κυλικείων του πλοίου, ως αμοιβή των υπηρεσιών, που της παρείχε για τον σκοπό αυτό το προσωπικό ενδιαιτημάτων, εφόσον συμβαλλομένη εργοδότρια τούτου ήταν η εναγομένη εταιρεία, που τους κατέβαλε τα ποσά αυτά με την μισθοδοσία τους και όχι η ανωτέρω μισθώτρια των χώρων εστίασης, που ουδόλως συνδέονταν συμβατικά με το προσωπικό και συνεπώς, μπορούν αυτά να καταλογιστούν στην οφειλόμενη στον ενάγοντα πρόσθετη υπερωριακή αμοιβή για τις υπερωρίες, που πραγματοποίησε. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, κατ’ουσίαν, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της εν λόγω οφειλής δια συμψηφισμού των προαναφερθέντων επιμίσθιων χρηματικών ποσών, τα οποία κατέβαλε στον ενάγοντα πέραν των νομίμων αποδοχών του και με ειδική συμφωνία, κατά τα προαναφερθέντα, για καταλογισμό τούτων στις αξιώσεις του και από παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, η οποία επαναφέρεται επικουρικά στην παρούσα δίκη με τον τρίτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής περί της υπερωριακής αμοιβής και να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 2.106,21 ευρώ από το, ως άνω, δικαιούμενο από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό για την αιτία αυτή, απομένοντος υπολοίπου προς απόληψη 9.737,62 ευρώ (11.843,83 – 2.106,21), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεως του. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού των ανωτέρω καταβαλλομένων επιμίσθιων ποσών με τις απαιτήσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία, παρεκτός εκείνων του χρονικού διαστήματος από 24.9.2015 έως 20.1.2016 και ακολούθως, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την σχετική ένσταση της εναγομένης, έκρινε ότι το ποσό της υπερωριακής αμοιβής που οφείλεται στον ενάγοντα ανέρχεται σε 5.227,46 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, δεκτού γενομένου κατ’ουσίαν του τέταρτου λόγου της έφεσης της εναγομένης και απορριπτομένων των αιτιάσεων του ενάγοντος, περί μη συνδρομής των προϋποθέσεων συμψηφισμού, που διαλαμβάνονται στο δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου της έφεσης του, ως αβασίμων. Περαιτέρω, απορριπτέος κρίνεται, ως αβάσιμος, ο όγδοος λόγος της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη ως προς την σιωπηρή απόρριψη της επικουρικά προβαλλομένης ένστασης συμψηφισμού εν γένει και των λοιπών καταβληθεισών αμοιβών για Σάββατα και αργίες, δρομολόγια εξπρές, δώρα εορτών και αποζημίωση διανυκτέρευσης, με οποιαδήποτε αγωγική αξίωση, καθόσον οι καταβαλλόμενες αποδοχές για τις εν λόγω αιτίες δεν ήταν υπέρτερες των προβλεπομένων από τη Σ.Σ.Ε., ούτως ώστε να μην υπερκαλύπτουν τις νόμιμες αποδοχές και να μην δύναται να συμψηφιστούν με οποιαδήποτε άλλη παροχή.

VII. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 των Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009, 2010, 2011, 2013 και 2014 που τιτλοφορείται “Δρομολόγια εξπρές”, συνάγεται ότι: α) σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία (του ΥΕΝΑΝΠ ή ΥΘΥΝΑΛ) και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον 6 ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο, εάν δε αυτό κατ’ εξαίρεση δεν καθίσταται δυνατό, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως αυτή καθορίζεται στο ως άνω άρθρο (παρ. 1 και 2 αυτού), β) ως δρομολόγια, για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα η πρόσθετη αυτή αμοιβή, θεωρούνται εκείνα, για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον 6 ώρες από τον κατάπλου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (παρ. 3 «δρομολόγια εξπρές»), γ) η πρόσθετη αυτή αμοιβή προβλέπεται για όλα τα «εξπρές» δρομολόγια, με την ως άνω έννοια, που αναφέρονται σε ακτοπλοϊκά – επιβατηγά πλοία, που δεν έχουν τακτικές καθημερινές, τουλάχιστον έξι αναχωρήσεις (δρομολόγια) την εβδομάδα από το λιμάνι αφετηρίας και υπολογίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 7 του ως άνω άρθρου, βάσει των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου εβδομαδιαίως, τακτικά δε θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη κάθε ημέρα ώρα, έστω και αν η ώρα απόπλου δεν είναι η ίδια κάθε ημέρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, δ) ειδικώς, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολόγια την εβδομάδα (παρ. 5, που αποτελεί διάταξη ειδικότερη εκείνης της παρ. 3), οι ναυτικοί δηλ. που εργάζονται σε ακτοπλοϊκά επιβατηγά πλοία που έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και εκτελούν περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, είτε παραμένουν στο λιμάνι αφετηρίας 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην προαναφερθείσα §7 του άρθρου αυτού, με τη διαφορά ότι ο αριθμός των δρομολογίων εξπρές δεν υπολογίζεται κατά την §4 αλλά κατά τα οριζόμενα στην §5 του ίδιου άρθρου, ε) τέλος, κατ’ εξαίρεση που εισάγεται με την παράγραφο 6 του αυτού άρθρου, οι διατάξεις του δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται, έτσι, οι ναυτικοί δεν δικαιούνται την πρόσθετη αυτή αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές» σε ημερόπλοια, δηλαδή σε πλοία που εκτελούν πλόες κατά τις ώρες από 07.00 έως 23.00 και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, δηλαδή της εξαίρεσης αυτής (επάνοδο στον κανόνα), τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή κατά τις ώρες από 23.00 μέχρι 07.00 της επομένης ημέρας (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 517/2011, ΕφΠειρ 55/2011, ΕφΠειρ 764/2010, ΕφΠειρ 663/2008 αδημ.). Ειδικότερα, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις των ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε., δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπληρώσεως εξαώρου από τον κατάπλου κατά εβδομάδα δια του αριθμού 8, ή το γινόμενο του αριθμού των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου κατά εβδομάδα, αντιστοίχως, επί το 1/30ο  ή 1/60ο  ή 1/120ο  του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών, εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ωρών, αντιστοίχως (ΑΠ 259/2014 ΕΝαυτΔ 2014 27, ΕφΠειρ 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 107, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97).

Εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ετών 2015 και 2016, που υπηρετούσε ο ενάγων στο εν λόγω πλοίο, πραγματοποιήθηκαν  δρομολόγια, που είχαν το χαρακτήρα «εξπρές», κατά την προεκτεθείσα έννοια, δεδομένου ότι, σύμφωνα με  τους αναλυτικώς παρατιθέμενους ανωτέρω πλόες, αφενός το πλοίο εκτελούσε περισσότερα από 5 κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα την περίοδο από 29.6.2015 έως 7.9.2015 και συγκεκριμένα  κατά τα χρονικά διαστήματα από 29.6.2015 έως 12.7.2015 και από 31.8.2015 έως 7.9.2105 πραγματοποιούσε έξι κυκλικά δρομολόγια κάθε εβδομάδα, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 13.7.2015 μέχρι 30.8.2015, πραγματοποιούσε επτά κυκλικά ταξίδια εβδομαδιαίως και συνολικά εκτέλεσε 17 δρομολόγια «εξπρές» (1 Χ 3 εβδομάδες και 2 Χ 7 εβδομάδες). Αφετέρου, κατά τα λοιπά χρονικά διαστήματα εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά ταξίδια κάθε εβδομάδα, ενώ η διάρκεια του εκάστοτε κυκλικού ταξιδιού ήταν μεγαλύτερη των δώδεκα ωρών και επεκτείνονταν και κατά την διάρκεια της νύχτας, από τον κατάπλου δε στο λιμάνι αφετηρίας το πλοίο απέπλευσε πριν τη συμπλήρωση παραμονής έξι ωρών τις ακόλουθες ημέρες, λόγω τροποποίησης του δρομολογίου: α) 15.1.2016 ημέρα Παρασκευή, καθόσον έφθασε στον Πειραιά στις 6.40 και αναχώρησε στις 9.00 για Σύρο-Μύκονο-Σύρο με επιστροφή στον Πειραιά στις 19.30 και νέα αναχώρηση στις 22.00, ήτοι 3,5 ώρες νωρίτερα, β) 14.3.2106 ημέρα Δευτέρα, αφίχθη στον Πειραιά στις 21.20 και αναχώρησε στις 23.30, ήτοι 3,83 ώρες νωρίτερα, γ) 2.4.2016 ημέρα Σάββατο, αφίχθη στον Πειραιά στις 23.35 και αναχώρησε στις 02.00, ήτοι 3,58 ώρες πρόωρα, δ) 18.6.2016 και 25.6.2016, Σάββατα, αφίχθη Πειραιά 07.45 και αναχώρησε στις 09.00, ήτοι 4,75 ώρες πρόωρα, ε) 19.6.2016 Κυριακή, αφίχθη στον Πειραιά 13.45 και αναχώρησε 18.00, ήτοι 1,75 ώρες νωρίτερα, στ) 26.6.2016 Κυριακή, αφίχθη στον Πειραιά στις 18.30 και απέπλευσε 21.30, ήτοι 3 ώρες νωρίτερα, ζ)  30.6.2016  Πέμπτη, αφίχθη στον Πειραιά στις 05.25 και αναχώρησε στις 07.30 για Σύρο-Μύκονο-Σύρο με επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας στις 18.30 και νέα αναχώρηση στις 21.30, ήτοι 3,92 και 3 ώρες νωρίτερα αντίστοιχα και η) 3.7.2016 Κυριακή κατέπλευσε στον Πειραιά στις 18.30 και αναχώρησε στις 21.30, ήτοι 3 ώρες νωρίτερα, το δε άθροισμα των ωρών της πρόωρης αναχώρησης ανέρχεται συνολικά σε 35,08 ώρες και επομένως, κατά τον τρόπο υπολογισμού της παραγράφου 4 του άρθρου 33 της εφαρμοζομένης Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, πραγματοποίησε 4,385 «εξπρές» δρομολόγια (35,08 : 8) και εν συνόλω, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, 21,385 (17 + 4,385) τέτοια δρομολόγια, όπως ορθά έκρινε η εκκαλουμένη, απορριπτομένων των αιτιάσεων της εναγομένης, που διαλαμβάνονται στον πέμπτο λόγο της έφεσης της περί μη νομίμου υπολογισμού των εξπρές δρομολογίων, επικαλούμενη ότι το πλοίο δεν είχε τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις και τα δρομολόγια της γραμμής Πειραιάς-Σύρος-Μύκονος μετ’επιστροφή, ήταν ημερινά, καθώς επίσης εσφαλμένο υπολογισμό των ωρών της πρόωρης αναχώρησης, ως αβασίμων, δεδομένου ότι το επίδικο πλοίο δεν ήταν ημερόπλοιο, καθόσον οι πλόες του επεκτείνονταν και μετά την 23.00 ώρα κατά την διάρκεια της νύχτας και επομένως, δεν εξαιρείτο από την εφαρμογή των περί δρομολογίων “εξπρές” διατάξεων, επειδή εκτελούσε και ημερινούς πλόες, περιλαμβανομένων και αυτών στην ανεύρεση των «εξπρές» δρομολογίων. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την εν λόγω αιτία, όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 7 σε συνδυασμό με τις παραγράφους 4 και 5 αντίστοιχα του άρθρου 33 της ως άνω ΣΣΝΕ, ούτως ώστε η δικαιούμενη αμοιβή για κάθε δρομολόγιο «εξπρές», που πραγματοποιήθηκε, ισούται προς το 1/30ο των συνολικών τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Εξάλλου, στις αποδοχές αυτές, βάσει των οποίων υπολογίζονται, εκτός της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, συμπεριλαμβάνεται κάθε παροχή καταβαλλόμενη παγίως και σταθερώς, ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του ναυτικού τακτικώς κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικώς σε ορισμένα χρονικά διαστήματα (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Έτσι, στις εν λόγω αποδοχές περιλαμβάνεται και η αμοιβή για την ως άνω υπερωριακή εργασία, το αντίτιμο τροφής, που αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτουσίως (ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013, 220, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262), οι αποδοχές αδείας (με το αντίτιμο τροφής), το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον τακτικώς το πλοίο εκτελούσε σχετικά δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’ αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, βλ. Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387). Ειδικότερα, όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, από τις διατάξεις του άρθρου 15 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. προκύπτει ότι η άδεια, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στη χερσαία εργασία, παρέχεται μόνο αν, κατά την κρίση του πλοιάρχου, οι ανάγκες του πλοίου επιτρέπουν τη χορήγηση της και σε περίπτωση μη χορήγησης της ο ναυτικός δικαιούται της αποζημίωσης που ορίζεται στην παρ. 2 του άνω άρθρου. Ακριβώς δε για το λόγο ότι κατά κανόνα οι συνθήκες της ναυτικής εργασίας δεν επιτρέπουν την παροχή της άδειας in natura, οι επί πλέον  αποδοχές που δικαιούται για την περίπτωση αυτή ο ναυτικός προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα τακτικού ανταλλάγματος (μισθού) για την παροχή της εργασίας.

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι συνολικές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος ανέρχονταν συνολικώς στο ποσό των 3.246,31 ευρώ [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών + 35,22 € επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας + 576,30 € αντίτιμο τροφής 30 ημερών (19,21 € Χ 30) + 353,45 € αποδοχές αδείας μετά τροφοδοσίας [928,36 € μισθός ενεργείας + 204,24 € επίδομα Κυριακών = 1.132,60 € Χ 1/22 = 51,48 € Χ 5 ημέρες = 257,40 € + αντίτιμο τροφής 5 ημερών (19,21 Χ 5) = 96,05 €] + 1.148,74 € μέσος όρος υπερωριών (17.185,28 € σύνολο υπερωριακής αμοιβής : 14,96 μήνες)]. Επομένως, η πρόσθετη αμοιβή για τα ως άνω δρομολόγια «εξπρές», που δικαιούται, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.314,07 ευρώ (3.246,31 € Χ 1/30 = 108,21 € Χ 21,385 δρομολόγια εξπρές). Έναντι του οφειλομένου ποσού, ο ενάγων έλαβε το συνολικό ποσό των 1.241,60 ευρώ, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και, κατά συνέπεια, δικαιούται την προκύψασα διαφορά ποσού 1.072,47 ευρώ. Συνεπώς, η επικουρικά προβαλλομένη ένσταση περί αποσβέσεως της  εν λόγω οφειλής, η οποία επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της εκκαλούσας-εναγομένης και αφορά το κρινόμενο κονδύλι της αγωγής περί της πρόσθετης αμοιβής για δρομολόγια «εξπρές», πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την ως άνω αιτία, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 857,34 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις τακτικές αποδοχές του την αναλογία της υπερωριακής αμοιβής σε 846,90 ευρώ αντί του ανωτέρω ποσού, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει κατ’ουσίαν του δεύτερου λόγου της έφεσης του ενάγοντος-εκκαλούντος και απορριπτομένης της αιτίασης της εναγομένης, που διαλαμβάνεται στον έκτο λόγο της έφεσης της, κατά παραπομπή από τον πέμπτο λόγο, περί εσφαλμένου συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές, του μέσου όρου της μηνιαίας αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση του, ερειδομένης επί της εσφαλμένης προϋπόθεσης ότι δεν εκτελούσε υπερωρίες, ως αβάσιμης. Περαιτέρω, συνυπολογίζοντας στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, προς εύρεση της πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων «εξπρές» και των επιδομάτων εορτών, το αντίτιμο τροφής και τις αποδοχές αδείας μετά του αντιτίμου τροφής, ορθά εφάρμοσε τον νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των πέμπτου και έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης-εκκαλούσας, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, ως αβασίμων.

VIΙΙ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14-12-1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7-1-1982), προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκησε καθ’ όλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’ επανάληψη και καθ’ ορισμένα διαστήματα χρόνου (ΑΠ 1013/2003 ΔΕΕ 2004 214, ΕφΠειρ 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 19, ΕφΠειρ 506/2011 ΕΝαυτΔ 2011 387, ΕφΠειρ 377/2011 ΕΝαυτΔ 2011 262, ΕφΠειρ 46/2011 ΕΝαυτΔ 2011 97, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 102). Μάλιστα, ως τέτοιες παροχές, προσδιορίζονται ενδεικτικώς στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) η προσαύξηση της νομίμου και τακτικής εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίνεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα σαν τακτικό αντάλλαγμα για την παροχή εργασίας κατά τις ανωτέρω ημέρες τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στο μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία, εφόσον η υπερωριακή αμοιβή για παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσον όρο αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας (με το αντίτιμο τροφής) και οι λοιπές τακτικές παροχές. Επιπλέον, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, βάσει των οποίων υπολογίζονται τα επιδόματα εορτών, συμπεριλαμβάνεται και η αμοιβή για δρομολόγια «εξπρές», όπως και το επίδομα άγονης γραμμής, εφόσον το πλοίο εκτελεί τακτικώς τέτοια δρομολόγια και η πρόσθετη αμοιβή της εργασίας έχμασης, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, υπολογιζομένων κατά μέσο όρο, ενώ το επίδομα ιματισμού δεν πρέπει να συνυπολογισθεί σ’αυτές, γιατί αυτό δεν αποτελεί παροχή καταβαλλόμενη ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, καθώς και λόγω της παροχής σε είδος αυτού (ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 1300, ΕφΠειρ 740/2015, ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝαυτΔ 2012 381, Ι. Κοροτζή «Ναυτικό Δίκαιο» τ. 1ος αρθρ. 60 σελ. 332 και αρθρ. 76 σελ. 387).

Στην προκειμένη περίπτωση οι συνολικές μικτές τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, ως επίκουρου θαλαμηπόλου, ανέρχονταν, ως προεκτέθηκε, στο ποσό των 3.246,31 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων δικαιούται, ως επιδόματα εορτών, τα ακόλουθα ποσά: α) την αναλογία επιδόματος Πάσχα 2015, που ισούται προς το 1/15 του μισού μηνιαίου μισθού του για κάθε 8ήμερο χρονικό διάστημα διάρκειας της εργασιακής σχέσης του, δηλαδή μηνιαίος μισθός 3.246,31 ευρώ : 2 = 1.623,15 ευρώ Χ 1/15 = 108,21 ευρώ Χ 7,37 8ήμερα = 797,50 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη το ποσό των 377,70 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας, οπότε εξακολουθεί να του οφείλεται το ποσό των 419,80 ευρώ, β) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2015, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 3.212,48 ευρώ (3.246,31 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 259,70 Χ 12,37 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 1.470,41 ευρώ, κατά το σχετικό ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας του και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 1.742,07 ευρώ, γ) για αναλογία επιδόματος Πάσχα 2016, το ποσό των 1.149,19 ευρώ (3.246,31 ευρώ : 2 = 1.623,15 ευρώ Χ 1/15 = 108,21 ευρώ Χ 10,62 8ήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 537,40 ευρώ, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και, κατά συνέπεια δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 611,79 ευρώ και δ) για αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων 2016, δικαιούται ποσό που ισούται προς 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα, δηλαδή το ποσό των 901,15 ευρώ (3.246,31 € μηνιαίες αποδοχές Χ 2/25 = 259,70 Χ 3,47 δεκαεννιαήμερα), έναντι του οποίου έλαβε 402,80 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη και προκύπτει από τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μισθοδοσίας και επομένως, δικαιούται τη σχετική διαφορά ποσού 498,35 ευρώ και συνολικά 3.272,01 ευρώ, δεκτής γενομένης εν μέρει της σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, που προτάθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον έκτο λόγο της έφεσης της, ως ουσιαστικά βάσιμης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι οφείλονται στον ενάγοντα για επιδόματα εορτών: α) Πάσχα 2015 και 2016 τα ποσά των 346,15 ευρώ και 505,44 ευρώ αντίστοιχα και β) Χριστουγέννων 2015 και 2016 τα ποσά των 1.443,43 ευρώ και 415,53 ευρώ αντίστοιχα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τον σχετικό εν μέρει βάσιμο τέταρτο λόγο της έφεσης του ενάγοντος, απορριπτομένου  τούτου κατά τα λοιπά, όπως και του συναφούς έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, καθόσον αφορούν τον υπολογισμό των τακτικών αποδοχών και εντεύθεν των επιδομάτων εορτών, με βάση αφενός την επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπερωριακή αμοιβή και αφετέρου την κατ’ αποκοπή καταβληθείσα από την εναγομένη μηνιαίως υπερωριακή αμοιβή, καθώς επίσης, ως προς τις αιτιάσεις της εναγομένης περί μη συνυπολογισμού στις τακτικές αποδοχές του αντιτίμου τροφής και του επιδόματος αδείας μετά του αντιτίμου τροφοδοσίας, ως ουσιαστικά αβασίμων.

  1. IX. Εξάλλου, στο υπό τον τίτλο «Διανυκτέρευση εις λιμένα» άρθρο 16 της ως άνω ΣΣΝΕ, ορίζεται ότι «Κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει τα της υπηρεσίας των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά τον μήνα κατά τους μήνας Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους λοιπούς μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν (§ 1). Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο ήτοι το 1/22 του υπό της Συλλογικής Συμβάσεως προβλεπομένου μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 (§ 2). Για την παρεχομένη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή (§3).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων δεν έλαβε όλες τις προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, παρά μόνο κατά τις ημερομηνίες 7.5.2015, 29.10.2015 και 15.5.2016, ήτοι του χορηγήθηκαν 3 άδειες διανυκτέρευσης, σύμφωνα με τις οικείες εγγραφές στο ημερολόγιο γέφυρας, αντίγραφα του οποίου προσκομίζονται αποσπασματικά, σε συνδυασμό με την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρος του, …………, που καταθέτει ότι άδεια διανυκτέρευσης έπαιρναν δύο με τρεις φορές μέσα στο έτος και πάντα γραφόταν στο ημερολόγιο του πλοίου, αλλά και με τον μάρτυρα της εναγομένης, που κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου ακροατηρίου, ότι δίνονταν κανονικά οι διανυκτερεύσεις και δεν υπήρχε περίπτωση να μην αναγραφόταν στο ημερολόγιο γέφυρας του πλοίου. Σημειωτέον, ότι οι λοιπές επικαλούμενες από την εναγομένη εγγραφές σ’αυτό, κατά τις ημερομηνίες 30.5.2016 και 30.6.2016, αφορούν άδεια διημέρευσης προς επίσκεψη σε ιατρό και όχι χορήγηση άδειας διανυκτέρευσης και συνεπώς, δεν συνυπολογίζονται στις χορηγηθείσες για αυτήν την αιτία άδειες. Εξάλλου, οι φερόμενες εγγραφές στις καταστάσεις ωρών ανάπαυσης του ναυτικού, περί του ότι του είχαν χορηγηθεί όλες οι προβλεπόμενες διανυκτερεύσεις, παρεκτός κατά τους μήνες Αύγουστο και Δεκέμβριο 2015, δεν επιρρωνύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο και ιδίως από το ημερολόγιο γέφυρας, που έχει θεωρηθεί από την αρμόδια λιμενική αρχή και δεν κρίνονται αξιόπιστες, καθόσον, αφενός κατά τους μήνες Ιούλιο και Σεπτέμβριο 2015 και Μάρτιο 2016, που φέρεται να έχει λάβει αυτούσιες άδειες διανυκτέρευσης, του έχει καταβληθεί αποζημίωση για μη παρεχόμενες διανυκτερεύσεις, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, γεγονός που θέτει εν αμφιβόλω τις επικαλούμενες εγγραφές και αφετέρου, αν και φέρεται να έχει λάβει τέτοια άδεια τους μήνες Ιανουάριο, Απρίλιο και Σεπτέμβριο 2015, καθώς και τον Ιούνιο 2106, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι δεν δικαιούται στην απόληψη της, αφού δεν ήταν ναυτολογημένος καθ’όλη τη διάρκεια των ανωτέρω μηνών, αλλά μέρος τούτων, ισχυρισμός που συνηγορεί στην μη παροχή της σχετικής αδείας τους εν λόγω μήνες, σε αντίθεση με τις επικαλούμενες εγγραφές. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, …………., που συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα, ως θαλαμηπόλος, η οποία καταθέτει γενικόλογα ότι τα Σάββατα το πλοίο διανυκτέρευε ανάλογα με το δρομολόγιο του είτε στο λιμάνι της Ρόδου είτε του Πειραιά, οπότε κάθε Σάββατο είχαν διανυκτέρευση, όλα τα μέλη του πληρώματος, εκτός εκείνων που είχαν βάρδια πυρασφαλείας, πλην όμως δεν αναφέρεται στο τι συνέβαινε συγκεκριμένα με τον ενάγοντα, ο οποίος εργαζόταν στην νυκτερινή βάρδια και αν πράγματι του δινόταν διανυκτέρευση ή εκτελούσε κανονικά την υπηρεσία του, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως αποδείχθηκε, η εναγομένη κατέβαλε σ’αυτόν υπερωριακή αμοιβή για την εργασία του κατά τα Σάββατα. Άλλωστε, από μόνο το γεγονός της διανυκτέρευσης του πλοίου σε κάποιο λιμάνι, δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ενάγων λάμβανε άδεια διανυκτέρευσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη, αντίθετα αποδείχθηκε ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, δεν κατέστη δυνατή η διανυκτέρευση του ενάγοντος στο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, με εξαίρεση τις ανωτέρω τρεις ημερομηνίες, που του παρασχέθηκε διανυκτέρευση για ανάπαυση και αναψυχή και έγινε μνεία από τον πλοίαρχο στο ημερολόγιο του πλοίου, ενώ κατά τα λοιπά ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στο πλοίο και να εργάζεται για τις ανάγκες του. Επομένως, δεδομένου ότι κατά το έτος 2015 έπρεπε να του χορηγηθούν 16 άδειες διανυκτερεύσεως, ήτοι μία έκαστο των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου, παρεκτός του Σεπτεμβρίου, που δεν εργάστηκε πλήρη μήνα και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνει την εν λόγω αξίωση και δύο έκαστο των μηνών, Ιανουαρίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου και κατά το έτος 2016 έπρεπε να του χορηγηθούν 8 διανυκτερεύσεις, ήτοι δύο έκαστο των μηνών, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου, πλην Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου, που δεν εργάστηκε όλο τον μήνα και συνολικά 24 άδειες, ενώ του χορηγήθηκαν τρεις, ο ενάγων δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη αποζημίωση διανυκτέρευσης για τις υπόλοιπες 21, που δεν έλαβε, ήτοι αποζημίωση 42,20 ευρώ για κάθε διανυκτέρευση (μισθός ενεργείας 928,36 ευρώ Χ 1/22) και συνολικά δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 886,20 (42,20 ευρώ Χ 21) ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού ο ενάγων έχει λάβει το ποσό των 118,16 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις μισθοδοσίας του, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό της εναγομένης, που επαναφέρεται επικουρικά με τον έβδομο λόγο της έφεσης της και συνεπώς, του οφείλεται η διαφορά ποσού 768,04 ευρώ.  Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι, για την εν λόγω αιτία, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 50,63 ευρώ, για τέσσερις μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, μετ’αφαίρεση του ανωτέρω ποσού, που του έχει καταβληθεί για την αιτία αυτή, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου εν μέρει του τρίτου  λόγου της έφεσης του ενάγοντος, ως ουσιαστικά βάσιμου και απορριπτομένου του έβδομου κύριου λόγου της έφεσης της εναγομένης, ως ουσιαστικά αβάσιμου.

  1. X. Όσον αφορά την ένσταση της εναγομένης, που προβλήθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρεται με τον ένατο λόγο της έφεσης της, περί καταχρηστικής άσκησης των ένδικων απαιτήσεων του ενάγοντος, κατά την επιχειρούμενη θεμελίωση της στην ανεπιφύλακτη και αδιαμαρτύρητη εκ μέρους του ενάγοντος λήψη των πάσης φύσεως αποδοχών του, την ευνοϊκή μεταχείριση του, την μη επιβάρυνση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του, λόγω του προβλήματος υγείας του, την εξασφάλιση πάντοτε μιας θέσης εργασίας γι’αυτόν και την παροχή της εργασίας του με γνώμονα την προστασία της υγείας του, κρίνεται απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι τα περιστατικά αυτά δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την άσκηση των επίδικων αξιώσεων του, ούτε στοιχειοθετείται σ’αυτά συμπεριφορά του ενάγοντος που δημιούργησε στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα διεκδικήσει τα εργασιακά δικαιώματα του, ούτε μέχρι την έγερση της κρινόμενης αγωγής θεμελιώνεται μακρά αδράνεια του δικαιούχου, μήτε η μέριμνα της εργοδότριας εταιρείας για την προστασία της υγείας του ενάγοντος, που ανάγεται στις υποχρεώσεις της, συνιστά ευνοϊκή μεταχείριση του εργαζομένου, ούτε καθιστά καταχρηστική την άσκηση των επίδικων απαιτήσεων του, ενώ ουδόλως εκτίθενται, ούτε προσδιορίζονται, οι δυσβάσταχτες οικονομικές συνέπειες της εναγομένης, ένεκα της ικανοποίησης τούτων, απορριπτομένου του κρινόμενου ένατου λόγου της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την σιωπηρή απόρριψη της ένστασης αυτής, ως αβασίμου.
  2. XI. Από τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015, προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η προβολή για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμών, που δεν προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν παραδεκτά στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν προτείνονται από τον εφεσίβλητο ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται η πραγματική βάση της αγωγής ή γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ή λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, ή το Δικαστήριο κρίνει ότι οι πραγματικοί ισχυρισμοί δεν προβλήθηκαν έγκαιρα με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία, ή αν αυτοί προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα, ή αν αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή αν αποδεικνύονται με έγγραφο (χωρίς πλέον την πρόσθετη προϋπόθεση να κρίνει το Δικαστήριο ότι ο διάδικος δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί έγκαιρα την ύπαρξη του εγγράφου, η οποία, απαλείφθηκε με τον ν. 3994/2011). Ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται μόνο οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που τείνουν σε θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης ή άλλης αυτοτελούς αίτησης για παροχή έννομης προστασίας, το δε απαράδεκτο της προβολής τους λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο.

Περαιτέρω, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το Δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης, που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο αυξημένος τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. (ΑΠ 1059/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα,  με τον δέκατο, τελευταίο, λόγο της έφεσης της, για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υποβάλει αίτημα να μην επιδικαστούν τόκοι επιδικίας, κατ’άρθρο 346ΑΚ, λόγω εύλογης αντιδικίας και προβολής ενστάσεων συμψηφισμού και εξόφλησης των απαιτήσεων του ενάγοντος. Η προβολή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου του αιτήματος τούτου, που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, για πρώτη φορά με λόγο έφεσης, κρίνεται απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε, ούτε αποδείχθηκε ότι συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή του και ειδικότερα επειδή η ιστορική βάση του και τα θεμελιωτικά του στοιχεία δεν προέκυψαν μετά τη συζήτηση της διαφοράς στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μήτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου της, ούτε συντρέχει δικαιολογημένη αιτία μη έγκαιρης προβολής του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ενόψει των προαναφερθέντων στην μείζονα σκέψη, δεν θεμελιώνεται εν προκειμένω λόγος για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας, καθόσον δεν προέκυψαν τέτοιες περιστάσεις, που να δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 346 εδάφ. δ΄ ε΄ και στ΄ ΑΚ , ήτοι δεν υπάρχει εύλογη αντιδικία, δεδομένου ότι η εναγομένη-εκκαλούσα, αν και ηττήθηκε πρωτοδίκως, δεν αποδέχθηκε την οριστική απόφαση, αλλά ενέμεινε στην αντιδικία ασκώντας το ένδικο μέσο της έφεσης κατ’αυτής διακινδυνεύοντας έτσι εν γνώσει της την περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, η δε προβολή των ενστάσεων συμψηφισμού και εξόφλησης, δεν κατέληξε στην απόσβεση των επίδικων αξιώσεων, παρά μόνο κατά ένα μικρό μέρος, που ως επί το πλείστον είχε παραδεχθεί ο ενάγων με την αγωγή του, τουναντίον η χρηματική οφειλή, που επιδικάστηκε σε βάρος της από το παρόν Δικαστήριο ήταν σημαντικά μεγαλύτερη εκείνης, που της επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Ενόψει των ανωτέρω, ο κρινόμενος λόγος έφεσης, κρίνεται απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος.

XII. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχουν προς έρευνα άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές κατ’ ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, κατά τους σχετικούς βάσιμους αντίστοιχα λόγους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της, χάριν της ενότητας της εκτέλεσης, ώστε να εκδοθεί ενιαία απόφαση, στην οποία περιλαμβάνονται όσα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης παρέμειναν αλώβητα και όσα έχουν μεταρρυθμισθεί στην προκειμένη κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 1279/2004 ΕλλΔνη 2005.141, ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 602/2011, ΕφΛαμ 18 και 15/2011, ΕφΠειρ 587/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48, 1507, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447 επ.). Εν συνεχεία, αφού κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη-εφεσίβλητη, να καταβάλει στον ενάγοντα-εκκαλούντα το ποσό των 14.850,14 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσης του στις 5.7.2016. Όσον αφορά το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, εφόσον το τελεσίδικα επιδικασθέν καταψηφιστικό ποσό είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινώς εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης απόφασης, ποσού των 3.000 ευρώ. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ τους, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος, κατόπιν σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 189παρ.1 και 191 § 2 ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις ένδικες εφέσεις.

Δέχεται τις εφέσεις τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.3951/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 27.12.2016 αγωγή.

Δέχεται αυτήν εν μέρει.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα και δεκατεσσάρων λεπτών (14.850,14) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν  το αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.

Επιβάλλει στην εναγομένη – εφεσίβλητη μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων ευρώ (1.200 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις 30 Δεκεμβρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ