Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 747/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:    747       /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5720/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στο εκκαλούν την 24/1/2018 (βλ. σχετική επισημείωση του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……………. στο αντίγραφο της εκκαλουμένης που το εκκαλούν προσκομίζει και επικαλείται), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20/2/2018, χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελ. του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε ασκήθηκαν από το εκκαλούν, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι, οι οποίοι αναφέρονται στα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτή, με το από 30/10/2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 δικόγραφο, που επιδόθηκε στους εφεσίβλητους τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (υπ’ αριθμ. …………./1.11.2018 αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………). Επομένως, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, για οικονομία χρόνου και δαπάνης και λόγω προδήλου συναφείας τους και να ερευνηθούν οι λόγοι τους κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ).

Οι ενάγοντες, ήδη εφεσίβλητοι, στην από 28/12/2016 αγωγή τους ισχυρίστηκαν ότι ως ιατροί συνδέονταν με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίες καταρτίστηκαν κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους και ότι έκτοτε απασχολούνταν, με τις εκτιθέμενες στην αγωγή ειδικότητες, σε Τοπικές και Νομαρχιακές Μονάδες Υγείας της Περιφέρειας Πειραιώς, διατηρώντας παράλληλα και ιδιωτικά ιατρεία, ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4238/2014, με τις οποίες καταργήθηκε ο ΕΟΠΥΥ και ρυθμίστηκε η μεταφορά της αρμοδιότητας για την παροχή υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), τέθηκαν σε καθεστώς διαθεσιμότητας για ένα μήνα, μετά τον οποίο μπορούσαν να μεταταχθούν/μεταφερθούν μετά από αίτησή τους σε οργανικές θέσεις που συνιστώντο στις Διοικήσεις των αντίστοιχων Υγειονομικών περιφερειών, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα διακόψουν τη λειτουργία των ιατρείων τους, ότι επειδή το καθεστώς διαθεσιμότητας, η αιφνίδια μεταβολή των εργασιακών τους σχέσεων και η απόλυσή τους λόγω της μη υποβολής αίτησης ένταξης στο εναγόμενο, ήδη εκκαλούν, νομικό πρόσωπο, είναι παράνομη και άκυρη, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σχετικές αγωγές, ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της θέση τους σε διαθεσιμότητα και την επιδίκαση σε αυτούς μισθών υπερημερίας λόγω της ακυρότητας της απόλυσής τους, επικουρικά δε την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, ότι παράλληλα άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου και πέτυχαν την έκδοση προσωρινής διαταγής, βάσει της οποίας το εναγόμενο νομικό πρόσωπο υποχρεώθηκε να αποδέχεται προσωρινά την εργασία τους, υπό τους όρους που αυτή παρείχετο πριν την ένταξή τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές τους, ότι, εν συνεχεία, έως και την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, το εναγόμενο εξακολούθησε να αποδέχεται την εργασία τους, χωρίς ωστόσο, από το Νοέμβριο του 2015 και έως το χρόνο άσκησης της αγωγής, να τους καταβάλλει τις αντίστοιχες αποδοχές τους. Ζητούσαν, όπως παραδεκτά περιόρισαν το αίτημα της αγωγής σε εν μέρει αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και με τις προτάσεις τους, με βάση τις διατάξεις που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας τους και επικουρικά στην περίπτωση που κριθεί ότι οι συμβάσες εργασίας τους νομίμως έχουν καταγγελθεί, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, δεδομένου ότι όλοι παρείχαν την εργασία τους στην εναγόμενη, κατά το επίδικο διάστημα, με απλή σχέση εργασίας: Α. να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των 6.567,60 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 6.567,60 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 20.581,24 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 6.567,70 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 1.801,97 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον δέκατο (ένατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 20.581,24 ευρώ, στον ενδέκατο (δέκατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.359,98 ευρώ, στον δωδέκατο (ενδέκατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον δέκατο τρίτο (δωδέκατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 20.581,24, στον δέκατο τέταρτο (δέκατο τρίτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο (δέκατο τέταρτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον δέκατο όγδοο (δέκατο πέμπτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 6.627,60 ευρώ, στον δέκατο ένατο (δέκατο έκτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ και στην εικοστή (δέκατη έβδομη των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.359,98 ευρώ και Β. να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο το ποσό των 19.702,80 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 19.702,80 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 20.000 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 19.702,70 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 19.821,67 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον δέκατο (ένατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 20.000 ευρώ, στον ενδέκατο (δέκατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.359,98 ευρώ, στον δωδέκατο (ενδέκατο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον δέκατο τρίτο (δωδέκατο των εφεσίβλητων)  το ποσό των 20.000 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο (δέκατο τρίτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο (δέκατο τέταρτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.779,98 ευρώ, στον δέκατο όγδοο (δέκατο πέμπτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.882,80 ευρώ, στον δέκατο ένατο (δέκατο έκτο των εφεσίβλητων) το ποσό των 19.990,62 ευρώ και στην εικοστή (δέκατη έβδομη των εφεσίβλητων) το ποσό των 17.359,98 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά νομιμότοκα από το χρόνο που έκαστο κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της υπό αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως μη νόμιμη και δέχθηκε αυτή κατά την επικουρική της βάση. Ήδη με την υπό κρίση έφεση του και τους πρόσθετους λόγους της κατά της απόφασης αυτής το εκκαλούν παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνουν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι της δεκτοί ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή. Σημειωτέον ότι αβάσιμα οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους στο ακροατήριο του Εφετείου αυτού που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και με τις προτάσεις της, ότι η έφεση είναι απαράδεκτη επειδή δεν περιέχει κάποιο λόγο, διότι από την επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης καθίσταται σαφές ότι με αυτή το εκκαλούν προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενο ότι οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι έχουν εξοφληθεί έως την 18/12/2015, πέρα δε του Δεκεμβρίου 2015, οπότε δημοσιεύθηκαν οι υπ’ αριθμ. 2724/2015 και 2736/2015 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με τις οποίες απορρίφθηκαν οι πιο πάνω αγωγές τους, δεν δικαιούνται οποιασδήποτε αμοιβής και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την επιδίκαση των πιο πάνω αμοιβών.

Κατά το άρθρο 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ το δικόγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλουμένης αποφάσεως που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 του ΚΠολΔ), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (ΑΠ 258/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 402/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 40/2015 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με το πέμπτο πρόσθετο λόγο της έφεσής της το εκκαλούν ζητεί την κατάργηση της δίκης για τους έκτο, έβδομο και δέκατη έβδομη των εκκαλούντων, διότι έχουν παραιτηθεί με πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού από τα ποσά που ζητούσαν με την ένδικη αγωγή τους και από αυτά που τους επιδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο πρόσθετος αυτός λόγος όμως είναι μη νόμιμος διότι με το λόγο αυτό δεν καταλογίζει στην εκκαλουμένη οποιοδήποτε σφάλμα, εξαιτίας του οποίου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο διατακτικό, αλλά ζητεί την κατάργηση της δίκης ως προς αυτούς λόγω του δικαστικού συμβιβασμού.

Στο άρθρο 214Α του ΚΠολΔ ορίζονται τα εξής: ««1. Οι διάδικοι μπορούν να συμβιβάζονται, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, όταν αντικείμενο της είναι ιδιωτικού δικαίου διαφορά, για την οποία επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός. 2. Για το συμβιβασμό συντάσσεται ατελώς πρακτικό, που περιλαμβάνει το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, το ποσό της οφειλόμενης παροχής και τους τυχόν όρους υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί, καθώς και πρόβλεψη για τα Δικαστικά έξοδα. Το πρακτικό συντάσσεται σε τόσα αντίτυπα όσοι και οι διάδικοι ή ομάδες διαδίκων, που αντιδικούν, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτούς ή από τους δικηγόρους τους αν έχουν ειδική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 98 περίπτωση β΄. 3. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει την επικύρωση του από το δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο. Το πρακτικό επικυρώνεται αφού διαπιστωθεί ότι:  α) η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, β) το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με όσα προαναφέρονται και γ) από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το ποσό της οφειλόμενης παροχής, καθώς και οι τυχόν όροι εκπλήρωσης της. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό αποτελεί από την επικύρωση του τίτλο εκτελεστό και περιάπτεται με τον εκτελεστήριο τύπο από το αρμόδιο για την επικύρωση του δικαστήριο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης». Εν προκειμένω το εκκαλούν προσκομίζει και επικαλείται 1) το από 5/6/2018 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού μεταξύ αυτού και (μεταξύ άλλων και) των εβδόμου και δέκατης εβδόμης των εφεσίβλητων, ………. και …………. και το από 28/6/2018 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού μεταξύ αυτού και του έκτου των εφεσίβλητων, ………., τα οποία υπογράφουν και οι ίδιοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, με τα οποία οι ανωτέρω εφεσίβλητοι εκτός των άλλων παραιτήθηκαν των κονδυλίων που αναφέρονται στην ένδικη αγωγή τους για τα οποία έχει εκδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Τα πρακτικά αυτά επικυρώθηκαν νόμιμα από την Πρόεδρο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με τις από 232/2018 και 268/2018 αντίστοιχα πράξεις. 2) Tο από 10/12/2018 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού μεταξύ αυτού και του πέμπτου των εφεσίβλητων, ………. και το από 19/12/2018 πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού μεταξύ αυτού και των δεύτερου και δέκατου πέμπτου των εφεσίβλητων, ………. και ………., τα οποία υπογράφουν οι ίδιοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, με τα οποία εκτός των άλλων παραιτήθηκαν των κονδυλίων που τους επιδικάσθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση και συνομολογούν το περιεχόμενο της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της κατά το μέρος που αφορά αυτούς. Τα πρακτικά αυτά έχουν νομίμως επικυρωθεί με τις υπ’ αριθμ. 40/2018 και 45/2018 αντίστοιχα πράξεις του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς. Μετά ταύτα εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 214Α του ΚΠολΔ η δίκη μεταξύ του εκκαλούντος και των πιο πάνω εφεσίβλητων έχει καταργηθεί. Η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων με δήλωσή της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αμφισβήτησε την κατάργηση της δίκης ως προς τους πέμπτο, έκτο και δέκατη έβδομη των εφεσίβλητων ισχυριζόμενη ότι δεν έχει τηρηθεί όρος στο πρακτικό συμβιβασμού η μη τήρηση του οποίου αναιρεί ολόκληρο το συμβιβασμό, χωρίς η δήλωση της να έχει έννομη επιρροή, διότι από μόνη της δεν οδηγεί σε ανατροπή των αποτελεσμάτων του συμβιβασμού (Μιχ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, έκδοση 2η, άρθρο 214Α αριθμ. παρ. 8, άρθρο 293 αριθμ. παρ. 15 – 17)

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, το εναγόμενο δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι ιατροί και είχαν συνάψει με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δυνάμει των οποίων απασχολούνται ο πρώτος από την 20/11/2002 με την ειδικότητα του δερματολόγου – αφροδισιολόγου στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο τρίτος από την 26/11/1997 με την ειδικότητα του χειρουργού στην Τοπική Μονάδα Υγείας Καμινίων, ο τέταρτος από την 9/9/1993 με την ειδικότητα του ορθοπεδικού στην Τοπική Μονάδα Υγείας Νίκαιας, ο όγδοος από την 17/1/1997 με την ειδικότητα του ιατρού γενικής ιατρικής στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο δέκατος από την 2/4/1992 με την ειδικότητα του χειρουργού στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο ενδέκατος από την 1/9/1994 με την ειδικότητα του παιδιάτρου στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο δωδέκατος από την 12/6/1987 με την ειδικότητα του παιδίατρου στη Τοπική Μονάδας Υγείας Αγίας Σοφίας, ο δέκατος τρίτος από την 8/10/1992 με την ειδικότητα του ουρολόγου στην Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο δέκατος τέταρτος από την 4/10/1993 με την ειδικότητα του χειρουργού στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά, ο δέκατος πέμπτος από την 27/4/1998 με την ειδικότητα του ειδικού παθολόγου στην Τοπική Μονάδα Υγείας Αγίας Σοφίας και ο δέκατος ένατος από την 1/4/1991 με την ειδικότητα του μαιευτήρα – γυναικολόγου στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά. Όλοι οι ανωτέρω ως ανήκοντες στο με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικό προσωπικό των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τέθηκαν αυτοδικαίως, από την ισχύ του ν. 4238/2014 «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 38/17.02.2014) σε καθεστώς διαθεσιμότητας (άρθρο 16), ακολούθως δε, λόγω μη υποβολής αίτησης αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.) εντός επτά (7) ημερών από την έκδοση των διαπιστωτικών πράξεων περί θέσεων τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας και βεβαίωσης διακοπής δραστηριότητας από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. (ή αίτησης περί διακοπής δραστηριότητας σύμφωνα με τους όρους του νόμου), απολύθηκαν από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα Υποδοχής (άρθρο 17). Ωστόσο οι ενάγοντες, όπως και άλλοι ιατροί που υπό τις ίδιες συνθήκες είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών τις με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2014 και ………./2014 αγωγές κατά του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και των νομικών προσώπων της 1ης Δ.Υ.Πε. Αττικής, της 2ης Δ.Υ.Πε. Πειραιώς και Αιγαίου, της 3ης Δ.Υ.Πε. Μακεδονίας και της 6ης Δ.Υ.Πε. Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδος, με τις οποίες ζητούσαν να αναγνωρισθεί ως άκυρη η απόλυσή τους και να υποχρεωθούν τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα να αποδέχονται την εργασία τους και να τους καταβάλουν μισθούς υπερημερίας, επικουρικά δε να τους καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκαν, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι υπ’ αριθμ. 2736/22.12.2015 και 2724/18.12.2015 αντίστοιχα οριστικές αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου, με τις οποίες απορρίφθηκαν οι αγωγές ως μη νόμιμες. Πλην όμως η εναγόμενη Δ.Υ.Πε., η οποία ήδη, δυνάμει προσωρινής διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, είχε υποχρεωθεί να απασχολεί προσωρινά τους ενάγοντες, με τους όρους που αυτοί εργάζονταν πριν τη θέση τους σε καθεστώς διαθεσιμότητας. Συμμορφούμενο στην προσωρινοί διαταγή το εναγόμενο εξακολούθησε και μετά την έκδοση των ως άνω οριστικών απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να απασχολεί τους ενάγοντες, με τους ίδιους όρους εργασίας και με τις διαφοροποιήσεις ως προς το χρόνο που κάθε ένας αυτών περιείχε την εργασία του, κατά τα πιο κάτω εκτιθέμενα, χωρίς ωστόσο να τους καταβάλει από το Δεκέμβριο του έτους 2015 έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής την αμοιβή που δικαιούνται για την εργασία τους αυτή. Έτσι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν από το εναγόμενο με απλή σχέση εργασίας, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο ν. 4238/2014, ήτοι την υποβολή αίτησης ένταξης και τη διακοπή του ελευθέριου επαγγέλματός τους και κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων. Συνεπώς οι ενάγοντες δικαιούνται να διεκδικήσουν για το διάστημα για το οποίο απασχολήθηκαν στο εναγόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την ωφέλεια που αποκόμισε από την εργασία τους, η οποία συνίσταται στον μισθό (αποδοχές) που θα κατέβαλλε, αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα των ακύρως απασχοληθέντων εναγόντων και υπό τις αυτές συνθήκες (ΑΠ 790/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 126/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 950/2014 ΝΟΜΟΣ). Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπει  ο νόμος που ρύθμισε τις αποδοχές τους με έγκυρη σύμβαση εργασίας απασχολούμενου προσωπικού (ΑΠ 1242/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 774/2017 ΝΟΜΟΣ) χωρίς να υπολογίζονται όμως, κατά την αποτίμηση της αποδοτέας ωφέλειας, παροχές που οφείλονται σε ιδιαίτερες προσωπικές ιδιότητες του εργαζομένου, όπως είναι επιδόματα οικογενειακών βαρών, πολυετίας κ.λπ. του εργαζομένου με άκυρη σύμβαση εργασίας, καθόσον η παροχή της εργασίας με έγκυρη σύμβαση μπορεί να γίνει και από εργαζόμενο που δεν έχει οικογενειακά βάρη και προϋπηρεσία (ΑΠ 575/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 131/2015 ΝΟΜΟΣ). Αποδείχθηκε, ειδικότερα, ότι ο βασικός μισθός των εναγόντων καθοριζόταν από τις διατάξεις των άρθρων 12 και 13 του ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012 – 2015» σύμφωνα με τις οποίες: «Άρθρο 12.  1. Οι υπάλληλοι του άρθρου 4 λαμβάνουν το βασικό μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό τους. Περαιτέρω, σε κάθε βαθμό θεσπίζονται μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) στα οποία ο υπάλληλος εξελίσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου. 2. Τα Μ.Κ. χορηγούνται ανά διετία, με εξαίρεση τα Μ.Κ. των Βαθμών Β΄ και Α΄, τα οποία χορηγούνται ανά τριετία. Η εξέλιξη των υπαλλήλων στα Μ.Κ. γίνεται αυτοδίκαια με την παρέλευση του ανωτέρω οριζόμενου χρόνου. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που, από τις εκθέσεις αξιολόγησης του, προκύπτει ότι ο υπάλληλος δεν έχει επιτύχει την υλοποίηση της προβλεπόμενης στοχοθεσίας σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%), για δύο συνεχή χρόνια, δεν εξελίσσεται μισθολογικά μέχρις ότου επιτύχει το ως άνω ελάχιστο ποσοστό.  3. Τα μισθολογικά κλιμάκια κάθε βαθμού, πέραν του βασικού μισθού που αντιστοιχεί σε αυτόν, είναι τα εξής: α) Βαθμός Ε΄: δύο (2) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ, τρία (3) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ και πέντε (5) Μ.Κ. για την κατηγορία ΥΕ. β) Βαθμός Δ΄: τρία (3) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ, τέσσερα (4) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ και έξι (6) Μ.Κ. για την κατηγορία ΥΕ. γ) Βαθμός Γ΄: τέσσερα (4) Μ.Κ. για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ και πέντε (5) Μ.Κ. για την κατηγορία ΔΕ. δ) Τα μισθολογικά κλιμάκια του βαθμού Γ΄ της ΥΕ κατηγορίας και των βαθμών Β΄ και Α΄ των λοιπών κατηγοριών καλύπτουν το σύνολο του εργασιακού βίου του υπαλλήλου, μέχρι την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώρηση του από την υπηρεσία. 4. Με τη βαθμολογική προαγωγή ο υπάλληλος λαμβάνει το βασικό μισθό του νέου βαθμού ή του μικρότερου Μ.Κ. του βαθμού αυτού, ο οποίος είναι υψηλότερος από το βασικό μισθό που κατείχε πριν την προαγωγή του». «Άρθρο 13. 1. Ο εισαγωγικός μηνιαίος Βασικός Μισθός του Βαθμού ΣΤ΄ της ΥΕ κατηγορίας προσωπικού ορίζεται σε επτακόσια ογδόντα (780) ευρώ. 2. Οι εισαγωγικοί μηνιαίοι βασικοί μισθοί των υπόλοιπων κατηγοριών προσωπικού προσδιορίζονται με βάση το μισθό της προηγούμενης παραγράφου, πολλαπλασιαζόμενο με τους παρακάτω συντελεστές, στρογγυλοποιούμενοι στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ: ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΔΕ ΒΑΘΜΟΣ: ΣΤ΄ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ: 1,10 – ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΤΕ ΒΑΘΜΟΣ: ΣΤ` ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ: 1,33 – ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ: ΠΕ ΒΑΘΜΟΣ: ΣΤ` ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ: 1,40. 3. Οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών όλων των κατηγοριών διαμορφώνονται ως εξής:  Α. Του βαθμού Ε΄ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού ΣΤ΄ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). Β. Του βαθμού Δ΄ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Ε΄ σε ποσοστό δέκα πέντε τοις εκατό (15%). Γ. Του βαθμού Γ΄ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Δ΄ σε ποσοστό δεκαπέντε τοις εκατό (15%). Δ. Του βαθμού Β΄ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Γ΄ σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%). Ε. Του βαθμού Α΄ με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού Β΄ σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). 4. Οι βασικοί μισθοί των Μ.Κ. των Βαθμών διαμορφώνονται ως εξής: α) Του πρώτου Μ.Κ. κάθε βαθμού και κατηγορίας με προσαύξηση του βασικού μισθού του βαθμού αυτού κατά δύο τοις εκατό (2%). β) Του κάθε επόμενου Μ.Κ. με προσαύξηση του βασικού μισθού του προηγούμενου μισθολογικού κλιμακίου σε ποσοστό ίδιο με αυτό που ορίζεται στην προηγούμενη περίπτωση. Οι βασικοί μισθοί που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας και της προηγούμενης παραγράφου στρογγυλοποιούνται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ». Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών ο βασικός μισθός του βαθμού Ε΄ καθορίζεται στο ποσό των 1.201 ευρώ (780 ευρώ Χ 1,40 = 1.092 ευρώ + 10%), του βαθμού Δ΄ στο ποσό των 1.381 ευρώ (1.201 ευρώ + 15%), του βαθμού Γ΄ στο ποσό των 1.588 ευρώ (1.381 ευρώ + 15%), του βαθμού Β΄ στο ποσό των 1.906 ευρώ (1.588 ευρώ + 20%) και του βαθμού Α΄ στο ποσό των 2.097 ευρώ (1.906 + 10%). Επίσης οι ενάγοντες δικαιούνται κατ’ άρθρο 15 παρ. 1 του ως άνω νόμου και της σε εκτέλεση αυτής της εξουσιοδοτικής διάταξης εκδοθείσας ΚΥΑ με αυξ. αριθμ. YA οικ.2/16519/0022 ΦΕΚ Β 465 2012 και παράτιτλο: «Καθορισμός επιδόματος επικίνδυνης … ανθυγιεινής εργασίας» ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας, το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως (σχετ. ΑΠ 1671/2018 ΝΟΜΟΣ). Το επίδομα αυτό δεν καταργήθηκε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο, διότι κατά το άρθρο 18 του ν. 4354/2015, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 54 του ν. 4384/2016 (ΦΕΚ Α 78/26.4.2016): «Το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4024/2011 εξακολουθεί να καταβάλλεται στο ίδιο ύψος, με τους ίδιους όρους και με τις ίδιες προϋποθέσεις στους δικαιούχους που έχουν οριστεί με τις υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και αυτών του άρθρου 67 του ν. 4235/2014 (Α` 32), εκτός από τις περιπτώσεις πλήρους απαλλαγής από τα καθήκοντα ή την εργασία τους για συνδικαλιστικούς λόγους με την επιφύλαξη της επικείμενης ευθυγράμμισης του σχετικού καθεστώτος με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή νομοθεσία έως τις 31.12.2017». Δεν δικαιούνται όμως και το προβλεπόμενο στο άρθρο 19 του ως άνω νόμου Κίνητρο Επίτευξης Στόχων, πρωτίστως διότι κατά την περίπτωση 2 της υποπαρ. Γ.1. του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α 222/12.11.2012), όπως η περίπτωση αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α 176/16.12.2015): «Αναστέλλεται μέχρι 31.12.2016, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 και της περίπτωσης β` του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α` 226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31.10.2012».

Επομένως η αμοιβή των εναγόντων για το χρονικό διάστημα από την 1/12/2015 έως την 30/11/2016 διαμορφώθηκε ως εξής: 1) Ο πρώτος ενάγων, ………, ο οποίος την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Γ΄ με ΜΚ2 δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 1.652 ευρώ [(1.588 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.620 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2)] και ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 150 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.802 ευρώ. Παρείχε τις υπηρεσίες του από την 1/12/2015 έως την 31/7/2016 σε ωράριο 5,5 ωρών, από την 1/8/2016 έως την 30/9/2016 σε ωράριο 2 ωρών και από την 1/10/2016 έως την 30/11/2016 σε ωράριο 4 ωρών και δικαιούται το συνολικό ποσό των 18.357,46 ευρώ [1.802 ευρώ Χ 8 μήνες + 655,27 ευρώ (αναλογική μείωση με βάση τις ώρες εργασίας) Χ 2 μήνες + 1.315,46 ευρώ (αναλογική μείωση με βάση τις ώρες εργασίες ) Χ 2 μήνες]. 2) Ο τρίτος ενάγων, ……….., ο οποίος την 1/12/2015 κατείχε το βαθμό Β΄ με ΜΚ1 δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 1.944 ευρώ [1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1)] και ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 150 ευρώ και συνολικά το ποσό των 2.094 ευρώ. Συνολικά για το χρονικό διάστημα από την 1/12/2015 έως την 10/4/2016, οπότε παρείχε τις υπηρεσίες του, δικαιούτο το ποσό των 9.074 ευρώ (2.094 ευρώ Χ 4 μήνες + 2.094 Χ 10/30). Όπως αποδεικνύεται από τις αναλύσεις αποδοχών και κρατήσεων των μηνών 12/2015, 1/2016, 2/2016, 3/2016 και 4/2016 που εξήχθησαν από την ηλεκτρονική πλατφόρμα ΗΔΙΚΑ (Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης Α.Ε.) σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …./17.5.2018 βεβαίωση του Διοικητή του Κέντρου Υγείας (πρώην Μ.Υ.) Καμινίων, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο τρίτος ενάγων έχει εισπράξει το συνολικό ποσό των 5.984,91 ευρώ (1.387,59 ευρώ Χ 4 μήνες + 434,55 ευρώ) και του οφείλεται το εναπομείναν ποσό των 3.089,09 ευρώ. Την ένσταση καταβολής των αποδοχών του τρίτου ενάγοντα κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα το εκκαλούν παραδεκτά προβάλει πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της έφεσης, διότι αποδεικνύεται από τα πιο πάνω προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτό έγγραφα (άρθρο 527 παρ. 6 του ΚΠολΔ). Το υπόλοιπο χρονικό διάστημα από την 11/4/2016 έως την 30/11/2016 βρισκόταν σε επίσχεση εργασίας και δεν δικαιούται αμοιβής κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία δεν πλήττεται με λόγο έφεσης. 3) Ο τέταρτος ενάγων, …………, την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ2 και δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 1.983 ευρώ [1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.944 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2)] πλέον του ποσού των 150 ευρώ ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και συνολικά το ποσό των 2.133 ευρώ. Επομένως για το επίδικο χρονικό διάστημα δικαιούται το ποσό των 25.596 ευρώ (2.133 ευρώ Χ 12 μήνες). 4) Ο όγδοος ενάγων, …………., την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Γ΄ με ΜΚ3 και δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 1.685 ευρώ [1.588 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.620 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2) = 1.652 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ3)] και ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 150 ευρώ. Συνολικά για το επίδικο χρονικό διάστημα δικαιούται το ποσό των 22.020 ευρώ (1.685 ευρώ + 150 ευρώ = 1.835 ευρώ Χ 12 μήνες). 5) Ο δέκατος ενάγων, ……………., την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ 4 και δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 2.063 ευρώ [1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.944 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2) = 1.983 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ3) = 2.023 ευρώ + 2%(προσαύξηση του ΜΚ4)] και ως επίδομα επικίνδυνης εργασίας το ποσό των 150 ευρώ. Εργάστηκε από την 1/12/2015 έως την 31/8/2016 και δικαιούται το ποσό των 19.917 ευρώ (2.063 ευρώ + 150 ευρώ = 2.213 ευρώ Χ 9 μήνες), ενώ από την 1/9/2016 έως την 30/11/2016 δεν παρείχε υπηρεσίες. 6) Ο ενδέκατος ενάγων, …………., την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ1 και δικαιούται ως βασικό μισθό το ποσό των 1.944 ευρώ, [1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1] και ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας το ποσό των 150 ευρώ. Εργάστηκε από την 1/12/2015 έως και την 28/2/2016 και δικαιούται το ποσό των 6.142,40 ευρώ (1.944 ευρώ + 150 ευρώ = 2.094 ευρώ Χ 2 μήνες + 2.094 ευρώ Χ 28/30), ενώ από την 29/2/2016 έως την 30/11/2016 βρισκόταν σε επίσχεση εργασίας και δεν δικαιούται αμοιβής κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία δεν πλήττεται με λόγο έφεσης. 7) Ο δωδέκατος ενάγων, …………, την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ3 και συνεπώς ο βασικός του μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 2.023 ευρώ (1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.944 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2) = 1.983 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ3)]. Επίσης δικαιούται το ποσό των 150 ευρώ ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και για το επίδικο χρονικό διάστημα δικαιούται το ποσό των 26.076 ευρώ (2.023 ευρώ + 150 ευρώ = 2.173 ευρώ Χ 12 μήνες). 8) Ο δέκατος τρίτος των εναγόντων, ………., κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν παρείχε υπηρεσίες και επομένως δεν δικαιούται αμοιβής. 9) Ο δέκατος τέταρτος ενάγων, …………., την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ2 και συνεπώς ο βασικός του μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 1.983 ευρώ (1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.944 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2)]. Επίσης δικαιούται το ποσό των 150 ευρώ ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας. Εργάστηκε από την 1/12/2015 έως την 31/7/2016 και δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 17.064 ευρώ (1.983 ευρώ + 150 ευρώ = 2.133 ευρώ Χ 8 μήνες) ενώ για το χρονικό διάστημα από την 1/8/2016 έως την 30/11/2016 δεν παρείχε υπηρεσία. 10) Ο δέκατος πέμπτος ενάγων, ………, την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β΄ με ΜΚ0 και συνεπώς ο βασικός του μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 1.906 ευρώ. Επίσης δικαιούται το ποσό των 150 ευρώ ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας και για το επίδικο χρονικό διάστημα δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 24.672 ευρώ (1.906 ευρώ + 150 ευρώ = 2.056 ευρώ Χ 12 μήνες). 11) Ο δέκατος ένατος ενάγων, …………, την 1/12/2015 κατείχε τον Βαθμό Β με ΜΚ3 και συνεπώς ο βασικός του μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 2.023 ευρώ [1.906 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ1) = 1.944 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ2)= 1.983 ευρώ + 2% (προσαύξηση του ΜΚ3)]. Επίσης δικαιούται το ποσό των 150 ευρώ ως επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας. Παρείχε τις υπηρεσίες του σε ημερήσιο ωράριο 5,5 ωρών από την 1/12/2015 έως την 31/7/2016, οπότε δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 17.384 ευρώ (2.023 ευρώ + 150 ευρώ = 2.173 Χ 8 μήνες), από την 1/8/2016 έως και την 5/8/2016 και από την 29/8/2016 έως και την 2/9/2016 (βλ. αντίγραφο του βιβλίου παρουσίας προσωπικού που οι ενάγοντες προσκομίζουν), οπότε δικαιούται ως αμοιβή το ποσό των 724,33 ευρώ (2.173 ευρώ Χ10/30) και σε ημερήσιο ωράριο 4 ωρών από την 1/11/2016 έως την 30/11/2016 και δικαιούται κατά ανάλογη μείωση του μισθού του το ποσό των 1.586,29 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο χρονικό διάστημα δεν παρείχε υπηρεσία. Συνολικά δικαιούται το ποσό των 19.694,62 εύρω.

Τα πιο πάνω ποσά καθορίζονται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4024/2011, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 2/78400/0022/14.11.2011 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών και αποτυπώνονται στον πίνακα 2, που περιλαμβάνεται στην ερμηνεία του άρθρου 13. Πέραν τούτων δεν αποδεικνύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι οι ανωτέρω ενάγοντες δικαιούνται επιπλέον ποσά και μάλιστα τα ποσά που ζητούν με την ένδικη αγωγή τους, αφενός μεν διότι είναι εσφαλμένος και αντίθετος των διατάξεων του ν. 4024/2011, ο αναφερόμενος στην αγωγή τρόπος του υπολογισμού τόσο του βασικού μισθού κάθε βαθμού, όσο και των προσαυξήσεων των Μισθολογικών Κλιμακίων επί του βασικού μισθού και αφετέρου διότι μη νόμιμα συνυπολογίζουν στη μηνιαία αμοιβή τους το επίδομα γάμου, το οποίο δεν δικαιούντο, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα και το Κίνητρο Επίτευξης Στόχων, το οποίο για το επίδικο χρονικό διάστημα είχε ανασταλεί. Εκτός τούτου, δεν αποδείχθηκε, ότι ο …………… παρείχε τις υπηρεσίες του στη Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Πειραιά κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και ότι οι ενάγοντες ………………. παρείχαν τις υπηρεσίες τους όπως αναφέρουν στην αγωγή τους. Αντίθετα ότι ο πρώτος αυτών δεν παρείχε υπηρεσίες, οι δε υπόλοιποι παρείχαν υπηρεσίες όπως ανωτέρω εκτέθηκε, αποδεικνύεται πρωτίστως από τις βεβαιώσεις των Διοικητών των αντίστοιχων Μονάδων Υγείας που υπηρετούσαν (με ημερομηνίες 31/1/2017, 13/10/2016, 13/10/2016, 4/11/2016, 27/1/2017 βεβαιώσεις του Διοικητή του ΠΕΔΥ – Μ.Υ. Πειραιά, υπ’ αριθμ. …/17.4.2018 βεβαίωση του Διοικητή του Κ.Υ. (πρώην Μ.Υ.) Αγίας Σοφίας και υπ’ αριθμ. πρωτ. ……/17.5.2018 βεβαίωση του Διοικητή του Κ.Υ. (πρώην Μ.Υ.) Καμινίων) σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτούς βιβλία παρουσίας προσωπικού και τα ημερήσια φύλλα ραντεβού του ……….. κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες, πλην του 13ου, δικαιούνται αμοιβής για το ως άνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο και επίσης ότι δικαιούνται και το επίδομα επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας δεν έσφαλε και ο κύριος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε αμοιβή στους ανωτέρω ενάγοντες και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος κατά το μέρος που πλήττει την εκκαλουμένη για την επιδίκαση του ανωτέρω επιδόματος είναι ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατά το μέρος όμως που δέχθηκε ότι οι ανωτέρω ενάγοντες δικαιούνται και το Κίνητρο Επίτευξης Στόχων, ότι ο δέκατος τρίτος των εναγόντων, ……….., εργάστηκε το επίδικο χρονικό διάστημα και δικαιούται αμοιβής, ότι ο τρίτος ενάγων, …….., δικαιούται ολόκληρη την αμοιβή του για το χρονικό διάστημα που παρείχε τις υπηρεσίες του και τέλος ότι ο πρώτος ενάγων, ………., ο δέκατος ενάγων, …………., ο δέκατος τέταρτος ενάγων, ……….. και ο δέκατος ένατος ενάγων, ………… εργάστηκαν ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα και με βάση τις παραδοχές αυτές έκρινε ότι ως αμοιβή για την υπηρεσίες που προσέφεραν οι ανωτέρω ενάγοντες δικαιούνται ο πρώτος το ποσό των 25.670,40 ευρώ, ο τρίτος το ποσό των 12.528,12 ευρώ, ο τέταρτος το ποσό των 39.981,24 ευρώ, ο όγδοος το ποσό των 34.719,96 ευρώ, ο δέκατος το ποσό των 39.981,24 ευρώ, ο ενδέκατος το ποσό των 8.679,99 ευρώ, ο δωδέκατος το ποσό των 39.981,24 ευρώ, ο δέκατος τρίτος το ποσό των 39.981,24 ευρώ, ο δέκατος τέταρτος το ποσό των 39.981,24 ευρώ, ο δέκατος πέμπτος το ποσό των 34.719,96 ευρώ και ο δέκατος ένατος το ποσό των 39.981,24 ευρώ έσφαλε και επομένως οι σχετικοί πρώτος πρόσθετος λόγος, δεύτερος πρόσθετος λόγος (κατά το μέρος που πλήττει το μέρος αυτό της εκκαλουμένης), τρίτος και τέταρτος πρόσθετοι λόγοι της έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμοι.

Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να καταργηθεί η δίκη ως προς τους δεύτερο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, δέκατο όγδοο και εικοστή των εναγόντων, να ερευνηθεί κατά τα λοιπά η αγωγή, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και Α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 15.071,27 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.089,09 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 11.010 ευρώ, στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.278 ευρώ, στον ενδέκατο ενάγοντα το ποσό των 6.142,40 ευρώ, στο δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 12.336 ευρώ και στο δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ και Β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.286,19 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 11.010 ευρώ, στο δέκατο ενάγοντα το ποσό των 6.639 ευρώ, στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.266 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 12.336 ευρώ και στο δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 6.652,62 ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εναγόμενου λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό, μην εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, 22 παρ. 2 του ν. 3693/1957, 5 του ν. 1738/1987 και Κ.Υ.Α 134423/1992 των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, περί συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης σε περίπτωση μερικής νίκης και ήττας, αν και το εναγόμενο – εκκαλούν είναι ν.π.δ.δ., διότι αυτές έχουν εφαρμογή μόνο στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ. (ΑΠ 68/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 431/2018 ΝΟΜΟΣ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΚΑΤΑΡΓΕΙ τη δίκη ως προς τον δεύτερο ενάγοντα, …………, τον πέμπτο ενάγοντα, ……….., τον έκτο ενάγοντα ………, τον έβδομο ενάγοντα, ………, τον δέκατο όγδοο ενάγοντα, …….. και την εικοστή ενάγουσα, . ………..

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους της κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5720/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από 28/12/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ././2016 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 15.071,27 ευρώ, στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 3.089,09 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 11.010 ευρώ, στον δέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.278 ευρώ, στον ενδέκατο ενάγοντα το ποσό των 6.142,40 ευρώ, στο δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 12.336 ευρώ και στο δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.286,19 ευρώ, στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 12.798 ευρώ, στον όγδοο ενάγοντα το ποσό των 11.010 ευρώ, στο δέκατο ενάγοντα το ποσό των 6.639 ευρώ, στον δωδέκατο ενάγοντα το ποσό των 13.038 ευρώ, στον δέκατο τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 4.266 ευρώ, στον δέκατο πέμπτο ενάγοντα το ποσό των 12.336 ευρώ και στο δέκατο ένατο ενάγοντα το ποσό των 6.652,62 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τη επόμενη ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι έπρεπε να καταβληθεί έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  23   Δεκεμβρίου 2019.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και τούτου μετετεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου