Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 746/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:       746    /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3444/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας (ΟλΑΠ 10/2018 ΝΟΜΟΣ) από την δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ, 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ), δοθέντος ότι από τη δικογραφία δε αποδεικνύεται ούτε κανείς διάδικος επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (υπ’ αριθμ. ……/23.2.2017 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄ της Α΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών), το οποίο επισυνάπτεται στην από 28/2/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες, ήδη εφεσίβλητοι, με τις σωρευθείσες στο από 23/9/2013 δικόγραφο ανακοπές τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησαν να ακυρωθεί για τους εκτεθέντες εκεί λόγους η υπ’ αριθμ. …./2013 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η από 13/9/2013 επιταγή προς εκτέλεση παρά πόδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, με τις οποίες επιτάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης, ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 35.582,04 ευρώ, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, προερχόμενο από την υπ’ αριθμ. ……/8.6.2006 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που σύνηψε η καθ’ ης με τον πρώτο των ανακοπτόντων, υπέρ της πλήρους εξόφλησής της από τον οποίο η δεύτερη ανακόπτουσα εγγυήθηκε εγγράφως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 3444/2015 οριστική απόφαση του δέχθηκε στο σύνολό της την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και την ακύρωσε και εν μέρει την ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση και την ακύρωσε κατά το ποσό των 589,73 ευρώ. Ήδη η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθούν οι ανακοπές στο σύνολό τους.

Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 1-2 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την παραδοχή λόγου έφεσης, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και τη διακράτηση της υπόθεσης για την εκδίκασή της από αυτό κατ’ ουσίαν, καθίσταται αρμόδιο να ερευνήσει, αυτεπαγγέλτως, όλα τα ζητήματα που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως, για την οριστική διάγνωση της διαφοράς και, επομένως, αν κρίνεται αγωγή με περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της απόφασης που πλήττονται με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως βάσεις, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή (ΑΠ 2039/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1878/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 419/2004 ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και όταν κρίνεται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής με περισσότερους λόγους, καθώς κάθε λόγος ανακοπής αποτελεί ιδιαίτερη βάση. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, το Εφετείο, εάν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας λόγο της ανακοπής που είχε γίνει δεκτός πρωτοδίκως, οφείλει να εξετάσει και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής, που δεν είχαν εξεταστεί, υπό την προϋπόθεση βέβαια, ότι οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οπότε και υποχρεούται το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει (ΑΠ 1556/2012 ΕΠολΔ 2013, 559, ΑΠ 1286/2012 ΕΠολΔ 2013, 559, ΑΠ 920/2011 ΕΠολΔ 2012, 101).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμ. ……/8.6.2006 σύμβαση πίστωσης  με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που συνήφθη στο Κορυδαλλό Αττικής, η καθ’ ης ανώνυμη τραπεζική εταιρία χορήγησε στον πρώτο ανακόπτοντα πίστωση έως του ποσού των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Η πίστωση χορηγήθηκε για την κάλυψη των επιχειρηματικών αναγκών του πιστούχου, με κυμαινόμενο επιτόκιο 8,85%, σύμφωνα με την από 8/6/2006 πρόσθετη πράξη της σύμβασης, αποτελούμενο από το ελάχιστο δανειστικό (prime rate) επιτόκιο της καθ’ ης για κεφάλαιο κίνησης, ανερχόμενο σε ποσοστό 6,25%, πλέον περιθωρίου 2% και εισφοράς του ν. 128/75 0,60%. Η δεύτερη ανακόπτουσα, εγγυήθηκε την εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της ανωτέρω επίδικης πίστωσης, προσυπογράφοντας την ανωτέρω σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, αποδεχόμενη να ενέχεται σε ολόκληρον με τον πιστούχο ως πρωτοφειλέτρια και παραιτούμενη από το δικαίωμα προβολής των ενστάσεων των άρθρων 853, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ (όρος 25 σύμβασης). Για την εξυπηρέτηση της πίστωσης τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. …………. λογαριασμός. Ο πιστούχος όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής της πίστωσης, με αποτέλεσμα την 9/1/2011 ο ως άνω λογαριασμός να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 32.325,12 ευρώ. Για τη ρύθμιση της οφειλής αυτής οι ανακόπτοντες με την από 9/11/2011 πρόσθετη πράξη της ως άνω σύμβασης αφού αναγνώρισαν ως ακριβές το πιο πάνω οφειλόμενο ποσό συμφώνησαν ο πρώτος ανακόπτων να προβεί στην εξόφλησή του εντός 8 ετών, δηλ. έως την 9/11/2019, με την καταβολή τοκοχρεωλυτικών μηνιαίων δόσεων, της πρώτης καταβλητέας την 9/12/2011 και της τελευταίας την 9/11/2019, με μηνιαίο κυμαινόμενο επιτόκιο 9,25% (prime rate 8,65% + εισφορά ν. 128/75 0,60%). Παρά τη ρύθμιση αυτή ο πιστούχος εξακολούθησε να μην ήταν συνεπής στην πληρωμή των δόσεων αποπληρωμής, με συνέπεια ο νέος υπ’ αριθμ. …… λογαριασμός, που έκτοτε τηρείτο, να παρουσιάσει την 19/2/2013 χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 34.382,04 ευρώ και η καθ’ ης να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση και να κλείσει το λογαριασμό που την εξυπηρετούσε. Με βάση την εν λόγω σύμβαση πίστωσης και κατόπιν της από 22/7/2013 αίτησης της καθ’ ης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……./2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία και με την από 13/9/2013 επιταγή προς πληρωμή, παρά πόδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής, οι ανακόπτοντες διατάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, για κεφάλαιο το ποσό των 34.382,04 ευρώ με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο υπερβαίνει κατά δυόμισι (2,5) εκατοστιαίες μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 700 ευρώ, για σύνταξη της επιταγής και της παραγγελίας προς το δικαστικό επιμελητή το ποσό των 450 ευρώ, για επίδοση αντιγράφου της διαταγής αυτής με επιταγή το ποσό των 50 ευρώ. Τα δε πιο πάνω κονδύλια, εκτός του κεφαλαίου, με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα της κοινοποίησης της επιταγής προς πληρωμή μέχρι την εξόφληση και για την τυχόν στο μέλλον σύνταξη εντολής προς τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή για εκτέλεση της διαταγής αυτής επίσης το ποσό των 100 ευρώ. Κατά της διαταγής πληρωμής οι ανακόπτοντες άσκησαν νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 23/9/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2013 ανακοπή τους, ισχυριζόμενοι με το πρώτο λόγο, ότι η άσκηση της αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι καταχρηστική, διότι η αίτηση κατατέθηκε και επιδόθηκε σε αυτούς κατά το χρόνο που υπήρχε διαπραγμάτευση μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης για τη ρύθμιση της οφειλής με ανταλλαγή εγγράφων, με συνέπεια η έκδοση της διαταγής πληρωμής να προκαλεί περαιτέρω οικονομική δυσχέρεια και επιβάρυνσή τους με δικαστικά έξοδα. Ο λόγος αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι: Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ). Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι μετά τη ρύθμιση της οφειλής του πρώτου ανακόποντος με την από 9/11/2011 πρόσθετη πράξη της σύμβασης πίστωσης και την αναγνώριση από τους ανακόπτοντες του χρεωστικού υπολοίπου, ο πρώτος ανακόπτων συνέχισε να παραλείπει να καταβάλλει τις συμφωνημένες μηνιαίες δόσεις, με συνέπεια η καθ’ ης την 19/2/2013 να κλείσει το λογαριασμό, όπως είχε το δικαίωμα από τη σύμβαση (όρος 10) και την από 9/11/2011 πρόσθετη πράξη (όρος 8.4) και να καταγγείλει τη σύμβαση με την από 19/2/2013 εξώδικη όχληση, καταγγελία και πρόσκληση, η οποία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 18/4/2013 (υπ’ αριθμ. ………/18.4.2013 και ……/18.4.2013 εκθέσεις επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………). Ακολούθως η καθ’ ης για την εξασφάλιση τη απαίτησής της άσκησε κατά του πρώτου ανακόπτοντος την από 14/5/2013 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν την 17/5/2013, με την οποία ζήτησε να της δοθεί η άδεια να εγγράψει προσημείωση υποθήκης για το ποσό των 34.382,04 ευρώ επί της κατοικίας ιδιοκτησίας του πιστούχου που βρίσκεται στη θέση «….» της τοπικής κοινότητας … του Δήμου Ναυπλιέων. Μετά ταύτα ο πρώτος ανακόπτων υπέβαλε στην καθ’ ης την από 24/6/2013 αίτησή του ζητώντας την εκ νέου ρύθμιση της οφειλής του με την αναχρηματοδότησή της μέσω της σύναψης νέας σύμβασης καταναλωτικού δανείου, επικαλούμενος δυνατότητα μηνιαίας καταβολής ποσού 300 ευρώ. Σε απάντηση η καθ’ ης με το από 9/9/2013 έγγραφό της τον ενημέρωσε ότι το συμβούλιο χρηματοδοτήσεώς της ενέκρινε τη ρύθμιση της οφειλής, υπό τον όρο καταβολής του ποσού των 17.000 ευρώ εντός 15 ετών από την υπογραφή της πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης του χρέους, καταβλητέο σε 180 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις και το υπόλοιπο ποσό εντός 15 ετών από την υπογραφή της πρόσθετης πράξης, καταβλητέο σε 156 μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις και με την απαραίτητη προϋπόθεση της συναινετικής εγγραφής προσημείωσης υποθήκης Α΄ σειράς ποσού 44.000 ευρώ στο διαμέρισμα Δ1 του Δ΄ ορόφου, που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής, ιδιοκτησίας της δεύτερη ανακόπτουσας. Προθεσμία αποδοχής της πρότασης αυτής η καθ’ ης όρισε έως την 30/9/2013, σημειώνοντας ότι «παρελθούσης απράκτου της ανωτέρω ημερομηνίας ή εφόσον δεν συναινέσουν οι ενεχόμενοι θα συνεχισθούν άμεσα οι δικαστικές ενέργειες προς πλήρη κάλυψη και είσπραξη των απαιτήσεων της Τραπέζης». Ο πρώτος ανακόπτων υπέβαλε στην καθ’ ης την από 11/9/2013 αίτησή του με την οποία διατύπωνε την αποδοχή του μεν για τους χρηματοδοτικούς όρους της ρύθμισης της οφειλής του, την αντίρρησή του όμως για το ακίνητο επί του οποίου θα εγγραφόταν η συναινετική προσημείωση υποθήκης, ζητώντας να εγγραφεί προσημείωση στο ακίνητο επί του οποίου η καθ’ ης είχε ζητήσει την εγγραφή προσημείωσης με την από 14/5/2013 πιο πάνω αίτησή της. Η απάντηση του πρώτου ανακόπτοντος είναι φανερό ότι ανέδειξε τη διαφωνία του ως προς τους όρους της ρύθμισης της οφειλής, θέτοντας δικούς του (διαφορετικούς) όρους και επιδιώκοντας να ρυθμίσει διαφορετικά την οφειλή του, με συνέπεια η καθ’ ης, όπως ήδη είχε γνωστοποιήσει με την πιο πάνω επιστολή, να συνεχίσει τη νόμιμη δικαστική διαδικασία για την είσπραξη της απαίτησή της με την επίδοση την 18/9/2013 της ήδη εκδοθείσας προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Τόσο η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, όσο και η επίδοσή της στους ανακόπτοντες δεν υπερβαίνουν προφανώς τα όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος της καθ’ ης, διότι η τελευταία ενέργησε στα πλαίσια του νόμιμου δικαιώματός της για την καλύτερη ικανοποίηση της απαίτησής της και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων της. Στα πλαίσια του δικαιώματός της αυτού ζήτησε να εγγραφεί συναινετική προσημείωση υποθήκης σε άλλο ακίνητο από αυτό που είχε ήδη αιτηθεί με την προηγούμενη αίτηση της. Εξάλλου δεν αποδείχθηκε, ότι η συμπεριφορά της δανείστριας τράπεζας που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος της, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στους ανακόπτοντες την εύλογη πεποίθηση ότι η καθ’ ης δεν θα ασκούσε το δικαίωμα είσπραξης της απαίτησής της με δικαστικές ενέργειες, στο χρόνο που το άσκησε, ώστε η άσκηση αυτού να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στους ίδιους και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Τέτοια συμπεριφορά της καθ’ ης δεν συνάγεται ούτε από την από 9/9/2013 επιστολή της, όπου σαφώς δήλωσε στον πρώτο ανακόπτοντα την πρόθεσή της να συνεχίσει τη δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της σε περίπτωση διαφωνίας της πρότασής της, διαφωνία που με σαφήνεια διατύπωσε ο τελευταίος στην απαντητική αίτησή του, λαμβανομένης υπόψη και της εκ μέρους του πρώτου ανακόπτοντος προγενέστερης μη τήρησης της προηγούμενης ρύθμισης της οφειλής του και της έλλειψης οποιασδήποτε υποχρέωσης της καθ’ ης να αναμένει για πιθανή αποδοχή της πρότασης της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τον πρώτο λόγο της ανακοπής ως ουσιαστικά βάσιμο, όπως και την ανακοπή στο σύνολο της και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα – καθ’ ης παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε το λόγο αυτό είναι ουσιαστικά βάσιμος. Συνεπώς, πρέπει η έφεση κατά το μέρος που προσβάλει την εκκαλουμένη ως προς την κρίση της για την ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο (535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω πρώτος λόγος ανακοπής, ως ουσιαστικά αβάσιμος και να ερευνηθούν περαιτέρω οι λοιποί λόγοι της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, οι οποίοι δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Εφετείο τούτο υποκαθίσταται πλέον στη θέση εκείνου.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 585 και 632 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλΔ 49, 424, ΑΠ 916/2002 ΕλΔνη 2003, 1297, ΑΠ 758/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑΧΔ 2000, 487). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με της διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΕφΑθ 227/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, 327). Ειδικότερα, σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να καταστούν αντικείμενο απόδειξης (ΑΠ 1071/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 370/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 916/2002 ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 2210/2013 ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1349/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 37/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 638/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστα αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του καταναλωτή. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη το συμφέρον του καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σύνολό των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται (ΑΠ 1332/2012 Αρμ. 2013, 909, ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011, 562, ΑΠ 904/2011 Αρμ. 2012, 1708). Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο, ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η δε διατάραξη πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο κατανα­λωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης (ΟλΑΠ 15/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 763/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1062/2015 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω με το δεύτερο λόγο της ανακοπής οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διότι είναι καταχρηστικοί και άκυροι οι όροι της σύμβασης πίστωσης με τους οποίους α) οι τόκοι παράνομα ανατοκιζονται ανά τρίμηνο, μετά την ισχύ του ν. 2879/2000 και 3259/2004 , β) το επιτόκιο καθορίστηκε μονομερώς από την καθ’ ης χωρίς να γίνει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση, με αποτέλεσμα το επιβληθέν επιτόκιο αφενός μεν να μην μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς και να επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει το εκάστοτε συμβατικό επιτόκιο χωρίς να καθορίζονται εκ των προτέρων ειδικά και εύλογα κριτήρια για τον καταναλωτή πιστούχο και αφετέρου να περιορίζεται ανώτερο από τα αντίστοιχα δικαιοπρακτικά που αποτελούν το ανώτατο όριο, γ) προβλέπεται ανατοκισμός, μαζί με τους οφειλόμενους τόκους και του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975 και δ) καθορίζει τον υπολογισμό των οφειλόμενων τόκων με βάση έτος 360 ημερών και όχι 365 ημερών με συνέπεια να επιβαρύνεται αδικαιολόγητα η οφειλή τους με την προσαύξηση των νόμιμων τόκων κατά 1,389%. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός κατά τις ανωτέρω αιτιάσεις είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, δεν αναφέρεται ούτε ένα από τα ποσά των τόκων που κατά τους ανακόπτοντες υπολογίζονται με παράνομο και εξωσυμβατικό επιτόκιο, ούτε καν το επιτόκιο που κατά τους ανακόπτοντες είναι παράνομο και αντισυμβατικό, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος λογαριασμού προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων μερών λειτουργούσας σύμβασης παροχής πίστωσης. Η παράλειψη αναφοράς των ανωτέρω στερεί από την καθ’ ης το δικαίωμα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς και να αποδείξει την ορθότητα των αμφισβητούμενων κονδυλίων, αλλά και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις περί της ακρίβειας των συγκεκριμένων κονδυλίων. Η γενική αμφισβήτηση της απαίτησης δεν αρκεί, ούτε μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι ολόκληρη η επίδικη οφειλή είναι άκυρη και ανύπαρκτη, όπως οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται το ανεξόφλητο και οφειλόμενο κεφάλαιο του δανείου, αλλά και το ποσό των, κατά τους ανακόπτοντες, νόμιμων συμβατικών και υπερημερίας τόκων. Ομοίως, δοθέντος ότι υπήρξε συμφωνία για το ανατοκισμό τόκων, εφόσον η σύμβαση καταρτίστηκε μετά την ισχύ του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2601/1998, νομίμως ανατοκίζονται μεν, όχι όμως ανά τρίμηνο, όπως προβλέπεται στη σύμβαση, αλλά ανά εξάμηνο και επομένως για το ορισμένο του σχετικού λόγου οι ανακόπτοντες όφειλαν να συγκεκριμενοποιούν το ποσό που εξήχθη από τον παράνομο ανατοκισμό. Εκ του περισσού όμως πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: 1) Όπως πιο πάνω ελέχθη, το ετήσιο επιτόκιο της επίδικης σύμβασης παροχής πίστωσης συμφωνήθηκε να είναι κυμαινόμενο, αποτελούμενο από το εκάστοτε ελάχιστο δανειστικό επιτόκιο της καθ’ ης για κεφάλαιο κίνησης, όπως καθορίζεται με δημοσίευσή της στον πολιτικό ή οικονομικό τύπο, το οποίο κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ανερχόταν σε 6,25%, από το περιθώριο (2%) και από την εισφορά του ν. 128/1975 (0,60%) και συνολικά σε 8,85%. Με την από 9/11/2011 πρόσθετη πράξη, με την οποία οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν την τότε οφειλή τους, το επιτόκιο ορίστηκε στο 9,25% (prime rate 8.65% + εισφορά του ν. 128/1975 0,60%). Ότι η καθ’ ης χρέωνε τον πρώτο ανακόπτοντα με ποσά που προέκυπταν με βάση υψηλότερο επιτόκιο ή ότι αυτό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης και των αντίστοιχων λογαριασμών ρυθμιζόταν μονομερώς από της καθ’ ης, δεν αποδείχθηκε από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο. Ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι το ως άνω επιτόκιο υπερέβαινε αυτό των εξωτραπεζικών επιτοκίων είναι απορριπτέος διότι: Το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία («δικαιοπρακτικό επιτόκιο») είτε από το νόμο («νόμιμο επιτόκιο»). Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο (άρθρα 301, 529, 547, 665 κτλ. του ΑΚ) όσο και το επιτόκιο υπερημερίας (άρθρο 345 του ΑΚ), καθώς και το επιτόκιο των τόκων επιδικίας (άρθρο 346 του ΑΚ). Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ως «τραπεζικά» επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293 – 295 του ΑΚ για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων «όπως ο νόμος ορίζει». Ο προσδιορισμός αυτός αρχικά με νομοθετική εξουσιοδότηση, που παρασχέθηκε με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ γινόταν κάθε φορά με βασιλικό διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 876/1979 τα «εξωτραπεζικά» επιτόκια (δικαιοπρακτικά και υπερημερίας) καθορίζονται κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979, οπότε από εκεί και πέρα τα εξωτραπεζικά επιτόκια αναπροσαρμόζονται κάθε φορά με τις εκδιδόμενες ΠΥΣ ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Στις ΠΥΣ αυτές γίνεται και ρητή μνεία, ότι «… η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια». Αρχικά και με βάση την εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με το ν.δ/μα 588/48 «περί ελέγχου πίστεως» τα «τραπεζικά επιτόκια» καθορίζονταν κάθε φορά με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ). Μετά την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 οι αρμοδιότητές της περιήλθαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερα τα «τραπεζικά» επιτόκια καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναλυτικά ως προς τα «τραπεζικά» επιτόκια το ιστορικό του καθορισμού τους μέχρι σήμερα έχει ως εξής: α. Βασικό νομοθέτημα καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων αποτελεί το ν.δ. 588/1948 «περί ελέγχου πίστεως», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του διατάγματος αυτού (588/48) εξουσιοδοτήθηκε η Νομισματική Επιτροπή να καθορίζει με αποφάσεις της το επιτόκιο (συμβατικό και υπερημερίας) και την προμήθεια των τραπεζικών πιστώσεων (αλλά και των καταθέσεων κτλ.) ακόμα και «κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις». Η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε με το αρθρ. 1 ν.δ. 3760/57, άρθρο 4 παρ. 2 ν. 128/75 και τέλος με το άρθρο 2 ν. 1046/80 και έκτοτε έχει ως εξής: «Δια των αποφάσεων τούτων δύναται να καθορίζεται και να μεταβάλλεται εκάστοτε το ύψος του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων εκ των προς οιονδήποτε σκοπόν υπό τραπεζών ή ετέρων πιστωτικών οργανισμών παρεχομένων ή παρασχεθεισών πιστώσεων ή δανείων ή εκδοθέντων ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων, το επιτόκιο των καταθέσεων πάσης φύσεως, ως και το ύψος και το είδος πάσης φύσεως επιβαρύνσεως εισπραττομένης υπό των τραπεζών και ετέρων πιστωτικών οργανισμών δια τας παρεχομένας υπ’ αυτών πάσης φύσεως υπηρεσίας. Αι αποφάσεις αύται δύνανται να λαμβάνονται κατά παρέκκλισιν από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων, δύνανται δε να ορίζουν ότι τα δι’ αυτών καθοριζόμενα εκάστοτε επιτόκια ή όρια επιτοκίων και λοιπών επιβαρύνσεων ισχύουν και επί υφισταμένων τοιούτων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων, καταθέσεων, ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων ανεξαρτήτως του κατά περίπτωσιν επιλεγέντος υπό των δικαιοπρακτούντων τρόπου καθορισμού του επιτοκίου και των λοιπών επιβαρύνσεων υποκείμεναι εις την περίπτωσιν ταύτην εις την έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου». Με βάση τα ανωτέρω από την ισχύ του παραπάνω ν.δ/τος (588/1948), η Νομισματική Επιτροπή και από του έτους 1982 συνεχώς ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καθόριζε, τόσο το ελάχιστο όσο και το ανώτατο ύψος των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν (και πολλές φορές συνέβαινε αυτό) ανώτερα των εξωτραπεζικών («δικαιοπρακτικών») επιτοκίων, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση και «. . . κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου . . .». Συνεπώς τα «τραπεζικά» επιτόκια αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστή κατηγορία επιτοκίων μη επικαλυπτόμενη από άποψη πεδίου εφαρμογής από εκείνη των εξωτραπεζικών επιτοκίων, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με βάση δύο σαφώς διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτατο ύψος τους υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα και με ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ/τος 548/48 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. β. Με την υπ’ αριθμό 1087/29.6.87 ΠΔ/ΤΕ άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών (τραπεζικών). Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας [1088/29.6.87, 1108/21.7.87, 1143/87, 1183/87, 1574/89, 1715/90, 1969/91, 2007/91, 1976/91, 2091/92]. γ. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμό 2326/94 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα όρια όλων σχεδόν των «τραπεζικών» επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ’ αριθμό 2393/96 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε «πλαφόν» προς τα άνω μόνο για το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Με προηγούμενη πράξη του (1574/89) ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε ορίσει, ότι το επιτόκιο υπερημερίας για τις χορηγήσεις σε δραχμές του πιστωτικού ιδρύματος δεν έπρεπε να υπολείπεται κατά κατώτατο όριο του προβλεπόμενου ελαχίστου ορίου του επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται για κεφάλαια κίνησης προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες. δ. Τέλος στην υπ’ αριθμό 2286/28.1.94 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: «. . . Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη «επιτοκίων χορηγήσεων», πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα «χορηγήσεων» αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη «χορηγήσεις» υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων (πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων), τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Περαιτέρω, η απελευθέρωση ειδικώς των τραπεζικών επιτοκίων έγινε και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Επίσης η απελευθέρωση αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ο τραπεζικός τόκος δεν είναι μόνο μέσο πιστωτικής πολιτικής, αλλά και νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και έχει ως στόχο την προστασία της αξίας του ενιαίου νομίσματος των χωρών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου ένα εθνικά καθοριζόμενο ποσοστό ανώτατου ορίου τραπεζικού επιτοκίου θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι παγίως και σταθερώς και με βάση ρητό νομικό καθεστώς ισχύουν ανέκαθεν δύο παράλληλες ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τραπεζικά επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (και παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη αναφέρεται στα επιτόκια όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια), με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Για το λόγο αυτό άλλωστε στις περισσότερες ΠΥΣ ορίζεται, ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ούτε σύγχυση αρμοδιοτήτων υπήρξε ποτέ, ούτε πολύ περισσότερο επικάλυψη ή συμπλήρωση ρύθμισης της πρώτης κατηγορίας από τη δεύτερη. Αρχικώς και μέχρι τις αρχές του έτους 1987 ο Διοικητής ρύθμιζε και καθόριζε τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το κατώτερο όσο και ως προς το ανώτατο όριο τους. Μετά το 1987 η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις ανωτέρω Πράξεις του Διοικητή της, προώθησε ηθελημένα τη σταδιακή απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1993, οπότε καθιερώθηκε και έκτοτε ισχύει η πλήρης απελευθέρωση καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων με εξαίρεση τα επιτόκια υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014 ΝΟΜΟΣ). 2) Ο ισχυρισμός ότι η εισφορά του ν. 128/1975 παράνομα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι: Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών η μετακύλιση στον πιστούχο της εισφοράς του ν. 128/1975 με συμβατικό όρο, όπως εν προκειμένω (υπ’ αρθμ. 12.3 όρος της σύμβασης) δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν, ως υπόχρεοι για την καταβολή της (εισφοράς), τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες χωρίς, όμως, να απαγορεύεται από αυτήν ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους. Έτσι, η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειολήπτες, εφόσον δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ 2010, 915, ΑΠ 35/2011 ΕφΑΔ 2011, 45, ΑΠ 570/2010 ΝΟΜΟΣ). Είναι επομένως δυνατή η συμβατική ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης προς καταβολή της ανωτέρω εισφοράς, η οποία έχει το χαρακτήρα απλής υπόσχεσης ελευθερώσεως. Η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (ΕφΘεσ 1224/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 16/2016 ΕλΔνη 2016, 1419, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014, 623). Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ό.π., ΕφΑθ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 492/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1558/2007, ΝΟΜΟΣ). Επομένως εφόσον στη σύμβαση γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την ειδική εισφορά του ν. 128/1975, η οποία συμπεριλαμβάνεται στο συμβατικό επιτόκιο oι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημερώσεως έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση σχετικής ρήτρας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη.

Με τον ίδιο λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι είναι άκυρος και καταχρηστικός ο όρος που προβλέπει την αναγνώριση εκ μέρους του πιστούχου της ακρίβειας του λογαριασμού εφόσον εγγράφως δεν διατυπώνει αντιρρήσεις εντός ενός μηνός από το περιοδικό κλείσιμό του (άρθρο 9),  η ρήτρα ότι η απαίτηση της τράπεζας αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων (άρθρα 9.3 και 9.4) και ο εξαναγκασμός των εγγυητών σε παραίτηση από τα έννομα αποτελέσματα της (άρθρο 25). Ο πρώτος εκ των ανωτέρω ισχυρισμών είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος όχι μόνο διότι από την πιο πάνω δικονομική σύμβαση δεν διαταράσσεται η ισορροπία μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος ως πιστούχου και της καθ’ ης, ούτε προκύπτει ότι επέφερε βλάβη των συμφερόντων του πιστούχου, απεναντίας προβλέπει τη δυνατότητα της μη αναγνώρισης του υπολοίπου εφόσον ο πιστούχος προβάλλει οποιαδήποτε αντίρρησή του εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος που κρίνεται εύλογο. Ο δεύτερος εκ των ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση, το δε απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου (ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 35/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 27/2010 ΝΟΜΟΣ). Ο τρίτος των ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι καθόσον στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων ο εγγυητής μπορεί εγκύρως να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που του παρέχουν οι ενδοτικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 853, 855, 858, 862 έως 868 του ΑΚ, συνεπώς ο σχετικός όρος δεν είναι καταχρηστικός κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 6 και 7 του ν. 2251/1994, εφόσον οι ανακόπτοντες γενικώς αναφέρουν ότι οι ως άνω όροι είχαν ως αποτέλεσμα την σε βάρος τους σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συγκεκριμένη σύμβαση δανείου, χωρίς όμως να αναφέρονται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που θα μπορούσαν να την καταστήσουν καταχρηστική, ο όρος δε αυτός θα μπορούσε ενδεχομένως να ελεγχθεί μόνον από πλευράς διαφάνειας, περίπτωση την οποία οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται (ΑΠ 1226/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 736/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 130/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 638/2015 ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου ο ίδιος λόγος της ανακοπής κατά το μέρος που οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι επιβαρύνθηκαν παράνομα με ποσά προμηθειών και εξόδων και ότι είναι παράνομη και καταχρηστική η τραπεζική πρακτική για μεν τις καταθέσεις οι τόκοι να υπολογίζονται από την επόμενη ημέρα ενώ για την εκταμίευση δανείων και πιστώσεων οι τόκοι να υπολογίζονται από την ίδια ημέρα ή την προηγούμενη εργάσιμο, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν στην ανακοπή τους ούτε ένα ποσό προμηθειών ή εξόδων που αντισυμβατικά επιβαρυνθήκαν από την καθ’ ης, ούτε εξειδικεύουν το ποσό που κατ’ αυτούς παράνομα επιβαρύνθηκαν από την παράνομη έναρξη της τοκοφορίας της οφειλής τους. Εκ περισσού πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι και ως ουσιαστικά αβάσιμοι διότι, όπως ανωτέρω ελέχθη, με την από 6/11/2011 πρόσθετη πράξη οι ανακόπτοντες αναγνώρισαν εγγράφως και ανεπιφύλακτα την οφειλή τους, ανερχόμενη τότε στο ποσό των 32.325,12 ευρώ, από μόνη, δε, την επισκόπηση του αντιγράφου του υπ’ αριθμ. …….. λογαριασμού του τηρήθηκε έκτοτε στα πλαίσια της ρύθμισης της οφειλής τους, δεν εμφαίνεται να έχει χρεωθεί οποιοδήποτε άλλο ποσό, πλην των οφειλόμενων τόκων και του ποσού της εισφοράς του ν. 128/1975. Τέλος ο σύμφωνα με το ίδιο λόγο ισχυρισμός τους ότι η επιβάρυνσή τους με τα έξοδα έκδοσης της διαταγής πληρωμής είναι παράνομη, διότι με αυτήν επιδιώκεται η είσπραξη παράνομης απαίτησής της πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι όπως ανωτέρω εκτέθηκε η απαίτηση της καθ’ ης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην πιο πάνω σύμβαση πίστωσης και τις πρόσθετες πράξεις αυτής, η δεν επιδίκαση των δικαστικών εξόδων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 629 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της διαταγής πληρωμής.

Επομένως εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι για εξέταση η ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. ……/2013 ανακοπής του Δικαστή το Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Στο ίδιο δικόγραφο οι ανακόπτοντες σώρευσαν και ανακοπή κατά της από 13/9/2013 επιταγής προς πληρωμή, που την 18/9/2013 επιδόθηκε σε αυτούς παρά πόδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με το τρίτο λόγο της οποίας ζητούσαν την ακύρωση της επιταγής διότι το αιτούμενο ποσό των 450 ευρώ για έξοδα σύνταξης της επιταγής είναι υπερβολικό και υπερβαίνει κατά πολύ, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, το ελάχιστο όριο σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα  Κώδικα Δικηγόρων ανερχόμενο στο ποσό των 10,27 ευρώ.

Κατά το άρθρο 127 του ν.δ. 3026/1954 «περί του Κώδικος των Δικηγόρων», ο συντάσσων και υπογράφων την επιταγή δικηγόρος δικαιούται  αμοιβής, η οποία περιλαμβάνεται στα έξοδα της εκτελέσεως. Καθορίζεται δε αυτή κατά το κατώτατο όριο, ανάλογα με το είδος του εκτελούμενου τίτλου. Ειδικότερα, αν ο τίτλος είναι απόφαση Πρωτόδικου (Δικαστηρίου) ή Προέδρου, το ελάχιστο όριο αμοιβής του δικηγόρου για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ορίζεται σε 25 δραχμές. Με το άρθρο 99 του ίδιου Κώδικα, το ανωτέρω ποσόν πολλαπλασιάζεται με συντελεστή που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ. Με την απόφαση 12398/9.2.1989 του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 131/21.2.1989 τεύχ. Β΄, ορίσθηκε ο συντελεστής υπολογισμού των δικηγόρων αμοιβών σε 140 μονάδες και συνεπώς το ανωτέρω ποσόν των 25 δραχμών αντιστοιχεί σε 3.500 πραγματικές δραχμές και ήδη 10,27 ευρώ. Με προσθήκη του άρθρου 23 του ν.δ. 3790/1957 στην παρ. 1 του άρθρου 127 ορίσθηκε ότι «εν πάση περιπτώσει η αμοιβή επί συντάξεως επιταγής προς πληρωμή ουδέποτε δύναται να υπερβεί το 1/4 του ποσού της δι’ ην η επιταγή οφειλής». Η ορθή ερμηνεία της διατάξεως αυτής είναι ότι ο περιορισμός αφορά τα τιθέμενα από το άρθρο 127 ελάχιστα όρια για να προστατευθούν οι μικροοφειλέτες και δεν θέτει ανώτατο όριο αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής. Δηλαδή ο περιορισμός αυτός αφορά τις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το επιδικαζόμενο ποσόν είναι μικρό, οπότε εάν η αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, υπολογίζονταν βάσει των καθορισμένων από το άρθρο 127 του Κώδικα των Δικηγόρων συντελεστών, ήταν δυνατόν αυτή να είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την όλη οφειλή (ΕφΑθ 5667/1995 ΝοΒ 45, 53, ΕφΑθ 3397/1995 ΝοΒ 44, 643, ΕφΑθ 3284/1991 ΕλλΔνη 1992, 884). Υπέρβαση του προσδιοριζόμενου ανωτέρω ελάχιστου ορίου αμοιβής είναι θεμιτή και δικαιολογημένη, σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 98 του Κώδικα Δικηγόρων. Έτσι, η αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλου εκτελεστού μπορεί να αυξηθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υποθέσεως που διεκπεραιώθηκε, τον καταναλωθέντα χρόνο τη σπουδαιότητα της διαφοράς, τις ιδιάζουσες περιστάσεις και γενικά καταβληθείσες ή εξώδικες ενέργειες (ΑΠ απ 1518/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 630/2015 ΕΠΙΣΚΕΔ 2015, 207). Εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι με το υπ’ αριθμ. 4 κονδύλιο της επιταγής οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλουν ως δικαστικά έξοδα για τη σύνταξη της επιταγής το ποσό των 450 ευρώ. Όμως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή ορίζεται επί αποφάσεως του «Προέδρου», όπως εν προκειμένω, σε 25 δραχμές, οι οποίες αντιστοιχούν σε 3.500 πραγματικές δραχμές και ήδη 10,27 ευρώ. Κατά την κρίση δε του Δικαστηρίου, το ως άνω ελάχιστο όριο αμοιβής των 10,27 ευρώ, δεν πρέπει να αυξηθεί, γιατί απαιτήθηκε λίγος  χρόνος και καταβλήθηκε μικρή προσπάθεια. Πρέπει επομένως δεκτού γενομένου του ως άνω λόγου ανακοπής να ακυρωθεί η εν λόγω επιταγή ως προς το ποσό των 450 ευρώ, για το επιπλέον ποσό των 10,27 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της έφεσης που προσβάλει την εκκαλουμένη κατά το μέρος που έκρινε τη βασιμότητα της ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση, σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αμοιβή για της σύνταξη της επιταγής ανέρχεται στο ποσό των 10,27 ευρώ, είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Σημειωτέον ότι η εκκαλούσα δε προσβάλει με λόγο έφεσης τη διάταξη της εκκαλουμένης, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο το δεύτερο λόγο της ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή και ακύρωσε εν μέρει την επιταγή και ως προς το ποσό των 150 ευρώ, το οποίο ο πρώτος ανακόπτων κατέβαλε ως μερική εξόφληση της οφειλής του.

Κατόπιν αυτών πρέπει η έφεση να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης του τίτλου (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26, 642, ΕφΠειρ 587/2008 ΕΣυγκΔ 2009, 329, Σαμουήλ, Η έφεση, έκδοση 2009, σελ. 447) μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση αυτή (άρθρο 522 του ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθούν οι σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές, να απορριφθεί η ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. …/2013 διαταγής πληρωμής και να επικυρωθεί αυτή και να γίνει εν μέρει δεκτή η ανακοπή κατά της από 13/9/2013 επιταγής προς εκτέλεση. Ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσε, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3444/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί των σωρευθεισών στο από  23/9/2013 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2013 δικόγραφο ανακοπών κατά της υπ’ αριθμ. ……/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της από 13/9/2013 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή κατά της υπ’ αριθμ. ……/2013 διαταγής πληρωμής.

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη διαταγή πληρωμής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή κατά της από 13/9/2013 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της πιο πάνω διαταγής πληρωμής.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την επιταγή προς πληρωμή ως προς το ποσό των 150 ευρώ από το κεφάλαιο ποσού 34.382,04 ευρώ και ως προς το ποσό των 439,73 ευρώ από τα έξοδα σύνταξης της επιταγής ποσού 450 ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων ένα μέρος της δικαστικής δαπάνης της καθ’ ης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παράβολου άσκησης της έφεσης ποσού εκατό (100) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την  23     Δεκεμβρίου 2019.

         Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και τούτου μετετεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου